δοκίμιο

Από την ιδιωτεία στον δημόσιο βίο

 *

του ΓΙΑΝΝΗ Σ. ΚΑΡΓΑΚΟΥ

Γεώργιος Κ. Τασούδης,
Τα ιδιωτικά για τα… δημόσια
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Διδυμοτείχου,
Διδυμότειχο 2017

Ένα δοκιμιακό έργο, πεζό, με ποιητικό όμως ύφος και ήθος. 50 σελίδες, 9 κεφάλαια. Από τον τίτλο γίνεται αντιληπτό τι προτείνει ο Γεώργιος Κ. Τασούδης: την επιστροφή από την ιδιωτεία στον δημόσιο βίο. Γι’ αυτό γράφει ότι δεν αρκεί η προβολή του παρελθόντος αλλά «να επικεντρωθούμε στην αποκωδικοποίηση και επαναπρόσληψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς». Στην απορία του αναγνώστη γιατί να επαναπροσλάβουμε την προγονική συμπεριφορά απαντώ με ένα δικό μου παράδειγμα: η συν-περι-φορά των προγόνων είχε ως ιδιοσυστασιακό χαρακτηριστικό της το «συν» και το «περί».

Σαν τον Οδυσσέα που περιτριγύρισε τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν έχασε το «συν» που τον ένωνε με τους συντρόφους του και τη σύζυγό του Πηνελόπη στην Ιθάκη. Γι’ αυτό και οι Έλληνες γράφει ο Τασούδης «κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη στενή ελλαδικότητα καθιστώντας την Ελληνικότητα πρόταση βίου οικουμενική». Έτσι, καταλήγει ο συγγραφέας, οι νέοι θα «ανδρωθούν και θα ανδρειωθούν» και θα αποτινάξουν τη σημερινή «ντροπιοσύνη». Δεν είναι τυχαίο ότι πολεοδομικό αποτύπωμα της Ρωμηοσύνης είναι η «εκκλησία και η πλατεία». Πρώτα ο άνθρωπος -συν Θεῷ- γίνεται άνθρωπος και μετά «διευρύνεται, πλαταίνει» και φτιάχνει πλατείες όπου γίνεται συνάνθρωπος.

Όμως «η γειτονιά αποδυναμώθηκε, όπως και ο ουρανός» παρατηρεί ο συγγραφέας. Έγιναν οι Έλληνες αποδημητικά πουλιά. Θα είναι «καλοί πρέσβεις των δικαίων μας» αναρωτιέται ή θα γίνουν «Ελληνάρες του Αυγούστου» με «φραγκοδυτικίζουσα ιδιοσυστασία»; Κάθεται κάτω από μια ακακία, δέντρο με όνομα συμβολικό. Η ακακία γίνεται για τον συγγραφέα έμπνευση για μια αναδρομή στον τρόπο αντιμετώπισης της κακίας. Θυμάται τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μ. Ασίας από τους Τούρκους. Τον Έλληνα της 28ης Οκτωβρίου του ’40 που «θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη ιδιωτική καλοπέραση έλαβε την απόφαση να γίνει ένας άγνωστος στρατιώτης… λίπασμα για τις επερχόμενες γενεές. Και γι’ αυτήν την ακακία ακόμη». Γι’ αυτό και είναι κατά της καύσης των νεκρών: «θα μείνει αλίπαντη η γης η Ελληνική…». Πρέπει «ο καθείς να κατακρημνίσει το ικρίωμα της μετριότητας και της ποντοπιλάτειας απραξίας, προβάλλοντας την αξιοσύνη σε κοινή, δημόσια θέα». Έτσι θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ατομικής θεώρησης των πραγμάτων. Να σταματήσουμε να είμαστε πίθηκοι, να συνεννοηθούμε, «να βάλουμε τους ιδιωτικούς μας εγωισμούς στην άκρη, προβάλλοντας το συλλογικό μας τάλαντο», «να ομονοούμε υπό ενός κοινού σκοπού». «Προέχει, καταλήγει ο Τασούδης, το δημόσιο συμφέρον ως προσωπική ανάγκη». (περισσότερα…)

Η αλογόμυγα του Σωκράτη

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ένας από τους γοητευτικότερους χαρακτήρες των πλατωνικών διαλόγων βρίσκεται στον Γοργία. Πρόκειται φυσικά για τον προκλητικό και αιρετικό Καλλικλή. Η πιο επιφανειακή ανάγνωση του Καλλικλή θα του απέδιδε απλώς μια πρόθεση απολογητικής της εκάστοτε εξουσιαστικής αρχής. Μια δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση θα έθετε γρήγορα εν αμφιβόλω την θεώρηση του Καλλικλή ως ενός απλού φερεφώνου της εξουσίας. Από τη στιγμή που ο ίδιος αποδέχεται ότι όσοι κρατούν τα ηνία μιας πολιτικής οντότητας ενδέχεται κάλλιστα να πάσχουν από μια φυσική κατωτερότητα, τότε αυτόματα ανοίγεται ο δρόμος για τη διάσταση μεταξύ (ανθρώπινου) νόμου και φύσης. Κι αν ο νόμος είναι αυτός που κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή, αυτό σημαίνει ότι η φύση δρα κατά κανόνα από το παρασκήνιο, αναζητώντας την ευκαιρία να διεκδικήσει ό,τι της ανήκει. Έτσι εδώ ανακύπτει μια πιο νιτσεϊκή εκδοχή του Καλλικλή: οι κατέχοντες την εξουσία διακατέχονται από δουλικά ένστικτα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο φροντίζουν να διασφαλίζουν την πλεονεκτική τους θέση με το να οχυρώνονται πίσω από τον νόμο και τις τετριμμένες ηθικές συμβάσεις.

Η διάκριση ανάμεσα σε νόμο και φύση δεν είναι όμως τόσο σαφής όσο θα απαιτούσε μια συνεπής νιτσεϊκή ερμηνεία. Όπως ο ίδιος ο Καλλικλής αναφέρει, μια έννοια (φυσικού) δικαίου μπορεί να ανευρεθεί ακόμα και στα ζώα. Αν όμως το (όποιο) δίκαιο βρίσκει εφαρμογή τόσο επί των ανθρώπων όσο και επί των ζωικών πλασμάτων, τότε ποιο ακριβώς είναι το όριο που διαχωρίζει τον νόμο από τη φύση; Μια δυνατή απάντηση θα ήταν να ταυτιστεί ο νόμος με το άδικο. Κάθε δίκαιο άξιο του ονόματός του (οφείλει να) πηγάζει από μια φυσική μήτρα, ενώ κάθε θετικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να μολύνει και να παραμορφώνει το φυσικό δίκαιο. Η ιδανική πολιτεία θα ήταν αυτή που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της φύσης να ακολουθούν το δρόμο τους, απαλλαγμένες από τα βαρίδια και τα χαλινάρια των συμβατικών νόμων. Στην ακραία της εκδοχή, αυτή η λύση δεν επιλύει βέβαια και πολλά, αναδιατυπώνοντας απλώς το πρόβλημα. Αν μια «επιστροφή στη φύση» είναι το ζητούμενο για μια πολιτεία, τότε σε τι ακριβώς διαφέρει μια πολιτική οντότητα από μια ζωική ορδή; Το κάλεσμα επιστροφής στη φύση οδηγεί αναγκαστικά στην αυτοαναίρεση κάθε έννοιας του πολιτικού, χειρονομία που είναι ωστόσο αδιανόητη για τον Καλλικλή, εφόσον για τον ίδιο η ικανότητα διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων συνιστά τον κατεξοχήν ορισμό της ευφυΐας. (περισσότερα…)

Χρήστος Μαρκίδης, Κατάματα

*

Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές, Κιννάβαρι, Άγρα 2009, Δράκων κατήλθες, Τυπωθήτω-Λάλον Ύδωρ 2013, Έρεβος ή το άλλο φως, Εκδόσεις του Φοίνικα 2020, ο Χρήστος Μαρκίδης επανέρχεται στα εικαστικά δρώμενα με μια έκθεση 32 επιλεγμένων σχεδίων της τελευταίας δεκαετίας (μολύβια, κάρβουνα, μελάνια, παστέλ) στην Gallery 7 (Σόλωνος 20 & Βουκουρεστίου, Αθήνα από 13 Σεπτεμβρίου έως 1 Οκτωβρίου 2022) και παράλληλα με το βιβλίο των στοχαστικών δοκιμίων του Κατάματα σε 3η συμπληρωμένη έκδοση από τον Αρμό. Από το βιβλίο αυτό προδημοσιεύουμε τρία μικροδοκίμια.

http://markidis54.blogspot.com

 

~.~

 

ΠΡΟΣ ΕΩ

Αναρωτιέμαι καμιά φορά για το αβέβαιο παρόν της ζωγραφικής. Άλλοτε θεωρώ ότι η αρχέγονη τέχνη μας διαθέτει ακόμη τόλμη και αρετή, άλλοτε ότι ο καιρός την έχει προ πολλού προσπεράσει. Το ζωηφόρο μήνυ­μα του μοντερνισμού, όπου ακαδημαϊσμοί και συμβά­σεις αιώνων εξανεμίστηκαν απέναντι στην εσωτερική ανάγκη για ελευθερία και οικουμενικότητα -πρώτη φορά η νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη διαλογίστηκε ου­σιαστικά στο πνεύμα της Ανατολής- δεν γονιμοποιεί πλέον τον νοητό κόσμο· μύρια υποκατάστατα ηχούν και σκάφανδρο στα καθ’ ημάς Επιφάνια.

Το δωρικό απαραίτητο, όπως το διατύπωσε ένας από τους πατέρες της αισθητικής επανάστασης ο Ζωρζ Μπρακ, Η αλήθεια δεν έχει αντίθετο,1 έπαψε σχεδόν οριστικά να ισχύει. Το ιλιγγιώδες αίσθημα ενός πορτρέτου του Φαγιούμ, ενός στίχου του Ρωμα­νού, μιας μουσικής φράσης του Χαίντελ, έστω μιας στροφής του Ρίλκε και του Σεφέρη ή ό,τι απέμεινε να μας θυμίζει την καταγωγική φύση και θέση του ζω­ντανού λόγου, μοιάζουν απολιθώματα ενός μακρινού παρελθόντος. Ξεχνούμε πως διαχρονικά όλα τούτα μετεωρίζονται έμπλεα νοημάτων, προσμένοντας από εμάς νέα θεώρηση του απολύτου, νέα κατανόηση έναντι του μυστηρίου, νέα παραμυθητική υποθήκη στο μέλλον. Όταν τα μέσα έχουν χάσει το στόχο, πρέ­πει να επανέλθει κανείς στις ουσιαστικές αρχές που δημιούργησαν την ανθρώπινη γλώσσα. Έτσι οι αρχές παίρνουν ζωή και ξαναδίνουν ζωή.2 Ξέρω ότι τότε που ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, οι συνθήκες ήταν το ίδιο στεγνές. Πεντακόσια χρόνια δυτικής ρασιοναλι­στικής σχιζοφρένειας ήρθαν μέσα σε τρεις δεκαετίες ανάποδα, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον ασκό του Αι­όλου σ’ αυτό που σήμερα δεν μας αρκεί· έπαψε προ πολλού να τέμνει και να ορίζει. Ωστόσο οι ανανεωτές του κινήματος διέβλεψαν με περισσή ενάργεια την εξακολουθητική έκπτωση που απειλούσε, απειλεί και θα απειλεί τον αδιάκοπο πολιτισμό της συνείδησης: η ελευθερία δεν θα έχει αξία, παρά μόνον αν μπει στο δρόμο μιας παράδοσης. Παράδοση δεν σημαίνει συ­νήθεια.3 Ανακαινίζοντας εκ βαθέων το σύνολο των μορφών, οι δάσκαλοι του περασμένου αιώνα σεβά­στηκαν ολοκληρωτικά τις α ρ χ έ ς· να το μεγάλο παράδοξο! Ο μοντερνισμός ορθώνεται ως η έσχατη αναλαμπή της οικουμενικής ουτοπίας στην τέχνη. Κι εμείς οι κατοπινοί -του παγκοσμιοποιημένου πια τό­που- συλλέκτες της αγωνίας όσων ορυκτών μάς από­μειναν. (περισσότερα…)

Η ιδεολογία της αξιοκρατίας και το ασυνείδητό της

*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Απ’ όλα τα είδη παιχνιδιών, όσα οριοθετούνται από αυστηρούς κανόνες και διέπονται από τη λογική της ποσοτικοποίησης κατέχουν αναμφίβολα κυρίαρχη θέση στις κατά Καιλλουά λογιστικές κοινωνίες του 20ού και του 21ου αιώνα – σ’ εκείνες τις κοινωνίες δηλαδή που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γραφειοκρατικής, «ορθολογικής» οργάνωσης.

Ευτυχώς, τα παιδιά επιμένουν ακόμα στα παιχνίδια προσποίησης, ρόλων, μίμησης και ιλίγγου. Μόνο τα παιδιά. Οι ενήλικες πετάνε από πάνω τους σαν ξεραμένο δέρμα τέτοιες συνήθειες· εκτός και αν μπορούν να τις απολαμβάνουν με ελεγχόμενο και «υπεύθυνο» τρόπο, σαν τις συνταγογραφημένες δόσεις έκστασης που προσφέρει η εξέδρα στους οπαδούς. Τα «σοβαρά» παιχνίδια των ενηλίκων προσπαθούν επίμονα να ξορκίσουν σχεδόν κάθε έννοια του πραγματικά τυχαίου (και όχι απλά της στατιστικού τύπου απόκλισης) και του λάθους.

Τόμοι ολόκληροι είναι αναγκαίοι για να περιγραφούν οι κανόνες τους. Στο όνομα τίνος; Μιας αξιοκρατίας που ωστόσο και αυτή η ίδια είναι κομμάτι της μυθολογίας των σύγχρονων αγώνων. Φαντάζεται κανείς ότι τα σημερινά παιχνίδια τείνουν προς μια απόλυτη (δηλαδή σχεδόν μαθηματικά εννοημένη) δικαιοσύνη. Στην ιδανική περίπτωση, κάθε εξω-αγωνιστικό στοιχείο (π.χ. ηθικό ή αισθητικό) οφείλει να εξοβελιστεί. Το απόλυτα δίκαιο παιχνίδι θα ήταν κάτι σαν το σκάκι: ένα παιχνίδι στρατηγικής χωρίς τύχη, στο οποίο επιπλέον οι παίκτες θα είχαν αντικατασταθεί από προσομοιωτές για να αποκλειστούν τα ολισθήματα. Ένα παιχνίδι βγαλμένο από τα όνειρα ενός γραφειοκράτη καριέρας. (περισσότερα…)

Φίλιπ Λάρκιν, Ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπόλαυσης

*

Μετάφραση ΑΝΝΑ ΝΙΑΡΑΚΗ

Μερικὲς φορὲς εἶναι χρήσιμο νὰ ὑπενθυμίζουμε στοὺς ἑαυτούς μας τὶς ἁπλούστερες πλευρὲς τῶν πραγμάτων τὰ ὁποία συνήθως θεωροῦνται περίπλοκα. Ἂς παρουμε, γιὰ παράδειγμα, τὸ γράψιμο ἑνὸς ποιήματος.  Ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία στάδια: τὸ πρῶτο εἶναι ὅταν κάποιος παθιάζεται μὲ μιὰ συγκινησιακὴ σύλληψη σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νιώθει υποχρεωμένος νὰ κάνει κάτι γι’ αὐτό. Αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο, ἤτοι νὰ κατασκευάσει ἕναν λεκτικὸ μηχανισμὸ ἱκανὸ νὰ ἀναπαραγάγει αὐτὴ τὴ συγκινησιακὴ σύλληψη στὸ μυαλὸ ὅποιου ἐνδιαφερθεί νὰ  τὸν διαβάσει, ὁπουδήποτε, ὁποτεδήποτε. Τὸ τρίτο στάδιο εἶναι ἐκείνη ἡ ἐπανερχόμενη κατάσταση ὅπου ἄνθρωποι σὲ διαφορετικοὺς χρόνους καὶ τόπους ἐπαναθέτουν σὲ λειτουργία τὸν λεκτικὸ μηχανισμὸ καὶ ἀναδημιουργοῦν μέσα τοὺς αὐτὸ ποὺ ὁ ποιητὴς ἔνιωσε ὅταν τὸν ἔγραφε. Τὰ στάδια αὐτὰ εἶναι ἀλληλοεξαρτώμενα καὶ ὅλα ἀπαραίτητα. Ἂν δὲν ἔχει ὑπάρξει προκαταρκτικὴ συγκίνηση, ὁ μηχανισμὸς δὲν ἔχει κάτι γιὰ νὰ ἀναπαραγάγει καὶ ὁ ἀναγνώστης δὲν θὰ ἀποκομίσει τίποτα. Ἐὰν τὸ δεύτερο στάδιο δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἐπιτυχημένα, ὁ μηχανισμὸς δὲν θὰ μεταβιβάσει τὰ ἀγαθά του, ἢ θὰ μεταβιβάσει λίγα σὲ λίγους, ἢ θὰ σταματήσει νὰ τὰ μεταβιβάζει μετὰ ἀπὸ ἕνα παράλογα μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ τρίτο στάδιο, ἡ ἐπιτυχὴς ἀνάγνωση,  ποίημα ὑπὸ πρακτικὴ ἔννοια δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. (περισσότερα…)

Η διαλεκτική του «ίδιου» και του «άλλου» στο έργο του Γιάννη Κιουρτσάκη

Μια περιδιάβαση στο σύνολο του έργου του με αφορμή την παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου του Το θαύμα και η τραγωδία: Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία, Πατάκης, 2020, στα Χανιά, στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις 12. 7. 2021.

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από τα Χανιά από την μεριά του πατέρα του. Ο παππούς του Χαρίδημος ήταν ελληνοδιδάσκαλος και ψάλτης στην Παναγία Τριμάρτυρη, τον καθεδρικό ναό της πόλης των Χανίων. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Το 1986 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το έργο του Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Το 1996 με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το αυτοβιογραφικό του πεζογράφημα Σαν μυθιστόρημα, πρώτο μέρος της τριλογίας του με τον γενικό τίτλο “Το ίδιο και το άλλο”. Το 2010 απέσπασε Βραβείο Δοκιμίου από το περιοδικό “Διαβάζω” με το βιβλίο του Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη.

Το πλούσιο έργο του – Γράφοντας το ίδιο με διαφορετικό τρόπο

Το έργο του πλούσιο, ερευνητικό, δοκιμιακό και λογοτεχνικό, αριθμεί μέχρι σήμερα 15 βιβλία, πέρα από τις συμμετοχές σε συλλογικά έργα και τις μεταφράσεις, όμως όλα μαζί μπορούν να ιδωθούν ως ένα ενιαίο, πολυδιάστατο βιβλίο σε εξέλιξη, που γράφεται διαρκώς από την αρχή, ενσωματώνοντας νέα στοιχεία, επαναδιατυπώνοντας προβληματισμούς, αποδομώντας τα παλιά υλικά και ανασυνθέτοντάς τα σε μια νέα μορφή, συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο με διαφορετικό τρόπο, ερευνώντας με τις αισθήσεις και με τη νόηση τις περιπέτειες του βίου και του κόσμου.

Το ασκητικό ιδανικό: από τον καταναγκασμό της κοινωνίας στην στοχαστική απομόνωση

Ο Γιάννης Κιουρτσάκης έχει αφιερώσει με πάθος και αυταπάρνηση όλη του τη ζωή στη μελέτη και τη συγγραφή. Ποια όμως είναι η ζωή ενός παθιασμένου ερευνητή και συγγραφέα; Είναι το είδος του βίου που διαπνέεται από το «ασκητικό ιδανικό», όπως το όρισε ο Νίτσε, τον αναχωρητισμό, θα λέγαμε σήμερα, και προϋποθέτει έναν συνεχή αγώνα για τη διασφάλιση «περισσότερο ευνοϊκών όρων για μια υψηλότερη πνευματικότητα»; Και πώς κερδίζεται αυτή η «ελευθερία από κάθε καταναγκασμό, ενόχληση, θόρυβο, υποθέσεις, καθήκοντα, φροντίδες;»[1] Ο Νίτσε μας λέει πως το τίμημα αυτής της ελευθερίας είναι ο υποβιβασμός της ζωής σε στοχαστική απομόνωση, σε αβάστακτη μοναξιά, στέρηση των συγκινήσεων και των χαρών του αληθινού βιώματος, αυστηρή εγκράτεια, μια έρημος όπου αποσύρεται ένα δυνατό πνεύμα για να αναλωθεί στον σολιψιστικό του μονόλογο.

Το πέρασμα από το προσωπικό στο συλλογικό υποκείμενο

Όμως, ο “ασκητισμός” δεν είναι καθόλου το ιδανικό του Κιουρτσάκη. Ο συγγραφέας μας αναγνωρίζει πως αν και από πολύ νωρίς παρέμεινε στο περιθώριο της ενεργού κοινωνικής ζωής, αν και ήταν αποκομμένος από κάθε συλλογική δράση, και είχε «τη γεύση της εξορίας μέσα στο στόμα»[2] όπου και να πήγαινε, ωστόσο κάθε του σκέψη, στοχασμός, αναζήτηση καθοδηγούνταν από τη λαχτάρα του να συναντήσει το συλλογικό, να συναντήσει αυτό το Εμείς που όλο μας ξεφεύγει· να ανακαλύψει τον κόσμο ψάχνοντας τον Άλλο μέσα στον εσώτερο εαυτό του, να αναζητήσει μέσα στο Ίδιο όλες τις κρυμμένες μορφές της ετερότητας, μέσα στο Εγώ το Εμείς, που περικλείει εντός του τις ποικίλες όψεις του κόσμου. Και αν ο προορισμός του ήταν η συγγραφή, αν «το γράψιμο είχε γίνει η βαθύτερη, αληθινή ζωή του», αν αυτή ήταν «η μόνη πράξη που είχε νόημα»[3], αυτό κατέστη δυνατό ακριβώς μέσω της ιδιότυπης σχέσης που εγκαθίδρυσε ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο, που είχε θρέψει τις ιδέες του, ενσωματώνοντας μια πολυφωνική συλλογικότητα στη δική του φωνή. Με αυτή του στάση κατάφερε να περάσει από το προσωπικό υποκείμενο (το Εγώ) σε ένα απρόσωπο και συλλογικό υποκείμενο (το Εμείς), δικαιώνοντας τον βιωμένο από εμάς κόσμο ως την αληθινή ζωή.

Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο “Ίδιο” και το “Άλλο”

Η διαλεκτική αυτή σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς, “το Ίδιο και το Άλλο”, που τείνει να άρει την αντιπαλότητά τους σε μία ενότητα που τα περιέχει, υποδηλώνεται άλλωστε στον εμβληματικό τίτλο της μυθιστορηματικής τριλογίας του, εντάσσοντας το εγχείρημά του στο ζωντανό εργαστήρι της ευρωπαϊκής σκέψης και του φιλοσοφικού λόγου όπου αυτοί οι όροι έχουν ιδεογραφηθεί, συσχετισθεί και αναλυθεί ποικιλοτρόπως τους τρεις τελευταίους αιώνες (ως σχέση Υποκειμένου και Αντικειμένου, Σκέψης και Είναι, Συνείδησης και Ιστορίας, Θεωρίας και Πράξης, Συνείδησης και Ασυνείδητης Επιθυμίας, Λόγου και Εξουσίας, Ταυτότητας και Διαφοράς κλπ.).

Λογοτεχνικός και δοκιμιακός λόγος

Στη δουλειά του Κιουρτσάκη θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατευθύνσεις, δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και επεξεργασίας του αντικειμένου του, δύο μεθοδολογικές γραμμές, που χωρίζουν το έργο του σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη θα κατατάσσαμε το λογοτεχνικό του έργο, στη δεύτερη το δοκιμιακό. Όμως η διάκριση είναι μάλλον τεχνική: Το λογοτεχνικό του έργο είναι βαθιά στοχαστικό, ενώ το δοκιμιακό ακολουθεί τους τρόπους της λογοτεχνίας. (περισσότερα…)

Νίκος Σγουρομάλλης, Αναπαριστώντας το ανεικόνιστο

Αναπαριστώντας το ανεικόνιστο: εμπόδια και δυνατότητες εκφοράς ενός λόγου για τον θάνατο

του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ

~.~

Ο θάνατος, όμως, είναι χαρά;
Μαργαρίτα Καραπάνου, Rien ne va plus

Η τέχνη δεν μου άρεσε καθόλου. Ξέρεις πως εμείς οι Συριανοί δεν αγαπούμε πολλά ανακατώματα με τους αποθαμένους και το βράδυ αλλογυρίζομεν για να μην περάσωμεν απ’ εμπρός από νεκροταφείο. Τες σαβανώτρες και τους νεκροθάπτες τους φέρνουμε όλους απ’ έξω, από τη Μύκονο ή τη Σαντορίνη, γιατί παρά να μαλάζη νεκροκρέββατα και κουφάρια θα προτιμούσε και ο πιο ξεπεσμένος Συριανός να μαζεύη καβαλλία. Εφοβόμουν μη με σιχαθή και η γυναίκα μου. […] Τον πρώτο καιρό υπέφερα πολύ. Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο κοτέτζι, τα γουρούνια και τ’ άλλα που ήτανε όλα δικά μου. Από νοικοκύρης, νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά![1]

~.~

(περισσότερα…)

Νατάσα Κεσμέτη, ΑνθρωπόκΕνος;

Ἀνθρωπόκενος ;

της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ

Σέ μιάν ἀπό τίς παραστατικά εὐφραδεῖς ἀφηγήσεις τοῦ Χρήστου Μποκόρου πού δημοσιεύθηκαν στό Νέο Πλανόδιον (προδημοσιεύσεις τοῦ βιβλίου του «eμερολόγιο ΙΙ», ἀκούει κανείς ἕναν παλιό καλό δάσκαλο, τόν θεῖο τοῦ καλλιτέχνη, νά ὁδηγεῖ τήν προσοχή τῶν μικρῶν μαθητῶν του ἀπό τό ἐλάχιστο καί συγκεκριμένο στό μέγιστο, ἕως καί ἀφηρημένο: ἀπό ἕνα ἀπομεινάρι, στό μωσαϊκό τῆς τάξης, σβησμένου σπίρτου στην συνεργατική ἀλληλεξάρτηση πουλιῶν καί δέντρων ­– κι ἀκόμη παρά πέρα…

Συναρπάζοντας τά παιδιά μέ τό γοητευτικό ξεδίπλωμα τῆς ἀφήγησής του, κατ’ οὐσίαν ὁ χαρισματικός δάσκαλος λέει πώς τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο καί, κυρίως, πώς τίποτα δέν εἶναι ἀσήμαντο. Τά περιστέρια πού τσιμπολογοῦσαν στήν σχολική τους αὐλή ἔφεραν στόν νοῦ μου ἕνα ἄλλο μικρό φτερωτό, μιᾶς ποιήτριας πού ἔσκυβε εὐλαβικά πάνω στά «ἀσήμαντα»:

Κι ἔχω δεῖ
τήν αὐγή,
τόν κορυδαλλό
ν’ ἀναπηδᾶ ἀπό τό ψηλό χορτάρι
καί στόν ρόδινο ἀέρα –
τά φτερά του,
πού οὔτε πλατιά εἶναι
οὔτε πολύ δυνατά
 
νά φτερακίζουν –
 
μέ τόν θώρακα
σέ πάλη κι ἀναλαμπή
μονάχα γιά νά πάρει ὕψος –
 
καί τό τραγούδι
στό μεταξύ
νά πετιέται
ἀπό λαρύγγι κόκκινο.
Κι ὕστερα κατεβαίνει,
κι εἶναι λυπημένος.
Τό κεφαλάκι κρέμεται
ἡ ἀνάσα κομμένη
 
γιά λίγα λεπτά
ἀνάμεσα στά λυγισμένα
χόρτα τριζάτα καί ξερά,
ὅπου τήν περισσότερη ζωή περνᾶ,
 
κι ὕστερα κάτι πάλι τόν καλεῖ ψηλά
καί πάνω ἀνεβαίνει
οἱ ὦμοι του δουλεύουν,
τό σῶμα του ὅλο καταπέφτει
 
ὥς τίς ἄκριες πλέοντας τοῦ κόσμου.
Εἴμαστε συμβιβασμένοι, λέω,
μέ τό ὑπερβολικά πολύ.
Καλύτερα ὅπως τοῦτος, ἕνα πουλί –
 
Κόσμημα τοῦ αἰώνιου.
Ὅταν κατέβηκε στοῦ χόρτου τή φωλιά
«Τή μέρα ξόδεψε, μά σῶσε τήν ψυχή»,
Τόν ἄκουσα νά λέει μιά φορά.

Ἀπό τήν ἀναπαράσταση τοῦ λόγου τοῦ δασκάλου στήν γραφή τοῦ Χ. Μποκόρου γίνεται φανερό πώς ὁ σπόρος ἐκείνης τῆς ἱστορίας ρίζωσε γιά καλά στήν καρδιά τοῦ καλλιτέχνη. Σ’ ἐμένα πάλι προκλήθηκαν κάποιες σκέψεις καί ἐρωτήματα ὅπως τά ἀκόλουθα:

Σήμερα μπορεῖς νά διαβάσεις σοβαρές ἀναλύσεις καί ἐξαιρετικοῦ ἐνδιαφέροντος δοκίμια γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου, ὅπως καί γι’ αὐτήν τῆς πατρίδας μας 200 χρόνια μετά τό πολύπαθο καί ἀπελευθερωτικό 1821. Γιατί ὅμως μιά διήγηση πού ἀπευθύνεται σέ παιδιά, πολλά χρόνια πρίν, ἔχει τήν χάρη νά μᾶς συγκινεῖ;

Ἡ πρώτη ἀπάντηση ἔχει νά κάνει μέ τήν διάκριση: ἄλλο ἡ διανοητική ἱκανοποίηση καί τό γνωσιακό ἅπλωμα τοῦ στοχασμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἀνάλυσης καί σύνδεσης παραγόντων πού, καθώς ἐκτίθενται, κεντρίζουν τόν δικό μας ἀναστοχασμό, καί ἄλλο ἡ συγκίνηση.

Γιατί ἐπίσης ἡ φωτογραφία τοῦ παρατημένου καί παραδομένου στή σκουριά του φορτηγοῦ, ὅπως καί αὐτή τοῦ κάρου, φορτωμένου ξερά χόρτα σ’ ἕναν χωματόδρομο κάποτε προπολεμικά, κινεῖ ἀκόμα καί τά δάκρυα;

Μᾶς τροφοδοτεῖ ἀκόμα ἡ γῆ πού ἐγκαταλείφθηκε; Νομίζω πώς αὐτό ἀποκαλύπτουν οἱ σελίδες ἀπό τό e-μερολόγιο ΙΙ τοῦ Χ. Μποκόρου. Μ’ ἄλλα λόγια, συμβαίνει ἕνα παράδοξο: ἄν καί ἔχουμε πάψει πρό πολλοῦ νά εἴμαστε ἀγροτική χώρα, τά χωράφια, ἄκαρπα πλέον καί ἀκαλλιέργητα …μᾶς καλλιεργοῦν. Ἔτσι παραμένουν παρόντα καί μᾶς θρέφουν. Μοιάζει νά ἀντιστράφηκαν οἱ ὅροι, ἀλλά κατ’ οὐσίαν παραμένουν οἱ ἴδιοι: ἡ γῆ καί ὁ ἄνθρωπος.

Θά μπορούσαμε ἴσως νά μιλήσουμε γιά Καλλιτεχνία τῆς Ὑπαίθρου στήν ρίζα τῆς ἔμπνευσης τοῦ καλλιτέχνη; Θά μπορούσαμε, ἀκόμα περισσότερο, νά ἰχνηλατήσουμε στήν σκληρή παιδαγωγία τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς τήν ἐξ ἀρχῆς προίκα τῆς πειθαρχίας τῶν μελλοντικῶν ἔργων του; Πόσες ποιότητες ἀφέθηκαν στίς ἄκριες τῶν ἀγρῶν, τῶν περιβολιῶν, στίς ἄκριες τῶν κοινοτήτων; Μποροῦμε νά διακρίνουμε, ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν συνέργων, τῶν μικροπραγμάτων πού ἀκόμα δέν χωνεύτηκαν ἐντελῶς στό χῶμα, τήν ὀξεία παρατηρητικότητα, τό μυστήριο τοῦ ἁπτοῦ, τήν ἀμηχανία μπροστά στό αἰφνιδιαστικά οἰκεῖο τοῦ ὁρατοῦ, τήν διεύρυνση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς ὥς τήν στοχαστικότητα –αὐτή πού στούς προπάτορες ἐκφραζόταν ὡς θυμοσοφία;

Καμιά ἀνοησία ὡραιοποίησης δέν ἔχει θέση ἐδῶ. Ἀλλά τό αἴνιγμα παραμένει ὅπως καί τό ἐρώτημα:

Πόθεν ἡ συγκίνηση πού προκαλοῦν αὐτές οἱ ἀφηγήσεις;

Πιθανόν ὁ λόγος δ έ ν βρίσκεται στήν μεταποίηση ἤ μεταμόρφωση μιᾶς αὐτογενοῦς καλλιτεχνίας σέ μιάν ἔντεχνη ἄλλη, γιατί τότε ὑπάρχει μιά αὐξητική προσθήκη, αὐτή πού πραγματώνει ὁ καλλιτέχνης. Ὄχι, δέν μιλάω γι αὐτό· ἀλλά γιά τό τετελεσμένο μιᾶς ἀνεπίστροφης ἔλλειψης. Μιλάω γιά τήν ἔλλειψη τοῦ μέτρου στήν ζωή μας. Ὅσα γράφει ὅμως ὁ Χ. Μποκόρος ἀνακαλοῦν ἕνα αἴσθημα ἀσφάλειας, αἴσθημα πού γεννᾶ ἡ ἀπουσία τῆς ὑπερβολῆς, τοῦ κορεσμοῦ καί τοῦ ὑπερκορεσμοῦ. Κι ἀκόμα περισσότερο, στίς ἀφηγήσεις του ἐμφαίνεται ὁ ρυθμός. Ἕνας ρυθμός οἰκεῖος καί μαζί ἀναποκάλυπτος. Τοῦτο ὅμως ἐπιτείνει τήν ἀντίθεση πρός τό ἄγνωστο πού ἐγκυμονεῖ ὁ σημερινός καιρός. Τό ἐγκυμονεῖ ἤ βρίσκεται ἤδη ἐδῶ καί παντοῦ; Ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι πού δέν κατανοοῦμε. Ἡ μή κατανόηση μᾶς συμπιέζει ἀνάμεσα στήν νωθρότητα καί τό πυρετῶδες τῆς ἄγνοιας. Καί ἡ ἔλλειψη χώνει τά νύχια της στήν ψυχή μας.

Ἀνησυχώντας πώς ἡ γλώσσα μου δέν εἶναι ἁπλή, ἐνῶ αὐτό πού μέ ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ ἁπλότητα, θά προσπαθήσω νά ἀναδιατυπώσω τήν σκέψη μου:

Ὅσα γράφει ὁ ζωγράφος, καί ἀποτυπώνουν οἱ φωτογραφίες πού παραθέτει, εἶναι λυρικές πτήσεις. Ξεφεύγουν ἀπό τά ὅρια τῶν λέξεων καί τῶν εἰκόνων.

Οὔτε ἡ παραπάνω εἶναι ἐπαρκής ἐξήγηση στό «γιατί ἡ συγκίνηση;». Προκαλεῖ ὅμως νέα ἐρωτήματα:

Κλαίει βουβά μέσα μας ὁ ἀγρότης ἤ εὐρύτερα ὁ «Ὑπαίθριος Ἄνθρωπος» πού δέν θά συναντήσουμε ποτέ ξανά; Ἤ ἐπιμένει ἕνα πένθος πού δέν προλάβαμε νά πενθήσουμε; Τό πένθος τοῦ λώρου μέ τή γῆ πού κόπηκε; Ἄν πρόκειται γιά τό δεύτερο, τότε οἱ ἀφηγήσεις μᾶς συγκινοῦν γιατί ἀνεβάζουν σέ πρῶτο πλάνο, μέ ἕνα ζούμ, ὅσα λείπουν, ὅπως: τόν ρυθμό, τό μέτρο, τήν χαρά τῶν ἀναμονῶν καί τῶν αἰφνίδιων μεταβολῶν. Μ’ ἕναν λόγο τήν καλλιέργια ἑνός ἤθους ὑπομονῆς καί ἐμπιστοσύνης. Γι’ αὐτά, καί πολύ περισσότερα, δέν μίλησε ὁ Χάμσουν στήν «Εὐλογία τῆς Γῆς» -πού δέν ἐξαντλεῖται στό χώμα, ἀλλά ἀνοίγεται στήν διαφάνεια τοῦ κόσμου;

Στό μεταξύ, τό ἄγνωστο ἐρχόμενο σπέρνει διαρκῶς νέες ὑποψίες πώς οὔτε μᾶς θέλει, οὔτε… μᾶς χρειάζεται, καλύπτοντας ἔτσι τήν ζωή μας μέ πηχτή ἀδιαφάνεια.

Ἀλλά ἄν αὐτή ἡ περίοδος, πού ἔχει ἤδη ξεκινήσει, εὔστοχα ὀνομάζεται ἀνθρωπόκαινος, θέλοντας νά καταδείξει τήν εἰσβολή τοῦ ἀνθρώπου στούς ρυθμούς καί τήν τάξη τῆς φύσης, τότε ὅ,τι συνεισφέρει στό νά μή μεταβληθεῖ σέ ἀνθρωπόκενο μᾶς εἶναι οὐσιῶδες, φιλάνθρωπο, βιόφιλο, καί πολύτιμο.

Ἄραγε γι’ αὐτό πλῆθος λαμπηδόνες ἀνάβουν στά ὑλικά τοῦ Χρ. Μποκόρου;

Μιλώντας γιά πτήσεις τοῦ καλλιτέχνη, τίς ὁποῖες ὀνόμασα λυρικές, ἕνα ἄλλο λιτό ποίημα τῆς ἴδιας Ἀμερικανίδας ποιήτριας, θαρρῶ πώς ταιριάζει ὡς ἐπιμύθιο ἐδῶ:

Τόν εἴδατε, περιπλέοντα, ὅλη νύχτα, πάνω στόν μαῦρο ποταμό;
Τόν εἴδατε στό πρωϊνό, νά ὑψώνεται μέσα στόν ἀσημένιο ἀέρα-
Μιά ἀγκαλιά λευκά μπουμπούκια,
Μιά τέλεια συγκίνηση μεταξιοῦ καί λινοῦ, καθώς ἔκλινε
στή δουλεία τῶν φτερῶν του· χιονισμένη ἀκτή, ἀκτή κρίνων,
Τσιμπώντας μέ τό μαῦρο του ράμφος τόν ἀέρα;
Τόν ἀκούσατε, κυματίζοντας καί σφυρίζοντας
Μιά στριγγή σκοτεινή μουσική – σάν τήν βροχή πού ἐκτοξεύεται στά δέντρα, – σάν καταρράκτης
Χαράζοντας τίς μαῦρες πλαγιές τῶν βράχων;
Καί, τελικά, τόν εἴδατε, ἀκριβῶς κάτω ἀπ’ τά σύννεφα –
Ἕνας λευκός σταυρός Ρέοντας στό μῆκος τοῦ οὐρανοῦ, τά πόδια του
Σάν μαῦρα φύλλα, οἱ φτεροῦγες του Σάν τό ἁπλωμένο φῶς τοῦ ποταμοῦ;
Καί τό νιώσατε, στήν καρδιά σας, πῶς ἀνῆκε σέ ὅλα;
Κι ἀκόμα ἀνακαλύψατε ἐπιτέλους πρός τί ἡ ὀμορφιά;
Κι ἀλλάξατε ζωή;

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ [και ἕνα μικρό σχόλιο]

1. https://neoplanodion.gr/2021/04/27/christos-bokoros-o-aderphos-tou-patera-mou/

2. https://neoplanodion.gr/2021/05/16/christos-bokoros-photographia/

3. Ὁ Κορυδαλλός τῆς Mary Oliver, ἀπό τήν ποιητική συλλογή της Thirst, μετάφραση Νατάσας Κεσμέτη.

4. Ὁ Κύκνος, τῆς Mary Oliver, ἀπό την ἴδια ποιητική συλλογή καί σέ μετάφραση Νατάσας Κεσμέτη. Γιά τόν τελευταῖο στίχο τοῦ Κύκνου, πού ἀνάγεται σέ αὐτόν τοῦ Ρίλκε, μπορεῖ νά παρατηρήσει κανείς πώς ἡ Oliver εὐθέως ρωτάει ἐκεῖ πού ὁ Σεφέρης μετά βεβαιότητος λέει «Κι ἀλλάξαμε ζωή» Ὁπωσδήποτε ὅλοι μέ διαφορετικές προσεγγίσεις καί διατυπώσεις δείχνουν πρός τό πλέον οὐσιῶδες καί διαρκές πρόταγμα: νά ἔλθουμε εἰς ἑαυτόν.

Βασικές θεωρητικές πολιτισμικές λογικές που διέπουν την ελληνική κοινωνία

Διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821:

Βασικές θεωρητικές πολιτισμικές λογικές

που διέπουν την ελληνική κοινωνία[1]

του ΚΩΣΤΑ Ι. ΜΕΛΑ

Να πεθαίνεις για την “αλήθεια”. Δεν θα δεχόμαστε να καούμε για τις απόψεις μας. Δεν είμαστε τόσο σίγουροι γι’ αυτές. Αλλά θα δεχόμαστε ίσως να καούμε για να μπορούμε να έχουμε απόψεις και να μπορούμε να τις αλλάζουμε.

Εχθροί της αλήθειας. Οι πεποιθήσεις είναι χειρότεροι εχθροί της αλήθειας απ’ ό,τι τα ψέματα.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ

1

Η φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να προσεγγισθεί με βάση τις πολιτιστικές λογικές που συνέχουν τη δημόσια σφαίρα της. Είναι γνωστόν, ότι σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό υπάρχει μια κυρίαρχη πολιτισμική λογική. Συγχρόνως όμως, ενυπάρχουν και άλλες μικρότερες εμβέλειας πολιτιστικές λογικές που είτε βρίσκονται σε αποδρομή (είναι φθίνουσες) είτε αναδύονται σιγά-σιγά, επιχειρώντας να αναδειχθούν σε κυρίαρχες.[2]

(περισσότερα…)

Έρκος φιλοκαλίας

του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Ο Alain Robbe-Grillet στο δοκίμιο του για το Nouveau roman, Νέο μυθιστόρημα, νέος άνθρωπος (1965)  αναφέρει πως ακόμη και τα αισθήματα μπορούν να κατέχουν ρόλο αντικειμένων, όπως ακριβώς ότι «κατέχει το πνεύμα είναι εξ ορισμού αντικείμενο».[i]

(περισσότερα…)