Γιώργος Μπλάνας

«Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;»

~.~

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 03:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;» Αυτό το ερώτημα έχει αναρτήσει τούτο τον καιρό στις γιγαντομαρκίζες του ένα αθηναϊκό μουσείο. Η κυρία της φωτογραφίας, που μόλις ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την πολιτική, είναι ίσως η απάντηση. Ιέρακας από τους τρομερότερους της αμερικανικής διπλωματίας, διαβόητη για τη φράση της «Fuck EU!», βασικός μοχλός της παρδαλής «επανάστασης» του 2014 που ανέτρεψε τον Γιανουκόβιτς και έστρωσε τον δρόμο στο τωρινό ουκρανικό δράμα, η Βικτόρια Νούλαντ όπου πέρασε άφησε πίσω της ερείπια.

Και να ’ταν η μόνη; Μαντλήν Ωλμπράιτ, Χίλλαρυ Κλίντον, Κοντολάιζα Ράις, το αμερικανικό ΥΠΕΞ το διαφεντεύουν γυναίκες τριάντα χρόνια τώρα. Και υπήρξαν όλες τους μια μερίδα από τα ίδια: πολεμοκάπηλες, υποκρίτριες, κυνικές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνο το «Άξιζε τον κόπο!» της Ωλμπράιτ, όταν δημοσιογράφος τη ρώτησε για τα 500.000 σκοτωμένα παιδιά του Ιράκ;

Αλλά, εντός και εκτός ΗΠΑ, έτσι δεν κυβερνούν τον κόσμο οι περισσότερες γυναίκες πολιτικοί που έχουν ένα όνομα στις μέρες μας; Φον ντερ Λάυεν; Μπαίρμποκ; Νίκκι Χέηλυ; εκείνες οι ατυχήσασες εντέλει νεαρές που κυβέρνησαν τη Φινλανδία και την Νέα Ζηλανδία για ένα φεγγάρι; και πρώτη στη σειρά ανάμεσά τους, εξυπακούεται, η πατριάρχισσα, και ανομολόγητο πρότυπό τους, Μυλαίδη Θάτσερ;

Με συρράξεις θερμές και ψυχρούς πολέμους, με δρακόντειες απαγορεύσεις, κοινωνικές καταστροφές και δογματικές μισάνθρωπες κατηχήσεις δεν ταυτίστηκαν; Τι έχουν να ζηλέψουν από τους αρσενικούς επιβήτορες της εξουσίας;

~.~ (περισσότερα…)

Αριστοφάνης, Εποποποί, ποποί, ποποί!

*

Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

~.~

Εποποποί, ποποί, ποποί.
Σύντροφοί μου φτερωτοί
τρέξετε, συγκεντρωθείτε
όσοι πλιατσικολογείτε
των ανθρώπων τα σπαρτά:
συμμορίες, σμήνη, ορδές,
καταβροχθιστών φυλές,
φόβος, τρόμος, συμφορά
κριθαριών και σιταριών.
Εσείς φάρες αοιδών
ταχυπτέρων χορευτών·
και στρουθιά μου τρυφερά,
που αντηχούνε οι αγροί
απ’ τα τσίριτσιριτρά σας
και στενάζουν οι κισσοί
απ’ τα χοροπηδητά σας.
Όσοι απάνω στα βουνά
κούμαρα και αγριλιάς
άγουρο καρπό μασάτε,
σπεύσετε, ενθάδε ελάτε –
εσπευσμένως και μεμιάς.
Τρέξτε και των τρομερών
κουνουπιών οι αφανιστές
στις βουρκάδες των ελών·
όσοι ζουν στις ογρασιές
του δροσάτου Μαραθώνα·
και συ πλουμιστή κοκόνα,
πέρδικα· και αλκυόνες
των κυμάτων βοσκοπούλες.
Τρέξτε, εμπρός, καρακαηδόνες
μακρολαίμες – πούλοι, πούλες
και πουλάκια. Ήρθε γέρων
μια σπουδαία ιδέα φέρων.
Εν ολίγοις μας προτείνει
τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
Μάζωξη του Δήμου ας γίνει.
Άντε και να βλέπω αφίξεις!

~.~

Το απόσπασμα αυτό από τις Όρνιθες του Αριστοφάνους, ο Γιώργος Μπλάνας το ανάρτησε στη σελίδα του στο facebook στις 11 Ιανουαρίου 2024. Σήμερα, 18 Μαρτίου, συμπληρώνεται ένας μήνας από την κοίμησή του.

~.~

Βλ. ακόμη

*

*

*

Γιώργου Μπλάνα, τροπαιοφόρου

*

«Πηγαίνετε, κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
μας ξεπροβόδισες, φυσώντας τον καπνό
απ’ το τσιγάρο σου. Ένα σιρίτι μαύρο
κηλίδωνε τον δείκτη – καπνιστή σημάδι,
ή του σαλού του Θεού ποινή σάρκα καμένη,
δροσιάς κουφάρι, των θαυμάτων του πνοή.

Τώρα που είσαι ένα με την κοσμική πνοή
εκείνο το «κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
πώς ξεκλειδώνεται; Υπόθεση καμένη
από χέρι. Ποιος να διαβάσει τον καπνό
απ’ τα δαφνόφυλλα, ν’ αδράξει ένα σημάδι
απ’ τις τεφρές ακτές; Όλα δύουν στο μαύρο,

κάθε γραμμή, ματιού λαβή. Ναι, το ίδιο μαύρο
με τη φωνή σου που ως την ύστατη πνοή
πάλεψες μάταια να ξηλώσεις, σα σημάδι
κρυμμένο, ριζικό με χάχανα που οι μάγοι
στα σπλάχνα φύτεψαν του κόσμου, όλο καπνό
να μην αλυσοδένεται. Σε γη καμένη

βαδίζει ο άνθρωπος – ναι, ολότελα καμένη –
κι ο ποετάστρος ένα ψωραλέο μαύρο
σκυλί που ψάχνει μες στην τέφρα, στον καπνό
σκαλίζοντας, μυρίζοντας για μια πνοή
ζωής, ένα άνθος – άστρο που ατενίσαν μάγοι
διαθήκη απαντοχής, αλάθητο σημάδι.

Μα, αλίμονο, της προκοπής τι σόι σημάδι
κανείς ν’ αντλήσει από μήτρα χαροκαμένη,
από έναν κόσμο κίβδηλο; Ποιοι πόθοι μάγοι,
χίμαιρες, άτες ποιες αινίττονται στο μαύρο
μια ανάπαυλα, σε μέλλον νήνεμο πνοή,
μια βάτο άκαυστη παρ’ όλο τον καπνό;

Κι όμως, μες σ’ όλη τη σβουνιά και τον καπνό,
εσύ ανοξείδωτος, κι ας σ’ έβαλαν σημάδι,
υψώθηκες στερνή φορά, την πικρή πνοή
του κόσμου βδέλλα να ρουφήξεις, Νέα Καμένη
για ν’ ανατείλει ωραιωμένος απ’ τον μαύρο
κρατήρα του κορμιού σου. Τώρα ξέρω, οι μάγοι

από το τίποτα – καπνό κι ύλη καμένη –
σημάδι αφήνουν ανεπούλωτο στο μαύρο
πνοή να μπάζει, ανέλεο φως: Τέτοιοι οι μάγοι!

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*

*

Γιώργος Μπλάνας, Η ποίηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

*

Βιώνουμε, για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, μια ταραγμένη εποχή. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν υπήρξαν μη ταραγμένες εποχές. Οι άνθρωποι είμαστε ζώα σε κρίση, συμπτώματα μιας πτώσης από το οικείο σκοτάδι της μήτρας, στην αφιλόξενη λάμψη του κόσμου και από το σκότος του χάους στο αιχμηρό φως του πολιτισμού. Την δική μας ταραγμένη εποχή την χαρακτηρίζουμε μεταμοντέρνα, μεταπολιτική, μεταβιομηχανική και κάμποσα άλλα «μετά»: προσαγορεύσεις οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από τον εννοιολογικό πέπλο της Παγκοσμιοποίησης, μιας ακόμα φαντασιακής “στρατηγικής” επιβίωσης του ανθρώπου. Και επιπλέον μιας ακόμα υπερφίαλης προσπάθειας επιβολής του μοντέλου πνευματικής και υλικής ισχύος του επονομαζόμενου Δυτικού Πολιτισμού, εκείθεν του γεωγραφικού ορίζοντά του.

Αυτό που ονομάζουμε Παγκοσμιοποίηση είναι αρχικά ένα σύνολο λίγο ως πολύ συντονισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που ωστόσο δεν έχει την σχετικά συμπαγή οργάνωση των εθνικών οικονομικών μηχανισμών. Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, η καπιταλιστική οικονομία αποτελεί δυναμικό σύστημα δραστηριοτήτων, οι οποίες στηρίζονται σε και στηρίζουν μια κοινωνική λογική με διαρκή τάση διεύρυνσης και ομογενοποίησης των κοινωνικών παραγόντων και λειτουργιών. Η σταθερή ανάπτυξη της παραγωγής απαιτεί αφενός όλο και ευρύτερες αγορές και αφετέρου όλο και εντατικότερο εξορθολογισμό των συνθηκών εμπορικής επικοινωνίας. Δεδομένου δε ότι η εμπορική επικοινωνία υφίσταται εντός της εν γένει κοινωνικής επικοινωνίας, η παραγωγή, διάθεση και κατανάλωση αγαθών απαιτεί την οργάνωση της δεύτερης κατά το πρότυπο της πρώτης ­­– απαίτηση η οποία ναι μεν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί απόλυτα, κατορθώνει ωστόσο να αποσπά σημαντικές “νίκες” επί της απροσδιοριστίας της κοινωνικής δημιουργικότητας. (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας, Μονόλογοι αττικών τραγωδιών

*

Τη μικρή αυτή ανθολογία από τις μεταφράσεις του αρχαίων τραγωδιών, ο Γιώργος Μπλάνας την ετοίμασε το καλοκαίρι του 2021 για λογαριασμό του Θεάτρου Κυδωνία και του Νέου Πλανόδιου, με την ευκαιρία της συμμετοχής του στις Νύχτες του Ιουλίου εκείνης της χρονιάς. Την αναδημοσιεύουμε εδώ στη μνήμη του μαζί με λίγα λόγια του Μιχάλη Βιρβιδάκη, γραμμένα την επομένη της εκδήλωσης, που περιγράφουν με τρόπο ανάγλυφο και συγκινητικό όχι μόνο εκείνη την ωραία βραδιά της 11ης Ιουλίου, αλλά κάτι πολύ τιμιότερο – τον ίδιο τον άνθρωπο:

Ο Γιώργος Μπλάνας στη δεύτερη εκδήλωση του αφιερώματός μας στους κλασσικούς του ευρωπαϊκού θεάτρου κέρδισε τις εντυπώσεις. Άνθρωπος ζεστός, ταπεινός, ειλικρινής, δημοκρατικός στο έπακρο δεν επιβάλλει τις ιδέες του ως θέσφατα, δεν κομπάζει για τις επιτυχίες του στο θέατρο, δεν καυχάται για τη μεταφραστική του μέθοδο, την παρουσιάζει με έναν αργό, ασθμαίνοντα, κάποιες στιγμές, ρυθμό, που σου δίνει να καταλάβεις πως ψάχνει μέσα του τις λέξεις που θα δώσουν στο ακροατήριό του να καταλάβει τη μάχη που δίνει μέσα του για την απόδοση των αρχαιοελληνικών κειμένων σε σημερινά ελληνικά. Δεν έχει ταμπού ούτε έτοιμες λύσεις, δεν προσπαθεί να κρύψει τίποτα, υπερασπίζεται τη σημασιολογική μεταφορά ως μέθοδο απόδοσης του νοήματος ακόμα και με άλλες λέξεις ή φράσεις πολύ πέραν του πρωτοτύπου, προκειμένου να καταστήσει το υπό μετάφραση έργο ισοδύναμο σε ένταση, ρυθμό και μέλος με το πρωτότυπο. Προκειμένου να παραδώσει στον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό ένα κείμενο που να μιλιέται πάνω στη σκηνή. «Δεν ξέρω αν έχω δίκιο στις επιλογές μου», λέει και μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «ο χρόνος θα μας κρίνει όλους». Η θεατρολόγος Ιωάννα Ρεμεδιάκη που συμμετείχε στη συζήτηση έθεσε ίσως με τον καλύτερο τρόπο το ζήτημα : «δεν συζητάμε με τους μεταφραστές για να τους κρίνουμε, συζητάμε για να κατανοήσουμε την μέθοδό τους». Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο Γιώργος Μπλάνας, χθες βράδυ, με θάρρος μαχητή και οίστρο ποιητή, ξεδίπλωσε με παρρησία τις σκέψεις του για τα μεταφραστικά προβλήματα του αρχαίου δράματος, καθιστώντας ανάγλυφη την περίπτωσή του και κράτησε ζωηρό το ενδιαφέρον μας πολύ πέραν του προβλεπόμενου χρόνου της εκδήλωσης. Και ασφαλώς τον ευχαριστούμε για τις συγκινητικές στιγμές που μας πρόσφερε.

~.~

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Χέρια μου, χέρια στερημένα τη συντρόφισσα χορδή·
χέρια ριγμένα στα δεσμά των χεριών του.
Άρρωστο μυαλό, σκλάβα ψυχή, πως τρύπωσες ξανά
στη ζωή μου και μ’ άρπαξες κρυμμένος
πίσω απ’ αυτό το άγνωστο παιδί,
που δε σου αξίζει και μου αξίζει.
Μα τι μπορούσε να γνωρίζει άλλο απ’ τις διαταγές σου;
Κοίτα, πονάει για όσα με πόνεσε και πόνεσα.
Δεν το ήθελε, δεν ήταν κακός από τη φύση του,
κι όμως το μοχθηρό σκοτάδι της ψυχής σου
τον έκανε τεχνίτη στην απάτη.
Τώρα, κάθαρμα, με δένεις και ζητάς να με τραβήξεις
απ’ την ακτή, που μ’ έριξες έρημο, άστεγο, κουφάρι ζωντανό.
Ανάθεμά σε! Να ψοφήσεις σαν σκυλί!
Πόσες φορές σε καταράστηκα,
αλλ’ οι θεοί δε θέλουν να γελάσω
τον όλεθρό σου. Εσύ ζεις και βασιλεύεις
κι εγώ κουτσαίνω, ο δύστυχος, τις συμφορές μου,
για να γελάς και να γελούν τ’ αφεντικά σου,
οι περιβόητοι στρατηγοί Ατρείδες.
Και να σκεφτείς πως σ’ έζεψαν
με ψέματα κι εκβιασμούς
στην εκστρατεία τους, ενώ εγώ, ο αφελής,
έτρεξα πρόθυμα, με εφτά καράβια,
για να με εξευτελίσετε σ’ αυτή την ερημιά
και να ρίχνετε ο ένας στον άλλον την ευθύνη.
Τι με τραβάτε τώρα; Πού με πάτε; Γιατί;
Δεν είμαι πια ένα τίποτα; Δεν πέθανα από καιρό;
Πώς δεν κουτσαίνω πια, πως δε βρωμάω, αθεόφοβε;
Πώς θα μπορέσετε να κάνετε θυσίες και σπονδές,
αν με πάρετε μαζί σας; Γι’ αυτό δε με παράτησες εδώ;
Που να ψοφήσετε σαν τα σκυλιά, φονιάδες μου,
αν οι θεοί αποδίδουν δικαιοσύνη.
Και να είστε σίγουροι, αποδίδουν.
Θα μπαίνατε ποτέ στον κόπο να φτάσετε ως εδώ,
για χάρη ενός απόκληρου, αν κάτι θεϊκό
δεν σάς ενοχοποιούσε;
Α, πατρίδα και θεοί που βλέπετε τα πάντα,
τσακίστε τους· σήμερα, αύριο, κάποτε,
όμως τσακίστε τους, αν με λυπάστε.
Τέτοια ζωή που καταρρέω, θα χαιρόμουν
το θάνατό τους σαν να έγινα καλά. (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας (1959-2024)

*

Τελευταία φορά βρεθήκαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στου Οικονόμου, στα Πετράλωνα, όχι μακριά από το σπίτι του. Ήταν χαρούμενος, οι τελευταίες ιατρικές εξετάσεις ήταν καλές, η περιπέτεια της υγείας του φαινόταν να τελειώνει αίσια. Αμἐσως μετά τις γιορτές, όπως είχαμε συμφωνήσει, μου έστειλε και αναρτήσαμε στο Νέο Πλανόδιον τη «Δολώνεια», το Κ της Ιλιάδας, κομμάτι μιας μεταφραστικής δουλειάς που τον απασχολούσε δεκαετίες. Οι δικοί του δολεροί θεοί όμως δεν τον είχαν ξεχάσει.

Στις 27.1. μπήκε το τελευταίο του κείμενο, «Δεν απειλώ – ονειρεύομαι», ίσως το τελευταίο που πρόλαβε να δει δημοσιευμένο. Κρατώ από εκεί δυο-τρεις φράσεις του, γιατί τον φανερώνουν ολόκληρο:

«Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Η ποίηση, η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται την ανεξέλεγκτη οργή απέναντι στη ματαίωση.»

Ύστερα, το νέο πλήγμα, οι επιπλοκές, η είσοδος στην εντατική, η πολυήμερη πάλη, και χθες βράδυ, το μαντάτο του τέλους.

Σε μια εποχή που η ποίηση σαλιαρίζει αφειδώς παντού την «ευαισθησία» της, ο Γιώργος Μπλάνας ήταν ο ποιητής της ρώμης. Μας μίλησε ιδιοφυώς για το διαρκές σφαγείο της ιστορίας, τραγούδησε τρυφερά το καθημαγμένο ανθρώπινο σώμα, πλανήθηκε στην αχανή ενδοχώρα των μύθων. Με ό,τι καταπιάστηκε, όπου κι αν στράφηκε, η φωνή του ακουγόταν πάντα δυνατή και ασυμβίβαστη. Έφυγε νωρίς, πρόλαβε όμως να μνημειώσει στους στίχους του το ιάνειο πρόσωπο του κόσμου – την παραζάλη του και την πικρή ομορφιά του.

KK

*

*

*

Δεν απειλώ – ονειρεύομαι!

*

«Αφού ως και τ’ άχρηστα μυρμήγκια και τα κουνούπια
λένε πως έχουνε φαρμάκι, πώς ζητάς
χωρίς φαρμάκι και βρισιές ν’ αντιδικώ
μ’ αυτούς που με αδίκησαν; Μου λες να μουγγαθώ,
να μπουκωθώ χορτάρι ώσπου να σκάσω;»

Έτσι ακριβώς διατύπωσε την οδύνη του ανθρώπου, ο οποίος δεν αντέχει πια να δέχεται με στωικότητα ό,τι τον αναιρεί σαν ύπαρξη, ο υπέροχος εκείνος φτωχοδιάβολος ποιητής, ο Παλλάδας ο Αλεξανδρινός.

Βέβαια, ο Παλλάδας έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σε μιαν εποχή από εκείνες που σκληραίνουν την γλώσσα. Η ανθρώπινη ψυχή είχε μείνει μόνη, με τα ένστικτα. Ωστόσο, ανάμεσα στον Όμηρο και τον Παλλάδα –κοντά 1200 χρόνια– η συνήθεια των ποιητών να καθυβρίζουν όποιον απεχθάνονταν, με πρώτους-πρώτους τους πολιτικούς, μεγαλούργησε. Αν ο Όμηρος μας παρουσίαζε λόγια άλλων, αν έστω του χρεώσουμε μια προσπάθεια να υπερβάλει σε όλα, προκειμένου να δημιουργήσει ήρωες, τι να πούμε για τη λυρική ποίηση, την προσωπική έκφραση; Η ατομική, άμεση, ποιητική φωνή, αναδύθηκε κρατώντας στο ένα χέρι τον έρωτα και στο άλλο την πολιτική έριδα. Η ειλικρινής έκφραση του έρωτα ήταν πραγματικά κάτι καινούργιο. Μέχρι τότε ακολουθούσε τις κοινωνικές συμβάσεις. Η πολιτική έριδα, όμως, συνέχιζε μια παράδοση.

Αυτή τη φορά ο ποιητής χρεωνόταν άμεσα τις συνέπειες των παθών του. Ο Αλκαίος εξορίστηκε και κακοποιήθηκε πολλές φορές, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έκαμψε την υβριστική διάθεσή του απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του. Τον λαϊκιστή Πιττακό τον χαρακτήρισε «Στραβάδι» και «Σκουντούφλη» και «Μπούρδα» και «Σαπιοκοιλιά» και «Κούτσαβλο» και «Λεχρίτη». Ο Θέογνις από τα Μέγαρα και ο Σόλων υπήρξαν πιο «κομψοί» στις βρισιές, αλλά ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι τραγικοί ποιητές, προφυλαγμένοι πίσω από τα προσωπεία μπορούσαν να καθυβρίζουν «συμβολικά» τους πολιτικούς άνδρες, συχνά διακινδυνεύοντας την ακεραιότητά τους. Όσο για τον Αριστοφάνη… Ο «επιφανής άνδρας», που θα επιχειρούσε να παρακολουθήσει παράσταση του κωμικού ποιητή, αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να γίνει μέρος του θιάσου, στον χειρότερο ρόλο.

Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Η ποίηση, η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται την ανεξέλεγκτη οργή απέναντι στη ματαίωση.

Ο Μπάιρον εξευτέλισε τον Λόρδο Έλγιν στο ποίημά του Η Κατάρα της Αθηνάς και πανηγύρισε με ένα σκωπτικό επίγραμμα την αυτοκτονία του διεφθαρμένου συντηρητικού πολιτικού Κάσλριτζ. Ο Σέλλεϋ χαρακτήρισε «χασάπηδες» τους Άγγλους συντηρητικούς και τους παρουσίασε σαν αιμοσταγείς δαίμονες στη Μάσκα της Αναρχίας. Ο Ρεμπώ φώναξε «πουτάνα» το Παρίσι στο Παρισινό Όργιο. Ο Οσίπ Μαντελστάμ παρομοίασε τα δάχτυλα του Στάλιν με δέκα παχιά σκουλήκια και τα μουστάκια του με κατσαρίδες. Ο Έζρα Πάουντ αποκάλεσε τους Αμερικανούς πολιτικούς «κωλομέρια», «σαύρες», «γυμνοσάλιαγκες», «σκουλήκια», «βρικόλακες», «πασαλειμμένους με σκατά». Ο Μαγιακόβσκη ξεκίνησε ένα ποιητικό αριστούργημα, το Σύννεφο με Παντελόνια, γράφοντας πως οι σκέψεις των ανέραστων και πολιτικά αντιδραστικών συμπατριωτών του «χάσκουν στη μούργα του μυαλού τους σαν λακέδες». Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ είπε στην Αμερική «να πάει να γαμηθεί».

Στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού της γενικευμένης βαρβαρότητας, η πολιτική βρισιά έχει εξαφανιστεί από την ποίηση. Το άσχημο είναι πως μαζί της εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και το πάθος.

Νομίζω πως δικαιολογήθηκα αρκετά, ώστε να μπορώ να φωνάξω, χωρίς να χαρακτηριστώ βάρβαρος ή το λιγότερο λαϊκιστής…

Όχι, λοιπόν. δεν θα σας κάνω την χάρη. Εξάλλου τι νόημα έχει πια να βρίζεις ανθρώπους, που κάθε λόγος τους είναι βρισιά από μόνη της και κάθε πράξη τους αυτοεξευτελισμός.

Η τιμωρία σας είναι πως δεν θα καθίσετε ποτέ σούρουπο σ’ ένα παγκάκι ανάμεσα στην Αρχαία και την Ρωμαϊκή αγορά, ακούγοντας τις κρυστάλλινες φωνές των μικρών της κουκουβάγιας να καλούν την μητέρα τους. Γιατί κάτω από την Ακρόπολή υπάρχουν ακόμα κουκουβάγιες και το σούρουπο είναι μαγευτικό.

Ω, δεν απειλώ, δυστυχισμένα πλάσματα. Δεν απειλώ – ονειρεύομαι. Αυτό εγώ κι εκατομμύρια θύματά σας μπορούμε να το κάνουμε ακόμα.

Και δεν είμαστε καθόλου διατεθειμένοι να το εγκαταλείψουμε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

*

*

Ομήρου Ιλιάδος Κ, «Δολώνεια» (Μετάφραση Γιώργου Μπλάνα)

*

Εκεί, πλάι στα καράβια τους, οι ένδοξοι Αχαιοί
κατέρρεαν ένας-ένας τη βαθιά αιχμαλωσία του ύπνου.
Μόνον ο Ατρείδης ξέφευγε τα μάγια των ονείρων,
άγρυπνος στο αδυσώπητο πεδίο των λογισμών του.
Και κάθε που αναστέναζε, στα βάθη της καρδιάς του
άστραφτε λες ο άρχοντας μιας Ήρας εκτυφλωτικής,
έριχνε αλύπητο νερό, χαλάζι, χιόνι,
και σκέπαζε τη μάνα γη κι άνοιγε του πολέμου
τα τρομερά σαγόνια πεινασμένα.
Στέναζε ο ηγέτης και γινόταν μέσα του χαλασμός.
Κοιτούσε κατά τη μεριά των Τρώων· ένας στρατός
ολόκληρος από φωτιές προάσπιζε το Ίλιο
και πίσω άνθρωποι, φωνές, τραγούδια, μουσικές.
Γύριζε αργά το βλέμμα στην κατάντια
των Αχαιών και ξέσπαζε την πίκρα στα μαλλιά του. (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας, Δνείπερος

*
ΔΝΕΙΠΕΡΟΣ, ΚΑΧΟΒΚΑ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΑΠΟΤΡΑΒΗΓΜΑ
ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ ΤΟΥ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ ΕΦΕΡΕ ΣΤΟ ΦΩΣ – 2023.

Τι συνέβη; Πού πήγε η δροσερή γαλήνη
της μόνης γης που μπόρεσα να κατακτήσω,
σ’ έναν κόσμο μολυσμένο από ιδέες
κι οράματα κι αξίες και φως που δείχνει
τον δρόμο στις σφαίρες; Οι σφαίρες:
σπυριά μιας δειλίας, που εκκρίνει
τάξη, οργάνωση και άλλα
φαρμακερά υγρά. Τι συνέβη;
Ακόμα ασχολούνται
οι άνθρωποι με την αθανασία;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
13.6.2023

*

Σκέφτονται άρα υπάρχεις

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

Το ζώο έχει πρόσωπο – ο άνθρωπος έχει μάσκα. Το ζώο το κοιτάζεις και βλέπεις την ψυχή του ζώου. Αν ξέρεις να βλέπεις, βλέπεις την αλήθεια του. Τον άνθρωπο τον κοιτάζεις και βλέπεις τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να κρύψει την ψυχή του. Αν ξέρεις να βλέπεις, βλέπεις το ψέμα του.

Δύστυχο ζώο ο άνθρωπος. Δεν διάλεξε το ψέμα του. Του το έδωσαν για αλήθεια οι μάσκες που ψεύδονταν την ύπαρξή του. Παλεύει – παλεύει μια ζωή με την μάσκα του. Αν την αγαπήσει, τότε είναι που θ’ αρχίσει να ουρλιάζει μέσα του ό,τι δεν μπορεί να νιώσει πως η μάσκα του ανήκει. Αν την μισήσει, θ’ αρχίσει να δαγκώνει μέσα του ό,τι νιώθει πως απειλείται από την απόρριψη της μάσκας.

Έτσι κι αλλιώς χαμένος ο άνθρωπος πίσω από την μάσκα του. Έτσι κι αλλιώς μια προκατάληψη: σκέπτομαι άρα υπάρχω. Ώσπου ν’ ανακαλύψει πως το «σωστό» είναι: σκέπτονται άρα υπάρχω.

Και τότε η μάσκα γίνεται μάσκα της μάσκας. Την μάσκα δεν την επιλέγεις, δεν μπορείς να την φτιάξεις. Την μάσκα της μάσκας την επιλέγεις, μπορείς να την κατασκευάσεις. Μπορείς με μια κίνηση τερατώδους ψεύδους να υποκριθείς την αλήθεια.

Αυτός είναι ο «μηχανισμός» της πολιτικής επικοινωνίας: λέω τερατώδη ψέματα, για να σκεφτείς πως δεν μπορεί να είμαι τόσο ψεύτης. Άρα; Πίσω από την τερατώδη μάσκα βρίσκεται το πρόσωπο. Το πρόσωπο που τόσο θα ήθελες να βρίσκεται κάτω από την μάσκα σου ή το πρόσωπο που δεν θα ήθελες να βρίσκεται κάτω από την μάσκα σου.

Τα πάντα εκτός από την αμφιβολία. Η αμφιβολία είναι κουραστική, θέτει τόσα ερωτήματα. Και το χειρότερο: ζητάει απαντήσεις, με μόνο δεδομένο το χάος.

Κοιτάξτε τα πρόσωπά τους. Είναι οι μάσκες των μασκών που κρύβουν το χάος, το μηδέν, το τίποτα, αυτό που υπάρχει μόνο επειδή σκέπτεσαι.

Μια σκέψη θα μπορούσε να τους αφανίσει. Κι όμως αυτή η σκέψη δεν μπορεί να γίνει. Τι την κρατάει; Ο φόβος πως θα σταματήσουν να σκέπτονται και θα πάψεις να υπάρχεις!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

*