Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο Αυγουστίνος υπήρξε για εννέα χρόνια ακροατής στην αίρεση των Μανιχαίων και είχε πείσει τον Ονοράτο να κάνει το ίδιο. Όταν γράφει το De utilitate credendi έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που αποστασιοποιήθηκε από τους Μανιχαίους και τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Ο παλιός του φίλος, όμως, είχε παραμείνει στο πλευρό των Μανιχαίων. Με την επιστολή του ο Αυγουστίνος ελπίζει να πείσει τον Ονοράτο να αντιμετωπίσει πιο ευνοϊκά την καθολική διδασκαλία. Και για αυτό συζητά και απαντά σε, δύο βασικές κριτικές τοποθετήσεις των Μανιχαίων απέναντι στον καθολικό χριστιανισμό: α) την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης (§§4-13) και β) την υπεράσπιση του πρωτείου της λογικής έναντι της αυθεντίας (§§15-35).

Μέλημα του Αυγουστίνου είναι να καταδείξει την ανθρωπολογική, θεολογική και επιστημολογική χρησιμότητα (το όφελος, τα πλεονεκτήματα) της πίστης κατά τη διαδικασία της αναζήτησης -και εύρεσης- της αληθινής θρησκείας. Την αναζήτηση αυτή τη συνδέει και την εμπλουτίζει όχι μόνον με εμφανώς νεοπλατωνικές ιδέες, αλλά και με μια αυτοβιογραφική αναψηλάφηση που προοικονομεί τις διάσημες Εξομολογήσεις. Το κείμενο είναι, υπό μια έννοια, χαρακτηριστικά ρωμαϊκό αφού η λέξη-κλειδί του, η auctoritas («αυθεντία»), απουσιάζει τόσο ως όρος, αλλά εν πολλοίς και ως σύλληψη, από την ελληνική παράδοση. Αποτελεί κοινό τόπο στη Ρώμη ότι η αυθεντία οδηγεί στην πίστη. Πιστεύουμε, πρωτίστως, τα πρόσωπα, τις ομάδες, τους θεσμούς που διαθέτουν κύρος και αποτελούν για εμάς αυθεντίες. Ο Κικέρων, τα γραπτά του οποίου αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον Αυγουστίνο, ήταν εκείνος που έδωσε τις πιο κλασικές διατυπώσεις της αντίθεσης μεταξύ της ratio και της auctoritas. Για τον Αυγουστίνο, η φιλοσοφία διεκδικεί την πρώτη και υπόσχεται τη νόηση, ενώ η θρησκεία ξεκινά από τη δεύτερη, εδραιώνοντας την πίστη. Όμως, η λογική και ο νους πρέπει στην αρχή της διαδρομής να λάβουν τη θέση ικέτη και να ταπεινωθούν, αφού, δίχως την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας και του δώρου της πίστης, είναι απολύτως αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στην αληθινή γνώση του Θεού.

Στο πνεύμα της στήλης, η μετάφραση υποβάλλεται αρχικά ως «δοκιμή» και αποσπασματικά, στις δύο συναπτές αναρτήσεις της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής. Ολοκληρωμένη και στην τελική της απόδοση -όσο γίνεται να είναι τελική η απόδοση ενός τόσο απαιτητικού και διαχρονικού κειμένου- θα δημοσιευθεί στο 8ο τεύχος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, μαζί με μια εισαγωγή που θα ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά του έργου και επαρκή σχολιασμό. Η μετάφραση αφιερώνεται στον Παντελή Μπασάκο, στη δροσερή σκιά της αυθεντίας του οποίου, έτη πολλά πριν, επιδόθηκα στη μελέτη του Αυγουστίνου.

~ . ~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα: §§1-13) [1]

1. 1.  Αν θεωρούσα, Ονοράτε, ότι o άνθρωπος o αιρετικός και ο άνθρωπος που πιστεύει τους αιρετικούς είναι ένα και το αυτό, θα επέλεγα τη σιωπή, αφήνοντας το ζήτημα μακριά από τη γλώσσα και τη γραφίδα μου. Είναι βέβαιο, όμως, πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Κατά τη γνώμη μου αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος, επιδιώκοντας κάποιο πρόσκαιρο όφελος, ή, συχνότερα, επιδιώκοντας υπέρμετρη δόξα και περιωπή, είτε γεννά, είτε συμπαρατάσσεται με, ψευδείς και πρωτοφανείς δοξασίες. Εκείνος, από την άλλη, που πιστεύει ανθρώπους αυτού του είδους, έχει παραπλανηθεί από κάποιο ομοίωμα αλήθειας και ευσέβειας. Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θεώρησα σωστό να σου κρύψω τις απόψεις μου για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει και συγκρατεί κανείς την αλήθεια. Όπως σίγουρα θα θυμάσαι, η φλογερή μας αγάπη για την αλήθεια είναι κάτι που μας συνδέει από τα νεανικά μας χρόνια. Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται πολύ μακριά από τον νου μωρόσοφων ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας βαδίσει πολύ, ή, πιο σωστά, έχοντας φάει τα μούτρα τους στο μονοπάτι των σωματικών πραγμάτων, θαρρούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται σε ό,τι γίνεται αισθητό μέσω των πέντε διάσημων ανταποκριτών του σώματος. Και οι εντυπώσεις ή εικόνες που έχουν λάβει από αυτούς τους ανταποκριτές, στροβιλίζονται μέσα τους ακόμη και όταν αυτοί πασχίζουν να απομακρυνθούν από τις αισθήσεις. Mε τούτον τον θανατηφόρο και απατηλότατο γνώμονα δε, τις αισθήσεις, φαντάζονται ότι ορθοτομούν τα άφατα και ενδότατα διαμερίσματα της αλήθειας. […]

2 .  Σκοπός μου, λοιπόν, είναι να σου αποδείξω -αν μπορώ- ότι οι Μανιχαίοι επικρίνουν βέβηλα και προπετώς εκείνους οι οποίοι, ακολουθώντας την αυθεντία της καθολικής πίστης, και προτού να είναι σε θέση να αντικρίσουν την αλήθεια που βλέπεται από τον καθαρό νου, εξοπλίζονται με την πίστη και προετοιμάζονται για τον Θεό, ο οποίος θα τους χαρίσει μετέπειτα το φως. Γιατί ξέρεις, Ονοράτε, ότι για κανέναν άλλο λόγο δεν συναναστραφήκαμε εμείς αυτούς τους ανθρώπους παρά επειδή υπόσχονταν ότι, μακριά από τον τρόμο της αυθεντίας, μα με καθαρή και απλή λογική, θα μυούσαν στον Θεό όσους ήταν πρόθυμοι να γίνουν ακροατές τους, ελευθερώνοντάς τους από κάθε πλάνη. Και τι άλλο άραγε οδήγησε εμένα να απορρίψω, επί σχεδόν εννέα χρόνια, τη θρησκεία που μου είχαν ορίσει από παιδί οι γονείς μου και να γίνω οπαδός και επιμελής ακροατής αυτών των ανδρών, από το ότι μας έλεγαν πως μας έχει τρομοκρατήσει η δεισιδαιμονία, και πως έχουμε υποταγεί στην πίστη πριν εξασκήσουμε τη λογική μας, ενώ εκείνοι προέτρεπαν τους πάντες να μην πιεστούν να πιστέψουν προτού συζητήσουν και ξεκαθαρίσουν την αλήθεια; Ποιος δεν θα παρασυρόταν από τέτοιες υποσχέσεις, και ειδικά το μυαλό ενός νέου που επιθυμούσε την αλήθεια, ενός νέου περήφανου και λαλίστατου του οποίου το πνεύμα σμιλεύθηκε σε συζητήσεις με δασκάλους στο σχολείο; Τέτοιον δεν με βρήκαν τότε, περιφρονητικό για τα παραμύθια των γιαγιάδων και με τόση επιθυμία να συλλάβω (και να μεθύσω με) αυτό που υποσχέθηκαν, την αλήθεια, ατόφια και αγνή; Από την άλλη πλευρά, ποια λογική σκέψη με προφύλαξε άραγε και δεν ταυτίστηκα ολοκληρωτικά μαζί τους παρά έμεινα μόνον στη βαθμίδα του λεγόμενου ‘Ακροατή’, χωρίς δηλαδή να εγκαταλείψω κάθε απαντοχή και κάθε μέριμνα για τις υποθέσεις αυτού του κόσμου; Μα ότι παρατήρησα, φυσικά, πως οι Μανιχαίοι είναι περισσότερο εύγλωττοι και παραγωγικοί στη διάψευση των άλλων, και λιγότερο σταθεροί και φερέγγυοι στην απόδειξη των δικών τους θέσεων. […]

2. 4.  Ξέρεις καλά ότι οι Μανιχαίοι πιάνουν τον σφυγμό των αμαθών επικρίνοντας την Καθολική πίστη, ιδίως δε κάνοντας χίλια-δυο κομμάτια την Παλαιά Διαθήκη. Δεν είναι βέβαια σε θέση να εκτιμήσουν πόσο σημαντικό είναι να αποδεχθεί κανείς αυτές τις Γραφές και πόσο χρήσιμο είναι για ψυχές που είναι ακόμα σαν βρέφη που κλαίνε, να πιουν από αυτές και να τις απορροφήσουν ως το μεδούλι. Καθώς περιέχονται σε αυτές πράγματα που δυσκολεύουν τους ακατάρτιστους και τους απερίσκεπτους (και είναι τόσο πολλοί αυτοί!), το να τις κατηγορείς είναι κάτι που εύκολα μπορεί να τύχει λαϊκής αποδοχής. Και είναι πολλοί δυστυχώς εκείνοι που αποτυγχάνουν να τις υπερασπιστούν με τρόπο που θα τύχει λαϊκής αποδοχής, εξαιτίας, φυσικά, των μυστηρίων που περιέχονται σε αυτές. […]

3. 5.  Αυτή η Γραφή, λοιπόν, που ονομάζεται Παλαιά Διαθήκη, παραδίδεται σε όσους επιθυμούν να τη μελετήσουν διεξοδικά μέσω τεσσάρων μεθόδων ερμηνείας: εκείνη της ιστορίας, εκείνη της αιτιολογίας, εκείνη της αναλογίας και εκείνη της αλληγορίας[2]. Μην με θεωρήσεις ακαλαίσθητο που χρησιμοποιώ ελληνικές λέξεις. Καταρχάς, έτσι τις διδάχθηκα, για αυτό και ούτε που τολμάω να σου τις μεταφέρω διαφορετικά. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεσαι πως στα λατινικά δεν έχουμε δόκιμους όρους για αυτά τα πράγματα. Εάν έπλαθα λέξεις για να τα αποδώσω, θα καταντούσα ακόμα πιο ακαλαίσθητος. Και αν, τέλος, τις απέδιδα περιφραστικά, θα περιοριζόταν η άνεσή μου να τις πραγματευτώ. Αυτό μόνο σε παρακαλώ να πιστέψεις, ότι με όποιον τρόπο και αν ενδέχεται να σφάλλω, δεν είναι αποτέλεσμα υψηλοφροσύνης ή έπαρσης. Εν προκειμένω, τώρα, η Γραφή παραδίδεται μέσω της ιστορικής προσέγγισης όταν διδασκόμαστε τι έχει γραφτεί ή τι έχει γίνει, καθώς και τι δεν έγινε, αλλά γράφτηκε ωσάν να είχε γίνει. Αξιοποιούμε την αιτιολογική ερμηνεία όταν εξηγούμε την αιτία χάρις στην οποία κάτι έλαβε χώρα ή ειπώθηκε. Η αναλογική ερμηνεία χρησιμοποιείται για να αποδείξουμε ότι οι δύο Διαθήκες, η Παλαιά και η Καινή, δεν είναι αντίθετες μεταξύ τους. Και η αλληγορική ερμηνεία μας διδάσκει ότι ορισμένα πράγματα που έχουν γραφτεί δεν πρέπει να κατανοούνται κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά.

6 .  Είναι σημαντικό να τονίσω ότι όλες αυτές τις μεθόδους ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης τις χρησιμοποίησαν ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και οι Απόστολοί Του. Όταν, για παράδειγμα, κατηγορήθηκαν οι μαθητές του ότι έκοβαν στάχυα κατά τη διάρκεια του Σαββάτου, ο Ιησούς αξιοποίησε την ιστορική παράθεση λέγοντας: Δεν διαβάσατε στη Γραφή τι έκανε ο Δαυΐδ, όταν εκείνος και οι σύντροφοί του πεινάσαν; Πως μπήκε, δηλαδή, στον οίκο του Θεού και έφαγε τους άρτους που βρίσκονταν στην τράπεζα της προθέσεως, και τους οποίους δεν επιτρεπόταν ούτε σε αυτόν αλλά ούτε και στους συντρόφους του να φάνε, παρά μόνον στους ιερείς[3]; Ο Χριστός αξιοποίησε την αιτιολογική μέθοδο τότε που, απαγορεύοντας στους άνδρες να χωρίζουν τις γυναίκες τους για οποιαδήποτε άλλη αιτία εκτός της ακολασίας, οι Φαρισαίοι του αντέταξαν ότι ο Μωυσής είχε δώσει γενικά την άδεια στον άνδρα να συντάσσει έγγραφο διαζυγίου και να χωρίζει τη γυναίκα[4]. Εκείνος, λοιπόν, τους απάντησε: O Μωυσής το επέτρεψε αυτό εξαιτίας της αναλγησίας σας[5]. Εδώ λοιπόν προσδιορίστηκε η αιτία χάρις στην οποία αυτό είχε ορθά επιτραπεί από τον Μωυσή για ένα διάστημα. […]

7 .  Για την αναλογία, τώρα, με την οποία φαίνεται ξεκάθαρα η συμφωνία των δύο Διαθηκών, είναι άραγε απαραίτητο να τονίσω ότι την αξιοποίησαν όλοι εκείνοι στην αυθεντία των οποίων ενδίδουν οι Μανιχαίοι; Και ενώ οι Μανιχαίοι μπορούν να το εξετάσουν αυτό και από μόνοι τους, ισχυρίζονται, συνήθως, ότι αναρίθμητα νόθα χωρία έχουν παρεμβληθεί στην Καινή Διαθήκη από κάποιους -ξέρω’ γω- παραχαράκτες της αλήθειας. Αυτήν τους τη θέση τη θεωρούσα πάντοτε εξαιρετικά προβληματική, ακόμα και κατά το διάστημα που ήμουν ακροατής τους: και όχι μόνον εγώ, αλλά και εσύ -θυμάμαι καλά- και γενικά όλοι όσοι αποβλέπαμε σε μια κάπως μεγαλύτερη περίσκεψη κατά τη διαμόρφωση κρίσης από εκείνη που χαρακτηρίζει το πλήθος των πιστών. Τώρα, πια, πολυάριθμα ερωτήματα που κάποτε με ταλαιπωρούσαν έντονα έχουν για μένα απολύτως ξεκαθαριστεί και απαντηθεί. Και μιλώ κυρίως για εκείνα που φουσκώνουν την καυχησιά των Μανιχαίων και τα οποία αναπτύσσουν με υπερβάλλοντα ζήλο και εκ του ασφαλούς -χωρίς αντίπαλο. Θεωρώ πια απολύτως ιταμό, ή, για να το θέσω πιο ήπια, εξαιρετικά απρόσεκτο και μετέωρο να υποστηρίζει κανείς ότι οι Γραφές (της Καινής Διαθήκης) είναι νοθευμένες, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υφίστανται αντίτυπα για τόσο πρόσφατα έργα ικανά να τεκμηριώσουν κάτι τέτοιο. […]

8 .  Ότι τόσο η ιστορική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης όσο και η αιτιολογική και η αναλογική απαντώνται στην Καινή Διαθήκη, έχει, νομίζω, αποδειχθεί επαρκώς: μένει να δείξουμε την παρουσία της αλληγορίας. Ο ίδιος ο Λυτρωτής μας στο Ευαγγέλιο αξιοποιεί αλληγορικά την Παλαιά Διαθήκη. Έτσι, είπε: Οι Εβραίοι ζητούν τώρα να δουν ένα θαύμα. Τέτοιο όμως θαύμα δεν θα τους δοθεί, παρά μόνον το θαύμα του προφήτη Ιωνά. Διότι, όπως ακριβώς ο προφήτης Ιωνάς έμεινε στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι και ο υιός του ανθρώπου θα μείνει στην καρδιά της γης τρεις μέρες και τρεις νύχτες[6]. Να αναφέρω μήπως και τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος στην A’ Προς Κορινθίους Επιστολή εκλαμβάνει ακόμη και την ίδια την ιστορία της Εξόδου ως αλληγορία για την επέλευση του χριστιανικού λαού; […]

9 .  Τώρα, αυτοί οι -τουλάχιστον- κακοήθεις άνθρωποι, πασχίζοντας να φαλκιδεύσουν τον Νόμο, μας υποχρεώνουν να υιοθετήσουμε όσα λέγονται σε αυτές τις Γραφές. Και υπογραμμίζουν, βέβαια, αυτό που ειπώθηκε (από τον Παύλο), ότι, δηλαδή, όσοι ζουν σύμφωνα με τον Νόμο είναι υποδουλωμένοι, και κραδαίνουν θριαμβευτικά εναντίον τους τη ρήση: Αποσχιστήκατε από τον Χριστό εσείς που θέλετε να δικαιωθείτε μέσω του νόμου, ξεπέσατε από τη χάρη[7]. Εμείς προσυπογράφουμε ότι όλα αυτά αληθεύουν, τονίζουμε όμως ότι ο Νόμος δεν είναι απαραίτητος παρά μόνον για εκείνους στους οποίους το καθεστώς δουλείας είναι ακόμη χρήσιμο. Η θέσπιση του Νόμου αυτήν τη χρησιμότητα είχε: εκείνοι που δεν μπορούσαν να γυρίσουν τις πλάτες στην αμαρτία μέσω της λογικής, έπρεπε να υποκύψουν σε έναν τέτοιο Νόμο, δηλαδή στις απειλές και τα φόβητρα των ποινών που είναι σε θέση να καταλάβουν οι ασύνετοι. Όταν η χάρη δε του Χριστού μας απελευθερώνει, δεν καταδικάζει τον ίδιον τον Νόμο, αλλά μας καλεί εν τέλει να αφεθούμε στην αγάπη του, να μην παραμείνουμε σκλάβοι του φόβου του Νόμου[8]. Ο ίδιος ο Νόμος είναι χάρη, δηλαδή ευεργεσία, παρόλο που δεν τον αντιλαμβάνονται ως θεόδοτη ευεργεσία όσοι θέλουν να ζουν κάτω από τα δεσμά του. Αυτούς ο Παύλος σωστά τους επιπλήττει ως άπιστους, γιατί δεν πιστεύουν ότι, τώρα, μέσω του Κυρίου μας Ιησού, έχουν ελευθερωθεί από τη δουλεία υπό την οποία τέθηκαν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με τρόπο που όρισε δικαιότατα ο Θεός. Εξ ου και η ρήση του ιδίου Αποστόλου ότι: Ο νόμος στάθηκε για μας επιτηρητής μέχρι την έλευση του Χριστού[9]. Εκείνος που έδωσε στους ανθρώπους έναν επιτηρητή να φοβούνται, ο ίδιος τους έδωσε μετά έναν δάσκαλο να στέργουν. […]

4. 10.  Σε κάθε περίπτωση, αντιπαρερχόμενος προσωρινά την απαίτηση για μια συζήτηση σε ύφος ταιριαστό με θέματα που βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της γνώσης, θα ήθελα να σου απευθυνθώ όπως νομίζω ότι ταιριάζει σε έναν αγαπημένο μου φίλο: όπως δύναμαι, δηλαδή, να το κάνω εγώ ο ίδιος, και όχι όπως έχω με θαυμασμό διαπιστώσει ότι είναι σε θέση να το κάνουν άνθρωποι εξαιρετικής μόρφωσης. Υπάρχουν, λοιπόν, τρεις κατηγορίες σφαλμάτων στα οποία υποπίπτουν οι άνθρωποι όταν διαβάζουν ένα κείμενο. Θα αναφερθώ σε καθένα από αυτά ξεχωριστά. Η πρώτη κατηγορία σφάλματος προκύπτει όταν αυτό που είναι ψευδές θεωρείται αληθινό, ενώ ο συγγραφέας είχε διαφορετική άποψη. Μια δεύτερη κατηγορία, όχι τόσο διαδεδομένη, αλλά οπωσδήποτε εξίσου επιβλαβής, είναι εκείνη που προκύπτει όταν αυτό που είναι ψευδές εκλαμβάνεται ως αληθινό, η δε άποψή μας συμπίπτει με εκείνη του συγγραφέα. Και η τρίτη κατηγορία: όταν από ένα κείμενο γίνεται κατανοητή κάποια αλήθεια, η οποία δεν συμπίπτει με τις προθέσεις του συγγραφέα. Η χρησιμότητα αυτού του σφάλματος δεν είναι μικρή, τουναντίον: αν το καλοσκεφθεί κανείς, εδώ κρύβεται ολόκληρος ο καρπός της ανάγνωσης. Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας σφάλματος είναι -λόγου χάρη- το να λέει και να πιστεύει κανείς ότι ο Ραδάμανθυς δέχεται τους νεκρούς σε ακρόαση και εκδίδει ετυμηγορία για τις τύχες τους στον κάτω κόσμο, επειδή το έχει διαβάσει στις ωδές του Μάρωνα[10]. Διότι αυτός σφάλλει με δύο τρόπους: τόσο επειδή πιστεύει κάτι που δεν πρέπει να γίνει πιστευτό, όσο και επειδή θεωρεί αναγκαίο πως το ίδιο πίστευε ο συγγραφέας. Παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας είναι, επειδή ο Λουκρήτιος γράφει ότι η ψυχή αποτελεί μια σύνθεση ατόμων και πως μετά το θάνατο διαλύεται σε αυτά τα άτομα και χάνεται[11], να θεωρεί κάποιος ότι αυτό αληθεύει και πρέπει να το πιστεύει. Τούτος εδώ δεν είναι λιγότερο θλιβερός, αφού, σε ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα, έχει πείσει τον εαυτό του να αποδεχθεί ως βέβαιο κάτι που είναι ψευδές. Ωστόσο και ο Λουκρήτιος, από τα βιβλία του οποίου έχει παραπλανηθεί, διατηρούσε την ίδια δοξασία. Σε τι άραγε ωφελεί να γνωρίζει κανείς με σιγουριά την άποψη του συγγραφέα, όταν την υιοθετεί όχι για να αποφύγει το σφάλμα, αλλά για να σφάλλει μαζί με τον συγγραφέα; Ένα παράδειγμα ταιριαστό στην τρίτη κατηγορία είναι όταν κάποιος, επειδή διάβασε στα βιβλία του Επίκουρου κάποιο χωρίο στο οποίο επαινείται η εγκράτεια[12], ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι ο Επίκουρος είχε σαφώς ορίσει πως το άριστο αγαθό συνίσταται στην αρετή και πως, επομένως, δεν πρέπει να του ασκείται κριτική. Πώς ζημιώνεται αυτός ο άνθρωπος από το σφάλμα του Επίκουρου, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο Επίκουρος πιστεύει ότι η σωματική ηδονή είναι το άριστο αγαθό για τον άνθρωπο; Δεν ενστερνίστηκε την τόσο χυδαία και βλαβερή κρίση του Επίκουρου, ούτε του αρέσει ο Επίκουρος για άλλο λόγο, παρά επειδή νομίζει ότι δεν διατηρούσε αντιλήψεις που είναι απορριπτέες. Αυτό το σφάλμα δεν είναι απλώς ανθρώπινο, αλλά συχνά και το αξιοπρεπέστερο για έναν άνθρωπο. […]

12.  Θα ήθελα λοιπόν οι αντίπαλοί μας να μας πουν σε ποια κατηγορία εντάσσουν το υποτιθέμενο σφάλμα της καθολικής Εκκλησίας. Αν το εντάσσουν στην πρώτη, η καταγγελία είναι σίγουρα σοβαρή, αλλά σύντομα διαψεύδεται. Φτάνει να αρνηθούμε ότι κατανοούμε τα κείμενα με τον τρόπο που φαντάζονται όσοι καταφέρονται εναντίον μας. Αν εντάσσεται στη δεύτερη, η καταγγελία είναι εξίσου βαριά, αλλά θα τη διαψεύσουμε με τον ίδιο τρόπο. Αν πάλι ανήκει στην τρίτη, δεν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορούν να μας εγκαλέσουν. Αλλά ας εξετάσουμε τώρα τις ίδιες τις Γραφές. Ποια αντίρρηση εγείρουν απέναντι στα βιβλία της λεγόμενης Παλαιάς Διαθήκης; Μήπως το γεγονός ότι είναι ορθά, αλλά τα έχουμε εμείς κατανοήσει εσφαλμένα; Μα εκείνοι δεν τα παραδέχονται ως γνήσια. Μήπως ότι δεν είναι ούτε ορθά και ούτε τα αντιλαμβανόμαστε εμείς ορθά; Η ίδια γραμμή υπεράσπισης ευσταθεί και εδώ. Ή μήπως θα πουν: «παρόλο που καλλιεργείτε μια σωστή αντίληψη εξ αυτών, τα ίδια δεν παύουν να είναι κακά»; Μα και αυτό απαλλάσσει τους ζώντες, με τους οποίους υφίσταται η διαμάχη, ενώ στρέφει την αιτίαση προς εκείνους που είναι εδώ και καιρό νεκροί, και με τους οποίους δεν μπορεί να σταθεί οποιαδήποτε αντιπαλότητα. […]

6. 13.  Μάρτυς η συνείδησή μου, Ονοράτε, και ο Θεός που εγκατοικεί στις αγνές ψυχές, πως τίποτα δεν θεωρώ πιο σοφό, πιο αμόλυντο και πιο θεοσεβές από όλη τη συλλογή Γραφών που διαφυλάσσει η καθολική Εκκλησία υπό την ονομασία ‘Παλαιά Διαθήκη’. Αυτό σε εκπλήσσει, το καταλαβαίνω. Και ούτε μπορώ να παραγνωρίσω ότι είχαμε κάποτε πειστεί περί του απολύτως αντιθέτου. Αλλά, σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτα πιο προπετές (και από την προπέτεια αυτή ξεχείλιζε η νιότη μας), από το να στρέψουμε τα νώτα στους ερμηνευτές όλων αυτών των βιβλίων, ερμηνευτές πολύ κατατοπισμένους και με ικανότητα να μεταλαμπαδεύουν τη γνώση τους με ωφέλιμο τρόπο στους μαθητές τους, και να στραφούμε σε ανθρώπους που, ωθούμενοι από δεν ξέρω ποιο κίνητρο, κήρυξαν ανελέητο πόλεμο εναντίον όσων θέσπισαν ή έγραψαν αυτά τα έργα. […]

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η μετάφραση βασίζεται στην κριτική έκδοση του Joseph Zycha (Sancti Aureli Augustini, De utilitate credendi liber unus, εις De utilitate credendi et alia, επιμ. J. Zycha, Βιέννη, 1891, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, 25.1, 1-48). Διατηρώ ορισμένες λέξεις με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο κατά την έκδοση της Patrologia Latina (42, 65-97).
[2] Οι όροι στο πρωτότυπο: historia, aetiologia, analogia, allegoria.
[3] Ματθ. 12:3-4. Πρβλ. Λευ. 24:8-9, Έξοδ. 34:21. Οι αποδόσεις χωρίων από τη Vetus Latina είναι του μεταφραστή.
[4] Πρβλ. Δευτ. 24:1-4.
[5] Ματθ. 19:8.
[6] Ματθ. 12:39-40. Πρβλ. Ιων. 2:1.
[7] Ό.π., 5:4.
[8] Πρβλ. Α’ Ιω. 5:4.
[9] Γαλ. 3:24.
[10] Πρβλ. Αινειάδα, VI, 566-569.
[11] Πρβλ. De Rerum Natura, 3, 231-458.
[12] Πρβλ. Κικέρων, De Officiis, 3, 33, 117.

~ . ~

*

*

Advertisement