Πάσχα

Νίκος Καζαντζάκης, Χριστός

*

τοῦ Γιώργου Παπανδρέου

Σὰν τὴ γλυκιά κατέβηκε ἁμαρτία
σιγὰ στὴ γῆς ἡ νύχτα ἀλαφροπόδα,
κι ἡ βραδινή σηκώθη μελωδία.
Κάπου σὲ κήπους μακρινοὺς δυὸ ρόδα
τρεμόπαιξαν καὶ μύρισε τὸ ἀγέρι·
κι αγάλια ἡ ἀσημοκάρφω οὐράνια ρόδα
μὲ τοῦ Θεοῦ κουνήθη τὸ ἅγιο χέρι·
τὰ σύμπαντα σαλέψα ὑποταγμένα
καὶ γελαστό τὸ πρῶτο ἐφάνη ἀστέρι.
Ἡ γῆς ἡ μάνα ἀχνογελάει παρθένα
στοῦ νυχταρσενικοῦ Θεοῦ τὸ χάδι
κι ἀνατριχιάζουν τὰ χλωρὰ σπαρμένα.
Καὶ κάθεται ὁ Χριστὸς μπρὸς στὸ πηγάδι
τῆς ἐρημιᾶς, σκυφτός, καὶ συλλογᾶται·
τὴ γυμνοστήθα νιὰ μὲς στὸ σκοτάδι
ἀκόμα τὴ γρικάει νὰ τοῦ δηγᾶται
γιὰ τοὺς πολλούς της ἄντρες, καὶ μὲ τρόμο
τὰ στήθια της, τὰ χείλια της θυμᾶται.
«Ἄχ, θὰ χαθεῖ στῆς ἀτιμιᾶς τὸ δρόμο!
Ὅλους νὰ μπόρουν, Θέ μου, τοὺς περάτες
ν ἀνοίξω τῆς Παράδεισος, τὸ νόμο
νὰ τὸν γλυκάνω πιά, κι ἀπὸ τὶς στράτες
ὅλες, καλές, κακές, νὰ ̓ρθοῦν, Πατέρα,
νὰ μποῦν στὸ ἀρχοντικό σου ὅλοι οἱ διαβάτες!» (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Τετάρτη

*

Τα πόδια ή το κεφάλι – τί να πρωτοαλείψω
με της αγάπης-μου το ατίμητο το μύρο;
Σ’ όλο τον κόσμο θα το πώ, δέ θα το κρύψω
πόσο με κούρασε το ανώφελο, το στείρο

το μπλά-μπλά-μπλά που αποκοιμίζει τα γερόντια
και συγκινεί τις μειξοπάρθενες. Μια αλήθεια
γυρεύω με κορμί, με νύχια και με δόντια,
με κρέας και κόκαλα και μια φωνή στα στήθια

που να ξυπνάει και πεθαμένο. Και τη βρήκα!
Να σου τη δείξω; Μόλις μπήκε να δειπνήσει
στο σπίτι του λεπρού. Τί βάσανο, τί γλύκα
την ευωδιά-της ν’ αναπνέω – θείο μεθύσι…

Αυτή είν’ η αλήθεια-μου. Ακριβή κι αγαπημένη.
– Κι όταν τη δείς στον Γολγοθά-της ν’ ανεβαίνει;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

Κατόπιν εορτής

*

Χρόνια πολλά! (Πόσα κιλά
στις ζυγαριές αθροίσατε;)
Πώς τα περάσατε, καλά;
Σουβλίσατε; Σουβλίσατε;

Πέρασε το Πάσχα, και οι χριστιανοί
γύρισαν με κέφι στις δουλειές τους.
Φάγαν του σκασμού, χωνέψανε τ’ αρνί
και τριπλασιάσαν τις διπλοκοιλιές τους.

Πέρασε το Πάσχα, τόσο ειρηνικά,
μέσα σε φωνές κι αυγομαχίες.
Θύματα δυο-τρεις απ’ τα βεγγαλικά
κι απ’ τη μάσα κάτι οδοντοστοιχίες.

Πέρασε το Πάσχα, και με τον Χριστό
νεκραναστηθήκαν κι οι εμπόροι,
που το θρήσκο πλήθος έτρεξε πιστό
στους ναούς του Shopping, φέτος με το ζόρι.

Πέρασε το Πάσχα κι εν τω μεταξύ
έφτασε του Μάιου η χάρη.
Πιάνουν το μαγιόξυλο με το δεξί
τώρα ή ζευγαρώνουν όπως οι γαϊδάροι.

Αχ, τι κόσμος, Θέ μου, σε χαρές φτωχός·
πλούσιος σε φόβο και σε πάθος.
Τόσο που έχει γίνει αβάσταχτα ρηχός,
μια φτυσιά τού πρέπει – ν’ αποχτήσει βάθος!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ

Από το βιβλίο Nobel λόγω ατεχνίας, 2008

*

*

*

Γιώργος Σεφέρης, Λαμπρή, 6 Μάη 1945

*

Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.

Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ’ ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό.

Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως –αρκετά ίσως– χαμένος· όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του.

*

*

*

*

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Λαμπριάτικος ψάλτης

*

Ἐὰν ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος ἦτο αὐτούσιος ὁ γράφων, τότε ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τίτλος θὰ εἶχε μᾶλλον τροπικὴν καὶ ἀλληγορικὴν σημασίαν. Διότι, ναὶ μέν, εὐδοκίᾳ τῆς θείας Προνοίας, εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ χάρις εἰς τὴν φιλάδελφον προθυμίαν τοῦ χωρικοῦ καὶ ἀρχοντικοῦ φίλου μου κὺρ Γιάννη Πεντελιώτου, ἀξιοῦμαι σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἀνελλιπῶς, κατὰ τὰς περιδόξους ταύτας ἡμέρας, νὰ συμψάλλω ἐναμίλλως μετ᾽ αὐτοῦ, ὑποβαστάζοντος διὰ τῆς χειρὸς τὰ γυαλιά του, ἀγαπῶντος τὸ πολίτικον ὕφος, παρατείνοντος ἐπ᾽ ἄπειρον τὰ μουσικὰ κῶλα καὶ τὰς καταλήξεις του, εἰς τὸν μικρὸν ἀγροτικὸν ναΐσκον τοῦ χωρίου Θ. ὅπου μυροβολεῖ ἑλισσόμενον εἰς κυανοῦς στεφάνους τὸ μοσχολίβανον, περιβάλλον ὡς διὰ φεύγοντος πλαισίου τοὺς ἀκτινωτοὺς στεφάνους καὶ τὰς σεμνὰς ὄψεις τῶν ἁγίων, καὶ ὅπου μὲ τὰς κεντητὰς ποδιάς των καὶ τὰ λευκὰ κολόβια αἱ νεαραὶ χωρικαὶ προσέρχονται φέρουσαι ἀγκαλίδας ρόδων καὶ ἴων καὶ θημωνίας ὅλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μὲ λόφους ἀνθέων τὸν πενιχρὸν ἐπιτάφιον, μὴ ἔχοντα ἀνάγκην ἄλλης πολυτελείας. Ἐκεῖ εἰσβάλλει οὐλαμὸς ὅλος αὐτοσχεδίων ψαλτῶν, κρατούντων ἀνὰ ἓν φυλλάδιον τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν χεῖρα, οἵτινες φιλοτιμοῦνται νὰ ψάλλωσιν ἐν σπαρακτικῇ παραφωνίᾳ τὰ ἐγκώμια, καταστρέφοντες διὰ κωμικῶν σφαλμάτων καὶ τὰς ὀλίγας λέξεις, ὅσαι εἶναι ὀρθῶς τυπωμέναι εἰς τὰ φυλλάδια ἐκεῖνα.

Χωρὶς νὰ εἶμαι κύριον μέρος τοῦ αὐτοσχεδίου τούτου χοροῦ, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι, καίτοι προσπαθῶν νὰ συμψάλλω ὑποφερτὰ κάπως μὲ τὸν ἀρχοντικὸν καὶ πρόθυμον φίλον μου, οὐχ ἧττον ὑστερῶ αὐτοῦ κατὰ πολλά, καὶ διὰ τοῦτο ἐπεκαλέσθην ἐν ἀρχῇ, ὡς ἐπιείκειαν ἐκ μέρους τοῦ ἀναγνώστου, τὴν τροπικὴν τοῦ τίτλου ἐκδοχήν, καθ᾽ ὃν δηλ. τρόπον εἰς ὅλους τοὺς ναούς, παρουσιάζονται κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας πολλοὶ τέως ἄγνωστοι, μουσόληπτοι ἐκ τοῦ παραχρῆμα, λαμπριάτικοι ψάλται, οὕτω καὶ ὁ γράφων, ἐνῷ καθ᾽ ὅλον τὸν ἄλλον χρόνον σιωπᾷ, παρουσιάζεται, δὶς τοῦ ἔτους οὗτος, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα, κατ᾽ ἀποκοπὴν διηγηματογράφος. Τὸ πρᾶγμα ἤρχισε νὰ γίνεται κάπως φορτικόν, καὶ πολλοὶ μὲν ἐσκανδαλίσθησαν, τινὲς δὲ καὶ τὸ ἀπεδοκίμασαν. Ἀρκοῦσι τόσαι ἄλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἄγγλοι οὔτε Ἀμερικάνοι. Μὴ μᾶς σκοτίζῃς καὶ σύ. Πόθεν ἔλαβες ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσῃς ὅτι τὸ κοινὸν θέλγεται ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις σου ἢ συγκινεῖται ἀπὸ τὰ αἰσθήματά σου; Τὸ ἔκαμες μίαν φορὰν ἢ δύο. Ἀρκεῖ. Παῦσε πλέον. Δὲν βλέπεις ὅτι τὸ αἰώνιον θέμα σου ἐξηντλήθη, καὶ ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ προσπαθῇς βίᾳ νὰ παρουσιάσῃς ἁπλῆν παραλλαγὴν κατ᾽ ἔτος;

Ἐν πρώτοις, καλὸν θὰ ἦτο νὰ διακρίνωμεν ὅ,τι εἶναι πράγματι ξενισμὸς ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ εἶναι, ἐκ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, κοινὸν εἰς πάντα τὰ ἔθνη. Λόγου χάριν, τὸ νὰ ἐκδίδωνται τὰ περιοδικὰ κατὰ Σάββατον ἢ Κυριακὴν εἶναι ξενισμός; Τὸ νὰ δημοσιεύουν αἱ πολιτικαὶ ἐφημερίδες φιλολογικωτέραν ὕλην κατὰ Κυριακήν, εἶναι ξενισμός; Ἑνὶ λόγῳ, τὸ νὰ σχολάζῃ τις κατὰ τὰς ἑορτὰς ἀπὸ τῆς τύρβης τοῦ κόσμου, ὡς καὶ ἀπὸ τῆς ἀναγνώσεως ἄρθρων πολιτικῶν, καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην ἁβροτέρας, τερπνοτέρας, ἀκοπωτέρας ἀναγνώσεως εἶναι ξενισμός; Ἔστω, ἀλλὰ δύνασαι νὰ δημοσιεύῃς ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἢ περιγραφάς, χωρὶς νὰ κάμνῃς ποσῶς λόγον περὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα.

(περισσότερα…)

Διονύσιος Σολωμός, Η Ημέρα της Λαμπρής

*

Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
και από ’κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη  εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

*

*

*

Ευχές!

*

~.~

*

*

*

Το φως που (δεν) καίει

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

«Ο πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα, που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο.»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ,
Μέγας πρωτοπρεσβύτερος Οικουμενικού Πατριαρχείου,
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21.4.2006
Το Πατριαρχείο Iεροσολύμων είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στο Iσραήλ, μετά το ίδιο το κράτος του Iσραήλ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 20% έως 30% των ακινήτων στην Παλαιά Πόλη της Iερουσαλήμ ανήκει στο Πατριαρχείο. Aνάμεσά τους τα τρία πιο σημαντικά μνημεία των Aγίων Tόπων αλλά και τα πιο σημαντικά κτήρια του Iσραήλ: η ίδια η Bουλή (Kνεσέτ), η Mεγάλη Συναγωγή και η κατοικία του πρωθυπουργού. Σύνολο αξίας, δεκάδες δισεκατομμύρια δολαρίων.
EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27.2.2005

Στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγία η Βοήθεια» κατέληξα κατόπιν μικροατυχήματος με την μηχανή μου. Έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις και για λόγους προληπτικούς νοσηλεύτηκα για μια μέρα.

Νωρίς το απόγευμα εισήλθαν στον θάλαμο δύο καλόγριες και μοίραζαν φυλλάδια. Η μία γριά και κακάσχημη και η άλλη νεαρή και πανέμορφη. Για χάρη της νεαρής πήρα τα φυλλάδια και προσφέρθηκα ν’ αγοράσω κι ένα βιβλίο προς ενίσχυσιν του φιλανθρωπικού τους έργου.

Την μεγάλη την έλεγαν Μεθοδία και την μικρή Θεονύμφη.

«Θεονύμφη!» θαύμασα. «Ωραίο όνομα και… αρχαιοελληνικό!»

Η γριά καλόγρια ζάρωσε με δυσθυμία το μούτρο της μόλις άκουσε την λέξη «αρχαιοελληνικό» και με κοίταξε σχεδόν με αποστροφή, λες κι έβλεπε μπροστά της κανέναν σάτυρο με κέρατα στο κεφάλι, που αυτή θα προτιμούσε να τον ονομάσει δαίμονα ή εξαποδώ.

«Και πότε υψώνεται τ’ όνομά σου;» ρώτησα την νεαρή, επιστρατεύοντας ό,τι θυμόμουν από την εκκλησιαστική φρασεολογία κι αποφεύγοντας το «πότε γιορτάζει», σε μια προσπάθεια να εξευμενίσω τον κέρβερο που λέγονταν Μεθοδία.

«Την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου», ακούστηκε η αργυρόεσσα καμπανούλα της φωνής της.

«Μα πρώτη Σεπτεμβρίου έχει αύριο!» έκανα θριαμβευτικά.

«Ναι, αύριο…» απάντησε χαμηλόφωνα.

Η Μεθοδία την επιτίμησε για την… φλυαρία της μ’ ένα βλέμμα.

Εγώ ανασηκώθηκα και της έτεινα το χέρι.

«Χρόνια Πολλά, λοιπόν, για αύριο!» (περισσότερα…)

«Ἠγέρθη…»

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ τοπίο τῶν βράχων. Ὁ τάφος, ἀνοιχτὸς ἢ σφραγισμένος. Γύρω οἱ φρουροί, πεσμένοι χάμω, κρύβοντας τὸ πρόσωπο στὰ χέρια τους ἢ κοιτάζοντας περίτρομοι τ’ ἀπίστευτο θέαμα. Καὶ στὴ μέση ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, σάρκινος κι ἄυλος μαζί, μὲ νωπὰ ἀκόμη τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του στὰ χέρια, στὰ πόδια καὶ στὸ πλευρό. Ὀρθὸς πατεῖ στὴν πλάκα τοῦ κλειστοῦ «μνημείου» ἢ τινάζεται πρὸς τὰ πάνω μὲ μιὰ κίνηση θριαμβευτική, κυκλωμένος ἀπὸ ἕνα οὐράνιοφῶς.

Ἔτσι εἶδαν οἱ μεγάλοι ζωγράφοι μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης καὶ τῆς φαντασίας τὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης κι ἔτσι τὴν ἀποτυπώσανε στὸ ξύλο, στὸν τοῖχο ἢ στὸ μουσαμᾶ. Μιὰ σκηνὴ συγκλονιστικὴ ποὺ γεμίζει δέος τὸ θεατή.

Τούτη ἡ σκηνὴ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὴ Γραφή. Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια δὲ βρίσκομε περιγραφὴ τοῦ γεγονότος τῆς «ἐκ νεκρῶν ἐγέρσεως»τοῦ Χριστοῦ. Τὴ δραματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ «μαρτυρήσει περὶ αὐτῆς». Κανείς τους δὲ βρέθηκε τὴ νύχτα ἐκείνη κοντὰ στὸν τάφο τοῦ δασκάλου. Οἱ μόνοι ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀντικρύσανε τὸ θαυμαστὸ καὶ παράδοξο γεγονὸς τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε, εἶν’ οἱ στρατιῶτες τῆς «κουστωδίας». Ὁ Ματθαῖος μᾶς λέει πὼς «ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλον τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα». Ποιά ἦταν ὅμως αὐτὰ τὰ «γενόμενα»; (περισσότερα…)

Δεύτερη Ημέρα

*

ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ

Κάποιος πήρε στην πλάτη την αναστάσιμη προσδοκία του
και τράβηξε αλλού να τη γιορτάσει.
Εκεί που ζούσε, πάγωσε Μάρτη μήνα το αίμα των ανθρώπων
απ’ το κρύο
κι έπρεπε να πληρώσουν με το αίμα τους
τη ζέστη την παχιά.
Πολύς κόσμος έλεγε ψωμάκι το ψωμί κι, όμως, μπροστά βάδιζαν
όσοι δεν γεύτηκαν ποτέ το σάλιο του υποκορισμού.
Τον πληθυσμό λιγόστευε η πολύτροπη αρρώστια
κι ούτε περίσσευε το ξάφνιασμα απ’ το χαμό των γύρω.
Έβρεχε λάσπη αφρικανική και λασπωμένα νέα του πολέμου.
Ήθελαν όλοι να φιλήσουν κι είχαν τα χείλη τους φραγή.
Ήθελαν όλοι να μιλήσουν κι είχε η γλώσσα τους σιωπή.
Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε ώσπου δεν βρήκε γωνίτσα να γιορτάσει
και γύρισε στον τόπο του με πονεμένη πλάτη.
Κι εκεί που ανέμενε, τον πρόφτασε ο Αη-Γιώργης πάνω στο άλογο.
Η Ανάσταση από προχθές φτασμένη, του είπε ο Άγιος.
Κι εγώ πού ήμουν; ρώτησε ο κουβαλητής της προσδοκίας του.
Τότε ο Άγιος αφίππευσε αργά για χάρη του:
«Πιάσε με το χέρι σου το άλλο χέρι, άγγιξε τον ανάγλυφο σφυγμό»
Και όπως αφουγκράστηκε ο κουβαλητής το ζωντανό του αίμα να βουίζει
κι οι πεταλούδες του ρυθμού πετάρισαν αλαφιασμένες,
κατάλαβε.
Ανάσταση είναι αυτό που αιωνίως προηγείται του θανάτου.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

*

Πασχαλιάτικο χανάμι στο Τόκυο

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Πασχαλιάτικο χανάμι στο Τόκυο

Στη ζωή μου κάποτε μού χαρίστηκε ένα ανοιξιάτικο χανάμι, στην Ιαπωνία· το μόνο. Μετά από χρόνια κάμποσα, βρέθηκα μια Πασχαλιά στο Τόκυο να κυνηγώ τα ίχνη από ένα άλλο χανάμι που αργόσβηνε, καθώς φθίναν τ’ άνθη της σακουρά, στης άνοιξης το γρήγορο το διάβα.

Έπαψ’ ο ρυθμός
από ναό σε ναό πέφτουν
τα κερασάνθια

Έτσι καθώς το θέλει τ’ όμορφο ετούτο χάϊκου, έσβηνε απαλά και σιγαλά, από περιοχή σε περιοχή, η μια μετά την άλλη η ανθοφορία των κερασιών στην Ιαπωνία ολάκερη, υπό τους ήχους των ρυθμικών χτύπων για τις τελετουργίες από ναό σε ναό.

Βράδιαζε πια σαν περάσαμε την πόρτα του ξενοδοχείου στο Τόκυο. Μεγαλοπαράσκεβο στην Ελλάδα, μα στην Ιαπωνία σκέφτηκα πως δεν σιγοπνέει κι ούτε ανασαίνει τ’ αεράκι του ανοιξιάτικου επιταφίου. Παρά την ίσως συγγενή κάπως αίσθηση που εξωτερικά αντιλαμβάνεται κανείς ανάμεσα στο χανάμι και τον επιτάφιο, νιώθω πως υπάρχει διαφορά βαθειά. Η ενατένιση των ανθών της σακουρά, το γιαπωνέζικο χανάμι, είναι η ενατένιση του εφήμερου, της κορύφωσης της ομορφιάς σε μια στιγμή μες στην αιώνια εναλλαγή και την φθορά των πάντων· του ενός ανασασμού που κρατάει της ζωής τ’ άνθισμα. Λέω ενατένιση, δεν ξέρω αν καν μπορώ να μιλήσω για θαυμασμό. Ο επιτάφιος, έξω από θρήνος, είναι ταυτόχρονα κι ελπίδα της Ανάστασης (τουλάχιστον για όσους χριστιανούς), ή της αναγέννησης κι αναζωογόννησης των πάντων με τον ερχομό της άνοιξης (για όσους θέλουν μέσα του να βλέπουν μόνον τις παγανιστικές επιβιώσεις που σοφιλιάστηκαν στον ενιαύσιο τελεστικό κύκλο της γιορτής· όσο για τις σικελιανικές και σεφερικές αναφορές στον Άδωνη μού μοιάζουν μάλλον με φιλολογικές ενημερώσεις –update– του ελληνικού ποιητικού τοπίου, ερανισμένες από τον Χρυσό κλώνο του Φρέϊζερ και τη Waste land του Έλιοτ. Στηρίζονται μεν στην κυκλική ροή του εορταστικού χρόνου και στην ελληνική συνέχεια, λησμονούν όμως τη Σταύρωση· ίσως όμως αυτή η, ενιαυσίως αναζωογονητική τής φύσης, ανοιξιάτικη αναγέννηση να φέρνει εγγύτερα στη μεσογειακή άνοιξη το γιαπωνέζικο χανάμι· ίσως…) (περισσότερα…)

Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας | Μεγάλο Σάββατο

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας

Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή

 

Το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος ΕΔΩ

~•~

Μεγάλο Σάββατο

Σήμερον συνέχει τάφος…

Πελώριος τάφος σήμερα καὶ κλειεῖ
τὸν ποὺ στὴ φούχτα του ὅλη κλειεῖ τὴν πλάση.
Πλάκα σκεπάζει αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν ἀρετὴ
τοὺς οὐρανοὺς ἔχει σκεπάσει.

Κοιμᾶται ἡ Ζωὴ κι ὁ Ἅδης σπαράζει
κι ὁ Ἀδὰμ γλυτώνει ἀπ᾽ τὰ δεσμά,
τὴν ἅγια οἰκονομία Σου εὐθὺς δοξάζει,
ποὺ τὸ ἔργο αἰώνων τέλεψε σωστά.

Καὶ σ᾽ ὅλους μας δῶρο ἀκριβὸ τὴν ἅγια
ἀπ᾽ τοὺς νεκροὺς χαρίζει Ἀνάστασή Του.

Σήμερον συνέχει τάφος,
τὸν συνέχοντα παλάμῃ τὴν Κτίσιν,
καλύπτει λίθος,
τὸν καλύψαντα ἀρετῇ τοὺς οὐρανούς,
ὑπνοῖ ἡ ζωή, καὶ ᾅδης τρέμει,
καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται.
Δόξα τῇ σῇ οἰκονομίᾳ,
δι’ ἧς τελέσας πάντα σαββατισμὸν αἰώνιον,
ἐδωρήσω ἡμῖν, τὴν παναγίαν
ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν. (περισσότερα…)