«Ἠγέρθη…»

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ τοπίο τῶν βράχων. Ὁ τάφος, ἀνοιχτὸς ἢ σφραγισμένος. Γύρω οἱ φρουροί, πεσμένοι χάμω, κρύβοντας τὸ πρόσωπο στὰ χέρια τους ἢ κοιτάζοντας περίτρομοι τ’ ἀπίστευτο θέαμα. Καὶ στὴ μέση ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, σάρκινος κι ἄυλος μαζί, μὲ νωπὰ ἀκόμη τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του στὰ χέρια, στὰ πόδια καὶ στὸ πλευρό. Ὀρθὸς πατεῖ στὴν πλάκα τοῦ κλειστοῦ «μνημείου» ἢ τινάζεται πρὸς τὰ πάνω μὲ μιὰ κίνηση θριαμβευτική, κυκλωμένος ἀπὸ ἕνα οὐράνιοφῶς.

Ἔτσι εἶδαν οἱ μεγάλοι ζωγράφοι μὲ τὰ μάτια τῆς πίστης καὶ τῆς φαντασίας τὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης κι ἔτσι τὴν ἀποτυπώσανε στὸ ξύλο, στὸν τοῖχο ἢ στὸ μουσαμᾶ. Μιὰ σκηνὴ συγκλονιστικὴ ποὺ γεμίζει δέος τὸ θεατή.

Τούτη ἡ σκηνὴ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὴ Γραφή. Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια δὲ βρίσκομε περιγραφὴ τοῦ γεγονότος τῆς «ἐκ νεκρῶν ἐγέρσεως»τοῦ Χριστοῦ. Τὴ δραματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ «μαρτυρήσει περὶ αὐτῆς». Κανείς τους δὲ βρέθηκε τὴ νύχτα ἐκείνη κοντὰ στὸν τάφο τοῦ δασκάλου. Οἱ μόνοι ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀντικρύσανε τὸ θαυμαστὸ καὶ παράδοξο γεγονὸς τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε, εἶν’ οἱ στρατιῶτες τῆς «κουστωδίας». Ὁ Ματθαῖος μᾶς λέει πὼς «ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλον τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα». Ποιά ἦταν ὅμως αὐτὰ τὰ «γενόμενα»;

Θά ’λεγες πὼς ἐπίτηδες οἱ Εὐαγγελιστὲς ἀποφεύγουνε κάθε περιγραφὴ προορισμένη νὰ καταπλήξει τὸν ἀκροατὴ ἢ τὸν ἀναγνώστη, κάθε ἐντυπωσιακὴ δραματικότητα. Σὰ νὰ μὴ θέλουνε μὲ κανένα τρόπο νὰ διαταράξουνε τὴν τρυφερότητα, τὴ γαλήνη καὶ τὴν ποίηση ποὺ κυριαρχοῦνε στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων.

Μ’ ἀθόρυβα, λοιπόν, βήματα ἔρχεται τὸ θαῦμα μέσ’ ἀπὸ τὶς σελίδες τους. Ἁπλὰ καὶ ταπεινά, σχεδὸν σὰν κάτι τὸ φυσικό, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀπροσδόκητο ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς πιὸ πιστοὺς μαθητὲς τοῦ Ἀναστάντος.  Ἴσως γι’ αὐτὸ τὸ νιώθομε τόσο κοντά μας. Μ’ ὅλο τὸν ὑπερφυσικό του χαραχτήρα δὲν εἶν’ ἕνα γεγονὸς ἀπόκοσμα θεϊκό, τρομαχτικό, ἀταίριαστο στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάσταση τῶν Εύαγγελίων ἔχει πολλὴ ἀνθρώπινη συγκίνηση. Ὅλα σ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴ σκηνογραφία ὣς τὰ πρόσωπα καὶ τὰ αἰστήματά τους, εἶναι στοιχεῖα γνώριμα κι ἀγαπητά μας, κομμάτια ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ψυχή μας.

Καὶ πρῶτα πρῶτα ὁ χρόνος: Ὁ «βαθὺς ὄρθρος», ἡ πιὸ γλυκειὰ ὥρα τῆς νύχτας, ὄχι πιὰ νύχτα μὰ μήτε μέρα ἀκόμη, ἡ συνάντηση τοῦ σκοταδιοῦ ποὺ φεύγει μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται. Ὁ οὐρανὸς ποὺ βάφεται χρυσογάλανος στὴ μεριὰ τῆς ἀνατολῆς. Τὰ κοντινὰ δέντρα κι οἱ μακρινοὶ λόφοι ποὺ διαγράφουν ἔντονα τὴ μαύρη σιλουέτα τους στὸ ἀβέβαιο, σταχτὶ φῶς. Οἱ πρῶτοι χαρούμενοι κελαϊδισμοὶ τῶν πουλιῶν ποὺ ξυπνοῦνε. Ὕστερα ὁ τόπος: Τὰ ἐρημικὰ κράσπεδα τῆς πόλης. Ἡ σιωπὴ τῶν βράχων καὶ τῶν μνημάτων. Οἱ γυναῖκες: Τὰ δειλὰ καὶ τρυφερὰ πλάσματα ποὺ ὅμως νικοῦνε πρῶτες αὐτὲς τὸ φόβο. Ἔρχουνται μέσα στὴ νύχτα καὶ στὴ μοναξιὰ μὲ τὰ μῦρα τῆς στοργῆς, τῆς συμπόνιας καὶ τῆς ἀγάπης ν’ ἀλείψουνε τὸ σῶμα τοῦ δασκάλου. Ἐκπλήττονται κι ἀποροῦνε, τρομάζουνε καὶ χαίρονται γιὰ ὅ,τι βλέπουνε. Πλάι σ’ ὅλα τοῦτα δὲ φαίνεται ἀπίθανος ἢ ξένος ὁ ἄγγελος ποὺ μὲ τὴ στολὴ τοῦ ἀσπροντυμένου «νεανίσκου» κάθεται ἤρεμα στὴν πέτρα τοῦ τάφου. Καὶ τὰ λόγια του πρὸς τὶς φοβισμένες γυναῖκες εἶναι λόγια καλωσύνης: «Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε…».

Τὸ θαῦμα ἔχει πιὰ συντελεστεῖ ὅταν ἔρχουνται στὸ «μνημεῖον» οἱ δυὸ Μαρίες κι ἡ Σαλώμη. Ξετυλίχτηκε σιωπηλὰ μέσα στὶς πτυχὲς τῆς νύχτας, δίχως νὰ πάρει εἴδηση ἡ κοιμισμένη Ἱερουσαλήμ, ὅπως δὲν εἶχε πάρει εἴδηση κι ἡ Βηθλεὲμ πρὶν ἀπὸ τριάντα τρία χρόνια. Στὸν τόπο «ὅπου ἔθηκαν αὐτὸν» δὲν βλέπουν οἱ τρεῖς γυναῖκες παρὰ τὰ «ὀθόνια» καὶ τὸ «σουδάριον». Ὅμως δὲ θ’ ἀργήσουνε νὰ δοῦνε καὶ τὸν ἴδιο τὸ δάσκαλο, καθὼς θὰ τόνε δοῦνε κι οἱ ἄλλοι μαθητές του σ’ ἐκεῖνες τὶς τρυφερὰ συγκινητικὲς σκηνὲς ποὺ ἀκολουθοῦνε τὸ «πρωὶ τῆς μιᾶς τῶν σαββάτων». Ἡ πίστη τῶν Τρομαγμένων ἔχει ξαναγεννηθεῖ ἀφοῦ ἀνεβήκανε σκαλὶ σκαλὶ ὅλη τὴν κλίμακα τῶν αἰσθημάτων: Φόβο κι ἔκπληξη, ἀμφιβολία τὸ πρῶτο δειλὸ φτερούγισμα τῆς ἐλπίδας, τὴ λαχτάρα νὰ ξαναδοῦνε τὸν Ἀγαπημένο, τὴ χαρά.

Χτὲς τὰ μεσάνυχτα, ὅταν ἡ αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς γέμισε τρεμουλιαστὲς κίτρινες φλογίτσες κι οἱ μεγαλόφωνες καμπάνες ἀρχίσανε νὰ δονοῦνε τὸ κρυστάλλινο ἀνοιξιάτικο σκοτάδι, ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τοῦ αἰώνα τῆς ἀμφιβολίας, βρεθήκαμε μονομιᾶς στὴν κορφὴ τῆς ἴδιας ἐκείνης κλίμακας. Ὁ Ἀναστημένος ἔστεκε πλάι μας, διάφανος κι ὅμως πραγματικός, καὶ μᾶς ἅπλωνε τὰ δυὸ τρυπημένα του χέρια.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

~.~

Ἡ ἐπιφυλλίδα «Ἠγέρθη…», δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, 29 Ἀπριλίου 1962, κάτω ἀπὸ τὸν ὑπέρτιτλο: ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ.

      Ἀναδημοσιεύτηκε στὸν τόμο Ἀνθολογία ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, μὲ ἐπιμέλεια Κώστα Μπουρναζάκη, ἐκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειο 2012.

*

 

 

Advertisement