Δημήτρης Αρμάος

Τ’ ανυφαντοπάνια της ποιητικής του Δημήτρη Αρμάου

*

του ΠΑΝΟΥ ΣΤΑΣΙΝΟΥ

ΚΑΠΟΙΑ φορά   κάποιον καιρό   ἕνας ψαρὰς-ζωγράφος
  ῎Ελεγε ἀτός του «Καθετόσο
»Ψαρεύω στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
  »Κι ἀνακαλύπτω τὴν Κακία της
»Μὰ πότε θὰ τὸ πάρω ἀπόφαση
  »Πῶς εἶναι θάλασσα-ἐγωίστρια;»
 
᾿Ετοῦτος ὁ ψαρὰς τὰ δίχτυα του
  Τὰ στόριζε περίφημα   ποὺ λὲν
Εἶχε τὰ τέλεια δίχτυα   ἰδεατὲς
  Πλεχτάνες γι᾿ ἄλλα ψάρια
Μὲ βλεφαρίδες καὶ σκιὲς
  Καὶ τὸν ἀρχαῖο κοπετὸ στὴν προστασία τους
 
Λοιπὸν αὐτὸς περιπλανήθηκε
  Στὴ φρυκτωρία τῶν τενάγων   τῶν παθῶν του
Οἱ δισυπόστατες φρικτές του ἐξαπάτησες
  Εἰσέλαυναν ἀργὰ-βουερὰ
Στὴν πνιγηρὴν εὐαισθησία του
  Καὶ προσπορίζονταν τὸ αἷμα καὶ τὴ νιότη του
Ἀνταποδίδοντας ὀδύνη
 
Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά
  Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ᾿ ἀδράξανε.

Στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, ύψιλον: 2009, σ. 325), σκοντάφτω στο καταληκτικό δίστιχο: «Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά / Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ’ ἀδράξανε.». Λέξη αν μη τι άλλο λιγοφορεμένη, οι «ανυφαντάκοι» μού φανερώνονται μόλις ανατρέξω στην παλιότερη εκδοχή του ποιήματος (βλ. «Ἡ Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» στον τόμο Ποιήματα ΙΙ [1979-1984], Gutenberg: 1985, σ. 22). Εκεί το δίστιχο έχει ως εξής: «(Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά· / σ’ ἀδράξανε οἱ ἀράχνες πού ζωγράφιζες).» Ακαριαία ανακαλώ ένα άλλο —απ’ τα μικρά του αυτό— ποίημα του Αρμάου, όπου συναντάται επίσης το εν λόγω αρθρόποδο ζωγραφισμένο: «Ἐλέησέ μας       Κύριε / Τὰ παιδάρια // Ζωγραφίζουμε ἀράχνες.» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, «Μικρὸς Παρακλητικός», σ. 170). Εδώ οι αράχνες δεν σαρκώνονται και δεν επιτίθενται — ίσως εξαιτίας ακριβώς της αφέλειας και του ερασιτεχνισμού των καλλιτεχνούντων ποιητικών υποκειμένων… Κάνοντας ο Αρμάος τις «αράχνες» «ανυφαντάκους», για ν’ αποφύγει την επανάληψη της διατύπωσης, κατορθώνει μια ισχυρότερη αντήχησή της: η ίδια εικόνα επιστρέφει κάμποσες σελίδες μετά (διότι οι Βίαιες Ἐντυπώσεις δεν είναι συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων αλλά Βιβλίο Στίχων) ενισχυμένη, εμπλουτισμένη με μια λέξη σημαντικά βαρύτερη· δεν είναι τυχαίο πως απαλείφονται και οι παρενθέσεις της αρχικής εκδοχής. Η λέξη παίρνει, εδώ, τα ηνία και καθίσταται σημαντικότερη από την ενέργεια. Αφού οι «αράχνες», λοιπόν, απαλείφθηκαν, και μαζί τους και η παρήχηση με το ρήμα «αδράξανε», αυτό εκτοπίζεται στο τέλος του στίχου. Σε μια υποσημείωση της ανάλυσής του επί του «Μικρού Παρακλητικού» (βλ. Ἀναγνωστικὸ τῶν Βίαιων Ἐντυπώσεων τοῦ ποιητῆ Δημήτρη Ἀρμάου, Gutenberg: 2018, σ. 33), ο Α. Κ. Χριστοδούλου επισημαίνει την ενδεχόμενη ετυμολογική συγγένεια «αράχνης» και «ἄρκυος» (διχτυού), θεωρώντας πως ο Αρμάος την «εκμεταλλεύεται»· παρ’ ότι ομολογώ πως δυσκολευόμουν να συμμεριστώ την οπτική αυτή στο πλαίσιο του «Μικρού Παρακλητικού», στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» είναι σαφές και πως και πώς την εκμεταλλεύεται. Χάρη στην αναστροφή του τελευταίου στίχου, δε, δημιουργούνται δύο παράλληλες διατυπώσεις: «τὰ δίχτυα του / Τὰ στόριζε» (σττ. 7-8) και «Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες» (στ. 21). Ο ένας στίχος παραλλάσσει τον άλλον νοηματικά, εναλλάσσοντας, σε κάθε μια απ’ τις δύο παραλλαγές, μία λέξη κοινή και μία καθόλου κοινή, με χιαστί μεταξύ τους τρόπο· σταυροβελονιά. Ακόμα και οι «φριχτές εξαπάτησες» της πρώτης εκδοχής (που έπαιζαν με τα «δίχτυα» και τις «πλεχτάνες») γίνονται εδώ «φρικτές», ώστε να παρηχούν με τη «φρυκτωρία» — κι έτσι ν’ ανακτάται η χαμένη παρήχηση του τέλους… (περισσότερα…)

25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, 1955-2011
( έργο του Παναγιώτη Μητσομπόνου )

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

Με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη υπήρξαμε φίλοι, συνάδελφοι στην κριτική του θεάτρου και συμπαίκτες στη ρουλέτα. Ο Βαρβέρης γαλουχήθηκε στα χαρτοπαικτικά ήθη από μικρός, πέρασε ατέλειωτα βράδια στην ήπια παρακμή μισοξεχασμένων ελληνικών λουτροπόλεων, παρέα με χήρες στρατιωτικών και συζύγους μεσοαστών συμβολαιογράφων. Σύντομα έγινε μαιτρ σε όλων των ειδών τα παίγνια— απότοκο μάλιστα αυτής της ειδημοσύνης υπήρξε ο μικρός οδηγός χαρτοπαικτικής συμπεριφοράς με το εύγλωττο όνομα: Κόψε. Φιλάσθενος από πολύ ενωρίς και τα τελευταία χρόνια καταβασανισμένος από την επιδείνωση της υγείας του, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις απολαύσεις και (μεταξύ των κρίσεων που τον καθήλωναν στο σπίτι ή στο νοσοκομείο) έβγαινε για να τις αναζητήσει. Πάντοτε κομψός μα χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στην επιτήδευση, λεπταίσθητος και οπλισμένος με το άσβεστο βιτριολικό του χιούμορ, νωχελής και αργοβάδιστος, παλαιότερα από ιδιοσυγκρασία και εσχάτως εξ ανάγκης. Και ήταν όντως χάρμα οφθαλμών να τον παρατηρείς να καταπλέει σάμπως σε δύσκολο λιμάνι, με ελιγμούς περίτεχνους, λεπτό προϋπολογισμό των εμποδίων και επιφύλαξη κινητική που φανέρωνε ιδιαίτερη σπουδή. Ορισμένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά των σωματικών του αντιδράσεων μετέφεραν αυτούσιο το στίγμα τους και στην όλη συγκρότηση του Βαρβέρη, στη ζωή και στο παιχνίδι: μιλώ για τους στοχαστικούς ανάγυρους, την ακρίβεια και τη διαισθητική πρόνοια που τον διέκρινε στις εκτιμήσεις του. Στο καζίνο έπαιζε Black Jack και ρουλέτα με εξαιρετικές επιδόσεις — γιατί ήταν παίκτης ολκής ο Βαρβέρης. Προλάβαμε μαζί τις παλιές, αργοκύλιστες γαλλικές ρουλέτες (τότε που ανάμεσα στο Faites vos jeux και στο Rien ne va plus υπήρχε αρκετός χρόνος για την αποτίμηση της ροής των αποτελεσμάτων και τον σχεδιασμό της επόμενης κίνησης) και είχα πολλές ευκαιρίες να παρατηρήσω τη συμπεριφορά του στο τραπέζι του περιστροφικού ιλίγγου. Ως μεθοδικός παίκτης έδινε μεγάλη σημασία στην διαχείριση κεφαλαίου και επέλεγε στοιχηματικούς τύπους ισχυρών πιθανοτήτων. Η σκευή του η πολεμική, αμυντική εκ φύσεως, διέθετε και εντελώς αντίθετα όπλα: αιχμές αντί καμπυλών, ασωτία διαθέσεων έναντι σφιχτής λογιστικής τάξεως και αστραπιαίες αντεπιθέσεις με μεγάλη αίσθηση του ρίσκου. Ήταν προικισμένος δηλαδή με τον σπάνιο συνδυασμό σύνεσης υπολογιστικής και τόλμης αλματικής. Πλεονεκτήματα που άστραφταν και με τα οποία ο Γιάννης κέρδισε πολλές αναμετρήσεις που φαίνονταν χαμένες. Μα το παιχνίδι, κάθε παιχνίδι στη ζωή, κάποτε δυσκολεύει, παίζεις με μια τύχη απλή, η μπίλια πέφτει στο zero και χάνεις. (περισσότερα…)

Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Αίμα καταμετρημένο, αίμα ακαταμέτρητο

Εξαιρετικά ανήσυχοι εμφανίζονται οι πάσης φύσεως ειδικοί (στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, ινστρούχτορες σε ζητήματα άμυνας και στρατηγικοί αναλυτές) για τη μόδα των ακήρυκτων πολέμων. Συμφωνούν ομόθυμα πως οι ανεπίσημες εχθροπραξίες που διεξάγονται κατά παράβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου, σηματοδοτούν επιστροφή στη βαρβαρότητα, μοιάζουν με απαγχονισμούς χωρίς ικρίωμα, λιθοβολισμούς χωρίς σειρά προτεραιότητας ή ταφή χωρίς λουλούδια. Κατά τα άλλα διαφωνούν. Η ποσότητα της συστημικής βίας που απαιτείται ώστε η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ αντιπάλων πλευρών να χαρακτηριστεί πολεμική, αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διχογνωμίας. Περιφερειακές συρράξεις, φυλετικές σφαγές και διασυνοριακές συγκρούσεις, αναλύονται καταλεπτώς στα ανατομικά τραπέζια διαφόρων ινστιτούτων αλλά επειδή η στατιστική του θανάτου είναι περίπλοκη επιστήμη, παρά τις εργώδεις προσπάθειες αυτών των αξιοσέβαστων ειδικών, δεν ξέρουμε πόσοι ακριβώς πόλεμοι διεξάγονται σήμερα στον πλανήτη. Όσο και να ζοριστούν όμως (για τους ειδικούς μιλώ πάντα), αρνούνται να παραδεχθούν, δημοσίως τουλάχιστον, ότι τα σύγχρονα κράτη έχουν αντιγράψει προ πολλού τον ευέλικτο κώδικα των φυλάρχων και των πειρατών. Μια τέτοια παραδοχή θα τους υποχρέωνε να ομολογήσουν ότι έχουμε κράτη μπουκαδόρων με επιδρομική πρακτική που δεν υστερεί σε τίποτε από κείνη των συμμοριών. Άλλωστε οι ειδήμονές μας είναι σοβαροί, και το χύδην αίμα, αμέτρητο καθώς είναι, θέτει σε κίνδυνο την επαγγελματική τους αξιοπιστία. Αν θέλουν πάντως να ενημερώσουν τον χάρτη των πολεμικών συγκρούσεων με αδιάσειστα στοιχεία, δεν έχουν παρά να ρωτήσουν, εμπιστευτικά εννοείται, τους διευθυντές των μεγάλων εταιρειών όπλων. Αυτοί ξέρουν και μάλιστα με ανατριχιαστική ακρίβεια όλα όσα θέλουμε να μάθουμε — αλλά είναι εχέμυθοι οι άνθρωποι, πράττουν πολλά και μιλούν ολίγα.

~.~ (περισσότερα…)

«Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;»

~.~

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 03:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;» Αυτό το ερώτημα έχει αναρτήσει τούτο τον καιρό στις γιγαντομαρκίζες του ένα αθηναϊκό μουσείο. Η κυρία της φωτογραφίας, που μόλις ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την πολιτική, είναι ίσως η απάντηση. Ιέρακας από τους τρομερότερους της αμερικανικής διπλωματίας, διαβόητη για τη φράση της «Fuck EU!», βασικός μοχλός της παρδαλής «επανάστασης» του 2014 που ανέτρεψε τον Γιανουκόβιτς και έστρωσε τον δρόμο στο τωρινό ουκρανικό δράμα, η Βικτόρια Νούλαντ όπου πέρασε άφησε πίσω της ερείπια.

Και να ’ταν η μόνη; Μαντλήν Ωλμπράιτ, Χίλλαρυ Κλίντον, Κοντολάιζα Ράις, το αμερικανικό ΥΠΕΞ το διαφεντεύουν γυναίκες τριάντα χρόνια τώρα. Και υπήρξαν όλες τους μια μερίδα από τα ίδια: πολεμοκάπηλες, υποκρίτριες, κυνικές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνο το «Άξιζε τον κόπο!» της Ωλμπράιτ, όταν δημοσιογράφος τη ρώτησε για τα 500.000 σκοτωμένα παιδιά του Ιράκ;

Αλλά, εντός και εκτός ΗΠΑ, έτσι δεν κυβερνούν τον κόσμο οι περισσότερες γυναίκες πολιτικοί που έχουν ένα όνομα στις μέρες μας; Φον ντερ Λάυεν; Μπαίρμποκ; Νίκκι Χέηλυ; εκείνες οι ατυχήσασες εντέλει νεαρές που κυβέρνησαν τη Φινλανδία και την Νέα Ζηλανδία για ένα φεγγάρι; και πρώτη στη σειρά ανάμεσά τους, εξυπακούεται, η πατριάρχισσα, και ανομολόγητο πρότυπό τους, Μυλαίδη Θάτσερ;

Με συρράξεις θερμές και ψυχρούς πολέμους, με δρακόντειες απαγορεύσεις, κοινωνικές καταστροφές και δογματικές μισάνθρωπες κατηχήσεις δεν ταυτίστηκαν; Τι έχουν να ζηλέψουν από τους αρσενικούς επιβήτορες της εξουσίας;

~.~ (περισσότερα…)

Δημήτρη Αρμάου Αναμνήσ(ε)ις : Δύο Τεκμήρια

*

Ὁ βιβλιάνθρωπος τοῦ τελευταίου θρανίου

Ἀπὸ τὴ μία τὰ κολλυβογράμματα, ἡ κάκιστη ὀρθογραφία, οἱ παρατονισμοί, οἱ συντακτικὲς ἀσυνέπειες καὶ οἱ νοηματικὲς ἀσυνέχειες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, αὐτὸ τὸ κόκκινο μελάνι στὸν τίτλο καὶ στὸν εὐθὺ λόγο τοῦ πατέρα, μὲ ἐμφανῆ τὴν λαϊκὴ προφορικότητα. «Τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδί», «τὸ παιδοπουλόπουλον». Κάπου στὴ δεκαετία τοῦ ’60, κάπου στὸ Δημοτικό σχολεῖο, ὁ τὰ κοντὰ παντελόνια ἐνδυόμενος Δημήτρης γράφει γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ πατέρα του, κεντράροντας (ἢ ὅπως θὰ ἔλεγε ἀργότερα «κεντρώνοντας», λὲς κι’ εἶναι ξεραμένη ἀμυγδαλιὰ) τὴ λέξη ποὺ γύριζε στὴν ἀπὸ κάτω ἀράδα τοῦ τίτλου (τὸ γερμανικὸ ποὺ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια μετὰ θὰ μάθαινε ἀπὸ τοὺς πρωτομάστορες δασκάλους του).

Κι’ ἀγάπαγε (ποὺ λέμε στὸ Δημοτικὸ) κάποιαν Ἄντα (ἢ κάτι τέτοιο), ποὺ ἦταν καλὴ μαθήτρια, κι’ αὐτὸς σκράπας, ὅλο στὸ παιχνίδι ὁ νοῦς του, στὶς μπάλες καὶ τὰ τσέρκια, στὶς πορεῖες καὶ τὸ ξύλο τοῖς κείνων ρήμασι παιδείας πειθομένων. Κι’ ὀ δάσκαλος τοῦ εἶπε μιὰ μέρα: «Δημήτρη, ἀφοῦ τὰ παίρνεις τὰ ρημάδια, γιατί εἶσαι τεμπελάκος; Δὲν βλέπεις τὴ φίλη σου; Θὰ ἀποτύχεις στὶς ἐξετάσεις». Κι’ αὐτὸς ἔπιασε χαρτὶ καὶ μολύβι κι’ ἔμαθε τὰ γράμματα. Κι’ ἄφησε πίσω τὰ κολλυβογράμματα καὶ τὶς ἀνορθογραφίες, καὶ πέρασε πρῶτος στὶς ἐξετάσεις. Κι’ ἀργότερα βρέθηκε σ’ ἕνα βιβλιοπωλεῖο καὶ τοῦ χάρισε ὁ βιβλιοπώλης τὸν Σκαρίμπα, μιᾶς καὶ δὲν “τὰ εἶχε” γιὰ νὰ τὸν ἀγοράσει. Κι’ ἄλλα πολλὰ καὶ τί νὰ λέμε τώρα… Ἀπὸ Δημητράκης ἔγινε Δημήτρης, γιὰ τοὺς φίλους Μῆτσος, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες Δημήτρης Ἀρμάος. Κι’ ἀγάπησε τὰ βιβλία. (περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [1/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 1/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

En un pantoum sans fin, magique et guérisseur
Bercez la Terre, votre soeur.
JULES LAFORGUE

Εξαιτίας ενός τυπογραφικού λάθους ενδεχομένως, το μαλαϊκό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Η λέξη απαντά πρώτη φορά το 1829, στις επισημειώσεις των Ανατολίτικων, συλλογής ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί ο νεαρός αλλά ήδη διάσημος Γάλλος παραθέτει ένα δείγμα, στην πεζή μετάφραση που του είχε προμηθεύσει ένας οριενταλιστής της εποχής, ο Ernest Fouinet (1799-1845), που κι αυτός το είχε βρει στο βιβλίο ενός άλλου μελετητή, του Ιρλανδού William Marsden. Είναι το, έκτοτε, περίφημο «Les papillons jouent a l’entour sur leurs ailes» – «Kupu-kupu terbang melintang» στα μαλαϊκά.

Το αν ο Ουγκώ επενέβη στη μετάφραση του Φουινέ δεν το ξέρουμε, δεν φαίνεται πιθανό ωστόσο. Ο ίδιος ο Φουινέ ήταν πολυγραφότατος ποιητής, το πρώτο έργο του μάλιστα ήταν ένα έπος για την Καταστροφή των Ψαρών το 1824. (Θυμίζω ότι και τo Les Orientales του Ουγκώ είναι έργο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι οι καιροί ακόμη που για τους Γάλλους η Ανατολή –l’Orient– ξεκινάει από τα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας). Το βέβαιο είναι ότι το ερέθισμα που θα προκύψει θα αποδειχθεί αναπάντεχα γόνιμο. Πολλοί από τους γνωστότερους ποιητές του γαλλικού 19ου αιώνα, από τον Γκωτιέ ώς τον Μπωντλαίρ και από τον Βερλαίν ώς τον Λαφόργκ, θα γοητευθούν και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ.

Ιδίως η σχολή των παρνασσιστών, στον αγώνα της κατά της υστερορομαντικής χαλάρωσης του στίχου, είδε στο παντούμ ένα καλοδεχούμενο πρότυπο μορφικής αυστηρότητας. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια το ότι το ποίημα «του» Ουγκώ ανήκει σε μια περίτεχνη, σχεδόν εξεζητημένη παραλλαγή του είδους, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούν (pantun berkait). Κατά την παραλλαγή αυτή, ο δεύτερος και τέταρτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της επομένης, επωδική ανακύκληση που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ. (περισσότερα…)

 Δημήτρης Αρμάος: H ποιητική πραγμάτωση του υποκειμένου

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

Und wenn es uns glūckt,
Und wenn es sich schickt,
So sind es Gedanken.
ΓΚΑΙΤΕ *

1. Παράγραφοι ημερολογίου

Ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ

Παραθέτω δίκην εισαγωγής το «Πρωινό εμβατήριό» του: «Όχι δεν έχω γεννηθεί για τη μελαγχολία / Ώρα να πάψει ετούτο το μονότονο τραγούδι ετών / Υπάρχει έξω από μένανε ο καιρός / και πάνω απ’  τον καιρό που μόνο φθείρεται / Το θαύμα των σωμάτων / Ό,τι πνευματικότερο χάρισε ο ουρανός / Στα πλάσματα που κλαίνε για να παίζουν» (βλ. Βίαιες Εντυπώσεις, σελ. 315).

Στα μέσα του 2000 άρχισα να αλληλογραφώ με τον Δημήτρη Αρμάο. Μου είχε στείλει στο Χονγκ Κονγκ, όπου την ίδια ακριβώς χρονιά είχα διοριστεί Γενικός Πρόξενος,  το Μυθολόγημά του. Ήταν ένα ιδιαίτερα προσεγμένο ανάτυπο από το τεύχος 30 του περιοδικού Πλανόδιον, που είχε ήδη κυκλοφορηθεί από τον Δεκέμβριο τoυ 1999. Η συστηματική, υποδειγματική καλλιγραφία, η οποία διάρθρωνε τις επιστολές του, συμβάδιζε απολύτως με τη συνειδητή άσκηση της τέχνης αυτής από τους Κινέζους. Έτυχε να ζήσω και να εργαστώ πάνω από οκτώ χρόνια σε μια χώρα όπου η αποτύπωση των ιδεογραμμάτων συνιστούσε ανέκαθεν όψη του ιερού. Θυμάμαι ακόμη έντονα ότι μου ερχόταν στο νου αυτομάτως η αδιάπτωτη φροντίδα που έδειχνε ο Δημήτρης Αρμάος στην παράταξη των γραμμάτων του αλφαβήτου μας στις επιστολές του, όταν έβλεπα  συνδαιτημόνες μου να συναγωνίζονται ορισμένες φορές στην απόδοση εμβληματικών σινικών χαρακτήρων, σε ειδικές περγαμηνές που έστρωναν σε καθαρά τραπέζια, μετά τη λήξη των επισήμων δείπνων.

Αρκετά χρόνια αργότερα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Εκτός των άλλων, μας ένωνε και η πάγια προτίμηση στις εκδόσεις Ύψιλον, όπου το 2009 είδανε το φως της δημοσιότητας η άψογα επιμελημένη από τον ίδιο συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, οι Βίαιες Εντυπώσεις των ετών 1975-2007. Ήδη το 2008 είχε εκδοθεί από τον ίδιο οίκο η ποιητική μου συλλογή Ν, όπως Νοσταλγία. Βλεπόμασταν αραιά αλλά πάντα υπήρχε μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων για ό,τι μας ενδιέφερε. Το 2014 μου πρότεινε μάλιστα να εξετάσω το ενδεχόμενο ανεβάσματος επιλογών από εμβληματικά θεατρικά έργα της αρχαίας μας παράδοσης στην Ινδονησία, όπου τότε ήμουν Πρέσβης, σε συνεργασία με δικούς μας φορείς και πολιτιστικούς οργανισμούς της κύριας χώρας διαπίστευσής μου. Όταν ήλθα για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, συναντηθήκαμε στο καφενείο του Ιανού. Μου γνώρισε τότε την ηθοποιό Κερασία Σαμαρά, η οποία είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον. Η ίδια είχε ετοιμάσει τη συναφή αίτηση και τον προγραμματισμό των εκδηλώσεων, μαζί με το πιθανολογούμενο κόστος τους. Συγκρατώ ότι ο Δημήτρης Αρμάος διατηρούσε πάντα τον ίδιο ενθουσιασμό για ό,τι τον αφορούσε. Η ευγένεια της ορμής συναγωνιζόταν σε τακτ την ομολογούμενη ποιότητα της ομιλίας του. Μιλούσε όπως έγραφε: τονίζοντας κατάλληλα την αρμόδια συλλαβή, απέδιδε ρυθμούς και απαραίτητες σημασίες. (περισσότερα…)

Ἡ «παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου στὰ «παραμύθια» τοῦ Μιχαὴλ Μπαχτὶν

*

Ἕνα διφορούμενο δοκίμιο
σὲ ἕνα διφορούμενο ποίημα

τοῦ Ἀ. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Τὸ τέταρτο ποίημα τῆς ἑνότητας «ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» μὲ τίτλο «Παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου εἶναι μιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θεωριῶν τοῦ ρώσου φιλοσόφου Μιχαὴλ Μπαχτὶν ποὺ ἀποδεικνύεται φιάσκο. ῾Ο ᾿Αρμάος, δοκιμάζοντας «τὰ ἔρημα τὰ γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν στὶς περιπτώσεις ἑνὸς ἀφοσιωμένου ὀπαδοῦ του καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐπανάστασης τῶν φεμινιστριῶν γυναικῶν, ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ καθαρὰ πὼς ὅσα πρέσβευε ὁ ξακουστὸς ρῶσος φιλόσοφος ἦταν «Παραμύθια»· «Ψέματα», ἰδεοληψίες (στ. 5). Τόσο ἡ ἔνταξη τοῦ ποιήματος στὴν ἑνότητα «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα», ὅσο καὶ ὁ τίτλος «Παραμυθία»/Λόγος Παρηγορητικός, ― ποὺ ἀβίαστα συνδηλώνει, μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνίας, τὴ σημασία τοῦ ὅρου «Παραμύθια» (= «Ψέματα», σαχλαμάρες) ― σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν «ψευτο-διαλογική», «μπαχτινική» δηλαδή, δομὴ τοῦ ποιήματος, εἶναι ἔξυπνοι τρόποι ποὺ μεταχειρίζεται ὁ ᾿Αρμάος γιὰ νὰ ὑπονομεύσει καὶ νὰ ἀνασκευάσει κρυφὰ τὶς ἰδέες τοῦ Μπαχτίν. Παράλληλα ὡστόσο, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ τίτλου, συνδηλώνει πὼς τόσο «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν ὡς ἄκυρος καὶ ἀπατηλὸς τρόπος Σκέψης, ὅσο καὶ τὰ δικά του «῎Ερημα Γράμματα» ὡς ἀναποτελεσματικὸ Ποίημα, ὡς κατασκευασμένος καὶ ἄρα πλαστὸς λόγος ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ καταδείξει τὴν ἀκυρότητα τῶν ἰδεῶν ἐκείνου, εἶναι ὄντως, μολονότι καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἀτελέσφορα, τὰ μόνα ποὺ ἀνακουφίζουν κάπως καὶ ἀπαλύνουν τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ σοβεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν Γραμμάτων ―,  ἕνα κενὸ ποὺ οὔτε ἡ Φιλοσοφία τοῦ Μπαχτὶν οὔτε ἡ δική του Ποίηση μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν ἢ νὰ παραμερίσουν.

Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝ

Πρὶν διαβάσουμε τὸ ποίημα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ Μπαχτὶν τὸν περίφημο ὅρο «διάλογο», ποὺ ὑπῆρξε ὁ πυρήνας ὅλων τῶν θεωριῶν του. Καὶ εἶναι ἀπαραίτητο γιατὶ ἡ διφορούμενη Παραμυθία τοῦ ᾿Αρμάου εἶναι φαινομενικὰ ἕνας μπαχτινικὸς διάλογος. Καὶ λέω «φαινομενικά» ἐπειδή, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλύοντας τὸ ποίημα, ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὸν ψευτο-μπαχτινικὸ καὶ ἀναποτελεσματικὸ διάλογο ἀνάμεσα σὲ δύο ἀσυσχέτιστους καὶ μοναχικοὺς στὴν πραγματικότητα ὁμιλητές, ἀνάμεσα σὲ κεῖνον δηλαδὴ τῆς πρώτης στροφῆς καὶ στὸν «ἄλλο» τῆς δεύτερης στροφῆς, ὡς σύμβολο διαλόγου ἑνὸς (καὶ μόνον) ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του· ὡς σύμβολο ἑνὸς «μονολογικοῦ διαλόγου» ― ἀλήθεια ποὺ δὲν συμμερίζεται φυσικὰ ἢ ποὺ δὲν συνειδητοποίησε προφανῶς ὁ Μπαχτίν. Στὴν ῾Ελλάδα, ὅσο ξέρω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος ἴσως ποὺ παρουσίασε μὲ συστηματικὸ τρόπο τὴ θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου φιλοσόφου εἶναι ὁ Δημήτρης Τζιόβας. Στὸ βιβλίο του «Τὸ Παλίμψηστο τῆς ῾Ελληνικῆς ᾿Αφήγησης» (ἐκδόσεις ᾿Οδυσσέας, ᾿Αθήνα 1993, ἀνατύπωση 2002), ὑπάρχει ἕνα ἐκτεταμένο κεφάλαιο ἀφιερωμένο στὴν θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου στοχαστῆ (112-221). Λίγα χρόνια πιὸ πρὶν καὶ ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης, στὸ βιβλίο του «Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης» (Κέδρος 1985), εἶχε ἀφιερώσει κάποιες σελίδες στὴ μπαχτινικὴ θεωρία. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς καὶ τὰ δύο βιβλία τὰ εἶχε μελετήσει πολὺ προσεκτικὰ ὁ ᾿Αρμάος. Γιὰ τὶς ἀνάγκες αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου, ὁρισμένες φράσεις τοῦ Τζιόβα, ποὺ ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὴ σημασία τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου» ἀρκοῦν.1 ᾿Επειδὴ βασικὸ βοήθημα τοῦ Δημήτρη Τζιόβα στὴν παρουσίαση τῆς μπαχτινικῆς θεωρίας ὑπῆρξε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Michael Holquist, Dialogism: Bakhtin and his World, (London & New York: Routledge 1990), ἔκρινα σκόπιμο νὰ ἀποσπάσω καὶ ἀπὸ αὐτὸ κάποιες περικοπὲς γιὰ ἕναν πληρέστερο φωτισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου». ῾Ως κείμενο ἐδῶ χρησιμοποιῶ τὴ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ βασικοῦ ἐγχειριδίου στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν ᾿Ιωάννα Σταματάκη (Gutenberg 2014). (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας, Στασιωτικό… (Για τον Δημήτρη Αρμάο)

*

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ…

Για τον Δημήτρη

Τι θέλετε, λοιπόν, ασύστατοι· να πω:
άδικα ήρθα κι έφυγα; Άδικα είδα
στα 1977 τον Πτολεμαίο
να κατεβαίνει από τα μέρη
της Άμφισσας κύμα
κωνοφόρο μ’ ένα έλατο σελίδες, στην πύλη
μιας κόλασης στεκούμενης τριγύρω.
Πράσινες περιστέρες
περουζέδες
εντός· εκτός: φερέλπιδες pagliacci
να προγευματίζουν
βουτώντας προκηρύξεις
στον καφέ και τσιγάρα στον καφέ·
«Miglior fabbro, miglior fabbro,
γελάς; Είσαι καλός άνθρωπος. Προσπαθεί
να σε κηδέψει ο Foucault”.
«Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά;
Καν μια Παλατινή Ανθολογία!» – 1987
«Κέλα για το den του Blake, Γιώργη.
Θα κάνουμε μια έκδοση βαθιά
των Τραγουδιών της Πείρας:
οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι» – 1991
«Άφησε τώρα τον Shakespeare – έχουμε αρκετό·
οι νταλγκάδες του Coleridge λείπουν:
Biographia Literaria.
«Τα παρατώ, Γιώργη», 19; (μόνο εκείνα τα σκαλιά
θυμάμαι και Ζ. Πηγής και… Jonny Walker (;)
και «Όχι εσύ Δημήτρη. Ο τόπος ζέχνει
από managers – ο Κέρβερος
παραδίδει μαθήματα επικοινωνιολογίας…»
«Τι δίνουμε στα παιδιά, Γιώργη;
Απελπισία στιχηρή. Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας
σα θλιβερά τραγούδια. Αυτό που έρχεται….
οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια…
θα διδάξω… νύχτα. Bella νύχτα!
Αποκριές. Δες πως χορεύει η Μούσα σου!» –
χίλια εννιακόσια – στα χίλια εννιακόσια…
Μόνο το φως, η μουσική, τα χείλη διαρκούν.
«Κι εγώ; Ένα μπουκάλι Cutty Shark – το λιγότερο
τη μέρα; O Coleridge; Κάτι
μυρίζει εξορία μέσα μου, ακούγοντάς σε…
By thy grey beard and glittering eye…»
Τριάντα χρόνια προσδοκίες και ματαιώσεις
κι ο θεός γυμνός, ν’ αφήνει
κάτι απ’ τη θεία του φύση
κι ο βαρκάρης: «Δυο τρόποι για να βρεις
τη λευτεριά σου: ο ένας να φυγαδευτείς
κι ο άλλος να πεθάνεις.
«Τον Poe να κάνουμε, Γιώργη: πλήρης
έκδοση σχολιασμένη…»
Έζησα ήδη έναν θάνατο.
Ο δεύτερος θα με συντρίψει.
Κι έγιναν πέντε και δέκα και…
Μην βιάζεστε, ασύστατοι.
Ένας-ένας…
Ο Άδης τρέφεται με τους καλούς –
οι άθλιοι τον βαρυστομαχιάζουν.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
*

Στοιχειοθετῶντας ποιητικὰ τὸν Δημήτρη Ἀρμάο

*

Τὸ ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, μὲ τὴν ἀφορμὴ τῆς πρόσφατης κυκλοφορίας τοῦ 6ου τεύχους του ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΜΑΟ, σᾶς προσκαλεῖ στὴν ἐκδήλωση ποὺ πρόκειται νὰ γίνει

στὶς 10 Δεκεμβρίου 2022, ὥρα 12:00 το μεσημέρι,

στὸν Κῆπο τοῦ Μουσείου (Πατησίων 44, Ἀθήνα 106 82 – μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο).

Τὴν ἐκδήλωση θὰ προλογίσει ὁ Κώστας Κουτσουρέλης, διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ, ἐνῶ γιὰ τὸν Δημήτρη Ἀρμάο θὰ μιλήσουν οἱ:

Γιῶργος Βέης (συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής)
Ἀναστάσης Βιστωνίτης (συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ἀρθρογράφος, μεταφραστής)
Θανάσης Τριαρίδης (συγγραφέας, δοκιμιογράφος)

Ἐπιπλέον, θὰ ἀκουστοῦν κομμάτια σὲ κλασικὴ κιθάρα ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Ἀρμάο καὶ θ΄ ἀναγνωστοῦν ποιήματα καὶ κείμενα τοῦ συγγραφέα ἀπὸ παλιοὺς μαθητές, συνεργάτες καὶ φίλους του.

Τὴν ἐκδήλωση θὰ συντονίσει ὁ Θανάσης Γαλανάκης, ἀρχισυντάκτης τοῦ περιοδικοῦ.

Στὸν χῶρο θὰ διατίθεται τὸ τεῦχος 6, ὅπως ἐπίσης καὶ παλαιότερα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ.

*

*

*

*

Ποιητικὴ στοιχειοθεσία

*
*
Σήμερα συμπληρώνονται ἑπτὰ χρόνια ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου, ποιητῆ, φιλολόγου, μεταφραστῆ, ἐπιμελητῆ, διορθωτῆ, τυποτεχνίτη, βιβλιεργάτη – ὅλα ξεχωριστά, κι’ ὅλα μαζί.*
*
Ἐλάχιστος φόρος τιμῆς τοῦ Νέου Πλανοδίου, τὸ ἀφιέρωμα ποὺ φιλοξενεῖται στὸ τεῦχος 6 ποὺ κυκλοφόρησε πρὸ ὀλίγων ἑβδομάδων, μὲ κείμενα τῶν Ἀνδρέα Μάνου, Ἀ. Κ. Χριστοδούλου, Δημήτρη Μαύρου, Διώνης Δημητριάδου, Τιτίκας Δημητρούλια, Ἡρακλῆ Λογοθέτη καὶ Γιώργου Κεντρωτῆ, μαζὶ μὲ ἀδημοσίευτο ὑλικὸ τοῦ Ἀρμάου (μεταφράσματα Πάουντ, ἡμερολογιακὲς σημειώσεις, δοκίμιο γιὰ τὸν Μαγιακόβσκη κι’ ἕνα βυζαντινόσχημο παστίς), ἕνα συνοπτικὸ (ὅσο γινόταν!) ἐργοβιογραφικὸ σημείωμα, κι’ ὅλα αὐτὰ ἐνδεδυμένα μὲ σκίτσα, ζωγραφιές, χειρόγραφα καὶ φωτογραφίες τοῦ ἰδίου, καὶ δύο σκίτσα τοῦ Παναγιώτη Μητσομπόνου.
*
Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στὴν Ζωὴ Μπέλλα, δίχως τὴν ὑποστήριξη καὶ συνδρομὴ τῆς ὁποίας τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ θὰ ἦταν ἡμιτελές.*
*
Τὸ περιοδικὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ βρεῖ στὴν Πολιτεία, τὸν Ναυτίλο, τὴν Πρωτοπορία (Ἀθήνα-Θεσ/νίκη-Πάτρα), τὸν Ἰανὸ (Ἀθήνα-Θεσ/νίκη), τὸ Bookplus καὶ τὸ Λεμόνι, καὶ σύντομα σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα.
*
Θανάσης Γαλανάκης
*
*