ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [1/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 1/2 ]

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

En un pantoum sans fin, magique et guérisseur
Bercez la Terre, votre soeur.
JULES LAFORGUE

Εξαιτίας ενός τυπογραφικού λάθους ενδεχομένως, το μαλαϊκό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Η λέξη απαντά πρώτη φορά το 1829, στις επισημειώσεις των Ανατολίτικων, συλλογής ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί ο νεαρός αλλά ήδη διάσημος Γάλλος παραθέτει ένα δείγμα, στην πεζή μετάφραση που του είχε προμηθεύσει ένας οριενταλιστής της εποχής, ο Ernest Fouinet (1799-1845), που κι αυτός το είχε βρει στο βιβλίο ενός άλλου μελετητή, του Ιρλανδού William Marsden. Είναι το, έκτοτε, περίφημο «Les papillons jouent a l’entour sur leurs ailes» – «Kupu-kupu terbang melintang» στα μαλαϊκά.

Το αν ο Ουγκώ επενέβη στη μετάφραση του Φουινέ δεν το ξέρουμε, δεν φαίνεται πιθανό ωστόσο. Ο ίδιος ο Φουινέ ήταν πολυγραφότατος ποιητής, το πρώτο έργο του μάλιστα ήταν ένα έπος για την Καταστροφή των Ψαρών το 1824. (Θυμίζω ότι και τo Les Orientales του Ουγκώ είναι έργο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι οι καιροί ακόμη που για τους Γάλλους η Ανατολή –l’Orient– ξεκινάει από τα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας). Το βέβαιο είναι ότι το ερέθισμα που θα προκύψει θα αποδειχθεί αναπάντεχα γόνιμο. Πολλοί από τους γνωστότερους ποιητές του γαλλικού 19ου αιώνα, από τον Γκωτιέ ώς τον Μπωντλαίρ και από τον Βερλαίν ώς τον Λαφόργκ, θα γοητευθούν και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ.

Ιδίως η σχολή των παρνασσιστών, στον αγώνα της κατά της υστερορομαντικής χαλάρωσης του στίχου, είδε στο παντούμ ένα καλοδεχούμενο πρότυπο μορφικής αυστηρότητας. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια το ότι το ποίημα «του» Ουγκώ ανήκει σε μια περίτεχνη, σχεδόν εξεζητημένη παραλλαγή του είδους, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούν (pantun berkait). Κατά την παραλλαγή αυτή, ο δεύτερος και τέταρτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της επομένης, επωδική ανακύκληση που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ.

Έχει ειπωθεί ότι ο βηματισμός του παντούμ είναι χορευτικός: τέσσερα βήματα μπροστά, δυο πίσω. Σίγουρα πάντως έχει στενή συνάφεια με τη μουσική, ιδίως αν σκεφτεί κανείς το ενδιαφέρον που έδειξαν γι’ αυτό συνθέτες όπως ο Ραβέλ και ο Ντεμπυσσύ. Όμως και στο λίκνο τους, τις Ανατολικές Ινδίες, τα παντούν συχνά τραγουδιούνται. Τραγούδι, «chant», αποκαλεί το παράθεμά του και ο ίδιος ο Ουγκώ, και του πιστώνει «une délicieuse originalité». Δίνω μια δική μου έμμετρη μετάφραση.

Των πεταλούδων παιχνιδίζουν τα φτερά
πέρα ώς τα βράχια στην ακτή, στο κύμα πέρα.
Πικρή τη νιώθω εγώ στα στήθη την καρδιά,
από τις πρώτες ώρες μου ώς αυτή τη μέρα.

Πέρα ώς τα βράχια στην ακτή, στο κύμα πέρα…
Σκίζει τα νέφη ο γύπας στο Μπαντάμ να φτάσει.
Από τις πρώτες ώρες μου ώς αυτή τη μέρα
νέους πολλούς τα μάτια μου έχουν θαυμάσει.

Σκίζει τα νέφη ο γύπας στο Μπαντάμ να φτάσει,
τα πούπουλά του πέφτουν πάνω απ’ το Πατάνι.
Νέους πολλούς τα μάτια μου έχουν θαυμάσει –
τον διαλεχτό μου όμως κανένας δεν τον φτάνει.

Τα πούπουλά του πέφτουν πάνω απ’ το Πατάνι…
Το περιστέρι το μικρό, δες, βρήκε ταίρι!
Τον διαλεχτό μου όμως κανένας δεν τον φτάνει –
να μου γλυκαίνει την καρδιά εκείνος ξέρει.

Στη βασική μορφή του πάντως, το παντούν είναι ένα απλό τετράστιχο με πλεκτή ρίμα. Είδος προφορικής λαϊκής ποίησης, καλλιεργείται στον μαλαϊκό κόσμο, από τη Χρυσή Χερσόνησο του Κλαύδιου Πτολεμαίου ώς τις ανατολικές ακρώρειες της Θάλασσας της Ιάβας, εδώ και πεντακόσια χρόνια. Με περιεχόμενο ερωτικό ή γνωμικό, η θέση του στη δημώδη παράδοση των λαών της Μεσημβρινής Ασίας, σε χώρες όπως η Ινδονησία, η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη, αλλά και ευρύτερα, για 300 εκατομμύρια ανθρώπους που μιλούν τις διαλέκτους της μαλαϊκής γλώσσας –αλλά και πολλές άλλες γλώσσες γειτνιάζουσες γεωγραφικά– είναι ανάλογη της δικής μας μαντινάδας, του περσικού ρουμπάι ή του ιαπωνικού τάνκα: πρόκειται για ποίηση της παρέας, της θυμόσοφης κουβέντας, της γιορτής, της διδαχής και της ερωτοτροπίας. Νά πώς μας το περιγράφει ένας Ευρωπαίος ταξιδευτής το 1836.

«Τα παντούν υποτίθεται ότι είναι αυτοσχεδιασμοί, και μερικές φορές όντως είναι· αλλά η μνήμη αυτών των νησιωτών είναι εφοδιασμένη με τόσους πολλούς ήδη έτοιμους στίχους που σπάνια έχουν ανάγκη να καταφύγουν στην επινόηση. Το κύριο προσόν των παντούν είναι η συνοπτικότητά τους, το όλον λέει πιο πολλά απ’ όσα οι λέξεις του μεμονωμένες. Τα λογοπαίγνια και οι υπαινιγμοί συχνά ξεχωρίζουν για τη λεπτότητά τους, κάποτε μάλιστα εντυπωσιάζεται κανείς από τη δύναμη της φαντασίας και του ποιητικού συναισθήματος».

Τα παντούν είναι πανταχού παρόντα στον πολιτισμό των μαλαϊκών λαών. Έχουν σταθερή θέση στην τελετουργία των γάμων και των αρραβώνων, είναι μέσο διδαχής, τρόπος αφήγησης, δήλωση συναισθημάτων, κοινωνικό παιχνίδι, ρητορικό ποίκιλμα. Το μαλαϊκό παραδοσιακό τραγούδι επίσης βασίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στο παντούμ. Ακόμη χρησιμοποιείται σε χορευτικές, δραματικές και μουσικές παραστάσεις και αγώνες πολεμικών τεχνών. To 2020 η Ουνέσκο περιέλαβε το παντούν στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας.

*

*

* ~ *

Παραδόξως, σε αντίθεση με τα χάικου των οποίων οι Ιάπωνες πρωτομάστορες είναι διάσημοι στη Δύση, τα μαλαϊκά παντούν λίγο μας είναι οικεία. Μόλις τα τελευταία χρόνια, στη Γαλλία και αλλού, έχουν πυκνώσει οι έρευνες, εκδίδονται εκτενείς ανθολογίες, βγαίνουν ειδικά περιοδικά κλπ. Μαρτυρίες έχουμε πάντως από νωρίς. Ο Ουίλλιαμ Μάρσντεν (1754-1836), τον οποίο ήδη αναφέραμε, είχε εργαστεί για χρόνια στην Ινδονησία ως γραμματέας της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και στο βιβλίο του Ιστορία της Σουμάτρας του 1783 παραθέτει ένα. Στη Γραμματική της μαλαϊκής γλώσσας του 1812 θα προσθέσει οχτώ ακόμη. Είναι ένα από αυτά που θα φτάσει αργότερα, μέσω του Φουινέ, στα χέρια του νεαρού Ουγκώ, καθιστώντας έτσι τον Μάρσντεν, όπως έχει ειπωθεί, τον αναπάντεχο «πατέρα του ευρωπαϊκού παντούμ».

Κοσμογυρισμένος ήταν και ο Γαλλογερμανός ποιητής Άντελμπερτ φον Σαμισσό (1781-1838), ο πρώτος που έγραψε στην Ευρώπη πρωτότυπα ποιήματα, τρία τον αριθμό, «In malaiischer Form», το έτος 1822. Μεταφράζω από τα γερμανικά το τρίτο απ’ αυτά, νομίζω το ωραιότερο.

ΘΡΗΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ουρλιάζει του ανέμου η λάμια,
η κουκουβάγια κλαίει το δείλι –
του Άδη σάς σφίγγουν τα πλοκάμια,
μάτια μαβιά, ρόδινα χείλη!

Η κουκουβάγια κλαίει το δείλι,
οι ίσκιοι οι μαύροι έχουν θεριέψει –
μάτια μαβιά, ρόδινα χείλη!
Πεθαίνει η αγάπη μου κι η σκέψη!

Οι ίσκιοι οι μαύροι έχουν θεριέψει,
βογγάει η βροχή, λυσσάει τ’ αγιάζι. –
Πεθαίνει η αγάπη μου κι η σκέψη!
Θρηνεί η καρδιά μου και σπαράζει.

Βογγάει η βροχή, λυσσάει τ’ αγιάζι.
Πότε λοιπόν θα ξαστερώσει;
Θρηνεί η καρδιά μου και σπαράζει
κι έχει το βλέμμα μου θολώσει.

Μα όταν ποτέ θα ξαστερώσει,
τα Ουράνια θα φανούν τα Μέρη –
και τότε, ας έχει έτσι θολώσει,
θα δει το βλέμμα μου το Αστέρι.

Τα παντούμ του Σαμισσό δεν είχαν σπουδαία απήχηση· ακόμη και σήμερα, στη Γερμανία το είδος σπανίζει. Στην Γαλλία, αντίθετα, μετά το έναυσμα του Ουγκώ τη σκυτάλη θα πάρουν ποιητές όπως ο Σαρλ Ασσελινώ και, κυρίως, ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλλ (1823-1891) που, βασισμένοι στο αλυσιδωτό παντούμ πάντα, θα παγιώσουν τις νόρμες του είδους – επί το αυστηρότερον. Τότε προστίθεται, λ.χ., ο κανόνας ότι ο πρώτος στίχος του ποιήματος επαναλαμβάνεται ως ακροτελεύτιος, και ότι οι στροφές δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερες από έξι. Τότε παίρνει τη θέση του αλεξανδρινού και ο οχτασύλλαβος ή δεκασύλλαβος στίχος. Από το μαλαϊκό παντούν στο γαλλικό παντούμ και από τη δημώδη νησιώτικη μούσα στην παρνασσική υπερεκλέπτυνση, η απόσταση συν τω χρόνω θα μεγαλώσει τόσο, ώστε το ορθό είναι του λοιπού να μιλάμε για δύο διακριτά είδη.

* ~ *

Ο Μπανβίλλ επιμένει πάντως σε ένα γνώρισμα που ώς έναν βαθμό απαντά και στο μαλαϊκό παντούν. «Απόλυτος και αδήριτος κανόνας του παντούμ», γράφει το 1871 στο Petit traité de la Poésie française,

«είναι ότι, από την αρχή ώς το τέλος του ποιήματος, επιδιώκεται να αναπτυχθούν παράλληλα δύο νοηματικές ιδέες, μία στους δύο πρώτους στίχους κάθε στροφής και μία άλλη στους δύο τελευταίους. […] Ναι μεν, οι δύο παράλληλες αυτές ιδέες οφείλουν να είναι εντελώς διακριτές μεταξύ τους – παρ’ όλα αυτά όμως συμπλέκονται, διαλέγονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοπεριχωρούνται μέσα από λεπτούς και δυσδιόρατους συναισθηματικούς και αρμονικούς δεσμούς.»

Ο κορυφαίος ίσως εκπρόσωπος του αυστηρού παντούμ είναι ο Λεκόντ ντε Λίλ (1818-1894). Μεταφράζω το τελευταίο από τα πέντε «Pantouns malais», που περιέχονται στη συλλογή του Τραγικά ποιήματα του 1884. Ας προσεχθεί η παράλληλη ανάπτυξη των δύο μοτίβων. Ο πρώτος και ο δεύτερος στίχος κάθε στροφής μάς αφηγούνται την ιστορία ενός άγριου φόνου, ενός αποκεφαλισμού με κρις (kriss), όπως ονομάζεται το καμπυλόσχημο μαχαίρι του τόπου. Κι ακόμη, τη στενή σχέση που συνέδεε τον θύτη και το θύμα, τον βαθύ κλονισμό του πρώτου από την ίδια του την πράξη και, τέλος, την επιθυμία του να πεθάνει για να απαλλαγεί από το βάρος της ενοχής. Ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος μας μεταφέρουν στα αρχιπελάγη των Ανατολικών Ινδιών, σ’ ένα πραό (praho), είδος μικρού ιστιοφόρου, που σκίζει το κύμα με τη χάρη και την ευλυγυσία ενός ντόπιου αξίς (της χαρακτηριστικής στικτής ελάφου Axis axis της Νότιας Ασίας), προτού το καταποντίσει η νυχτερινή καταιγίδα.

Ω μάτια θολωμένα, χείλη ωχρά!
Πίκρα βαριά μού πνίγει την ψυχή.
Ο άνεμος φουσκώνει τα πανιά,
στο βάθος ασημίζουν οι αφροί.

Πίκρα βαριά μού πνίγει την ψυχή·
το ωραίο κεφάλι του έχω εδώ νεκρό!
Στο βάθος ασημίζουν οι αφροί,
μακριά με παίρνει ένα πραό γοργό.

Το ωραίο κεφάλι του έχω εδώ νεκρό!
Εγώ του το ’κοψα μ’ αυτό το κρις,
μακριά με παίρνει ένα πραό γοργό,
τρέχει, πηδάει στο κύμα σαν αξίς.

Εγώ του το ’κοψα μ’ αυτό το κρις·
στ’ άρμπουρο απάνω σειέται, αιμορραγεί.
Τρέχει, πηδάει στο κύμα σαν αξίς,
μπατάρει το πραό μου το αλαφρύ.

Στ’ άρμπουρο επάνω σειέται, αιμορραγεί·
ο ρόγχος του ο στερνός με κυνηγά.
Μπατάρει το πραό μου τ’ αλαφρύ,
κύμα χλωμό ραντίζει τη νυχτιά.

Ο ρόγχος του ο στερνός με κυνηγά.
Εγώ είμαι που σε σκότωσα λοιπόν;
Κύμα χλωμό ραντίζει τη νυχτιά,
σκίζουν τα νέφη λάμες κεραυνών.

Εγώ είμαι που σε σκότωσα λοιπόν;
Η Μοίρα φταίει, σ’ αγαπούσα εγώ!
Σκίζουν τα νέφη λάμες κεραυνών.
Χαίνει ανοιχτό το βάραθρο το υγρό.

Η Μοίρα φταίει, σ’ αγαπούσα εγώ!
Στον θάνατο θα βρω τη λησμονιά!
Χαίνει ανοιχτό το βάραθρο το υγρό.
Ω μάτια θολωμένα, χείλη ωχρά!

* ~ *

Παραπλήσια νοηματική διφυία απαντάμε και στο μαλαϊκό παντούν, όπου το πρώτο δίστιχο, το αποκαλούμενο σκιά (pembayan), δίνει τον γενικό τόνο και τις ρίμες του ποιήματος, ενώ το δεύτερο μισό, το αποκαλούμενο έννοια (maksud), διασαφηνίζει το περιεχόμενό του. Με αυτόν τον τρόπο, το παντούν λειτουργεί ως ποιητικό αίνιγμα, ως γρίφος, που ο ακροατής του –ας μη ξεχνάμε ότι πρόκειται για προφορική ποίηση– καλείται να ξεδιαλύνει.

Δίνω ένα παράδειγμα παραδοσιακού παντούν.

Αν είναι το φυτίλι της κομμένο
τη λάμπα και ν’ ανάψεις τι ωφελεί;
Τι με κοιτάς με βλέμμα ερωτευμένο
φωτιά μέσα στο στήθος σου αν δεν ζει;

Κι ένα δεύτερο.

Χίλια αγριοπερίστερα στο σπίτι μου από πάνω
μα στάθηκε στον κήπο μου ένα και μοναχό.
Κάτω από το νυχάκι σου αν είναι να πεθάνω
μνήμα θα ’χω το χέρι σου για ν’ αποκοιμηθώ.

Στη μελέτη του «Über malaische Volkslieder», ο Σαμισσό παραθέτει το παρακάτω παντούν και παρατηρεί πόσο κοντά είναι στο πνεύμα της δημοτικής ποίησης των ευρωπαϊκών λαών.

Δεν έχει ώρα που έπαψε η βροχή,
λίμνες νερού στο χώμα…
Είχα κι εγώ μια αγάπη μοναχή,
αχ, να την είχα ακόμα…

Η παρατήρηση είναι εύστοχη. Αυτά τα ποιήματα είναι καμωμένα λες επιτούτου για να μεταφράζονται άνετα στη γλώσσα των δικών μας ερωτοπαιγνίων:

Εφύτεψα στον κήπο μου γλυκό βασιλικό,
μα τα μυρμήγγια πνίξαν τον, προτού να μεγαλώσει.
Μη δίνεις την αγάπη σου στον κόσμο τον κακό,
δεν θα σου μείνει παρά ερμιά κι η μοναξιά σου η τόση.

Και η ερωτική δοτικότητα που τα διαποτίζει ριζώνει γερά στο χώμα της προαγματικότητας, όχι σε κάποια υπεργήινη σφαίρα.

Τσιμπολογάν τα περιστέρια τ’ άσπρο ρύζι,
ρούχα στεγνώνουν στη γωνιά του πλυσταριού.
Εσύ είσαι η λάμπα την καρδιά μου που φωτίζει,
και που ποτέ της δεν θ’ ανάψει εκείνη αλλού.

Ρούχα στεγνώνουν στη γωνιά του πλυσταριού,
με το κουπί στο πέρα το νησί θα βγούμε.
Όχι, ποτέ της δεν θ’ ανάψει εκείνη αλλού,
εγώ για σένα, εσύ για μένα, έτσι θα ζούμε.

Από τη θαυμάσια συλλογή του Georges Voisset, Les Centuries Pantoun. 100 Pantuns – 100 Traducteurs, που στάθηκε πολύτιμο βοήθημα γι’ αυτήν την εργασία, μεταφράζω εδώ μερικά ακόμη τετράστιχα.

Πιωμένη βάρκα, ζουρλό τιμόνι,
για το λιμάνι ας κάνουμε πανιά!
Πιωμένος ήλιος, ζουρλό φεγγάρι,
τ’ άστρα τι κάνουν τ’ άλλα εκεί ψηλά;

Το φρούτο το μαζεύουν το πεσμένο,
το έρμο καλάο τρέχει στο βουνό.
Μα πού να πάω εγώ το πικραμένο
που ’μαι ξεσπιτωμένο κι ορφανό.

Στης βάρκας το σανίδι
τακ τακ κάνει η βροχή.
Μην ψιθυρίζεις, πάψε,
όλα έχουν ειπωθεί.

Έχω πανσέδες στην αυλή μου εγώ
μα μέσα τσίκνα εισπνέω.
Τη μέρα τον αντέχω τον καημό
όμως τις νύχτες κλαίω.

Συννεφιασμένη ανατολή,
άναστρος μένει ο ουρανός.
Μια εικόνα στην καρδιά σου αν κλείσεις
ο κόσμος γίνεται μικρός.

Μυρμήγκια στην κουφάλα του μπαμπού,
ροδόσταμο στο γυάλινο λαγήνι.
Σαν μου δαγκώνει ο πόθος το κορμί
μέσα σου μοναχά βρίσκω γαλήνη.

Αν ξεκινήσεις πρώτα εσύ για εκεί
κράτα για μένα ένα λευκό ασφοδίλι.
Αν πριν να φτάσω είσαι ήδη εκεί,
περίμενέ με στ’ ουρανού την πύλη.

Λευκό πουλί που κούρνιαζες στα δάση,
μυρμήγγια μασουλάς.
Φως που ’χω χάσει, της καρδιάς μου στάση,
σε ποιο ουρανό με πας;

* ~ *

Οι αυστηροί κανόνες είναι φτιαγμένοι για να αθετούνται. Και οι Γάλλοι ποιητές που έγραψαν παντούμ, συχνά αγνόησαν τις νόρμες του Μπανβίλλ. Ήδη ο Τεοφίλ Γκωτιέ (1811-1872) στo “Παντούμ» που γράφει το 1837 (σε μεταγενέστερες εκδόσεις το ποίημα θα αλλάξει τίτλο), αυτοσχεδιάζοντας πάνω στο μοτίβο των πεταλούδων, μένει στον οριενταλισμό του περιεχομένου και προσπερνάει τη φόρμα του.

Οι πεταλούδες που χιονάτα έχουν φτερά
σμήνη πυκνά πάνω απ’ το πέλαγος πετάνε·
λευκές ωραίες πεταλούδες, στα γλαυκά
τα μονοπάτια του αέρα πώς να πάμε;

Ξέρεις, ω πιο όμορφη απ’ τις όμορφες εσύ,
πως σαν νεφρίτη η μπαγιαντέρα μου έχει μάτια,
αν τα φτερά τους μου δανείζαν στη στιγμή
ξέρεις εγώ ποιον δρόμο θα ’παιρνα, ποια στράτα;

Ρόδου φιλί χωρίς κανένα να γευθώ,
θα ’σχιζα δάση και χαράδρες ώσπου επάνω
στα χείλη τα μισόκλειστά σου ν’ ανεβώ,
λουλούδι της ψυχής μου εσύ, για να πεθάνω.

Ο Πωλ Βερλαίν (1844-1896) μάλιστα θα σκαρώσει επί τούτου ένα «Παραμελημένο παντούμ» («Pantoum négligé», 1871), μια δυσμετάφραστη παρωδία του ύφους του Αλφόνς Ντωντέ, όπου κοροϊδεύει ανάμεσα στ’ άλλα και τους πούρους κανόνες του είδους.

Τρία μικρά πατέ, βράζει το ρούχο αυτό.
Ο αιδεσιμότατος δεν θέλει κόκαλα.
Ξανθιά έχω ξαδερφή, ονόματι Ούρσουλα,
για δεν την κάνουμε λοιπόν για το χωριό;

και ούτω καθεξής στις επόμενες στροφές.

Σατιρικό παντούμ θα γράψει και ο Ζυλ Λαφόργκ (1860-1887). Τίτλος του: «Θρήνος για μια μακαρίτισσα καμαριέρα».

Στον δρόμο περπατούσε βιαστικά,
την πήρα θαμπωμένος από πίσω.
Λέγαν τα μάτια της: «Αχ! Το ’ξερα καλά,
το μάντεψα ότι θα σας γνωρίσω!»

Την πήρα υπνωτισμένος από πίσω!
Μάτια θλιμμένα, στόμα απλοϊκό,
αλίμονο, γιατί να τη γνωρίσω
που όνειρο ήταν φευγαλέο, πιστό;

Κομμένα μάτια μα μουτράκι απλό·
λευκού γαρύφαλλου φλέβα που γαλαζίζει·
ω ναι, όνειρο ήταν φευγαλέο κι αχνό –
μόνο το φέρετρο πια τώρα τη γνωρίζει.

Πάει το γαρύφαλλο, η φλέβα η θαλασσιά,
και η ζωή τον δρόμο της τραβάει
χωρίς εσένα που έχεις φύγει μακριά.
– Ω, θα επιστρέψω σπίτι δίχως να ’χω φάει!

Μπα, δεν την γνώρισα ποτέ μου τελικά.

Κορυφαίον «pantouneur francophone» θεωρεί ο μελετητής του είδους Ζωρζ Βουασσέ τον Ρενέ Ζιλ (1862-1925), συγγραφέα του πολύστιχου (πάνω από χίλιους στίχους) Le Pantoun des pantoun, έργου συμβολιστικού που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1902. Δίνω δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα και απ’ αυτή τη σύνθεση, πρώτα ένα τετράστιχο:

Χελιδονόψαρα βουτούν στο κύμα, στα βαθιά,
μα αλάτι στάζουν στους αφρούς όταν πηδούν:
έτσι κι οι μνήμες απ’ τον χρόνο που κυλά,
πάντα της πίκρας του τη γεύση κουβαλούν.

Και ένα οχτάστιχο αλυσιδωτό:

Η βδέλλα από πού ’ρχεται κι εσύ δεν το ’χεις δει;
Απ’ τα ποτάμια έρχεται κι η λάσπη τη γεννάει.
Η αγάπη από πού ’ρχεται και το αγνοείς εσύ;
Από τα μάτια έρχεται και μες στο αίμα πάει!

Απ’ τα ποτάμια έρχεται κι η λάσπη τη γεννάει,
αργά αργά απ’ τους ζωντανούς τον θάνατο ρουφά.
Από τα μάτια έρχεται και μες στο αίμα πάει
και το στραγγίζει αχόρταγη και με παραφορά.

Εκτός Γαλλίας, παντούμ θα γράψουν πολλοί γνωστοί ποιητές όπως η Καρολίνα Παύλοβα στη Ρωσσία, ο Γιάροσλαβ Σάιφερτ στην Τσεχία, ο Τζων Άσμπερυ στις ΗΠΑ, ο Όσκαρ Παστιόρ στη Γερμανία κ.ά. Το «Παντούμ περί έρωτος» του νομπελίστα Σάιφερτ (1901-1986), δημοσιευμένο το 1939, ξεχωρίζει για την παιχνιδιάρικη γλώσσα του. Αποδίδω ελεύθερα:

Θε μου τι μπλέξιμο κι αυτό,
κι αλήθεια πώς να σας το πω;
Σαν σβούρα κάπου που γυρνά
την είδα στ’ όνειρό μου εγώ.

Την είδα στ’ όνειρο μου εγώ,
με τα ροζ νύχια της κρυφά,
έξω δεν έλεγε η βροχή,
ούτε στιγμή να πάψει,

με τα ροζ νύχια της κρυφά
να γράφει εκείνη κατιτί.
Πες μου προτού σ’ αρπάξω εγώ
τι λόγια μου ’χεις γράψει!

* ~ *

Θα κλείσω αυτή τη μεταφραστική περιήγηση με δύο ποιήματα από τις ΗΠΑ. Δείχνουν νομίζω την πρωτεϊκότητα του είδους, την ευπροσαρμοσία του σε κάθε τόνο συναισθηματικό ή ύφος γραφής. Το πρώτο είναι το «Παντούμ της Μεγάλης Ύφεσης» του Ντόναλντ Τζάστις (1925-2004).

Η ζωή μας την τραγωδία την απέφυγε,
τράβηξε απλώς τον δρόμο της
χωρίς σταματημό και με ελάχιστο πρόδηλο νόημα.
Ω, ζήσαμε θύελλες και μικροκαταστροφές.

Πήραμε απλώς τον δρόμο μας,
έτσι τα φέραμε βόλτα. Δεν είχαμε ανάγκη ηρωισμούς.
Ω, ζήσαμε θύελλες και μικροκαταστροφές.
Δεν πολυθυμάμαι τώρα λεπτομέρειες.

Έτσι τα φέραμε βόλτα. Δεν είχαμε ανάγκη ηρωισμούς.
Και οι γιορτές και οι στενοχώριες μας συνηθισμένες.
Δεν πολυθυμάμαι τώρα λεπτομέρειες.
Πέρα απ’ τον φράχτη μας, χορό μας είχαμε τη γειτονιά.

Και οι γιορτές και οι στενοχώριες μας συνηθισμένες,
κανείς δεν έγραφε ποιήματα, θεός φυλάξοι.
Άλλον χορό δεν είχαμε παρά τη γειτονιά.
Κι αν υποφέραμε, δεν βγάζαμε μιλιά.

Κανείς δεν έγραφε ποιήματα ποτέ.
Οι πίκρες κι οι έγνοιες που μάς τρώγαν ήταν κοινές,
κι αν υποφέραμε, δεν βγάζαμε μιλιά.
Την ιστορία μας κανείς δεν θα τη μάθει.

Οι πίκρες κι οι έγνοιες που μάς τρώγαν ήταν κοινές.
Τα δειλινά μάς βρίσκαν στη βεράντα, ήμασταν φτωχοί.
Την ιστορία μας ποτέ ποιος να τη μάθει;
Ο κόσμος έλαμπε αλλού, μακριά από τα παράθυρά μας.

Τα δειλινά μάς βρίσκαν στη βεράντα, ήμασταν φτωχοί.
Έτσι περνούσε ο καιρός, άλογα αργά τον σέρναν.
Έλαμπε ο κόσμος μακριά απ’ τα παράθυρά μας.
Σαν την ομίχλη η Ύφεση χωνόταν στις ψυχές μας.

Έτσι περνούσε ο καιρός, άλογα αργά τον σέρναν.
Εμείς οι ίδιοι αγνοούσαμε το τέλος.
Σαν την ομίχλη η Ύφεση χωνόταν στις ψυχές μας.
Είχαμε τα κουσούρια μας, μπορεί και κάποια προτερήματα.

Εμείς οι ίδιοι αγνοούσαμε το τέλος.
Άνθρωποι σαν κι εμάς απλώς τραβούν τον δρόμο τους.
Έχουμε τα κουσούρια μας, μπορεί και κάποια προτερήματα.
Αλλά απ’ την τραγωδία μάς γλιτώνει μόνο η τύχη που είν’ τυφλή.

Και δεν υπάρχει περιπέτεια, ούτε ποίηση σ’ αυτό.

Το δεύτερο είναι ένα πρόσφατο παντούμ, δημοσιευμένο το 2004, το «Άλλο ένα νανούρισμα για άυπνους» της Αλίσιας Ε. Στάλλινγκς.

Κοιμήσου, άλλο δεν θ’ αργήσει:
Τον ώμο σού γυρνάει παγερά.
Μαζί σου δίχως βέρα ότι θα ζήσει
Δεν το πιστεύεις βέβαια σοβαρά.

Τον ώμο σού γυρνάει παγερά,
Πέρα το πάπλωμα τινάζει.
Δεν το πιστεύεις βέβαια σοβαρά:
Βρήκε άλλον τώρα πια για ν’ αγκαλιάζει.

Πέρα το πάπλωμα τινάζει,
Γυμνό τριγύρω το σκοτάδι αφήνει.
Βρήκε άλλον τώρα πια για ν’ αγκαλιάζει.
Σε άλλον την καρδιά της δίνει.

Γυμνό τριγύρω το σκοτάδι αφήνει.
Σιγά σιγά καταλαβαίνεις,
Σε άλλον την καρδιά της δίνει.
Απ’ τη ματιά της ξεμακραίνεις.

Σιγά σιγά καταλαβαίνεις,
Πολύ ακόμα δεν θ’ αργήσει,
Απ’ τη ματιά της ξεμακραίνεις,
Μαζί σου δίχως βέρα δεν θα ζήσει.

* ~ *

*

*

Στην Ελλάδα, έχω την εντύπωση ότι το πρώτο παντούμ που έχουμε είναι η μπωντλαιρική «Harmonie du soir» όπως την απέδωσε το 1906 στο περιοδικό Ακρίτας ο Σωτήρης Σκίπης (1881-1952).

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Ήλθ’ ο καιρός, στο μίσχο του που ρυθμικά παλλόμενον
Κάθ’ άνθος εξατμίζεται σαν ένα θυμιατήρι
Οι ήχοι, οι ευωδιές στον βραδινόν αγέρα τριγυρνούν·
Βαλς μελαγχωλικώτατον και νάρκη ηδονική!

Κάθ’ άνθος εξατμίζεται σαν ένα θυμιατήρι·
Και το βιολί σαν την καρδιά που την λυπούν, ριγεί·
Βαλς μελαγχωλικώτατον και νάρκη ηδονική!
Θλιμμένος, ωραίος είν’ ο ουρανός σαν άγιο κοιμητήρι.

Και το βιολί σαν την καρδιά, που την λυπούν, ριγεί
Την τρυφερήν οπού μισεί το μαύρο απειροχάος
Θλιμμένος, ωραίος είν’ ο ουρανός σαν άγιο κοιμητήρι
Πνιγμένος ο ήλιος σπαρταράει μες στο πηχτό του το αίμα…

Καρδιά γλυκειά οπού μισεί το μαύρο απειροχάος
Από το φωτοπαρελθόν συνάζει κάθε αχνάρι!
Πνιγμένος ο ήλιος σπαρταράει μες στο πηχτό του το αίμα…
Η θύμησή σου εντός μου φέγγει σαν άγιο δισκοπότηρο.

Γραμμένο με σταυρωτή και όχι πλεκτή ρίμα, το ποίημα αυτό έκτοτε αποδόθηκε στα ελληνικά πολλές φορές. Παραθέτω και μια μεταγενέστερη, μορφικά πιστότερη, απόδοσή του εκ των χειρών του Γεωργίου Σημηριώτη (1878-1964), η οποία είδε το φως πρώτη φορά στην εφημερίδα Έθνος το 1916. Αυτή εδώ η εκδοχή της είναι του 1929.

ΒΡΑΔΥΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Νά τοι, ξανάρθαν οι καιροί που κλαδανεμισμένο
κάθε λουλούδι αχνοβολά σα μοσχοθυμιατήρι!
Οι αντίλαλοι κ’ οι ευωδιές στο βραδυνό ζεφύρι
κυλούν σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο.

Κάθε λουλούδι αχνοβολά σαν μοσχοθυμιατήρι·
και σαν καρδούλα που λυπούν, κάποιο βιολί θλιμμένο
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο,
κι ο ουρανός είν’ όμορφος σα μέγα θυσιαστήρι!

Σαν μια καρδούλα που λυπούν κλαίει το βιολί θλιμμένο·
καρδούλ’ αγάπης που μισεί στον τάφο να υπνογύρει!
Ο ουρανός είν’ όμορφος σα μέγα θυσιαστήρι
κι ο ήλιος μες στο αίμα του πνίγηκε το χυμένο!

Καρδούλ’ αγάπης που μισεί στον τάφο να υπνογύρει
ζει μόνο από το παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο!
Ο ήλιος μες στο αίμα του πνίγηκε το χυμένο
– κ’ Εσύ σαν άγιο μέσα μου λάμπεις δισκοποτήρι!

Παρότι η τιμή αποδίδεται ενίοτε στον Γιώργο Σεφέρη, πρώτος διδάξας του είδους στην Ελλάδα, όπως σε τόσα και τόσα, πρέπει να θεωρηθεί ο Κωστής Παλαμάς. Το ποίημά του «Η Λάμια», γραμμένο και δημοσιευμένο το 1912 στη συλλογή Η πολιτεία και η μοναξιά, πληροί όλους τους μορφικούς κανόνες του παντούμ.

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.  […]

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον Παλαμά, ο Μάρκος Τσιριμώκος (1872-1939) θα περιλάβει ένα παντούμ στη συλλογή του Εκ βαθέων του 1927.

Μια αγάπη μάγισσα, κι η πρώτη μου,
μικρό δεντρί προτού βλαστήσει
μαράθηκε, μαζί κι η νιότη μου
πριν τ’ όνειρό της το αναστήσει.

Μικρό δεντρό προτού βλαστήσει
το μάρανεν η λησμονιά.
Πριν τ’ όνειρό της το αναστήσει
έφυγε η νιότη με απονιά.  […]

Το παντούμ του Σεφέρη θα δημοσιευθεί τον Ιανουάριο του 1932 στη Νέα Εστία. Το ποιητής το είχε στείλει στον φίλο του Γιώργο Κατσίμπαλη με το γράμμα του της 7.12.1931 από το Λονδίνο όπου υπηρετούσε. Σε αυτό τού σημειώνει:

«Παντούμ. Το είπα “Νύχτα στην ακρογιαλιά”. Θα ήθελα να βρω μια λέξη που δίνει είτε το Nocturne είτε το Étude – νυχτερινό, νυχτιάτικο, σπουδή δε με ικανοποιούν. Ας μείνει ο τίτλος τετριμμένος. Έβαλα και ένα μότο από το Μάρκο Αυρήλιο προς χάρη του μεγαλείου της ΝΕ. Σε παρακαλώ να φροντίσεις να μπει σε ωραία και γυαλιστερά πλάγια στοιχεία».

Πράγματι, το ποίημα θα τυπωθεί κατά τις οδηγίες και πρωτοσέλιδο. Αργότερα, θα μετονομαστεί σε «Παντούμ» και θα περιληφθεί στο Τετράδιο γυμνασμάτων το 1940. Σήμερα ανήκει νομίζω στα γνωστότερα ποιήματά του.

Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.

Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.  […]

Όπως προκύπτει και από παλαιότερη επιστολή του προς τον Κατσίμπαλη, ο Σεφέρης είχε την εντύπωση ότι κόμιζε κάτι νέο στην ελληνική ποίηση, ότι εγκαινίαζε εδώ σε μας μια καινούργια φόρμα. Για τον σκοπό αυτό τη δημοσίευση συνόδευε στο ίδιο τεύχος της Νέας Εστίας ένα σημείωμα κάμποσο εξεζητημένο, εικονογραφημένο μάλιστα με μαθηματικοφανείς τύπους, περί του παντούμ και της ιστορίας του στη Γαλλία, υπογεγραμμένο με το αρχικό Α. – κείμενο ενδεχομένως του Κατσίμπαλη.

*

*

Ωστόσο, η διεκδίκηση της πρωτιάς προκάλεσε αντιδράσεις. Στο επόμενο τεύχος, δύο επιστολογράφοι του περιοδικού, ο εικοσάχρονος Νίκος Γκάτσος και «ο συνεργάτης μας κ. Β.» αντιτάσσουν στον ισχυρισμό ο μεν Γκάτσος το παντούμ του Παλαμά, ο δε Β. το παντούμ του Τσιριμώκου. Ο Α. θα απαντήσει στο τχ. 124 χαρακτηρίζοντας «ελλιπή» τα δύο προγενέστερα παντούμ: «Μονάχα του κ. Σεφέρη, λοιπόν, ακολουθεί αυστηρά όλους τους κανόνες». Αυτό το τελευταίο είναι βεβαίως ορθό αν το κριτήριο είναι οι κανόνες του Μπανβίλλ και των παρνασσιστών. Ωστόσο, όπως έδειξα, ακόμη και στη Γαλλία την ίδια, οι κανόνες αυτοί δεν είχαν καθολική αποδοχή. Με την έννοια αυτή, ο Σεφέρης δεν είναι ο πρώτος Έλληνας pantoumeur.

*

*

Λίγα χρόνια μετά τον Σεφέρη, παντούμ θα γράψει ο Άρης Δικταίος (1919-1983), σε μέτρο ιαμβικό εκείνος και θεματολογία γνωστικιστική.

Στον πλάστη της, τον Σατανά,
η γνώση θέλει να επιστρέψει,
κει που, μονάχος, αγρυπνά,
χαλκεύοντας τη μαύρη σκέψη.

Η γνώση θέλει να επιστρέψει
μες στην πρωταρχική πηγή,
χαλκεύοντας τη μαύρη σκέψη
πέρ’ απ’ τον χρόνο και τη γη.  […]

To 1943, στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα θα δημοσιευθεί το «Παντούμ» του Μ. Καραγάτση, από τα λίγα ποιήματα που ο συγγραφέας εξέδωσε. Τόσο στο μέτρο όσο και στις εικόνες του, οι στίχοι του Καραγάτση διαλέγονται με εκείνους του Σεφέρη.

Τα χείλη σου δος μου και κοίτα τ’ αστέρια.
Τα χείλη σου καίνε. Ψυχρό το κορμί σου.
Η Μοίρα σφραγίζει τα δυο σου τα χέρια
στη νύχτα να κρύψεις βαθιά την ορμή σου.

Τα χείλη σου καίνε. Ψυχρό το κορμί σου
τα νέφη κυλούνε μπροστά στο φεγγάρι.
Στη νύχτα να κρύψεις βαθιά την ορμή σου
λεπίδι πυρό σε βελούδο θηκάρι.  […]

Από το «Παντούμ» του Μ. Καραγάτση του 1943 ώς το «Παντούμ» του Ν. Βαγενά του 1981 φαίνεται να μεσολαβούν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες άκαρπες για το είδος. Αν και από μια πληρέστερη έρευνα μπορεί να προκύψουν νέα ευρήματα, ασφαλές είναι νομίζω το συμπέρασμα ότι σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη με άλλες λογοτεχνίες, όπου το παντούμ καλλιεργήθηκε κυρίως από ποιητές νεωτερικούς, στην Ελλάδα ο μεταπολεμικός μοντερνισμός δεν ευνοεί την καλλιέργεια των αυστηρών μορφών. Μοντερνιστικός είναι πάντως και ο τρόπος του Βαγενά – το παντούμ του μόνο κατ’ όνομα είναι τέτοιο, ως πειραματισμός αθετεί όλες σχεδόν τις συμβάσεις της φόρμας.

Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.
Δεν λογαριάζεις τον κίνδυνο της ευτυχίας.
Το κεφάλι σου είναι ένα μαύρο περισκόπιο
που το βγάζεις συχνά στον ουρανό. […]

Με την έννοια αυτή, πρώτο κανονικό παντούμ μετά τον Μεσοπόλεμο μπορεί να θεωρηθεί αυτό του 1985, του Δημήτρη Αρμάου (1959-2015), ποιητή από τους πρώτους της Μεταπολίτευσης που πειραματίστηκε με τις παραδοσιακές αυστηρές φόρμες, προαναγγέλοντας τη νεοφορμαλιστική στροφή των επόμενων δεκαετιών.

Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη. . .
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια. . .
Ξέραμε και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια.

Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Που νοσταλγοί ψελλίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι. […]

Έκτοτε παντούμ ελληνικά γράφτηκαν δεκάδες, τα περισσότερα στο κλίμα της αναβίωσης της αυστηρής προσωδίας. Φανερή παραμένει πάντως η γοητεία του Σεφέρη. Αρκετά από τα ελληνικά παντούμ είναι γραμμένα σε στίχο αμφίβραχυ, που εκείνος μεταχειρίστηκε, και λίγο πολύ με τον τρόπο του. Παρ’ όλα αυτά, η μορφική και θεματική ποικιλία τους είναι μεγάλη και η ποιότητά τους αξιόλογη.

Η καταγραφή που ακολουθεί (βλ. εδώ, το δεύτερο μέρος της παρούσας μελέτης), χωρίς να είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει 28 εν συνόλω πρωτότυπα ελληνικά ποιήματα. Μερικά γράφηκαν επί τούτου για το ειδικό αφιέρωμα του ιστολογίου Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό τον χειμώνα του 2010-11. Δύο πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Νέο Πλανόδιον, ως προανάκρουσμα τρόπον τινά αυτής της παρουσίασης. Κάθε ποιητής αντιπροσωπεύεται με ένα ποίημα – άλλωστε ελάχιστοι έχουν γράψει περισσότερα του ενός. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση που κατόρθωσα να εντοπίσω· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή και δηλώνεται παραπλεύρως. Σε ό,τι αφορά τα μεταφράσματα που περιέχονται σε αυτή την εισαγωγή, σε όλα έλαβα υπ’ όψιν μου το πρωτότυπο κείμενο, επιπλέον δε για τα ποιήματα από τη μαλαϊκή συμβουλεύτηκα δόκιμες αποδόσεις τους σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Για την πολύτιμη βοήθεια που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τούς ελλογίμους κ.κ. Ηλία Μαλεβίτη και Αθανάσιο Γαλανάκη.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

*

*