Ἡ «παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου στὰ «παραμύθια» τοῦ Μιχαὴλ Μπαχτὶν

*

Ἕνα διφορούμενο δοκίμιο
σὲ ἕνα διφορούμενο ποίημα

τοῦ Ἀ. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Τὸ τέταρτο ποίημα τῆς ἑνότητας «ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» μὲ τίτλο «Παραμυθία» τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου εἶναι μιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θεωριῶν τοῦ ρώσου φιλοσόφου Μιχαὴλ Μπαχτὶν ποὺ ἀποδεικνύεται φιάσκο. ῾Ο ᾿Αρμάος, δοκιμάζοντας «τὰ ἔρημα τὰ γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν στὶς περιπτώσεις ἑνὸς ἀφοσιωμένου ὀπαδοῦ του καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐπανάστασης τῶν φεμινιστριῶν γυναικῶν, ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ καθαρὰ πὼς ὅσα πρέσβευε ὁ ξακουστὸς ρῶσος φιλόσοφος ἦταν «Παραμύθια»· «Ψέματα», ἰδεοληψίες (στ. 5). Τόσο ἡ ἔνταξη τοῦ ποιήματος στὴν ἑνότητα «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα», ὅσο καὶ ὁ τίτλος «Παραμυθία»/Λόγος Παρηγορητικός, ― ποὺ ἀβίαστα συνδηλώνει, μὲ ἀρκετὴ δόση εἰρωνίας, τὴ σημασία τοῦ ὅρου «Παραμύθια» (= «Ψέματα», σαχλαμάρες) ― σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν «ψευτο-διαλογική», «μπαχτινική» δηλαδή, δομὴ τοῦ ποιήματος, εἶναι ἔξυπνοι τρόποι ποὺ μεταχειρίζεται ὁ ᾿Αρμάος γιὰ νὰ ὑπονομεύσει καὶ νὰ ἀνασκευάσει κρυφὰ τὶς ἰδέες τοῦ Μπαχτίν. Παράλληλα ὡστόσο, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ τίτλου, συνδηλώνει πὼς τόσο «Τὰ ῎Ερημα τὰ Γράμματα» τοῦ Μπαχτὶν ὡς ἄκυρος καὶ ἀπατηλὸς τρόπος Σκέψης, ὅσο καὶ τὰ δικά του «῎Ερημα Γράμματα» ὡς ἀναποτελεσματικὸ Ποίημα, ὡς κατασκευασμένος καὶ ἄρα πλαστὸς λόγος ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ καταδείξει τὴν ἀκυρότητα τῶν ἰδεῶν ἐκείνου, εἶναι ὄντως, μολονότι καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἀτελέσφορα, τὰ μόνα ποὺ ἀνακουφίζουν κάπως καὶ ἀπαλύνουν τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὸ κενὸ ποὺ σοβεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν Γραμμάτων ―,  ἕνα κενὸ ποὺ οὔτε ἡ Φιλοσοφία τοῦ Μπαχτὶν οὔτε ἡ δική του Ποίηση μποροῦν νὰ ὑποκαταστήσουν ἢ νὰ παραμερίσουν.

Η ΔΙΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝ

Πρὶν διαβάσουμε τὸ ποίημα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ Μπαχτὶν τὸν περίφημο ὅρο «διάλογο», ποὺ ὑπῆρξε ὁ πυρήνας ὅλων τῶν θεωριῶν του. Καὶ εἶναι ἀπαραίτητο γιατὶ ἡ διφορούμενη Παραμυθία τοῦ ᾿Αρμάου εἶναι φαινομενικὰ ἕνας μπαχτινικὸς διάλογος. Καὶ λέω «φαινομενικά» ἐπειδή, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλύοντας τὸ ποίημα, ὁ ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὸν ψευτο-μπαχτινικὸ καὶ ἀναποτελεσματικὸ διάλογο ἀνάμεσα σὲ δύο ἀσυσχέτιστους καὶ μοναχικοὺς στὴν πραγματικότητα ὁμιλητές, ἀνάμεσα σὲ κεῖνον δηλαδὴ τῆς πρώτης στροφῆς καὶ στὸν «ἄλλο» τῆς δεύτερης στροφῆς, ὡς σύμβολο διαλόγου ἑνὸς (καὶ μόνον) ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του· ὡς σύμβολο ἑνὸς «μονολογικοῦ διαλόγου» ― ἀλήθεια ποὺ δὲν συμμερίζεται φυσικὰ ἢ ποὺ δὲν συνειδητοποίησε προφανῶς ὁ Μπαχτίν. Στὴν ῾Ελλάδα, ὅσο ξέρω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος ἴσως ποὺ παρουσίασε μὲ συστηματικὸ τρόπο τὴ θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου φιλοσόφου εἶναι ὁ Δημήτρης Τζιόβας. Στὸ βιβλίο του «Τὸ Παλίμψηστο τῆς ῾Ελληνικῆς ᾿Αφήγησης» (ἐκδόσεις ᾿Οδυσσέας, ᾿Αθήνα 1993, ἀνατύπωση 2002), ὑπάρχει ἕνα ἐκτεταμένο κεφάλαιο ἀφιερωμένο στὴν θεωρία τῆς διαλογικότητας τοῦ ρώσου στοχαστῆ (112-221). Λίγα χρόνια πιὸ πρὶν καὶ ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης, στὸ βιβλίο του «Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης» (Κέδρος 1985), εἶχε ἀφιερώσει κάποιες σελίδες στὴ μπαχτινικὴ θεωρία. Θέλω νὰ πιστεύω πὼς καὶ τὰ δύο βιβλία τὰ εἶχε μελετήσει πολὺ προσεκτικὰ ὁ ᾿Αρμάος. Γιὰ τὶς ἀνάγκες αὐτοῦ τοῦ δοκιμίου, ὁρισμένες φράσεις τοῦ Τζιόβα, ποὺ ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὴ σημασία τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου» ἀρκοῦν.1 ᾿Επειδὴ βασικὸ βοήθημα τοῦ Δημήτρη Τζιόβα στὴν παρουσίαση τῆς μπαχτινικῆς θεωρίας ὑπῆρξε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Michael Holquist, Dialogism: Bakhtin and his World, (London & New York: Routledge 1990), ἔκρινα σκόπιμο νὰ ἀποσπάσω καὶ ἀπὸ αὐτὸ κάποιες περικοπὲς γιὰ ἕναν πληρέστερο φωτισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ μπαχτινικοῦ «διαλόγου». ῾Ως κείμενο ἐδῶ χρησιμοποιῶ τὴ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ βασικοῦ ἐγχειριδίου στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν ᾿Ιωάννα Σταματάκη (Gutenberg 2014).

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

«Γιὰ τὸν Bakhtin», γράφει ὁ Τζιόβας, «ἡ ζωὴ εἶναι διαλογικὴ ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴ φύση. Τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ ἐμπλακεῖς σὲ διάλογο, νὰ ρωτήσεις, νὰ ἀκούσεις, νὰ ἀπαντήσεις ἢ νὰ συμφωνήσεις. Τὸ  ἐγώ . . . δὲν εἶναι ποτὲ ὁλικό, αὐτόνομο, ἁπτὰ ὑπαρκτὸ ἀλλὰ ὑφίσταται μόνο διαλογικὰ σὲ μιὰ ἐλαστικὴ σχέση μὲ τὸ ἕτερο, μὲ τὰ ἄλλα ἐγώ. Γιὰ νὰ ὁρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας χρειαζόμαστε τοὺς ἄλλους . . . Τὸ ὑποκείμενο δὲν ἔχει κανένα νόημα  ἀφ᾿ ἑαυτό, δὲν συνιστᾶ ζωντανὴ ὕπαρξη χωρὶς τὸ περιβάλλον2 νὰ ὑποβάλλει σὲ δοκιμασία τὴν ἱκανότητά του γιὰ ἀνταπόκριση. ῾Ο Bakhtin, δηλαδή, θέτει ὡς κριτήριο τῆς ὕπαρξης τὴν ἀνταποκρισιμότητα . . . Τὸ σημεῖο, ἑπομένως, τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ ἀνταποκρίνεται καὶ νὰ συνομιλεῖ κανεὶς μὲ τὸ περιβάλλον. ῾Η κοινωνία γιὰ τὸν Bakhtin ἀρχίζει μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ δεύτερου προσώπου . . .  <μὲ>3 τὸ ἕτερο. Εἶναι ἀδύνατο νὰ συλλάβουμε ὁποιοδήποτε ὂν ἔξω ἀπὸ τὶς σχέσεις του ποὺ τὸ συνδέουν μὲ ἄλλα ὄντα. ῾Η ταυτότητα ἐντέλει εἶναι μιὰ διαλογικὴ σχέση . . . Τὸ ἐγὼ ὡς προσλαμβάνον καὶ τὸ ἕτερο ὡς προσλαμβανόμενο δὲν ὑφίστανται ὡς ξεχωριστὲς κατηγορίες ἀλλὰ ὡς σχέση δύο συνιστωσῶν ποὺ ἡ μία συμβάλλει στὴ διαφοροποίηση τῆς ἄλλης» (σ. 121). Πιὸ ἀναλυτικὸς ὅμως εἶναι ὁ Χόλκβιστ: « . . . ῾Ο μπαχτινικὸς «διάλογος»4 διεξάγεται ἀνάμεσα στὸν «ἑαυτό»5 καὶ στὸν «ἄλλο». Μὲ τὸν ὅρο «ἑαυτό» ὁ φιλόσοφος δὲν ἐννοεῖ μιὰν «αὐτάρκη κατασκευή» (48), «ἕναν ἑαυτὸ ποὺ συμπίπτει μὲ τὸν ἑαυτό του» (95), γιατὶ «τὸ  ἐγώ  εἶναι μιὰ λέξη ποὺ γενικὰ δὲν μπορεῖ νὰ σημαίνει τίποτα» (62), εἶναι «τὸ γενικὸ κενό» τοῦ «πρώτου προσώπου» «τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας» (62), μιὰ «ἀνολοκλήρωτη φύση» (60), ἕνα «ἐγὼ ποὺ <ἀπὸ μόνο του> δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸν ἑαυτό του» (60). ῾Επομένως ὁ ἑαυτὸς δὲν εἶναι δεδομένος (dan) γιὰ κανέναν ἄνθρωπο (62), καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πρέπει «ὅλοι νὰ δημιουργοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας» (63) γιὰ νὰ ὑπάρξουμε. Καὶ ὁ μοναδικὸς τρόπος νὰ δημιουργήσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ὑπάρξουμε εἶναι ὁ ζωντανὸς καὶ συνεχὴς διάλογος μὲ τὸν «ἄλλο». ῾Ο «ἑαυτός» λοιπὸν γιὰ τὸν Μπαχτὶν εἶναι πάντα «διαλογικός», βρίσκεται δηλαδὴ διαρκῶς σὲ ζωντανὴ «σχέση» διαλόγου μὲ τὸν «ἄλλο», σὲ μιὰ σχέση ταυτοχρονίας (48), σὲ ἕναν διάλογο δηλαδὴ ὅπου ὁ ἑαυτὸς καὶ ὁ ἄλλος συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Αὐτὸς ὁ «ἄλλος» πάλι, ἢ ὁ «ἕτερος», ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Χόλκβιστ, καὶ ὁ Μπαχτὶν φυσικά, σὲ ἄλλα μέρη τοῦ βιβλίου, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ «οἱ <ἐννοιακὲς> ἀξίες» του (77) ἢ οἱ χωροχρονικές του «κατηγορίες»6 ἐπιτρέπουν στὸ ἄδειο «ἐγώ», στὸν ἀνολοκλήρωτο «ἑαυτό», νὰ ἀποκτήσει περιεχόμενο, νὰ ὁλοκληρωθεῖ, νὰ γίνει πλέον «ἀντικείμενο πρόσληψης» τοῦ ἑαυτοῦ του (63), νὰ γίνει προσλήψιμο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του: «᾿Αναδιατυπωμένος στὴν ἁπλούστερη ἐκδοχή του, ὁ μπαχτινικὸς μύθος τῆς ὑποκειμενικότητας <= τοῦ ἑαυτοῦ ἢ τοῦ ἐγὼ> εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πῶς ἀποκτῶ τὸν ἑαυτό μου μέσα ἀπὸ τὸν ἄλλο: μόνο οἱ κατηγορίες <=ἀντιλήψεις> τοῦ ἄλλου μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ γίνω ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου πρόσληψης. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιλαμβάνομαι7ὅτι μπορεῖ νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἄλλοι. Γιὰ νὰ δημιουργήσω ἕναν ἑαυτό, πρέπει νὰ ἐνεργήσω ἀπὸ τὰ ἔξω»8 (63), ἢ ἀλλιῶς καὶ λίγο πιὸ μπερδεμένα: «Προκειμένου ἕνα πρόσωπο ἢ ἕνα ἀντικείμενο9 νὰ προσληφθεῖ ὡς ἕνα ὅλον, ὡς κάτι συντελεσμένο, πρέπει νὰ ἀποκτήσει μορφὴ βάσει τῶν χρονικῶν/χωρικῶν κατηγοριῶν τοῦ ἄλλου, καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ μόνο ὅταν τὸ πρόσωπο ἢ τὸ ἀντικείμενο συλλαμβάνεται <γίνεται ἀντιληπτὸ> ἀπὸ τὴ θέση <ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις (;)> ποὺ ὁρίζει <= περιέχει (;)> ἡ ἐξωτερικότητα <τοῦ ἄλλου>» (67). «Μ᾿ ἄλλα λόγια, δημιουργῶ συγγραφικὰ τὸν ἑαυτό μου» (63), γιατὶ «τὸ νὰ μοιράζεται κανεὶς τὴν ὕπαρξη ὡς γεγονὸς σημαίνει ὅτι βρίσκεται . . . σὲ διάλογο, ὄχι μόνο μὲ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα ὄντα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ φυσικὰ καὶ πολιτισμικὰ μορφώματα ποὺ συλλήβδην ἀποκαλοῦμε  κόσμο » (65)· «σὲ ἕναν διάλογο ποὺ παίρνει σταδιακὰ τὴ μορφὴ ἑνὸς κειμένου, ἑνὸς βιβλίου» (65), ἀφοῦ ὁ διάλογος αὐτός, ὅπως κάθε διάλογος, γίνεται πάντα μὲ ἔννοιες καὶ λέξεις καὶ γιατὶ «ὁ κόσμος προσλαμβανόταν καὶ στὴν ἀρχαιότητα <ἀκόμα> ὡς ἕνα βιβλίο, ὡς τὸ κείμενο <γλώσσα> τοῦ βιβλίου τῆς φύσης» (65). «῾Ο Bakhtin <μάλιστα> ἀντιλαμβάνεται τὴν ὕπαρξη ὡς τὸ εἶδος τοῦ βιβλίου ποὺ ὀνομάζουμε μυθιστόρημα, ἢ ἀκριβέστερα, ὡς πολλὰ μυθιστορήματα . . . καθὼς ὅλοι γράφουμε τὸ . . . δικό μας κείμενο, ἕνα κείμενο . . .  ποὺ ὀνομάζεται <καὶ εἶναι ἡ> ζωὴ τοῦ καθενός» (66). Μὲ ἄλλα λόγια ὁ φιλόσοφος ἀντιλαμβάνεται τὴν ὕπαρξη/διάλογο «ὡς μιὰ κατάσταση συγγραφικῆς <= γλωσσικῆς ἢ λεκτικῆς> δημιουργίας» (66) ποὺ ἐξελίσσεται διαρκῶς ἀπὸ τὶς (ἀντ)ἀποκρίσεις ποὺ δίνει ὁ καθένας ὡς «ἀποδέκτης τοῦ κόσμου» (65). «῾Η ἱκανότητα» ἑπομένως «νὰ ἔχει κανεὶς συνείδηση στηρίζεται στὴν ἑτερότητα, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ διαλεκτικὴ ἀλλοτρίωση <ἐξαφάνιση τοῦ ἑαυτοῦ/ἐγὼ μέσω ἢ ἐξαιτίας τοῦ διαλόγου μὲ τὸν ἄλλο>» (47) οὔτε «μιὰ ἀφομοίωση <ἀπορρόφηση τοῦ ἑαυτοῦ/ἐγὼ> . . . σὲ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο συνείδησης <ἑνὸς ἄλλου>» (47). ᾿Αντίθετα «ἡ συνείδηση εἶναι ἑτερότητα» (47), διαπλάθεται μέσα καὶ ἀπὸ τὴν ἑτερότητα. Μὲ τὸν τρόπο τελικὰ τοῦ διαλόγου δὲν ὑπάρχουμε ἁπλῶς ἀλλὰ συν-ὑπάρχουμε, γιατὶ «ἡ ὕπαρξη δὲν εἶναι . . . γιὰ τὸν Bakhtin ἕνα ἁπλὸ γεγονός, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς ποὺ βιώνεται ἀμοιβαῖα» <ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ καὶ τὸν ἄλλο>, κι ἐπειδὴ «ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ ταυτοχρονία» <τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἄλλου>, ἑπόμενο εἶναι ἡ ὕπαρξη νὰ «εἶναι πάντα συν-ύπαρξη» (58).

Ο «ΜΠΑΧΤΙΝ» ΩΣ «ΑΛΛΟΣ» ΚΩΔΙΚΑΣ

Μὲ τέτοιο περιεχόμενο ἡ σκέψη τοῦ Μπαχτὶν ἦταν ἑπόμενο νὰ θεωρηθεῖ ὡς μιὰ «θεωρία τῆς γνώσης» (42), ὡς ἕνας «σύγχρονος στοχασμὸς πάνω στὸ στοχασμό» (43), καὶ πιὸ ἁπλὰ ὡς στοχασμὸς «πάνω στὸ πῶς μαθαίνουμε <= πῶς φτάνουμε στὴ γνώση, πῶς ἀποκτᾶμε αὐτεπίγνωση>» (46-47). Εἶναι προφανὲς πὼς ὁ Μπαχτὶν θεωρεῖ τόσο τὴν «αὐτογνωσία» ὅσο καὶ τὴ «γνώση» γενικὰ κατορθωτὲς καὶ θετικὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Αὐτὲς εἶναι ἡ βάση καὶ ὁ τελικὸς στόχος τοῦ στοχασμοῦ του. ῾Η σκέψη του λοιπὸν κινεῖται ἀναγκαστικὰ μέσα στὰ ὅρια τῆς ἢ μιᾶς συνθήκης, ἑνὸς δεδομένου κώδικα: τῆς γραμματικῆς, τῶν λεξικῶν καὶ τοῦ συντακτικοῦ τῆς θεσμοθετημένης κοινῆς γλώσσας, γιατὶ ἡ «γνώση» μόνο μέσα στὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ ἐννοιακοῦ καὶ γραμματικοῦ κώδικα νοεῖται καὶ (ἄρα «ἐννοιολογικά») ὑπάρχει. ῎Εξω ἀπὸ τὸν κώδικα αὐτὸ ὄχι μόνο ἡ γνώση, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο παύει νὰ ὑπάρχει. ῾Ο ἴδιος ὁ Μπαχτὶν ὡστόσο ἐπέμενε κατὰ κόρον πὼς «κατὰ βάθος δὲν ὑπάρχει <ὁριστικὸς γλωσσικὸς> κώδικας»,10 παραγνωρίζοντας ἢ παραβλέποντας τὸ γεγονὸς πὼς οἱ δῆθεν ἀνατρεπτικὲς θεωρίες του χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐκφραστικὸ ὄχημα τὸν σταθερὸ καὶ δεδομένο κώδικα αὐτῆς τῆς (κοινῆς) γλώσσας· πὼς ὅ,τι σκεφτόταν, ὅ,τι ὑποστήριζε, ὅ,τι ἔγραψε ἦταν ἔννοιες καὶ λέξεις ἀντλημένες ἀπὸ αὐτὸν τὸν στρογγυλεμένο κώδικα, ἔστω κι ἂν μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια πάσχισε, διαλεγόμενος μὲ τὸν κώδικα αὐτό, μὲ τὸν τρόπο του φυσικά, νὰ ἑτεροπροσδιοριστεῖ διαλύοντας τὴ βάση του· παραβλέποντας δηλαδὴ πὼς χωρὶς αὐτὸν τὸν κώδικα ὡς σταθερὴ βάση, «Μπαχτίν» δὲν θὰ μποροῦσε οὔτε νὰ ὑπάρξει οὔτε νὰ νοηθεῖ. Στὴν ἀφέλειά του λοιπόν, μὲ τὶς «ἀποκρίσεις» τῆς κοινῆς γλώσσας, ἀπὸ τὸν διάλογο μαζί της, ἔπλασε ἕναν ἄλλο κώδικα, τὸν κώδικα «Μπαχτίν», αὐτὸν ποὺ μελετοῦν οἱ ὀπαδοί του, ― μὲ τρόπο ἀσύστατο ὅμως, σύμφωνα μὲ τὶς καταστατικὲς ἀρχές του(ς), καὶ ἀντιφατικὸ ἀσφαλῶς, γιατὶ μπαχτινικὸς κώδικας, «Μπαχτίν», ὡς Ἰδίωμα/Γλώσσα δηλαδή, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ νοηθεῖ ὡς αὐτόνομο καὶ αὐτοτελὲς φιλοσοφικὸ καὶ γλωσσικὸ σύστημα, ἂν δὲν ἀγνοηθεῖ ἢ δὲν παραμεριστεῖ τὸ μπαχτινικὸ δόγμα τῆς ἑτερότητας. ῎Ισως αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Μπαχτὶν «ἀπέφυγε πεισματικὰ νὰ συστηματοποιήσει τὴ σκέψη του»·11 ὁ λόγος ποὺ «μέσ᾿ ἀπὸ . . . τὸ πολύπλευρο ἔργο <του> μοιάζουν νὰ ἀναδύονται περισσότεροι συγγραφεῖς ― χωρὶς νὰ λογαριάζουμε τὶς πολλαπλές, ἀντιφατικὲς ἐνίοτε, ἑρμηνεῖες ποὺ ἐπιδέχεται τὸ κάθε κείμενο».12 ῎Ισως γιὰ νὰ ἀποφύγει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν καταλυτικὴ ἀντίφαση, «ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ Μπαχτὶν ἄφησε, θά ἔλεγε κανεὶς ἐπίτηδες (τὸ ὁμολογεῖ σχεδὸν ὁ ἴδιος), τὴ σκέψη του ἡμιτελῆ καὶ ἀνολοκλήρωτη (πράγμα ποὺ φωτίζει καὶ τὶς ἀτέλειες τῆς γραφῆς του»,13 ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι «ἕνα ἀκατάπαυστο γίγνεσθαι ποὺ συμπληρώνεται διαλογικὰ ἀπὸ τὸν κάθε ἀποδέκτη <τῆς σκέψης τοῦ Μπαχτίν>, βοηθώντας τον ἔτσι νὰ διμαορφώσει τὴ δική του σκέψη».14 Μὲ ἄλλα λόγια δημιούργησε μιὰ Βαβὲλ ἀπὸ μπαχτινικοὺς ἀ(κατα)νόητους νεο-λογισμοὺς καὶ νεολογισμούς, ποὺ προσμένουν, μέσῳ τοῦ διαλόγου, ἀπὸ τὶς ἀποκρίσεις τῶν ὀπαδῶν του, νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα «Νόημά» (τους) ὡς σύστημα/κώδικας «Μπαχτίν».15 Μὲ τελικὸ ἀποτέλεσμα οἱ ἀνταποκρίσεις τῶν ὀπαδῶν του νὰ δημιουργήσουν εἰδικὰ μπαχτινικὰ γλωσσάρια16 δημιουργημένα ἀπὸ ρευστὲς καὶ ἀκαταστάλακτες καὶ ἄρα ἀμφίβολες προσωπικὲς συμβολὲς ἢ (ἀντ)ἀποκρίσεις τῶν μελετητῶν του στὴν πρόσκληση τοῦ δασκάλου γιὰ διάλογο, ἔτσι ὥστε, ἐκ προθέσεως μάλιστα τοῦ φιλοσόφου, θὰ τολμοῦσα νὰ φανταστῶ, ἡ γλώσσα του νὰ μὴν περιέχει ποτὲ νοήματα σταθερὰ καὶ στρογγυλεμένα ― ὁ κώδικας «Μπαχτίν» μοιάζει νὰ εἶναι ὁ πιὸ ἐφευρετικὸς γιὰ τὴν διαιώνιση τῆς ἀνυποστασίας τοῦ πνεύματος, γεγονὸς ποὺ δὲν εἶχε διαφύγει ἀπὸ τὴν ὀξύνοια τοῦ ᾿Αρμάου, ποὺ ὡς ποιητὴς γύρευε νὰ βρεῖ σύμβολα αὐτῆς τῆς ἰδέας, ποὺ ἀποτελεῖ ραχοκοκκαλιὰ τῶν φιλοσοφικῶν ρεμβασμῶν του.

Ο ΜΕΤΑΜΠΑΧΤΙΝΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ

Σήμερα, μετὰ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ φιλοσόφου, τὸ «κύμα» τῶν μεταμπαχτινικῶν ὀπαδῶν-στοχαστῶν τοῦ φιλοσόφου, ἔχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα σχεδὸν ἐπιχειροῦν νὰ ἐξηγήσουν ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ προκύπτουν εἴτε στὸν ἀτομικὸ βίο τοῦ ἀνθρώπου εἴτε στὴν κοινωνία μὲ ἐργαλεῖο τὸν διάλογο τοῦ Μπαχτίν. Αὐτὸ τὸ τεράστιο κύμα ἔχει ἀναχθεῖ πλέον σὲ μιὰ «βιομηχανία Bakhtin», σημειώνει ὁ Χόλκβιστ (297), ποὺ τὴν παρομοιάζει μὲ «μιὰ ἀκμάζουσα ἐπιχείρηση . . .  διακρατικοῦ ἐμπορίου μὲ παρακλάδια σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο» (303). Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ μπαχτινικὸς παροξυσμὸς ὁδήγησε, θέλω νὰ πιστεύω, τὸν ᾿Αρμάο νὰ γράψει τὸ ποίημά του γιὰ νὰ ὑπανινιχθεῖ ὅλο τὸ φιάσκο καὶ τῆς νοητικῆς «παρεκτροπῆς» τοῦ Μπαχτίν καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ὡς κλασικὸ παράδειγμα τῆς ἐκ φύσεως πνευματικῆς ἀνυποστασίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ πνευματικὴ καὶ γλωσσικὴ παρεκτροπή τους ὄχι μόνο ἀποδεικνύεται καταστροφικὴ στὴν ἐφαρμογή της, ἀλλὰ σοβεῖ στὴν ἐσωτερική της διάρθρωση καὶ δομή.

Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Τὸ ποίημα τοῦ ᾿Αρμάου εἶναι, ὅπως εἶπα, ψευτο-δομημένο μὲ πρότυπο τὸν μπαχτινικὸ «διάλογο». ᾿Αποτελεῖται ἀπὸ δύο στροφὲς σὲ μορφὴ μπαχτινικοῦ ψευτο-διαλόγου. Καὶ λέω «ψευτο-διαλόγου» γιατὶ ἀμφότεροι οἱ ὁμιλητὲς τῶν δύο στροφῶν στὴν πραγματικότητα μονολογοῦν: ὁ ἀπορημένος ὁμιλητὴς τῆς πρώτης στροφῆς δὲν ἀπευθύνει τὴν ἐρώτησή του παρὰ μόνον στὸν ἑαυτό του, καὶ ὁ ἀποκαλυπτικὸς ὁμιλητὴς τῆς δεύτερης στροφῆς παρεμβαίνει καὶ ἀποκρίνεται στὴν ἀπορία τοῦ πρώτου αὐτόκλητος. ῾Η ἀπόκρισή του μάλιστα δὲν φαίνεται νὰ προσλαμβάνεται ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ τῆς πρώτης στροφῆς. Δὲν φαίνεται λοιπὸν νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς σὲ ἕναν διάλογο μὲ τὸν ᾿Αρμάο. Καὶ δὲν φαίνεται συνεπῶς διατεθειμένος νὰ ἑτεροπροσδιορισθεῖ ἀπὸ τὶς ἀποκρίσεις του. Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνει ἡ ἀπουσία ἀπὸ τὸ ποίημα καὶ μιᾶς τρίτης στροφῆς μὲ σκοπὸ νὰ συνοψίσει, ὑποτίθεται, τὸ δῆθεν ἐποικοδομητικὸ ἀποτέλεσμα/συμπέρασμα αὐτοῦ τοῦ δῆθεν δημιουργικοῦ (μπαχτινικοῦ) διαλόγου. Μὲ τὴν ἐπισήμανση αὐτὴ δὲν μένει παρὰ νὰ διαβάσουμε τὶς δυὸ στροφὲς τοῦ ποιήματος ὡς ἕναν καταναγκαστικὸν καὶ ἀλλόκοτο «διάλογο» ἀνάμεσα σὲ δυὸ «μονολόγους».

ΠΡΩΤΗ ΣΤΡΟΦΗ: ΟΙ ΔΥΟ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Στὴν πρώτη στροφὴ μιλάει ἕνα «ἐγώ», ὁ «ἑαυτός» κάποιου χωρὶς ταυτότητα, χωρὶς κανένα ἄμεσα δηλωμένο στοιχεῖο ποὺ νὰ πιστοποιεῖ «ποιός» πράγματι εἶναι. ᾿Ακούγεται νὰ λέει:

Στὸ ποίημα δὲν ὑπάρχει ἐπίσης καμιὰ ἔνδειξη πὼς ὁ ὁμιλητὴς συνομιλεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, ποὺ βρίσκεται «ἀπέξω» του. ᾿Αντίθετα εἶναι προφανὲς πὼς πρόκειται γιὰ κάποιον ποὺ μονολογεῖ ἐξωτερικεύοντας τὴν ἔντονη ἀπορία του ἐξαιτίας μιᾶς ἰδέας ποὺ ἔχει σφηνωθεῖ καὶ παιδεύει τὸ μυαλό του: πὼς «οἱ γυναῖκες τάχα ἀγαποῦνε παραδόξως πάρα πολὺ τὸν Μπαχτίν». ῾Η ἀπορία, τὸ ἐρώτημα ἑπομένως τοῦ πρώτου στίχου εἶναι ἐπακόλουθο αὐτῆς τῆς πεποίθησης πού, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, προέρχεται ἀπὸ μιὰ παρανόηση, ἀπὸ μιὰν αὐταπάτη, ὡς ἐπακόλουθο ἐπίσης τοῦ περίεργου γεγονότος πὼς οἱ γυναῖκες, σὲ ὅποια κατάσταση κι ἂν βρίσκονται, εἴτε κακοπαθημένες εἴτε κολακευμένες, δὲν ἀντιδροῦν φυσιολογικά, αἰτιοκρατικά δηλαδή, ― δὲν διαμαρτύρονται, δὲν ἐξωτερικεύουν τὴν εὐαρέσκειά τους ―, ἀλλὰ στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα τους ἔχουν μόνιμα καὶ μὲ ἀκατανόητο τρόπο, τὸ ὄνομα τοῦ Μπαχτίν. ῾Η ἀπορία λοιπὸν τοῦ ὁμιλητῆ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν διάλογο μὲ κάποιον ἄλλο ποὺ βρίσκεται «ἀπέξω»· εἶναι ἀπόκριση ἢ ἀντίδραση σὲ μιὰ πλανερὴ ἰδέα του. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς βρίσκεται παγιδευμένος σὲ ἕναν ἐσωτερικὸ διάλογο, σὲ ἕναν διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἐξωτερικεύεται ὡς μονόλογος.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς γυναῖκες. ῾Ως ἀποδέκτριες ὕβρεων, πτυέλων καὶ λογῆς περιποιήσεων (προφανῶς ἐκ μέρους βάναυσων καὶ ἐρωτύλων, περιποιητικῶν ἀνδρῶν) δὲν ἀποκρίνονται φυσιολογικά, ἀλλὰ μοιάζουν συνεπαρμένες σὲ ἕναν παράξενο παραλογισμό: στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα τους ἔχουν ἕνα ἄσχετο καὶ ξεκάρφωτο ὄνομα, ἐκεῖνο τοῦ «Μπαχτίν», ἐξαιτίας μιᾶς ἄλλης πλαστῆς ἰδέας καὶ πάλι, ἀλλὰ συνειδητὰ πλαστῆς αὐτὴ τὴ φορά, σφηνωμένης στὸν νοῦ τους. Δὲν διαλέγονται λοιπὸν μὲ τοὺς ἄντρες, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει πλάσει, ἐν γνώσει τους, τὸ ἴδιο τὸ μυαλό τους. Πράγμα ποὺ σημαίνει πὼς βρίσκονται κι αὐτὲς παγιδευμένες σὲ ἕναν διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ ἐξωτερικεύεται μονολεκτικὰ μὲ τὸ ὄνομα/κραυγὴ «Μπαχτίν».

Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις λοιπὸν οἱ ἀποκρίσεις (τὸ ἐρώτημα/ἀπορία καὶ τὸ ὄνομα «Μπαχτίν») δὲν προέρχονται «ἀπέξω» καὶ δὲν εἶναι δημιουργικὲς ζωῆς, ἑνὸς ἑαυτοῦ δηλαδὴ μὲ θετικὸ περιεχόμενο, σύμφωνα μὲ τὸ μπαχτινικὸ δόγμα. ᾿Αντίθετα εἶναι διαλυτικὲς τῆς ζωῆς: ἀφανίζουν τὸν «ἑαυτό». ῾Ο ὁμιλητὴς παραδέρνει σὲ μιὰν αὐταπάτη ποὺ ἔχει θρέψει μέσα του ὁ ἴδιος, καὶ τὸν γκρεμίζει στὴν ἀπορία, σὲ μιὰ πνευματικὴ στέρηση. Οἱ γυναῖκες λυσσομανοῦν ἀφιονισμένες ἀπὸ μιὰν ἔμμονη ἐπιθυμία/ἰδέα ριζωμένη βαθιὰ στὸν γυναικεῖο κόλπο τους, ποὺ ἀνικανοποίητη, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, τὶς βυθίζει στὴν πιὸ μαύρη ἀπελπισία· τόσο μαύρη ποὺ τὸ ὄνομα «Μπαχτίν» στὸ στόμα τους, ἀκούγεται ὄχι μόνο σὰν κραυγὴ ὀδύνης, σὰν λυγμὸς μιᾶς νοσταλγίας ποὺ ἔσβησε ἀδικαίωτη, ἀλλὰ καὶ σὰν ἀνάθεμα γιατὶ αὐτὸς ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ματαιώθηκε ἡ φεμινιστική τους «ἐπανάσταση» (στ. 7).

Ο «ΜΠΑΧΤΙΝ» ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ/ΟΝΟΜΑ

῞Ο,τι αἰωρεῖται λοιπὸν ἀδιευκρίνιστο καὶ ἀόριστο, στερημένο ἀπὸ νόημα, στὴν πρώτη στροφὴ εἶναι μόνο ἕνα ὄνομα· τὸ ὄνομα τοῦ Μπαχτίν. Αὐτὸ πιπιλίζει διαρκῶς, καὶ στοὺς τέσσερις στίχους δηλαδή, ὁ ὁμιλητής, αὐτὸ πιπιλίζουν καὶ οἱ γυναῖκες, εἴτε κακοπαθημένες εἴτε φιλάρεσκες. Τὸ ὄνομα λοιπὸν αὐτὸ αἰωρεῖται α) ὡς σύμβολο ἑνὸς δραματικοῦ πλανεροῦ διαλόγου ποὺ διεξάγεται ἀνάμεσα σὲ ἕνα «ἐγώ» καὶ στὶς ἰδεοληψίες του, ποὺ εἶναι δικοί του μετασχηματισμοὶ καὶ συνόψεις ὅλου τοῦ ἑαυτοῦ του· ἢ μὲ πιὸ ἁπλὰ λόγια ἀνάμεσα στὶς δύο φύσεις ἑνὸς δισυπόστατου «ἐγώ» ποὺ ἀμφότερες βρίσκονται σὲ κατάσταση ὄχι (συν-)ἐννόησης, ἀλλὰ διαρκοῦς παρανόησης· καὶ β) ὡς σύμβολο μιᾶς ἀέναης, ἀσύνειδης παρανόησης καὶ αὐταπάτης (ἡ περίπτωση τοῦ ὁμιλητῆ), ἢ συνειδητοῦ ἀλλὰ καὶ μοιραίου παραλογισμοῦ (ἡ περίπτωση τῶν γυναικῶν), ὡς ἀποτελεσμάτων αὐτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τραγικοῦ διαλόγου. Τὸ ὄνομα «Μπαχτίν» ἑπομένως εἶναι τὸ πιὸ χαρακτηριστικό, ἕνα μοναδικὸ μπαχτινικὸ «σημεῖο» (Χόλκβιστ, 58) ποὺ φωτίζει ἀπὸ κάτω, ἀμυδρὰ μὲν ἀλλὰ καὶ πολὺ ἁδρὰ συνάμα, τὶς πνευματικὲς «διαστάσεις», ― μὲ τὴ διπλὴ σημασία τοῦ «μεγέθους» καὶ τοῦ «διχασμοῦ» ―, καὶ τοῦ αὐταπατημένου ὁμιλητῆ καὶ τῶν παραλογισμένων γυναικῶν.

Ο «ΜΠΑΧΤΙΝ» ΩΣ ΚΡΥΦΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

῞Οταν ὁ ὁμιλητὴς ψελλίζει «Γιατί οἱ γυναῖκες ἀγαποῦνε τόσο τὸν Μπαχτίν;», ἐκ πρώτης ὄψεως δικαιολογημένα ἀπορεῖ γιατὶ ξέρει καλὰ πὼς ὁ Μπαχτὶν δὲν ἔγραψε ποτὲ τίποτα γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ γιὰ τὴ φεμινιστική τους ἐπανάσταση.17 Καὶ τὸ ξέρει ἐπειδὴ εἶναι ὄχι μόνο ἐνήμερος τῶν θεωριῶν τοῦ Μπαχτίν, ἀλλὰ καὶ φανατικός, τυφλωμένος ὀπαδός του, ἀλλοτριωμένος ὁλότελα ἀπὸ τὴ Σκέψη τοῦ ρώσου φιλοσόφου. Μὲ ἄλλα λόγια «ἐπειδὴ τὸ ὄνομα Μπαχτὶν ἔχει καταντήσει στὴ σκέψη καὶ στὸ στόμα σου», ― ἀκοῦμε νὰ τοῦ καταμαρτυρεῖ ὁ σκληρὸς ᾿Αρμάος στὸν τελευταῖο στίχο τοῦ ποιήματος, πράγμα ποὺ γνωρίζουν καὶ οἱ γυναῖκες ―, «ἕνα σου ὑποκατάστατο, α) ἕνα ὑποκατάστατο τοῦ ἑαυτοῦ σου, β) δημιουργημένο ἀπὸ σένα,18 ἡ κρυφή σου ταυτότητα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν παρουσία αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος ποὺ πιπιλίζεις σὰν καραμέλα στοὺς στίχους τῆς πρώτης στροφῆς, ποὺ εἶναι λόγια δικά σου».

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΡΟΦΗ: ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ

῍Αν τὸ ποίημα τοῦ ᾿Αρμάου τέλειωνε στὴν πρώτη στροφή, τὸ ἀποτέλεσμα τῶν δύο διαλόγων της θὰ ἦταν ἀρνητικό. Κανένας μπαχτινικὸς ἑτεροπροσδιορισμὸς δὲν προκύπτει οὔτε ἀπὸ τὴ διαλογικὴ σχέση τοῦ ἀπορημένου ὁμιλητῆ μὲ τὸν ἑαυτό του, οὔτε ἀπὸ τὴ διαλογικὴ σχέση τῶν γυναικῶν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Μπαχτίν, οὔτε ἀπὸ τὴ διαλογικὴ σχέση τοῦ ἀναγνώστη μὲ τὴν «᾿Απορία» τῆς πρώτης στροφῆς. Μὲ τὸν ἔξυπνο αὐτὸ τρόπο ὁ ᾿Αρμάος ἀκυρώνει τὸ ρόλο τῆς μπαχτινικῆς ἑτερότητας στὴν πραγμάτωση τῆς ζωῆς, στὴν δημιουργία δηλαδὴ ἑνὸς ὁλοκληρωμένου ἑαυτοῦ. Στὴ θέση του βλέπει ἕνα ἀβυσσαλέο κενό. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κενὸ ἐπιχειρεῖ νὰ παραμερίσει ἡ δεύτερη στροφή, μὲ τὸν τρόπο αὐτὴ τὴ φορὰ τῆς ἁπλῆς, τῆς κοινῆς λογικῆς. Στὴ στροφὴ αὐτή, ποὺ φαινομενικὰ καὶ ἀπατηλὰ δείχνει νὰ λειτουργεῖ ὡς τὸ «ἕτερον» μέρος αὐτοῦ τοῦ δῆθεν μπαχτινικοῦ διαλογικοῦ ποιήματος, κάποιος «ἄλλος», ἀπρόσκλητος καὶ αὐτόκλητος, ἐπεμβαίνει καὶ φαίνεται νὰ λύνει τὴν ἀπορία τοῦ ἔκπληκτου τύπου, μὲ ἕναν τρόπο σὰ νὰ τοῦ τραβάει τ᾿ ἀφτιά. Μὲ ὅσα τοῦ ἀπευθύνει δηλαδὴ τοῦ μαθαίνει, ὑποτίθεται, «ποιός εἶναι»· καὶ κατὰ βάθος πὼς τίποτα δὲν εἶναι. Στὴ δεύτερη στροφὴ λοιπὸν μιλάει ἕνας «ἕτερος», κάποιος «ἄλλος», ἄσχετος ὅμως μὲ τὸν «ἕτερο» ἢ τὸν «ἄλλο» τοῦ Μπαχτίν, κάποιος δηλαδὴ ποὺ δὲν εἶναι σὲ διαλογική, ἑτεροπροσδιοριστικὴ ἢ δημιουργικὴ σχέση μὲ τὸ ἄτομο τῆς πρώτης στροφῆς, ὅπως ἐννοοῦσε αὐτὴ τὴ σχέση ὁ Μπαχτίν. Εἶναι ὁ ὠμὸς καὶ σκληρὸς ᾿Αρμάος τῆς κοινῆς λογικῆς, τὸ ἴδιο πνεῦμα ποὺ ἔπλεξε τοὺς στίχους τῆς πρώτης στροφῆς, ἕνας ἔξυπνος καὶ προσγειωμένος ποιητὴς/ ἄνθρωπος, ποὺ βλέπει τὸ ζήτημα τοῦ μπαχτινικοῦ διαλόγου στὶς δραματικές του διαστάσεις. Μὲ αὐτὴν τὴν αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητη παρέμβασή του, φαίνεται νὰ διαλύεται τὸ μπαχτινικὸ νέφος στὸ μυαλὸ τοῦ ἀπορημένου ἀναγνώστη. ᾿Αγνοοῦμε ὅμως ἂν διαλύεται καὶ στὸ μυαλὸ τοῦ ὁμιλητῆ, τοῦ μπαχτινικοῦ ὀπαδοῦ, τῆς πρώτης στροφῆς, ποὺ φαντάζει πιὰ καὶ στὰ μάτια τοῦ ᾿Αρμάου καὶ στὰ μάτια τῶν ἀπογοητευμένων γυναικῶν καὶ στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη ὡς ἕνας ἄλλος ἀλλοπαρμένος «Μπαχτίν», μιὰ γελοία καρικατούρα τοῦ δασκάλου (ποὺ θεωροῦσε τὸ «ἐγώ» του γράμμα κενό), ἕνα ὅμοιο «ὑποκατάστατό» του. Μὲ τρόπο μπαχτινικὸ λοιπόν ― καὶ ἰδοὺ τὸ ὀξύμωρον! ― «ὁλοκληρώνεται» πιά, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ συντελεῖται, ὁ «ἀνολοκλήρωτος ἑαυτός» τοῦ ταλαίπωρου ὁμιλητῆ τῆς πρώτης στροφῆς.  Δὲν συντελεῖται γιατὶ μᾶλλον δὲν «(ἀντ)αποκρίνεται» στὰ λόγια τοῦ ᾿Αρμάου, ἀρνούμενος νὰ ἀνοίξει μαζί του διάλογο καὶ νὰ ἀκούσει «ποιός εἶναι». Δὲν ἀνταποκρίνεται, ὅπως θὰ ἔπρεπε ὡς ἀφοσιωμένος καὶ συνεπὴς ὀπαδὸς τοῦ Μπαχτίν, σὲ ὅσα σωστὰ καὶ τίμια τοῦ καταμαρτυρεῖ ὁ ᾿Αρμάος· πὼς εἶναι ἕνα «ὑποκατάστατο» ἑνὸς ἄδειου ἑαυτοῦ, ἑνὸς «ἑαυτοῦ-μὴ-ἑαυτοῦ», ἑνὸς «τίποτα», ἕνα πανομοιότυπο ἀντίγραφο τοῦ τραγελαφικοῦ καὶ ἄδειου «ἐγώ» τοῦ Μπαχτίν, ἕνας ἄλλος ἀνυπόστατος «Μπαχτίν», ὁμοίωμα στὴ θέση τοῦ ἀνυπόστατου μοντέλου «Μπαχτίν».

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝ

῞Οταν λοιπὸν ὁ «ὑποκατάστατος» Μπαχτὶν τῆς πρώτης στροφῆς ἀναρωτιέται γεμάτος ἀπορία «γιατὶ οἱ γυναῖκες ἀγαποῦνε τόσο τὸν Μπαχτίν;», γιατὶ ὅταν «τὶς φτύνουνε» ὅταν «τὶς δέρνουνε» ἢ ὅταν «τὶς περιποιοῦνται» ἀκόμη, αὐτὲς στὸ μυαλὸ καὶ στὴ γλώσσα τους ἔχουν μόνο τὸ ὄνομα τοῦ «Μπαχτίν», δὲν καταλαβαίνει προφανῶς ποιόν ἐννοοῦν μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα. Γιατὶ δὲν ἐννοοῦν προφανῶς τὸν ἀληθινὸ δάσκαλο, τὸν σοφὸ φιλόσοφο, ποὺ εἶναι πεθαμένος πιά, ἀλλὰ ἐσένα ἐννοοῦν «ἐσένα θέλουν», τοῦ λέει ὠμὰ ὁ ᾿Αρμάος, ἐσένα παρονομάζουν «Μπαχτίν», καὶ δικαιολογημένα ἀφοῦ σὲ ἀκοῦν νὰ ἔχεις στὸ στόμα σου διαρκῶς τὸ ὄνομά του, νὰ εἶσαι τόσο συνεπαρμένος, τόσο «ἑτεροπροσδιορισμένος» ἀπὸ τὶς θεωρίες του, ποὺ δὲν εἶσαι πιὰ ἕνας ἄνθρωπος μὲ δική σου σάρκα καὶ δικά σου ὀστά, μὲ δική σου ταυτότητα καὶ προσωπικότητα, ἀλλὰ ἕνα φερέφωνό του. «Μπαχτίν» λοιπὸν εἶναι τὸ περιφρονητικὸ παρατσούκλι ποὺ σοῦ ἔχουν προσάψει οἱ γυναῖκες στὴν ὀδυνηρή τους ἀπελπισία ἀπὸ τὴν ἀνδρική σου ἀπραξία καὶ ὑπαρξιακή σου ἀπουσία.

ΨΕΜΑΤΑ

῾Ολόκληρη λοιπὸν ἡ πρώτη στροφὴ εἶναι γεμάτη «ψέματα». Ψεύτικος, κίβδηλος εἶναι ὁ ὁμιλητὴς καὶ ὡς ὀπαδός, ὡς ὑποκατάστατο ἢ φερέφωνο τοῦ Μπαχτὶν καὶ ὡς πρόσωπο χωρὶς δική του ταυτότητα. ῞Ενα μόνιμο, συνειδητό, καὶ ἀπελπιστικὸ ψέμα εἶναι στὸ στόμα τῶν γυναικῶν τὸ ὄνομα/παρατσούκλι τοῦ Μπαχτίν. ῞Ενα ψέμα στὴ σκέψη τοῦ ὁμιλητῆ εἶναι καὶ ἡ δῆθεν ἀγάπη τῶν γυναικῶν γιὰ τὸν Μπαχτίν. ῞Ολη αὐτὴ τὴν ψευδολογία καταγγέλλει ὁ ᾿Αρμάος μὲ τὸν ἐναρκτήριο ὅρο τῆς δεύτερης στροφῆς «Ψέματα», μὲ τὸ ἀρχικό του γράμμα γραμμένο/τονισμένο μὲ κεφαλαῖο. ῾Ο λόγος του μάλιστα φαίνεται νὰ φτάνει στ᾿ ἀφτιὰ τοῦ ἀναγνώστη καὶ ὡς ἀπεγνωσμένη κραυγὴ τοῦ ᾿Αρμάου μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν Βαβὲλ παρανόησης καὶ ἀσυννενοησίας· καὶ φαντάζει ἀκόμα πιὸ τραυματικὴ καθὼς ὁ ᾿Αρμάος ἀντιλαμβάνεται πὼς καὶ ὅσα ἀληθινὰ θὰ ἀποκαλύψει στὴ συνέχεια θὰ παραμείνουν στὸ στόμα του γράμμα κενό ― τίποτα δὲ θὰ διορθώσουν, καμιὰ ἀνταπόκριση δὲ θὰ βροῦν, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ ἔλλειψη μιὰ τρίτης διορθωτικῆς στροφῆς.

Οἱ φεμινίστριες γυναῖκες λοιπὸν δὲν «ἀγαποῦν» τὸν αὐθεντικὸ Μπαχτίν, «θέλουν» ἁπλῶς, ὅπως ἕνα θηλυκὸ ἀναζητάει μὲ ἐρωτικὴ μανία τὸ ἀρσενικό, ἐσένα, τὸν «Μπαχτίν» τους, ἕναν βαρβάτο ἄντρα, ποὺ ἀλίμονο ὅμως ἔχει χάσει καὶ τὸν ἀνδρισμὸ καὶ τὸ πρόσωπό του ― δὲν καταλαβαίνει πιὰ οὔτε πὼς εἶναι ἄντρας οὔτε πὼς ὡς «Μπαχτίν» εἶναι ψεύτικος, μιὰ καρικατούρα τοῦ φιλοσόφου, ὅπως καρικατούρα ἦταν καὶ ὁ μέντοράς του. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ «θέλουν» ἀπὸ σένα δὲν εἶναι ἡ πλατωνικὴ «ἀγάπη», ἀλλὰ τὸ γενετήσιο σωματικὸ ὄργανο (ἐγ)«κατάστατο» «ὑπό» σου, χαμηλά σου. Ἕνα ὑπο-κατάστατό σου  ποὺ μὲ αὐτὸ καὶ μόνο «βολεύονται». Τοὺς ἀρκεῖ αὐτό, τοὺς ἀρκεῖ νὰ ἡδονίζονται. Καὶ εἶναι τέτοιο καὶ τόσο τὸ βόλεμά τους, ποὺ πρόθυμα δέχονται φτυσίματα, ξυλοδαρμούς, ἐξευτελισμούς, ἀλλὰ καὶ λογῆς ψευτο-περιποιήσεις, ἐρωτικὲς φιλοφρονήσεις καὶ κολακεῖες. Σὲ αὐτὸ τὸ ὄργανό σου λοιπὸν ἔχουν κολλημένο τὸ μάτι καὶ τὴν ψυχή τους. Αὐτὸ ἐξάλλου τὸ ὄργανό σου ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ματαιώθηκε ἡ φεμινιστική τους ψευδο-ἐπανάσταση, ὁ ψεύτικος ἀγώνας τους νὰ ἀπεξαρτηθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἀπὸ τὸ γενετήσιο ὄργανό του, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ διαλέγονται καὶ ἑτεροπροσδιορίζονται ὡς θήλεα ὄντα αἰωνίως. ῾Η ἐπανάστασή τους ἐξάλλου «ματαιώθηκε» καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμα λόγο, γιατὶ ἀποδείχτηκε πὼς δὲν εἶχε νόημα: ὁ «αὐτοευνουχισμένος Μπαχτίν», ἕνα ἕρμαιο, ἕνα ἀποχαυνωμένο μυαλό, ποὺ δὲν τοῦ ἔχει ἀπομείνει στάλα ἐρωτικὴ ἐπιθυμία γιὰ νὰ συνευρεθεῖ καὶ νὰ συνυπάρξει μὲ τὴ γυναίκα ὡς ἐρωτικὴ σύντροφο, εἶναι μιὰ ἄλλη αἰτία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστη στὸ γεγονὸς πὼς ὁ εὐγενικός, ὁ ἐρωτικὸς καὶ ὑπερευαίσθητητος ᾿Αρμάος δὲν ἦταν οὔτε μισογύνης οὔτε ρατσιστής. Στὸ μυαλό του ἔχει μόνο μιὰ κατηγορία γυναικῶν, τὶς φεμινίστριες γυναῖκες ποὺ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ κι οὔτε μποροῦσαν ἐκ φύσεως νὰ εἶναι συνεπεῖς στὸ ἰδεολογικό τους κίνημα, καὶ ὄχι ἀσφαλῶς ὅλο τὸ γυναικεῖο φύλο.

῾Ο τελευταῖος στίχος ἑπομένως, κλειδὶ στὴν κατανόηση ὅλου τοῦ ποιήματος, πρέπει νὰ διαβαστεῖ μὲ τρεῖς τρόπους. ῾Η φράση «μὲ ἕνα σου ὑποκατάστατο» σημαίνει: 1) Τὸν ὀπαδὸ τοῦ Μπαχτίν, μιὰ καρικατούρα τοῦ φιλοσόφου, πλασμένη κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση ἀπὸ τὴ διαλογικὴ σχέση του μαζί του. 2) Τὸ γενετήσιο ὄργανό του ποὺ μ᾿ αὐτὸ «βολεύονται», ἑτεροπροσδιορίζονται δηλαδὴ σὲ ἐπίπεδο στεγνῆς ἡδονικῆς ἀπόλαυσης οἱ ψευδοφεμινίστριες γυναῖκες. Καὶ 3) ἕνα (αὐτὸ)εὐνουχισμένο «ὑποκατάστατο», τύπου «Μπαχτίν», τοῦ τύπου «ἑαυτὸς-μὴ-ἑαυτός», ποὺ καθιστᾶ μάταιη ὄχι μόνο στὴ σκέψη τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου, κάθε ἐπανασταστικὴ πνευματικὴ «παρέκκλιση», ἀφοῦ καὶ ὁ «ἕτερος» στὸν διαλογικὸ ἑτεροπροσδιορισμὸ δὲν εἶναι οὔτε ὂν ἀρσενικὸ οὔτε ὂν αὐτὸ καθαυτό, ἀλλὰ ἕνας ὅμοιος «ἑαυτὸς-μὴ-ἑαυτός», ποὺ χρειάζεται ἑτεροπροσδιορισμὸ κι αὐτὸς μὲ τὸν ἴδιο τρελὸ ἀναποτελεσματικὸ τρόπο.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΩΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΑΧΤΙΝ

Τὸ λάθος τοῦ Μπαχτὶν ἦταν πὼς εἶδε τὸν διάλογο μὲ ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο ἢ μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο (μὲ τὴν πιὸ εὐρεία σημασία τοῦ ὅρου, καὶ μὲ τὰ πολιτιστικὰ μορφώματα ἀκόμα) ὡς μέθοδο ὁλοκλήρωσης τῆς πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κατακολουθίαν ὡς τρόπο ὕπαρξής του, ἀφοῦ πνευματικότητα καὶ ὕπαρξη στὴ σκέψη τοῦ Μπαχτίν ταυτίζονται, καὶ ὀρθά. ᾿Εδῶ ἀκριβῶς ὁ ᾿Αρμάος ἀντιλέγει. ῾Ο ἔξω κόσμος, ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ μαζί τους ἕνα «ἐγώ» βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπο διάλογο, δὲν μποροῦν ἐπουδενὶ νὰ χρησιμεύσουν ὡς προσδιοριστικοὶ παράγοντες στὸ μέγα ὀντολογικὸ ζήτημα, ποὺ θέτει τὸ ἴδιο τὸ «ἐγώ» στὸν ἑαυτό του, στὸ μεῖζον ζήτημα τῆς ἀληθινῆς ταυτότητας, τοῦ «ποιός ὄντως εἶμαι»· ὅπου ἡ γλώσσα, ὡς συμπεφωνημένη κατασκευή, ὡς ἀνθρώπινη συνθήκη, ἀποδεικνύεται ἄχρηστη· γιατὶ ὁποιαδήποτε ἀπάντηση δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἔννοια/λέξη, προερχόμενη ἀπὸ αὐτὴν τὴ συνθήκη, καὶ ὄχι ἀποκαλυπτικὸς (καθ-)ὁριστικὸς μετασχηματισμὸς τῆς ἄγνωστης οὐσίας του. Γιατὶ κάθε «ἐγώ» νοεῖται στὴν συνειδησιακὴ περιοχή του ὡς κάτι αἰσθητὸ ἢ ἀντιληπτὸ μέν, πλὴν ὅμως καὶ ὡς κάτι ἀόριστο, κάτι ἀσύλληπτο ἢ ἀκατάληπτο, ταυτόχρονα. ῾Ο «ἄλλος» καὶ ὁ ἔξω κόσμος τοῦ Μπαχτὶν χρησιμεύουν μόνον ὡς παράγοντες διαμορφωτικοὶ ἰδιοτήτων καὶ γνωρισμάτων ποὺ ἤδη ἔχει κωδικοποιήσει, δέχεται καὶ ἀναγνωρίζει ὡς στοιχεῖα ταυτότητας μιὰ κοινωνία, μιὰ γλώσσα, καὶ ὄχι τὸ ἀπρόσιτο Πνεῦμα, ἂς ποῦμε, τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀληθινή, ἡ οὐσιαστικὴ αὐτεπίγνωση δὲν ἔρχεται οὔτε «ἀπέξω» οὔτε «ἀπομέσα», εἶναι ἄπιαστο πουλί. ῾Η δραματικὴ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας πιστοποιεῖ αὐτὸ καὶ μόνο: ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ἑτεροπροσδιορισμὸς τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο, ποὺ νὰ μὴν ἀποδείχτηκε ἀτελεσφόρητος αὐτοπροσδιορισμὸς τοῦ ὑποκειμένου καὶ μόνον. ῾Ο ἑτεροπροσδιορισμὸς ἑπομένως τοῦ «ἐγώ» ἀπὸ τὸν διάλογο μὲ τὸν «ἄλλο» ἢ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο εἶναι πέρα ὣς πέρα αὐταπάτη. Καὶ εἶναι τεράστια αὐταπάτη τοῦ Μπαχτὶν γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἑτεροπροσδιοριστεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, ὅταν αὐτὸς «ὁ ἄλλος» δὲν ὑπάρχει ὡς ὁλοκληρωμένος καὶ προσδιορισμένος ἑαυτός, ἀλλὰ βρίσκεται κι αὐτὸς σὲ κατάσταση ἑτεροπροσδιορισμοῦ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἢ ἀκόμα χειρότερο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀναζητᾶ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἑτεροπροσδιορισμό του. ῾Ο Μπαχτὶν μολονότι ἀντιλήφθηκε, δὲν ἐπέμεινε, ὅσο ξέρω τουλάχιστον, νὰ κάνει φύλλο καὶ φτερὸ πῶς ἀκριβῶς λειτουργοῦν οἱ ἀνύπαρκτες «ἀποκρίσεις» τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ ποτὲ αὐτὸς δὲν εἶναι ἑτεροπροσδιορισμένος, ἢ τοῦ ἄλαλου κόσμου σὲ ἕνα κάλεσμα γιὰ διάλογο. Δὲν θέλησε ἐπίσης νὰ δεῖ πὼς ὁ «ἄλλος» ἢ ὁ ἔξω κόσμος δὲν μετακομίζει ποτὲ ἀτόφυος ἢ αὐτούσιος στὴ συνειδησιακὴ περιοχὴ ἑνὸς «ἐγώ». Πὼς παραμένει ἀμετακίνητος, ἀκατάγνωστος καὶ ξένος πάντοτε «ἀπέξω». Πὼς μόνος προσδιοριστικὸς παράγοντας, ὁ ἀληθινὸς Πλαστουργὸς καὶ στὸν ἑτεροπροσδιορισμὸ δὲν εἶναι ὁ «ἄλλος» ἢ ὁ κόσμος, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ «ἐγώ-μή-ἐγώ». Γιατὶ τὸ «ἐγώ», ἡ Νοητική (του) Λειτουργία, ἡ ἀντιληπτική ἰδιότητα γενικὰ εἶναι ποὺ πλάθει, ποὺ δημιουργεῖ, ποὺ σκαρώνει ὁμοιώματα, ἀπεικάσματα, εἴδωλα τοῦ «ἄλλου» ἢ τοῦ κόσμου: ἔννοιες, εἰκόνες, ἀντιλήψεις τῶν δῆθεν ἀντιλήψεων τοῦ «ἄλλου». Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἡ διατύπωση τοῦ Χόλκβιστ ποὺ πλαγιογράφησα πιὸ πάνω: «Βλέπω τὸν ἑαυτό μου μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι μπορεῖ νὰ τὸν βλέπουν <= νὰ τὸν ἀντιλμβάνονται δηλαδὴ> οἱ ἄλλοι». Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ μὲ πειστικὸ τρόπο πὼς ὅ,τι βλέπει ὁ «ἄλλος» καὶ δὲν βλέπω «ἐγώ» μὲς στὸν ἴδιο χωρόχρονο, τὸ μεταφέρει «ὁ ἴδιος ὁ ἄλλος», ἀτόφυο καὶ αὐτούσιο, στὴν συνείδησή μου; Οὔτε ὁ «ἄλλος», οὔτε «ὁ κόσμος» μεταφέρονται «ἀπέξω» μέσα μου. ῞Ο,τι λοιπὸν ὀνομάζεται «μεταφορά» εἶναι ἄλλη μιὰ αὺταπάτη. Ποὺ παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις, ὅταν τὸ «ἐγώ» συνειδητοποιεῖ πὼς ἡ δημιουργικὴ ἀντιληπτική του ἰδιότητα ἀγνοεῖ φυσικὰ ἂν καὶ κατὰ πόσον αὐτὰ τὰ ἀντίγραφα συμπίπτουν ἀπὸ κάθε ἄποψη μὲ τὶς δῆθεν πρότυπες ἀντιλήψεις τοῦ «ἄλλου», ἂν δὲν εἶναι ἢ εἶναι στὸ τέλος αὐτόνομες παρανοήσεις, παραλλαγὲς ἢ ξεστρατίσματα ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀντιλήψεων τοῦ ἄλλου ἢ τῆς ἀλαλίας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. ῾Η μοναξιὰ καὶ ἡ ἀκοινωνησία σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο δὲν ἔχει ὅρια. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως καὶ ὁ Μπαχτὶν ἔδωσε τόση βαρύτητα στὸν ρόλο τῶν «ἐκφωνημάτων», τῶν ἀέναων ἀλλοιώσεων τῆς σημασίας τῶν λέξεων ἀπὸ τὰ λογῆς συμφραζόμενα, ποὺ ὑπονομεύουν καὶ μεταλλάσουν διαρκῶς τὸ δεδομένο περιεχόμενό τους, διαισθανόμενος τὴν τραγικὴ «μονολογικότητα», ὅπως μετονομάζει τὴ μοναξιά, τῶν διαλεγομένων μερῶν. Καὶ τὸ χειρότερο: μὲ τὶς πλασματικὲς αὐτὲς (ψευδο-)ἀντιλήψεις νὰ γίνονται ἀπὸ διάλογο σὲ διάλογο αἰτίες ἀτελείωτων ἑτεροπροσδιορισμῶν, τὸ κουβάρι τῶν παρανοήσεων, τῆς ἀσυνεννοησίας καὶ τῆς πολυφωνικῆς ἀκοινωνησίας δὲν ἔχει τέλος. ῾Η γλώσσα καταλήγει σὲ Βαβέλ. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἀντιλήψεις ἐκ τῶν πραγμάτων, ποὺ καθεαυτὰ δὲν ἔχουν οὔτε ἰδιότητες οὔτε γνωρίσματα ― ἡ ἀντιληπτικὴ ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὶς ζωολογίες, τὶ φυτολογίες, τὶς ἰχθυολογίες, τὶς ὀρυκτολογίες, τὶς μετερεωλογίες, τὶς γεωλογίες καὶ ὅλους τοὺς ἐπιστημονικοὺς ἢ θεσμοθετημένους κλάδους ποὺ τελειώνουν σὲ -λογίες· οἰκοδομώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ξανὰ ἕνα κλειστὸ κύκλωμα «ἐπιστημονικῶν» (συν-)ἐννοήσεων, παρανοήσεων, καὶ πλανῶν σὲ σχέση καὶ σύγκριση μὲ τὴν οὐδετερότητα καὶ τὴν ψυχρὴ ἀδιαφορία τοῦ Σύμπαντος.

῾Η ἰδέα τοῦ Μπαχτὶν ἐξάλλου πὼς ὁ ἑαυτός, τὸ ἐγώ, τὸ ὑποκείμενο εἶναι ἕνα κενὸ δοχεῖο ποὺ «πληροῦται» ἀπέξω, ἀντιφάσκει φανερὰ μὲ τὴν λειτουργία τῆς ἑτερότητας. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ὁ «ἑαυτός» νὰ εἶναι ἄδειος, νὰ μὴν βρίσκεται σὲ κατάσταση ψευδο-ἑτεροπροσδιορισμοῦ ἀπὸ τὸ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. ᾿Αφοῦ καὶ ὡς σκέτος «ἑαυτός-μὴ-ἑαυτός» εἶναι ἑτεροπροσδιορισμένος ἀπὸ τὴν «κενότητά» του, ἀπὸ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἰδιότητά του, ἀπὸ τὴν ἔννοια «ἑαυτός-μὴ-ἑαυτός», ἀπὸ μιὰν ἔννοια, μιὰ (συν-)αισθητὴ κατάστασή του, ὅσο ἄδεια ἢ πλαστὴ κι ἂν εἶναι, δεδομένου ὅτι, ὅπως δέχεται ὁ ἴδιος ὁ Μπαχτίν, «δὲν ὑπάρχει λέξη <ἔννοια> ποὺ νὰ μὴν ἀπευθύνεται σὲ κάποιον <σὲ κάποιο «ἐγώ»>» (61).

῾Ο ᾿Αρμάος μὲ τὸν τελευταῖο στίχο τοῦ ποιήματος, μὲ τὴν πλούσια σὲ νοήματα φράση «ἕνα σου ὑποκατάστατο», στηλίτευσε τὶς καταλυτικὲς ἀδυναμίες τῆς μπαχτινικῆς σκέψης, ποὺ ἀλίμονο ὅμως θὰ παραμείνουν σημαία τοῦ παραλογισμοῦ τῶν ὀπαδῶν του, μέχρι καὶ ἡ σημαία αὐτή, ἐκτεθειμένη στὶς ἀλλαγὲς τοῦ καιροῦ, διαβρωθεῖ, μουχλιάσει, σαπίσει καὶ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μιὰν ἄλλη διανοητικὴ «παρεκτροπή», ἀπὸ ἕνα ἄλλο ψευδο-«ὑποκατάστατό» της.

Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ

῾Ο ᾿Αρμάος μετὰ ἀπὸ ὅσα ὑπέδειξε στὸν ὀπαδὸ τοῦ Μπαχτίν, σωστὸ καὶ εὔλογο θὰ ἦταν σὲ μιὰ τρίτη στροφὴ νὰ ἀποτύπωνε τὴν ἀνταπόκριση τοῦ ἀποδέκτη. Δὲν ἔγραψε ὅμως ποτὲ αὐτὴ τὴν τρίτη στροφή. ῎Αφησε τὸ ποίημα νὰ τελειώσει στὴ δεύτερη στροφή, γιὰ νὰ ὑπαινιχθεῖ πὼς ὁ δῆθεν μπαχτινικὸς ὀπαδός, ποὺ διαμορφώνεται τάχα ἀπὸ τὸν διάλογο μὲ τὸν ἄλλο, κατὰ βάθος εἶναι ἕνας ἀσυνεπὴς μαθητής, ἀφοῦ δὲν ἀκούει τίποτα ἄλλο, ἔχοντας βουλωμένα τὰ ἀφτιά του σὲ ὅ,τι διαφορετικὸ τοῦ ἀπευθύνει ὁ «ἄλλος»· καὶ γιὰ νὰ ἀφήσει νὰ ἐννοηθεῖ ἐπίσης πὼς κάτω ἀπὸ τὸν μπαχτινικὸ διάλογο ἀκούγονται στὴν οὐσία δυὸ ἀμετάδοτοι μονόλογοι, φωνὲς ἀτομικὲς πνιγμένες στὸ σκοτάδι. Αὐτὴ ἡ ὑπαινικτικὴ ἀπουσία ἀφορᾶ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Μπαχτίν. ῾Η πληθώρα τῶν γραπτῶν του, ἡ ἐμμονή του στὶς ἰδέες του, καταμαρτυροῦν πὼς ἦταν ἀνοικτὸς στὸ διάλογο (ὅπως τὸν ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος) μὲ τὶς ἀξίες καὶ τὶς κατηγορίες ἄλλων ἐντελῶς διαφορετικῶν στοχαστῶν, ὣς ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ προσηλυτίσουν τὸ «ἐγώ» του, καὶ νὰ δημιουργήσουν ἕναν ἄλλο ἑαυτὸ διαφορετικὸν ἀπὸ τὸν αὐτοπροσδιορισμένον καὶ ἀκλόνητον μπαχτινικὸν ἑαυτό του. ᾿Ιδεοληψία, ματαιοδοξία, ἰσχυρογνωμοσύνη, φαρισαϊσμός, ― αὐτὲς εἶναι οἱ λέξεις ποὺ ἀνεβαίνουν ἄθελα στὸ μυαλό μου καὶ μὲ συνθλίβουν. ῾Ο ᾿Αρμάος μὲ τὴν ἀπουσία αὐτῆς τῆς τρίτης στροφῆς δὲν φιμώνει μόνον τὸν μπαχτινικὸ «ἄλλο», φιμώνει καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποσύρεται στὴν ἀμιλησία. Μὲ αὐτὴ τὴν διπλὴ φίμωση ὑποδηλώνει φυσικὰ τὴν ἑδραία ἀντίθεσή του στὴν θεωρία τοῦ Μπαχτὶν πὼς ὁ ἑτεροπροσδιορισμὸς μέσω τοῦ διαλόγου του εἶναι τάχα ὁ μόνος καὶ ἀληθινὸς τρόπος γιὰ νὰ ὑπάρξουμε. Καὶ τὰ δυὸ πρόσωπα τῶν δύο στροφῶν στὸ τέλος τοῦ ποιήματος παραμένουν σὲ ἀγεφύρωτη διάσταση, στὴν ἀποπνικτικὴ μοναξιὰ καὶ ἀμιλησία του ὁ καθένας σέ:

«μιὰ πολφώδη19 ὁμοιομορφία ὅθε μὲ φρούδους στοχασμοὺς
πασχίζουν νὰ ξεκορμίσουν τὰ ὅσα δὲ θὰ μοιραστοῦν μὲ κανένα
σὲ στίχους ποὺ βδελύσσονται τὴν εὔκολην ἀνάσα»

(«Ὅ,τι μπορεῖ ἕνα ποίημα», Βίαιες Ἐντυπώσεις, 344).

Μὲ τὴ σιωπὴ/χάσμα ποὺ μεσολαβεῖ ἀνάμεσα στὶς δύο στροφὲς καὶ συνεχίζεται καὶ ἔξω, μετὰ ἀπὸ τὸ ποίημα, ὡς μοναδικὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀλλεπάλληλων διαλόγων, ὁ ᾿Αρμάος ὑπαινίσσεται πὼς ὄχι μόνο ἡ δεύτερη στροφή, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίημα, ὁ λόγος ὁ δικός του δηλαδή, μάταια γράφτηκε. Τὸ κενὸ ποὺ λιμνάζει στὸν πάτο τῆς σιωπῆς ἔχει ὑπονομεύσει καὶ τὴ Σκέψη τοῦ Μπαχτὶν καὶ τὴν Τέχνη τοῦ ποιητῆ. Καθὼς ἀποσύρομαι λοιπὸν κι ἐγὼ σὲ αὐτὴν τὴ διπλοφιμωμένη σιωπὴ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ διαλόγου ποὺ εἶχα καὶ μὲ τὸν Μπαχτὶν καὶ μὲ τον ᾿Αρμάο, προτιμῶ νὰ ψελλίζω ὡς φερέφωνο τοῦ ποιητῆ καὶ ὄχι τοῦ φιλοσόφου, τὸν λυγμικό του στίχο:

«Μᾶς περισφίγγει ὁλόγυρα ἡ παρεκτροπὴ
῞Οπως τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ τὴν κόρη    ὡς θά ᾿λεγε κι ὁ ῎Αραβας ποὺ ξέρετε».

Α. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

1-25 Σεπτεμβρίου 2021/19 Δεκεμβρίου 2022,
Μπούφα-Βόλος

*

 ~ . ~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) ῎Αλλες ἀναφορὲς στὸν μπαχτινικὸ διάλογο, ποὺ πρέπει νὰ εἶχε ὑπόψη του ὁ ᾿Αρμάος, εἶναι 1) ὅσα γράφει ὁ Γιάννης Κιουρτσάκης στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου Μιχαὴλ Μπαχτίν, ῎Επος καὶ Μυθιστόρημα, ποὺ μετέφρασε ὁ ἴδιος (Πόλις 1995)· 2) ὅσα γράφει ἡ Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη σὲ μιὰ σύντομη παρουσίαση τῆς μπαχτινικῆς θεωρίας δημοσιευμένη στὸ ἀφιέρωμα τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ᾿Ελευθεροτυπίας (3.11.2000) καὶ 3) ὅσα προσθέτει ὁ Δημήτρης Τζιόβας καὶ πάλι μὲ ἕνα ἐπίμετρο στὸν τόμο Μπαχτίν, «Ζητήματα τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ντοστογιέφσκι» (Πόλις 2000) τιτλοφορούμενο ῾Η αἰσθητικὴ τῆς ἄλλης φωνῆς καὶ ἡ ῎Αρνηση τῆς τελεολογίας. Τὰ δυὸ βιβλία τοῦ Μπαχτὶν «῎Επος καὶ Μυθιστόρημα» καὶ «Ζητήματα τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ντοστογιέφσκι» ὑπάρχουν στὴ βιβλιοθήκη τοῦ ποιητῆ.

(2) Δική μου ἡ πλαγιογράφηση.

(3) Λέξεις σὲ γωνιακὲς ἀγκύλες <. . .> εἶναι προσθῆκες/ἐπεξηγήσεις δικές μου.

(4) «῾Ο ὅρος ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴν παρούσα μελέτη», γράφει προειδοποιητικὰ ὁ Χόλκβιστ, « . . . εἶναι ἡ  διαλογικότητα , ἕνας ὅρος ποὺ σπεύδω νὰ σημειώσω, δὲν χρησιμοποιήθηκε ποτὲ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Bakhtin» (42), γιατὶ αὐτός, σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο «διάλογο»: «῾Ο  διάλογος  εἶναι παρών, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, σὲ ὅλα τὰ σημειωματάρια ποὺ διατηροῦσε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς νεότητας μέχρι τὸ θάνατό του, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν» (43)· «ὅλα <λοιπὸν> τὰ γραπτὰ τοῦ Bakhtin . . . ἐλέγχονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ διαλόγου» (43).

(5) Σὲ ἄλλα μέρη τοῦ βιβλίου ὁ Χόλκβιστ χρησιμοποιεῖ μὲ τὴν ἴδια σημασία τοὺς ὅρους «ὑποκειμενικότητα» καὶ «ἐγώ».

(6)  Οἱ θεμελιώδεις ἔννοιες τῆς νόησής (του), ποὺ δὲν ἐπιδέχονται περαιτέρω ἀνάλυση, ὅπως οἱ δέκα κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη, ποὺ περιγράφουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο˙ οἱ ἔννοιες τῆς ὑπόστασης, τῆς ποσότητας, τῆς ποιότητας, τῆς ἀναφορᾶς, τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου κλπ.

(7) Πλαγιογραφῶ τὶς λέξεις αὐτὲς γιατὶ εἶναι καίριες τῆς κριτικῆς ποὺ ἀσκεῖ ὁ ᾿Αρμάος στὴ σκέψη τοῦ Μπαχτίν, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω.

(8) Οἱ ἕλληνες μελετητὲς τοῦ Μπαχτὶν γιὰ νὰ δηλώσουν αὐτὸ τὸ «ἔξω», χρησιμοποιοῦν τὸν νεολογισμὸ «ἐξωτοπία» μὲ τὴν σημασία τοῦ «νὰ βρίσκεσαι ἐκτός», τοῦ «κεῖσθαι ἐκτός». ῾Ο ὅρος ἀποτελεῖ μεταλφαβητισμὸ τοῦ ἀγγλικοῦ  exotopy.  ῾Ο Χόλκβιστ ἀπὸ τὴν πλευρά του χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο outsideness /«ἐξωτερικότητα» (Μιχαὴλ Μπαχτίν, Δοκίμια Ποιητικῆς, μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικὰ Γιώργου Πινάκουλα, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης. ῾Ηράκλειο 2014, σ. ΧΙ-ΧΙΙ).

(9) Δὲν εἶναι σαφὲς τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Χόλβιστ μὲ τὸν ὅρο «ἀντικείμενο». ῎Αλλες διατυπώσεις σὲ ἄλλα μέρη τοῦ βιβλίου του ὡστόσο ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ πὼς ὁ διάλογος δὲν διεξάγεται μόνο μεταξὺ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ὑπόλοιπου μὴ νοήμονος κόσμου (ζώων, φυτῶν, ὑλικῶν πραγμάτων) ἢ ἀκόμη καὶ τῶν ποικίλων  μορφῶν πολιτισμοῦ. ῾Ο Τζιόβας γιὰ νὰ δηλώσει αὐτὴν τὴν διεύρυνση χρησιμοποιεῖ, ὑποθέτω, τὸν εὐρύτατο ὅρο «περιβάλλον».

(10) Μὲ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς «ἕνα ἀφηρημένο καὶ ὁμοιογενὲς σύστημα, αὐστηρὰ προσδιορισμένο ὡς πρὸς τοὺς κανόνες καὶ τὶς ἐξαιρέσεις του καὶ δεδομένο μιὰ γιὰ πάντα» (Κιουρτσάκης, Καρναβάλι καὶ Καραγκιόζης, 138), γιατὶ εἶναι «ζωντανὸς λόγος: ἕνας λόγος ποὺ ζεῖ, μὲ τὴ σειρά του, μόνο χάρη στὸν διάλογο» (Κιουρτσάκης, ὅ. π. 138)· καθότι «εἶναι ἕνα συνεχὲς γίγνεσθαι ἐν προόδῳ: ἕνα φαινόμενο ποτὲ ἕτοιμο καὶ τελειωμένο, ἀλλὰ συνεχῶς ἐξελισσόμενο, τὸ ὁποῖο, κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχει, δὲν μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ <καθ᾿ ἑαυτὸ> συγχρονικά» (Κιουρτσάκης, ὅ. π. 139), ὡς κάτι αὔταρκες καὶ αὐτόνομο.

(11) Κιουρτσάκης, ῎Επος καὶ μυθιστόρημα, 13.

(12) Κιουρτσάκης, ὅ. π. 12.

(13) Κιουρτσάκης, ὅ. π. 12.

(14) Κιουρτσάκης, ὅ. π. 13.

(15) ῾Η ᾿Αλεξάνδρα ᾿Ιωαννίδου, μεταφράστρια τῆς μονογραφίας Ζητήματα τῆς ποιητικῆς τοῦ Ντοστογιέσφσκι, σχολιάζοντας τὸν γλωσσικὸ κώδικα τοῦ Μπαχτίν, πληροφορεῖ πὼς «ἡ ὁρολογία τοῦ Μπαχτὶν καὶ εἰδικότερα ἡ σωρεία νεολογισμῶν καὶ νέων ὅρων ποὺ χρησιμοποιεῖ γνωρίζουν ἐδῶ <στὴ μετάφρασή της> μιὰ πρώτη μετατροπὴ ἀπὸ τὸ ρωσικὸ πρωτότυπο στὴν ἑλληνικὴ χωρὶς νὰ ἀπαντοῦν σὲ παλαιότερες ἀνάλογες προτάσεις» (456). Σὲ μιὰ σημείωση ποὺ προσάπτει σὲ αὐτὸ τὸ σχόλιό της περιγράφει ἀρκετὰ παραστατικὰ τὸ δράμα τοῦ μπαχτινικοῦ κώδικα: «Δὲν εἶναι παράδοξο ποὺ ὁ αὐθόρμητος, χειμαρρώδης λόγος τοῦ Ρώσου στοχαστῆ γιὰ πολλοὺς μεταφραστὲς ἀποτέλεσε σπαζοκεφαλιά. ῾Η V. Adamantova . . . ἐπισημαίνει ὅτι οἱ διαφορὲς στὴν κατανόηση τοῦ ἔργου τοῦ Μπαχτὶν ἀπὸ γλώσσα σὲ γλώσσα δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀποδίδονται τόσο στὶς ἑκάστοτε μεταφράσεις ὅσο στὸν τρόπο ποὺ ἔγραφε ὁ Μπαχτὶν καὶ εἰδικότερα στὴν τάση του νὰ χρησιμοποιεῖ νεολογισμοὺς καὶ πολύσημους ὅρους. ῾Η Caryl Emerson μὲ τὴ σειρά της μιλάει γιὰ ὑβριδικὲς μεταφράσεις, ὅπου συχνὰ ὁ μεταφραστὴς στὴν ἀπελπισία του θέτει τοὺς πρὸς μετάφραση ὅρους σὲ εἰσαγωγικά, προκειμένου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ δύσκολη θέση» (462).

(16) ῞Οπως τὰ δύο ἑρμηνευτικὰ λεξιλόγια φερειπεῖν ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ προσάψει ὁ Γιῶργος Πινάκουλας, στὸν τόμο τῶν Δοκιμίων Ποιητικῆς τοῦ Μιχαὴλ Μπαχτίν, (ὅ.π. σσ. xi-xv καὶ 242-245).

(17) ῞Οπως βεβαιώνει ὁ Holquist: «῾Ορισμένα θέματα ἔχουν δεσπόζοντα ρόλο στὸν χείμαρρο βιβλίων καὶ ἄρθρων ποὺ ἐμφανίστηκαν τὴν τελευταία δεκαετία καὶ ἐρμηνεύουν, ἰδιοποιοῦνται ἢ, ἀλλιῶς θέτουν τὸν Bakhtin σὲ διάλογο μὲ ἄλλα θέματα. . . Στὴν πλούσια φιλολογία τοῦ Φεμινισμοῦ ὁ Bakhtin ἀναφέρεται συχνά, ἐπειδή, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθεῖ, ἡ διαλογικότητα διαταράσσει τὴν πατριαρχικὴ ἁρμονία καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἀπελευθέρωση μιᾶς γυναικείας φωνῆς» (304). «Παρὰ τὴ λανθάνουσα πατριαρχικὴ προκατάληψη ποὺ διαφαίνεται στὶς ἀπόψεις του, τὸ ἔργο τοῦ Μπαχτὶν προσέφερε ἀκόμη καὶ στὴ φεμινιστικὴ κριτικὴ τὴ δυνατότητα γιὰ οἰκειοποίηση μὲ τὸ νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ διακρίσεις τοῦ φύλου (ποὺ δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν ἴδιο) στὸ κοινωνικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἑτερογλωσσίας», πληροφορεῖ καὶ ὁ Δημήτρης Τζιόβας στὸ ἐπίμετρό του στὸ βιβλίο Μπαχτίν, Ζητήματα τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ντοστογιέφσκι (471).

(18) ῾Η ἀντωνυμία «σου» ἔχει διπλὴ σημασία. Συνδηλώνει καὶ τὸ «μόρφωμα» καὶ τὸν δημιουργό του, ποὺ ἐντέλει εἶναι ὁ ἑαυτὸς καὶ μόνον τοῦ ὁμιλητῆ.

(19) ῾Ο ὅρος «πολφώδης», γλωσσοπλαστία τοῦ ᾿Αρμάου, παραπέμπει στὴν εἰκόνα τῶν λεπτότατων ζυμαρικῶν/μακαρονιῶν, τύπου φιδέ, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴ μηχανὴ ὁμοιόμορφα ὅλα καὶ χρησιμοποιοῦνται ὡς τροφὴ ἀσθενῶν ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάρρωση.

*

Advertisement