ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό.

Στους αγαπημένους τί κακό,
στα ταιράκια τί χτυπιά τσακίστρα!
Σπέρνω θέρμη και θανατικό,
των αγερικών κυρά ξορκίστρα.

Στα ταιράκια τί χτυπιά τσακίστρα!
Παίρνω μιας παιδούλας τη θωριά,
των αγερικών κυρά ξορκίστρα,
και ξυπνώ τον έρωτ’ απαλά.

Της καλής του παίρνω τη θωριά,
κι ο λεβέντης δένεται και στέκει,
και ξυπνώ τον έρωτ’ απαλά,
κι έξαφνα ξεσπάς, αστροπελέκι!

Ο λεβέντης δένεται και στέκει,
το φιλί μου σα νεροποντή,
κι έξαφνα ξεσπάς, αστροπελέκι!
Σα γελώ, εκδικήτρα είμαι βροντή.

Το φιλί μου σα νεροποντή·
κι αν η όψη μου είναι το φεγγάρι,
σα γελώ, εκδικήτρα είμαι βροντή.
Με ντροπιάζει τράγινο ποδάρι.

Αν η όψη μου είναι το φεγγάρι,
κι η φωνή μου η βρύση η κελαηδούσα,
με ντροπιάζει τράγινο ποδάρι.
Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα.

Πολιτεία και μοναξιά (1912)· Άπαντα, τομ. 5 (ΙΚΠ, 2019)

~.~

ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ

Της ζωής μου

Μια αγάπη μάγισσα, κι η πρώτη μου,
μικρό δεντρί προτού βλαστήσει
μαράθηκε, μαζί κι η νιότη μου
πριν τ’ όνειρό της το αναστήσει.

Μικρό δεντρό προτού βλαστήσει
το μάρανεν η λησμονιά.
Πριν τ’ όνειρό της το αναστήσει
έφυγε η νιότη με απονιά.

Μα δε μαραίνει η λησμονιά,
τον πόθο για μια αγάπη μάγισσα.
Κι έφυγε η νιότη με απονιά,
μα την καρδιά μου δεν τη σφράγισα.

Τον πόθο για μια αγάπη μάγισσα
θα τον κρατεί η στερνή μου ανάσα.
Και την καρδιά μου δεν τη σφράγισα,
μια αγάπη είναι η ζωή μου πάσα.

Θα τον κρατεί η στερνή μου ανάσα
με την ψυχή μου συντροφιά.
Μια αγάπη είναι ζωή μου πάσα
κι η λύπη μου μιαν ομορφιά.

Με τη δική σου συντροφιά,
τ’ όνειρο ζω, που νιος το χάλασα.
Κι η λύπη μου μιαν ομορφιά,
σαν τη γαληνεμένη θάλασσα.

Εκ βαθέων (1927)

~.~

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Παντούμ

Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.

Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.

Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει.

Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα·
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει
αν τύχει κι ανάψει βουβή πολεμίστρα.

Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θά ʼβρεις να δώσει ένα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θά ʼβρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι.

Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι
δεν είναι ο ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.

Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

Νέα Εστία, τχ. 122 (1932)· Ποιήματα (1981)

~.~

ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

Παντούμ

Ζητώ να δώσω την ψυχή μου
στον πλάστη της, τον Σατανά,
μέσα στη φρίκη της ερήμου,
κει που, μονάχος αγρυπνά.

Στον πλάστη της, τον Σατανά,
η γνώση θέλει να επιστρέψει,
κει που, μονάχος, αγρυπνά,
χαλκεύοντας τη μαύρη σκέψη.

Η γνώση θέλει να επιστρέψει
μες στην πρωταρχική πηγή,
χαλκεύοντας τη μαύρη σκέψη
πέρ’ απ’ τον χρόνο και τη γη.

Μες στην πρωταρχική πηγή
μιας φύσης που ’ναι πεθαμένη,
πέρ’ απ’ τον χρόνο και τη γη
κοσμική μνήμη με προσμένει.

Μιας φύσης που ’ναι πεθαμένη
ζει η φλέβα, και με καρτερεί.
Κοσμική μνήμη με προσμένει,
πρωτεϊκή μνήμη, δροσερή.

Ζει η φλέβα, και με καρτερεί
μέσα στη φρίκη της ερήμου.
Πρωτεϊκή μνήμη, δροσερή,
ζητώ, να δώσω την ψυχή μου.

Σπουδή του κακού (1937)

~.~

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Παντούμ

Τα χείλη σου δος μου και κοίτα τ’ αστέρια.
Τα χείλη σου καίνε. Ψυχρό το κορμί σου.
Η Μοίρα σφραγίζει τα δυο σου τα χέρια
στη νύχτα να κρύψεις βαθιά την ορμή σου.

Τα χείλη σου καίνε. Ψυχρό το κορμί σου
τα νέφη κυλούνε μπροστά στο φεγγάρι.
Στη νύχτα να κρύψεις βαθιά την ορμή σου
λεπίδι πυρό σε βελούδο θηκάρι.

Τα νέφη κυλούνε μπροστά στο φεγγάρι
ο Νότος σπαράζει στων δέντρων τα κλώνια.
Λεπίδι πυρό σε βελούδο θηκάρι
κυλάν μες στη νύχτα χιλιάδες τα χρόνια.

Ο Νότος σπαράζει στων δέντρων τα κλώνια,
τραβήξαν οι κύκλοι και φεύγουν για πέρα.
Κυλάν μες στη νύχτα χιλιάδες τα χρόνια.
Ποιοι μάγοι έχουν κλέψει και κρύψει τη μέρα;

Τραβήξαν οι κύκνοι και φεύγουν για πέρα·
σπαράζει από τρόμο κι ορμή το κορμί σου.
Ποιοι μάγοι έχουν κλέψει και κρύψει τη μέρα;
Η νύχτα για μας δεν θα σβήσει. Κοιμήσου,

Σπαράζει από τρόμο κι ορμή το κορμί στο
με χέρια που καίνε ποτέ μη μ’ αγγίσεις.
Η νύχτα για μας δεν θα σβήσει. Κοιμήσου.
Και σκέψου όταν φύγεις ποιον κόσμο θ’ αφήσεις.

Με χέρια που καίνε ποτέ μη μ’ αγγίσεις.
Το δέος στοχάσου της όμορφης ώρας
και σκέψου όταν φύγεις ποιον κόσμο θ’ αφήσεις
για νάϊδεις το θάμπος της άγνωστης χώρας.

Το δέος στοχάσου της όμορφης ώρας.
Μπορείς να μ’ αγγίσεις κι ας καίνε τα χέρια.
Για νάϊδεις το θάμπος της άγνωστης χώρας
τα χείλη σου δος μου και κοίτα τ’ αστέρια.

Πειραϊκά Γράμματα, τχ, 11-12 (1943)

~.~

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

Παντούμ

Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.
Δεν λογαριάζεις τον κίνδυνο της ευτυχίας.
Το κεφάλι σου είναι ένα μαύρο περισκόπιο
που το βγάζεις συχνά στον ουρανό.

Τα ποτάμια κυλούν τα νερά τους
σε βρώμικες σιδερένιες κοίτες.
Χορτάρι φυτρώνει στο πρόσωπό σου.
Στα πόδια σου ανεβαίνει η υποψία

πως κάτι δεν πάει καλά με το χώμα.
Στο δέρμα σου κολλούν τα λίγα ένσημα της αγάπης.
Αυτοκίνητα τρέχουν σταματημένα.
Κι όλα τούτα τα ονομάζεις ζωή.

Το κεφάλι σου είναι ένα μαύρο περισκόπιο.
Σε βρώμικες σιδερένιες κοίτες.
Πως κάτι δεν πάει καλά με το χώμα.
Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.

Τα γόνατα της Ρωξάνης (1981)· Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014 (2015)

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ

Φονικό

Στον Κώστα Κουτσουρέλη ανθ’ εκατονταπλασίων

Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα.
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκυάλι,
Μα το λεπίδι πρόφταξε     κανείς δεν το καρτέρα.

Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι,
Μα το λεπίδι πρόφταξε     κανείς δεν το καρτέρα.
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.

Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι
Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.
Ξέραμε     και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει πότε θά ’ρτει

Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη. . .
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια. . .
Ξέραμε    και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια.

Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Που νοσταλγοί ψελλίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.

Ποιήματα ΙΙ (1985)· Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007 (2009)

~.~

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ

[Η ώρα της πια έγερνε, κι εστράφη]

ἡ δὲ γυνὴ αὐτοῦ ἐστράφη εἰς τὰ
ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός.
ΓΕΝΕΣΙΣ, ιθ΄ 26

Η ώρα της πια έγερνε, κι εστράφη
κρυφά απ’ τους δικούς της, που βαδίζαν,
τὸν τόπο της να δει· κι είδε σκοτάδι
κι άκουσε να φυσά πικρός αέρας.

Κρυφά απ’ τους δικούς της, που βαδίζαν,
εστάθη, μυγδαλιά μέσα στο χιόνι·
κι άκουσε να φυσά πικρός αέρας.
στον τόπο της, που εχάθη, να την διώχνει.

Εστάθη, μυγδαλιά μέσα στο χιόνι·
κι ακίνητη ως τη στόλιζαν νιφάδες,
στον τόπο της, που εχάθη, να την διώχνει
ως έλιωνε, το χιόνι τής εφάνη.

Κι ακίνητη ως τη στόλιζαν νιφάδες,
στο μάγουλό της κύλησε ένα δάκρυ:
πως έλιωνε το χιόνι τής εφάνη.
Η ώρα της πια έγειρε κι εχάθη.

Τρίτον από της αληθείας (1988)

~.~

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ

Παντουμάκι

Ανάβει το φως μες στη διάφανη ημέρα
το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
γλυκό λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.

Το φως που ακουμπά σ’ έναν κόσμο σκοτάδι
γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού τη σελήνη
γλυκά λαμπυρίζει του πόθου το λάδι.
κι η νύχτα που αυξάνει τη ζώνη σού λύνει.

Γλιστρά στου ψαριού σου κορμιού τη σελήνη
το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
κι η νύχτα που αυξάνει τη ζώνη σού λύνει
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη.

Το χέρι τ’ απλό που διαβάζει την ύλη
διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
σ’ αφήνει στου κοίλου σπασμού την καμπύλη
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι.

Διδάσκει στον νου το τερπνό μεσημέρι
καθώς κυβερνάς στην σιγή ατμοσφαίρα
ν’ ανθίζεις της πίκρας το ελάχιστο αστέρι
ανάβει το φως μες στη διάφανη ημέρα.

Το βιβλίο της Μαριάννας (1993)· Ποιήματα (2009)

~.~

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

[Άσε τα χρόνια να κυλήσουν ώς εδώ]

Άσε τα χρόνια να κυλήσουν ως εδώ,
η μέρα σκόρπισε στον άνεμο σαν γύρη,
φυσά σκοτάδι και στην έρημη οδό
ο μέγας Ίμερος τα μάγια του θα σπείρει.

Η μέρα σκόρπισε στον άνεμο σαν γύρη,
σμίγουν στις πόρτες οι σκιές με τα σκοτάδια,
ο μέγας Ίμερος τα μάγια του θα σπείρει
στις χαραμάδες όλο ψίθυρους και χάδια.

Σμίγουν στις πόρτες οι σκιές με τα σκοτάδια,
κάπου θροΐζουν οι μισάνοιχτες ποδιές,
στις χαραμάδες όλο ψίθυρους και χάδια.
οι ασημένιες χαραμίζονται βραδιές.

Κάπου θροΐζουν οι μισάνοιχτες ποδιές,
τα χρόνια φεύγουν σαν τοπίο που αδειάζει,
στις χαραμάδες όλο ψίθυρους και χάδια,
η μέρα κόπηκε σε κήπο που βραδιάζει.

Τα χρόνια φεύγουν σαν τοπίο που αδειάζει,
φυσά και σκόρπισαν τα μάγια στον αέρα,
η μέρα κόπηκε σε κήπο που βραδιάζει,
κι έχει βραδιάσει ο καιρός σε άλλη μέρα.

Φυσά και σκόρπισαν τα μάγια στον αέρα,
εδώ που κάθομαι χωρίς να τραγουδώ,
κι έχει βραδιάσει ο καιρός σε άλλη μέρα,
άσε τα χρόνια να κυλήσουν ως εδώ.

10.Χ.96

Μπαλάντες και περιστάσεις (1997)

~.~

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ
(Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ)

Οι φώκιες θρηνούν (Παντούμ μονόχορδο)

Φύκια ’ναι τα στεφάνια της
κοχύλια τα προικιά της . . .
ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Φύκια κοχύλια νεκρά κοράλλια
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Οι φώκιες θρηνούν μ’ έναν τρόπο δικό τους.
Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει
(πού πας Ακριβούλα στον πάτο του σκότους;)
και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι.

Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει.
Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα
και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι,
πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα.

Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα
σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια
πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα
και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια.

Σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια
τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι
και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια
κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει.

Τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι
σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια
κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει
τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.

Σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια
κοιμούνται οι ψυχές μ’ αγκαλιά τον καημό τους.
Τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.
οι φώκιες θρηνούν μ’ έναν τρόπο δικό τους.

Ποίηση, τχ. 12 (1998)

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

Παντούμ

στον Νάσο Βαγενά

Λάδι της νύχτας. Μηνίσκος κοφτερό γυαλί.
Αλλιώς: χαλάζι αόρατο θα βρέξει.
Στο στήθος πυροβολισμός η πρώτη λέξη.
Παγώνει το αίμα, πέτρινο κλαδί.

Αλλιώς: χαλάζι αόρατο θα βρέξει.
Γαλάζιες φλόγες στάζουν στο τραπέζι.
Από τα μέρη του θανάτου αν θες να φέξει
σμίξε με τις σκιές στο θέατρο που παίζει.

Γαλάζιες φλόγες στάζουν στο στασίδι.
Αποκρυπτογραφείς το σχήμα των πραγμάτων
με τη σιωπή, Μενέλαε Σολεϊμετζίδη.
Άνοιξη· λύπη θαλερή στο βυθό των σωμάτων.

Αποκρυπτογραφείς το σχήμα των πραγμάτων.
Τα οικόπεδά σου λάμπουν στη σελήνη.
Στο πατρικό σου με κερνούν μαύρο κονιάκ οι κάτω
και με κοιτούν αμίλητοι για ό,τι είναι να γίνει.

Τα οικόπεδά σου λάμπουν στη σελήνη.
Φυτεύεις κήπους μουσικής για τους λαθραίους.
Στον τόπο αυτό πουλί δεν έχει μείνει.
Ο ουρανός πονά τους αρουραίους.

Λατομείο, 2002

~.~

ΛΙΛΗ ΝΙΟΡΚΗ

Παντούμ

της Κατερίνας και της Κέλλυς

Τη στιγμή στο κορμί σου κρατάς ζηλεμένα
τα φορέματα αστράφτουν στον καθρέφτη της σάλας
τα πατώματα τρίζουν τα μάτια αναμμένα
τα τακούνια αντηχούν στα πλακάκια της σκάλας

Τα φορέματα αστράφτουν στον καθρέφτη της σάλας
τζαμωτά δακρυσμένα το φως διυλίζουν
τα τακούνια αντηχούν στα πλακάκια της σκάλας
πλατανόφυλλα γύψινα τα γείσα στολίζουν

Τζαμωτά δακρυσμένα το φως διυλίζουν
παγωμένη η ανάσα του σπιτιού σε τυλίγει
πλατανόφυλλα γύψινα τα γείσα στολίζουν
σκούρα έπιπλα, τούλια και η σόμπα είναι λίγη

Παγωμένη η ανάσα του σπιτιού σε τυλίγει
τα τακούνια σου ανάψαν φωτιές στα πλακάκια
σκούρα έπιπλα, τούλια και η σόμπα είναι λίγη
καμφορά και μπαγιάτικος καπνός στα τασάκια

Τα τακούνια σου ανάψαν φωτιές στα πλακάκια
ο ζεϊμπέκικος μες στο μυαλό σου γυρίζει
καμφορά και μπαγιάτικος καπνός στα τασάκια
πατσουλί και μπαχάρι το δέρμα σου αχνίζει

Ο ζεϊμπέκικος μες στο μυαλό σου γυρίζει
τα πατώματα τρίζουν τα μάτια αναμμένα
πατσουλί και μπαχάρι το δέρμα σου αχνίζει
τη στιγμή στο κορμί σου κρατάς ζηλεμένα

Ιστολόγιο «Ασκήσεις των μικρών ωρών» (2007)

~.~

ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

Παντουμάκι

Ε κ ε ί ν ο ι  κρατούν έναν κόσμο δικό τους.
Εγώ –φυλαχτείτε– κρατάω πιστόλι.
Αρχίζουν οι στίχοι, με το μυστικό τους.
Διαβάζουν, μετράνε, τα νούμερα όλοι.

Εγώ –φυλαχτείτε– κρατάω πιστόλι
στη νύχτα, και ψάχνω ευθεία το στόχο.
Διαβάζουν, μετράνε, τα νούμερα όλοι.
– Πέντε κι εφτά, συμπληρώσαμε ; – Το ’χω. . .

Στη νύχτα, και ψάχνω ευθεία το στόχο:
Χαϊκού ή σονέτο ή και παντουμάκι.
– Πέντε κι εφτά, συμπληρώσαμε ; – Το ’χω. . .
και γίνετ’ ο στίχος, απλό ένα στιχάκι.

Χαϊκού ή σονέτο ή και παντουμάκι –
μετρήστε, στενέψτε και βρείτε πατρόν
και γίνετ’ ο στίχος, απλό ένα στιχάκι.
Τη δόξα ζηλώστε λοιπών ποιητών.

Μετρήστε, στενέψτε και βρείτε πατρόν
και γράψτε, να σκάσουν από το κακό τους.
Τη δόξα ζηλώστε λοιπών ποιητών –
ε κ ε ί ν ο ι  κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

Ποιείν (ηλεκτρ. περιοδικό, 2008)

~.~

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Ευρυτανικό παντούμ

όταν σε πενταώροφα πνίγανε τα ποτάμια
Δ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

Στο φρύδι εδώ του Τυμφρηστού, ψηλά στο Καρπενήσι,
δασoς τα φώτα ολόγυρα ρίχνουν κλαδιά πλοκάμια,
μπαρ ορεσίβια και σαλέ με φάτσα θέα τη φύση,
κάτω απ’ τα πενταώροφα πνιγμένα τα ποτάμια.

Δάσος τα φώτα ολόγυρα ρίχνουν κλαδιά πλοκάμια,
στις στέγες σέρνεται πηχτή μια ομίχλη σαν του βάλτου,
κάτω απ’ τα πενταώροφα πνιγμένα τα ποτάμια,
τσουλούν τα τετρακίνητα στο τσόφλι της ασφάλτου.

Στις στέγες σέρνεται πηχτή μια ομίχλη σαν του βάλτου,
μι αφίσα από σχολή χορού (Τango! Samba! Μπαλέτο!),
τσουλούν τα τετρακίνητα στο τσόφλι της ασφάλτου,
όμως το χιόνι το πολύ αργεί να πέσει εφέτο.

Μι’ αφίσα από σχολή χορού (Τango! Samba! Μπαλέτο!),
λάτρεις των λιφτ, σκιέρ σκυφτοί, μαιτρ τρομεροί του πάγου,
όμως το χιόνι το πολύ αργεί να πέσει εφέτο
κι όλοι της πίστας οι πιστοί μέρες αργές διάγουν.

Λάτρεις των λιφτ, σκιέρ σκυφτοί, μαιτρ τρομεροί του πάγου
πιάνουν κουβέντα ενώ ρουφούν παχύ latte macchiato,
όλοι της πίστας οι πιστοί μέρες αργές διάγουν
κι ανόρεχτα τσιμπολογούν βουτήματα απ’ το πιάτο.

Πιάνουν κουβέντα ενώ ρουφούν παχύ latte macchiato,
στα ρεστωράν και στα καφέ ψάχνουν να βρουν μια λύση
κι ανόρεχτα τσιμπολογούν βουτήματα απ’ το πιάτο,
στο φρύδι εδώ του Τυμφρηστού, ψηλά στο Καρπενήσι.

Ιστολόγιο «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» (2009)· Η Ελλάς των Ελλήνων (2021)

~.~

ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Το καρνάγιο του χρόνου

Δεν υπάρχει ελπίδα στο καρνάγιο του χρόνου
μόνο πίσσα και πίκρα και σκυμμένα κεφάλια
αργολειώνουμε μόνοι στην κουβέρτα του πόνου
σαν τους γλάρους που σβήνουν στ’ αραγμένα ποστάλια.

Μόνο πίσσα και πίκρα και σκυμμένα κεφάλια
οι χαρές φωσφορίζουν μα κανείς δεν τις πιάνει
σαν τους γλάρους που σβήνουν στ’ αραγμένα ποστάλια
τριγυρνάμε στο ίδιο στοιχειωμένο λιμάνι.

Οι χαρές φωσφορίζουν μα κανείς δει τις πιάνει
το τρελό καλεντάρι δείχνει πάντα Δευτέρα
τριγυρνάμε στο ίδιο στοιχειωμένο λιμάνι
της ζωής το μαγκάνι στραγγαλίζει τη μέρα.

Το τρελό καλεντάρι δείχνει πάντα Δευτέρα
η πυξίδα στραμμένη στο τραπέζι του Κρόνου
της ζωής το μαγκάνι στραγγαλίζει τη μέρα.
Δεν υπάρχει ελπίδα στο καρνάγιο του χρόνου.

Ιστολόγιο «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» (2010)

~.~

ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ

Σεληνιασμός

Η νύχτα περικύκλωσε τα σπίτια και τα δέντρα.
Βολίδα πάει τ’ αμάξι μου και φούλαρα το γκάζι.
Στην επιφάνεια τ’ ουρανού τώρα επιπλέει κι η πέτρα
του φεγγαριού που στους ποιητές ιδέες βάζει.

Βολίδα πάει τ’ αμάξι μου και φούλαρα το γκάζι.
Παιδιά είναι οι στίχοι κι είμαι εγώ δεινός Ηρώδης.
Του φεγγαριού που στους ποιητές ιδέες βάζει
με ταλανίζουν οι γητειές οι πιο νευρώδεις.

Παιδιά είναι οι στίχοι κι είμαι εγώ δεινός Ηρώδης.
Με αναφορές σε κάστρα, δράκους, δεσποσύνες
με ταλανίζουν οι γητειές οι πιο νευρώδεις.
Νεογοτθικές καλλιεργώ λειχήνες.

Με αναφορές σε κάστρα, δράκους, δεσποσύνες
δεν μένει πια και τίποτε να υμνήσω.
Νεογοτθικές καλλιεργώ λειχήνες.
Ποιος τσίλιες θα κρατά και ποιος το ίσο;

Δεν μένει πια και τίποτε να υμνήσω,
άμα χαλάσει το ντεκόρ του Λαμαρτίνου.
Ποιος τσίλιες θα κρατά και ποιος το ίσο
του Προβηγκιανού και του Λατίνου;

Άμα χαλάσει το ντεκόρ του Λαμαρτίνου,
Θεός βοηθός! Πού τα ποτάμια, πού τα δάση;
Του Προβηγκιανού και του Λατίνου
τα λυρικά σταυρόλεξα έχω ξεχάσει.

Θεός βοηθός! Πού τα ποτάμια, πού τα δάση;
Είμαστε αισίως πια στο δυο χιλιάδες δέκα.
Τα λυρικά σταυρόλεξα έχω ξεχάσει
και στου μπιλιάρδου παραδίδομαι τη στέκα.

Είμαστε αισίως πια στο δυο χιλιάδες δέκα
κι ενώ εντρυφώ σκυφτός στην τσόχα μες στο ημίφως
και στου μπιλιάρδου παραδίδομαι τη στέκα,
δύει κι η σελήνη και διαλύομαι ησύχως.

Κι ενώ εντρυφώ σκυφτός στην τσόχα μες στο ημίφως,
αστήρ ακάθεκτος μες στ’ άκαρπα ξενύχτια,
δύει κι η σελήνη και διαλύομαι ησύχως.
Ο ήλιος περικύκλωσε τα δέντρα και τα σπίτια.

Ιστολόγιο «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» (2010)

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΙΤΗΣ

Παραγγελιά

Μου παραγγέλνετε να γράψω ένα παντούμ
ανατολίτικη κι εξωτική μια φόρμα
και καθώς μοιάζω στα σουσούμια με φαγιούμ
ενθουσιάστηκα και μέσα μου είπα «όρμα»

ανατολίτικη κι εξωτική μια φόρμα
μα οι απλές επαναλήψεις δεν αρκούν
ενθουσιάστηκα και μέσα μου είπα «όρμα
απλώς να γράφεις κάθε στίχο εις διπλούν»

μα οι απλές επαναλήψεις δεν αρκούν
πρέπει το νόημα κάθε φορά ν’ αλλάζει
απλώς να γράφεις κάθε στίχο εις διπλούν
αλλά με τσαχπινιά, με χάρη και με νάζι

πρέπει το νόημα κάθε φορά ν’ αλλάζει
ούτε βεβιασμένα, ούτε τρόπω δολερώ
αλλά με τσαχπινιά, με χάρη και με νάζι
μου είν’ αδύνατο, σας λέω, δε μπορώ

ούτε βεβιασμένα, ούτε τρόπω δολερώ
να καταφέρω να μη μοιάζει αλαλούμ
μου είν’ αδύνατο, σας λέω, δε μπορώ
μη παραγγέλνετε να γράψω ένα παντούμ.

Ιστολόγιο «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» (2010)

~.~

Ι. Ν. ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Παντούμ

Μαζί τους ξεχνούν οι νεκροί να σε πάρουν
γεμίζει ο Άδης με βλέμματα άδεια
ορμούνε οι μνήμες το νου σου να γδάρουν
τσεκούρι ο ύπνος, κομμάτια τα βράδια.

Γεμίζει ο Άδης με βλέμματα άδεια
ν’ αγγίξεις πώς θέλεις σκιές δίχως σώμα
τσεκούρι ο ύπνος, κομμάτια τα βράδια
με μέλη κομμένα σφαδάζεις στο στρώμα.

Ν’ αγγίξεις πώς θέλεις σκιές δίχως σώμα
η νύχτα τους πόθους πηδά σαν εμπόδια
με μέλη κομμένα σφαδάζεις στο στρώμα
του αίματος λάμπουν οι στάλες σαν ρόδια. . .

Η νύχτα τους πόθους πηδά σαν εμπόδια
για χρόνια θα ζήσεις σκοτώνοντας ώρες
του αίματος λάμπουν οι στάλες σαν ρόδια
κουνιέται ο Χάρος σε φλέβες-αιώρες.

Για χρόνια θα ζήσεις σκοτώνοντας ώρες
ανθρώπων ναυάγια θα δεις να σαλπάρουν
κουνιέται ο Χάρος σε φλέβες-αιώρες
μαζί τους ξεχνούν οι νεκροί να σε πάρουν.

Ιστολόγιο «Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό» (2010)

~.~

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

Ένα παντουμτάνγκο για τη Μάγκντα Νταφίνοβα
από το Ολομόουτς

…οι τάσεις προς συνταυτισμό ζωής και ποίησης
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Ραγδαία η Μάγδα εγδύθηκε και ορυμαγδός εγίνη.
Λεμόνια, καταιγιδανθοί στο ρέμα των μαγμάτων
σταλάζαν άρωμα στ’ απόκρημνο αμαυρό λαγήνι
και λαύρα νόρμα εξόρμαγε με ανάσες ορυγμάτων.

Λεμόνια, καταιγιδανθοί στο ρέμα των μαγμάτων
το ξύλο ξεφυλλίζανε ξυπόλυτες ορχήστρες
κι επέλαση εξαπόλυσαν ψυχών τε και σωμάτων
εκεί που ανακατώθηκαν σκοινιά και κουβαρίστρες.

Το ξύλο ξεφυλλίζανε ξυπόλυτες ορχήστρες,
κι επέφταν οι καρποί μ’ έν’ άρπισμα και κούφιο γδούπο,
κι Εκείνη τους επάτασσε με κάτι αναβοσβήστρες
που ωσάν ασβοί εσκυβάλιζαν το πανταχού και το ούπω.

Κι επέφταν οι καρπoί μ’ έν’ άρπισμα και κούφιο γδούπο.
Του κορασιού το πέλμα γδάρθη σε μια λαμπηδόνα
par excellence αδέσποτη, σαν πήγα εγώ ναν τού ’πω
πως άνθισε κι εστέφθηκε των Αηδονιών Μαγδόννα.

Του κορασιού το πέλμα γδάρθη σε μια λαμπηδόνα.
(Η ποίηση χαρές εχρώστα ανέκαθεν να ηδύνει
και με το κάλλος τη ζωή να γιαίνει εκεί που επόνα.)
Ραγδαία η Μάγδα εγδύθηκε και ορυμαγδός εγίνη.

Ο κόσμος καρναβάλι (2013)

~.~

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

Η γέρικη ελιά

Με τον κορμό καμένο από τον χρόνο
αβάσταχτη η μοίρα της ελιάς.
Οι μνήμες της κρατούν τον πόνο
σκισμένο και το δέρμα στο μέρος της καρδιάς.

Αβάσταχτη η μοίρα της ελιάς
σε αγώνα υποταγής τη μνήμη να κρατήσει
–σκισμένο και το δέρμα στο μέρος της καρδιάς–
κι ο τόπος ίδιος, ίδιο το χώμα που σ’ αυτό είχε καρπίσει.

Σε αγώνα υποταγής τη μνήμη να κρατήσει,
αργεί ο θάνατος κι ο τόπος ξενιτιά,
ο ίδιος τόπος, ίδιο το χώμα που σ’ αυτό είχε καρπίσει,
ανήμπορο άλογο που γονατίζει η ελιά.

Αργεί ο θάνατος κι ο τόπος ξενιτιά
–οι μνήμες της αμφίρροπες κρατούν τον πόνο–
ανήμπορο άλογο που γονατίζει η ελιά
με τον κορμό καμένο από τον χρόνο.

Άκος ψυχής (2014)

~.~

ΙΑΚΩΒΟΣ ΘΗΡΑΣ ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΣ

Μια νύχτα στον σταθμό των τραίνων

Το τραίνο θα φύγει την ώρα που πρέπει,
Ξανά θα σε πάρει στα μαύρα τα ξένα.
Ο ήλιος κρυμμένος δεν θέλει να βλέπει
Τα τζάμια που κλαίνε για σένα και μένα.

Ξανά θα σε πάρει στα μαύρα τα ξένα
Ο πόνος χωρίς να ζητήσει συγγνώμη.
Τα τζάμια που κλαίνε για σένα και μένα
Με σπάνε κομμάτια μια νύχτα ακόμη.

Ο πόνος χωρίς να ζητήσει συγγνώμη
Αφήνει τα χρόνια να γίνονται στάχτη.
Με σπάνε κομμάτια μια νύχτα ακόμη
Οι κούφιες ελπίδες που μ’ έχουνε άχτι.

Αφήνει τα χρόνια να γίνονται στάχτη
Ο φόβος μπροστά στην παρθέναν αγάπη.
Οι κούφιες ελπίδες που μ’ έχουνε άχτι
Μού λένε με κάκια «don’t worry, be happy».

Ο φόβος μπροστά στην παρθέναν αγάπη
Εμπόδια βάζει και τ’ άστρα μού κλέβει.
Μου λένε με κάκια «don’t worry, be happy»
Παλιά όνειρά μου που ζουν στα ερέβη.

Εμπόδια βάζει και τ’ άστρα μού κλέβει
Αυτός ο σταθμός του στερνού μας αντίο.
Παλιά όνειρά μου που ζουν στα ερέβη
Μισούνε τα τραίνα και ψάχνουν για πλοίο.

Αυτός ο σταθμός του στερνού μας αντίο
Κλουβί φυλακής του αιώνια μόνου.
Μισούνε τα τραίνα και ψάχνουν για πλοίο
Οι λεύτερες μέρες του άλλου μας χρόνου.

Κλουβί φυλακής του αιώνια μόνου,
Ας έβαφα άσπρο το γκρι που σε σκέπει
(Σαν τ’ άσπρο μαντήλι του γκρι φρέσκου στόνου)…
Το τραίνο θα φύγει την ώρα που πρέπει.

Κύκνεια μπιτάκια (2016)

~.~

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

Πλούτωνας

Περσεφόνη, μ’ αγάπησες τάχα;
Στις ανήλιες του Άδη γωνιές
με τη σκέψη σου γέρνω μονάχα
και κοιτώ των ψυχών ερημιές.

Στις ανήλιες του Άδη γωνιές
δεν περνάνε οι έξι σου μήνες
και κοιτώ των ψυχών ερημιές
μες στα χάπια και τις δραμαμίνες.

Δεν περνάνε οι έξι σου μήνες
–κι οι άλλοι έξι κρατούν τόσο δα!–
μες στα χάπια και τις δραμαμίνες,
σ’ ένα χάος να μού τραγουδά.

Κι οι άλλοι έξι κρατούν τόσο δα
όσο σβήνει ο κομήτης σαν πέφτει,
σ’ ένα χάος να μού τραγουδά
για το χρόνο, τον άκαρδο κλέφτη.

Όσο σβήνει ο κομήτης σαν πέφτει
τ’ όνομά σου η καρδιά μου σφυρά
– για το χρόνο, τον άκαρδο κλέφτη
ούτε λέξη, γλυκιά μου κυρά.

Τ’ όνομά σου η καρδιά μου σφυρά:
«Των ματιών σου τα πέλαγα νά ’χα!»
–μα ούτε λέξη η γλυκιά μου κυρά–
Περσεφόνη, μ’ αγάπησες τάχα;

Του ουρανού και της γης (2019)

~.~

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

Παντούμ της πέτρας

Σιωπηρό κι από πέτρα λιοντάρι
με τη μέλαινα πύρινη χαίτη
ορυκτών και μετάλλων τα βάρη
φέρει μέσα του έτη και έτη.

Με τη μέλαινα πύρινη χαίτη
ένας νους που πυκνώνει στο βλέμμα
φέρει μέσα του έτη και έτη
γλώσσα πέτρας και πέτρινο αίμα.

Ένας νους που πυκνώνει στο βλέμμα
κάποιον κόσμο τραχύς ζωγραφίζει
γλώσσα πέτρας και πέτρινο αίμα
και τον στίχο μυώνες γεμίζει.

Κάποιον κόσμο τραχύς ζωγραφίζει
με μια βούληση πέτρα και σκέψη
και τον στίχο μυώνες γεμίζει
και με ρώμη τη ρώμη έχει δρέψει.

Με μια βούληση πέτρα και σκέψη
ορυκτών και μετάλλων τα βάρη
και με ρώμη τη ρώμη έχει δρέψει
σιωπηρό κι από πέτρα λιοντάρι.

Versus (2019)

~.~

ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ

Εμπρόθεσμο (παντούμ)

( επίθετο, τριγενές και τρικατάληκτο, με οικτρή κατάληξη,
ωστόσο, όταν το αρχικό πρόθεμα μεταβάλλεται σε εκ-
)

Νησιά μεγαλώνουν κουφάρια σε σέπια
τα λόγια που είπες, αυτά που δεν είπες
στους βράχους αφρίζουν γοβιοί δίχως λέπια
σφουγγάρι η νύχτα στης μέρας τις λύπες.

Τα λόγια που είπες, αυτά που δεν είπες
ανάεροι ανάβουν οι φάροι ως πρέπει.
Σφουγγάρι η νύχτα στης μέρας τις λύπες
κι ο ναύτης που άδει παντέρημα έπη.

Ανάεροι ανάβουν οι φάροι ως πρέπει
δυο ξύλα γυρεύεις να φτιάξεις πολίχνη
κι ο ναύτης που άδει παντέρημα έπη
γυμνά οργιάζουν στα χέρια κελύφη.

Δυο ξύλα γυρεύεις να φτιάξεις πολίχνη
η θάλασσα τρέμει το βάθος του κόσμου
γυμνά οργιάζουν στα χέρια κελύφη
νιο φως σε κρατάει το χρώμα του δυόσμου.

Η θάλασσα τρέμει το βάθος του κόσμου
αργά λιγοστεύει το μπάρκο κι απόψε
νιο φως σε κρατάει το χρώμα του δυόσμου
μην πάλι εξοκείλεις, μακριά όλο κόψε.

Αργά λιγοστεύει το μπάρκο κι απόψε
Τοξότης λιχνίζει του θόλου τις άκρες
μην πάλι εξοκείλεις, μακριά όλο κόψε
το αστέρι κεντάει οδό στους διαβάτες.

Τοξότης λιχνίζει του θόλου τις άκρες
νωρίς να προφτάσεις το χάραμα όλο
το αστέρι κεντάει οδό στους διαβάτες
προφταίνεις, κι ας είσαι στον έσχατο πόλο.

Νωρίς να προφτάσεις το χάραμα όλο
μηδένα σημάδι σ’ αυτούς που νοστεύουν
προφταίνεις, κι ας είσαι στον έσχατο πόλο
τα λόγια που φεύγουν, τα λόγια που μένουν.

Μηδένα σημάδι σ’ αυτούς που νοστεύουν
ή πέφτουν στην άμμο μια μέρα αναίτια
τα λόγια που φεύγουν, τα λόγια που μένουν
νησιά μεγαλώνουν κουφάρια σε σέπια.

Νέο Πλανόδιον (ηλεκτρ. έκδοση, 2020)

~.~

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

Βροχερό παντούμ

Βροχή που χτυπά στου μυαλού μου τους τσίγκους
στο διάφανο λόφο σπαράζει ένα αστέρι
μπατσάκι δροσιάς σε νωθρούς παπαφίγκους
το φως που απαρνήθηκες, ποιος θα σ’ το φέρει;

Στο διάφανο λόφο σπαράζει ένα αστέρι
καμιά προσευχή στην αλύγιστη γη του
το φως που απαρνήθηκες, ποιος θα σ’ το φέρει;
το στήθος μαργώνει η αλκή του απροσίτου

Καμιά προσευχή στην αλύγιστη γη του
καμιά ηλιαχτίδα στο σκότος λεπίδι
το στήθος μαργώνει η αλκή του απροσίτου
το σώμα σπασμένο του χρόνου σαρίδι

Καμιά ηλιαχτίδα στο σκότος λεπίδι
στις άμπωτες του ύπνου το τέλος μαρμαίρει
το σώμα σπασμένο του χρόνου σαρίδι
κι ο φόβος αρπάγη από χάλκεον χέρι

Στις άμπωτες του ύπνου το τέλος μαρμαίρει
μετρώ με τ’ αυτί του θανάτου τους κρότους
κι ο φόβος αρπάγη από χάλκεον χέρι
μακάριοι οι τρελοί, το λοξό μέτωπό τους

Μετρώ με τ’ αυτί του θανάτου τους κρότους
ως πότε οι ψυχές χθαμαλές χρυσσαλίδες;
μακάριοι οι τρελοί, το λοξό μέτωπό τους
σ’ εκείνους γνωστά όσα θα δεις κι όσα είδες

Ως πότε οι ψυχές χθαμαλές χρυσσαλίδες;
στα ύψη στριγκά χαχανίζουν Πατέρες
σ’ εκείνους γνωστά όσα θα δεις κι όσα είδες
σ’ αφήνουν να ελπίζεις σε λάθρες ημέρες

Στα ύψη στριγκά χαχανίζουν Πατέρες
κισσοί σε βυζαίνουν οι εύκρατες μνήμες
σ’ αφήνουν να ελπίζεις σε λάθρες ημέρες
απάτης μαστίγιο οι φιλήδονες φήμες

Κισσοί σε βυζαίνουν οι εύκρατες μνήμες
η νύχτα εμπεδώνεται μόνο μ’ ιλίγγους
απάτης μαστίγιο οι φιλήδονες φήμες
βροχή που χτυπά στου μυαλού μου τους τσίγκους.

Ιστολόγιο «Φτερά Χήνας» (2022)

~.~

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Παντούμ

Το τέλος αργεί και δεν λέει να φτάσει.
Από τον λαιμό με κρατά, δεν μ’ αφήνει.
Φωτιά που μ’ αέρα σαρώνει τα δάση,
πλημμύρα από λάσπη όλα τα καταπίνει.

Από τον λαιμό με κρατά, δεν μ’ αφήνει
σαν χέρι με διακριτικό δαχτυλίδι·
πλημμύρα από λάσπη όλα τα καταπίνει,
στο κέντρο της δίνης της πνίγομαι ήδη.

Σαν χέρι με διακριτικό δαχτυλίδι,
ρουμπίνι ερυθρό σ’ ένα κάδρο απ’ ασήμι·
στό κέντρο της δίνης της πνίγομαι ήδη
δέν φταίει η φυγόκεντρος, όμως η μνήμη

ρουμπίνι ερυθρό σ’ ένα κάδρο απ’ ασήμι
μου δείχνει το αίμα που πρέπει να χύσω·
δέν φταίει η φυγόκεντρος, όμως η μνήμη
σαν άγριο σκυλί που με πήρε από πίσω.

Μου δείχνει το αίμα που πρέπει να χύσω,
στις φλέβες μου μέσα για να το αντέξω,
σαν άγριο σκυλί που με πήρε από πίσω
μές στ’ όνειρο κι εγώ το κλείδωσα απ’ έξω.

Στις φλέβες μου μέσα για να το αντέξω
να βάλω αντιστήλι θα έπρεπε· βρήκα
μες στ’ όνειρο κι εγώ το κλείδωσα απ’ έξω
για να καμαρώνω του πόνου την προίκα.

Να βάλω αντιστήλι θα έπρεπε· βρήκα
το σύνθετο με τη βιτρίνα που το ’χα
για να καμαρώνω του πόνου την προίκα
και ν’ αποθηκεύω την πράσινη τσόχα.

Το σύνθετο με τη βιτρίνα που το ’χα
γιά να κρύβω μέσα εκεί τον Θανάση
και ν’ αποθηκεύω την πράσινη τσόχα…
Το τέλος αργεί και δεν λέει να φτάσει.

Νέο Πλανόδιον (ηλεκτρ. έκδοση, 2023)

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ

Παντού Παντούμ

Ταρατατζούμ, παντού παντούμ,
από την Μαλαισία φερμένο.
Η ποίησή μας γιουσουρούμ –
ό,τι σκατό, αρκεί να ’ναι ξένο.

Από την Μαλαισία φερμένο
μέσω Γαλλίας προς ημάς.
Ό,τι σκατό, αρκεί να ’ναι ξένο.
Η ποίησή μας αχταρμάς.

Μέσω Γαλλίας προς ημάς
έρχεται η σάρα και η μάρα.
Η ποίησή μας αχταρμάς.
Τον ένα πάρ’, τον άλλον βάρα.

Έρχεται η σάρα και η μάρα
μ’ ύφος μπλαζέ και ξενικό.
Τον ένα πάρ’, τον άλλον βάρα –
ω, πνεύμα νεοελληνικό!

Μ’ ύφος μπλαζέ και ξενικό
παντουμιαζόμαστε αναλόγως.
Ω, πνεύμα νεοελληνικό,
ου πίπτει ράβδος, πίπτει λόγος.

Παντουμιαζόμαστε αναλόγως
πού πάει η τάση της μοδός.
Ου πίπτει ράβδος, πίπτει λόγος
διατυπωμένος βλακωδώς.

Πού πάει η τάση της μοδός;
Στο διάλο πάει, στα τσακίδια!
Διατυπωμένος βλακωδώς
κι ο λόγος μου, μία απ’ τα ίδια.

Στο διάλο πάει, στα τσακίδια
της ποίησής μας το αλαλούμ
κι ο λόγος μου μία απ’ τα ίδια –
ταρατατζούμ, παντού παντούμ!

Νέο Πλανόδιον (ηλεκτρ. έκδοση, 2023)

~.~

*

*

*

Advertisement