25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, 1955-2011
( έργο του Παναγιώτη Μητσομπόνου )

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

Με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη υπήρξαμε φίλοι, συνάδελφοι στην κριτική του θεάτρου και συμπαίκτες στη ρουλέτα. Ο Βαρβέρης γαλουχήθηκε στα χαρτοπαικτικά ήθη από μικρός, πέρασε ατέλειωτα βράδια στην ήπια παρακμή μισοξεχασμένων ελληνικών λουτροπόλεων, παρέα με χήρες στρατιωτικών και συζύγους μεσοαστών συμβολαιογράφων. Σύντομα έγινε μαιτρ σε όλων των ειδών τα παίγνια— απότοκο μάλιστα αυτής της ειδημοσύνης υπήρξε ο μικρός οδηγός χαρτοπαικτικής συμπεριφοράς με το εύγλωττο όνομα: Κόψε. Φιλάσθενος από πολύ ενωρίς και τα τελευταία χρόνια καταβασανισμένος από την επιδείνωση της υγείας του, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις απολαύσεις και (μεταξύ των κρίσεων που τον καθήλωναν στο σπίτι ή στο νοσοκομείο) έβγαινε για να τις αναζητήσει. Πάντοτε κομψός μα χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στην επιτήδευση, λεπταίσθητος και οπλισμένος με το άσβεστο βιτριολικό του χιούμορ, νωχελής και αργοβάδιστος, παλαιότερα από ιδιοσυγκρασία και εσχάτως εξ ανάγκης. Και ήταν όντως χάρμα οφθαλμών να τον παρατηρείς να καταπλέει σάμπως σε δύσκολο λιμάνι, με ελιγμούς περίτεχνους, λεπτό προϋπολογισμό των εμποδίων και επιφύλαξη κινητική που φανέρωνε ιδιαίτερη σπουδή. Ορισμένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά των σωματικών του αντιδράσεων μετέφεραν αυτούσιο το στίγμα τους και στην όλη συγκρότηση του Βαρβέρη, στη ζωή και στο παιχνίδι: μιλώ για τους στοχαστικούς ανάγυρους, την ακρίβεια και τη διαισθητική πρόνοια που τον διέκρινε στις εκτιμήσεις του. Στο καζίνο έπαιζε Black Jack και ρουλέτα με εξαιρετικές επιδόσεις — γιατί ήταν παίκτης ολκής ο Βαρβέρης. Προλάβαμε μαζί τις παλιές, αργοκύλιστες γαλλικές ρουλέτες (τότε που ανάμεσα στο Faites vos jeux και στο Rien ne va plus υπήρχε αρκετός χρόνος για την αποτίμηση της ροής των αποτελεσμάτων και τον σχεδιασμό της επόμενης κίνησης) και είχα πολλές ευκαιρίες να παρατηρήσω τη συμπεριφορά του στο τραπέζι του περιστροφικού ιλίγγου. Ως μεθοδικός παίκτης έδινε μεγάλη σημασία στην διαχείριση κεφαλαίου και επέλεγε στοιχηματικούς τύπους ισχυρών πιθανοτήτων. Η σκευή του η πολεμική, αμυντική εκ φύσεως, διέθετε και εντελώς αντίθετα όπλα: αιχμές αντί καμπυλών, ασωτία διαθέσεων έναντι σφιχτής λογιστικής τάξεως και αστραπιαίες αντεπιθέσεις με μεγάλη αίσθηση του ρίσκου. Ήταν προικισμένος δηλαδή με τον σπάνιο συνδυασμό σύνεσης υπολογιστικής και τόλμης αλματικής. Πλεονεκτήματα που άστραφταν και με τα οποία ο Γιάννης κέρδισε πολλές αναμετρήσεις που φαίνονταν χαμένες. Μα το παιχνίδι, κάθε παιχνίδι στη ζωή, κάποτε δυσκολεύει, παίζεις με μια τύχη απλή, η μπίλια πέφτει στο zero και χάνεις.

~.~

Ασυναισθήτως

Για χρόνια μετά τις 31 Μαΐου του 2015, σχημάτιζα ασυναισθήτως το νούμερο του Δημήτρη Αρμάου, μα κατέβαζα το ακουστικό χωρίς ποτέ να φτάνω στο τελευταίο ψηφίο. Ύστερα, αφού δεν ήξερα πιά που να τον βρω, άρχισε να με παίρνει εκείνος. Στα ζόρια μου, έφτανε ν’ ανοίξω ένα συρτάρι του γραφείου και μια μαύρη τηλεφωνική συσκευή από βακελίτη που περιέργως βρισκόταν καταχωνιασμένη στο βάθος του, άρχιζε να χτυπά. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε καν, ήταν απλώς το σήμα και μέχρι να σερβίρω τα πρώτα ποτά είχε εμφανιστεί. Φορούσα ένα πουκάμισο που μου είχε χαρίσει – κι εκείνος κάποιο μπουφάν δικό μου, μα έτσι αδυνατισμένος που ήταν κολυμπούσε μέσα του. Δίχως το παραμικρό σχόλιο για την απομάκρυνσή μας, η συζήτηση συνεχιζόταν από το σημείο που την είχαμε αφήσει την τελευταία φορά, αν και κανείς δεν θυμόταν το θέμα της. Πράγμα που κρύβαμε ό ένας από τον άλλο καταφεύγοντας από κοινού σε αοριστίες που δεν έδιναν λαβή σε κάτι συγκεκριμένο αλλά εξασφάλιζαν την ήρεμη πεποίθηση πως τίποτε το ουσιώδες δεν είχε αλλάξει. Η ζωή προχωρούσε σημειωτόν ως συνήθως κι εμείς μεγαλώναμε, χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, όπως έλεγε πικρογελώντας ένας κοινός μας γνωστός. Αποφεύγαμε φυσικά οποιαδήποτε αναφορά στη σοβούσα κατάσταση, θεωρώντας δεδομένο ότι εάν παραταθεί, θα γίνει ανώδυνα. Εκείνος υπαινισσόταν, με καθησυχαστική ουδετερότητα, ότι κάποιες προληπτικές θεραπείες τραβούσαν τον δρόμο τους ενώ από την πλευρά μου δεν είχα το θάρρος να ξεστομίσω ότι στο μεταξύ είχε χαθεί ένας ακόμα φίλος μας, ο Τάκης Καραγεώργος. Μα ίσως να το ήξερε γιατί με το τελευταίο ουίσκυ δεν παρέλειπε να με παροτρύνει συμπονετικά: Κοίτα μη μείνεις αμανάτι και τα πίνεις μοναχός σου καημένε μου, κάνε και λίγο παρέα με κανένα παιδί, από κείνα, ξέρεις, τα δικά μας, τα φανατικά για γράμματα.

~.~

Έρως – έρις

Στην άλλοτε κυρίαρχη μα ακόμα και σήμερα υπογείως δρώσα παράδοση, ο έρωτας και ο πόλεμος συνδέονται με δεσμούς σφοδρής πλην εγκάρδιας αντιπαλότητας. Ο εραστής και ο πολεμιστής έχουν παραπλήσιες φιλοδοξίες. Από την εποχή της Ιλιάδας διαπρέπουν σε τεμνόμενα πεδία και επιζητούν την ίδια δάφνη. Την εναλλάξιμη προσδοκία τους ο Κωστής Παλαμάς τη συνοψίζει στον έξοχο στίχο: Μια νύχτα στο κρεβάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη! Ο συσχετισμός άλλωστε των δύο αναμετρήσεων είναι εμφανής σε όλες τις γλώσσες. Και η συναφής ορολογία διαμορφώνεται από την ισχύ της αναλογίας τους. Έτσι ο κατακτητής πολιορκεί με τα αντίστοιχα όπλα μια πόλη ή μια γυναίκα. Παίρνει τη μία δια της βίας και την άλλη με τη γοητεία. Εκπορθεί το οχυρό εξ εφόδου ή με πανούργα υπομονή. Παραβιάζει με επίμονα χτυπήματα ή διεγερτικές κρούσεις τη στενή πύλη στο τείχος ή στο μαλακό υπογάστριο. Ο φαλλός παρομοιάζεται συχνά με λόγχη και η ανένδοτη γυναίκα με άπαρτο κάστρο. Στις παράλληλες επιχειρήσεις τους, ο επίδοξος πορθητής κι ο λαβωμένος εραστής μετέρχονται τη στρατηγική των ελιγμών και την τακτική του αντιπερισπασμού και των προσποιήσεων. Επινοούν στον πόλεμο χαμαιλεόντια τεχνάσματα και στον έρωτα όλες τις μεταμορφώσεις του Διός κι όλα τα βέλη της Αφροδίτης. Η έκβαση της πολεμικής αναμέτρησης και της ερωτικής προσέγγισης κρίνεται επί τόπου ενώ επίδικο σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι το σώμα του άλλου. Πάνω του συγκλίνουν η λεωφόρος του πόθου και η ατραπός του τρόμου. Αδιάψευστος μάρτυρας της κομβικής τους διασταύρωσης είναι η κοινή αντίδραση της φρικιάσεως. Η σηκωμένη τρίχα που στο ερωτικό άκρο του φάσματος δηλώνει ηδονικό ρίγος και στο πολεμικό οδυνηρή ανατριχίλα. Η συγγενής σχέση έρωτα και πολέμου είναι λοιπόν βαθύρριζη μα ίσως έφτασε ο καιρός το ζεύγμα τους να γίνει διάζευγμα, σημείο καμπής όπου ή σμίγεις με τον άλλο ή τον σκοτώνεις. Τα σώματα των εραστών ανταμώνουν στην κλινοπάλη ενώ τα σώματα στρατού στο πεδίο της μάχης. Το θύμα της πολεμικής συρράξεως φωνάζει στα τελευταία του, σβήνω θεέ μου, πεθαίνω, χάνομαι! — και με την ίδια λυγμική κραυγή οι εραστές καλωσορίζουν τη θριαμβική τους κορύφωση. Ο άνθρωπος εντούτοις μπορεί πάντα να διαλέξει επιφώνημα: το ωχ του βάναυσου θανάτου ή το αχ του αναστάσιμου οργασμού.

~.~

Φουσκωμένος διάνος

Πάει να γίνει μόδα πιά, βλακώδης, εξοργιστική και απροσχημάτιστα χυδαία, το όνομα ενός μουσικού ή σκηνοθέτη να γράφεται στην αφίσα με εμφανώς μεγαλύτερα τυπογραφικά στοιχεία από το όνομα του Μπαχ ή του Αισχύλου. Έτσι, σαν τον λιπόσαρκο ανθρωπάκο που αφανίζεται εντελώς ποζάροντας με τριπλόφαρδο κοστούμι, ο καλλιτέχνης που προβάλλεται υπερμέτρως εις βάρος του συγγραφέα ή του συνθέτη τον οποίο υπηρετεί, εκτίθεται και γελοιοποιείται. Γιατί το να θέλει ν’ αφήσει το στίγμα του είναι καθ’ όλα νόμιμη φιλοδοξία, αφήνοντας όμως μια μεγάλη κουτσουλιά μάλλον στιγματίζεται παρά εγγράφεται στην εποχή του. Όποιος δεν τρώει θρασόχορτο και έχει στοιχειώδη έστω αίσθηση των αναλογιών, αντιλαμβάνεται εγκαίρως πως κάθε προσπάθεια μείωσης ενός υψηλού αναστήματος καταλήγει σε τραυματική αυτομείωση. Μερικοί βέβαια, καλοπροαίρετοι θέλω να ελπίζω συνήγοροι, διατείνονται πως αδίκως πυροβολείται ο πιανίστας. Την ευθύνη για το διαφημιστικό υλικό, υπογραμμίζουν, φέρει το τάδε φεστιβάλ, ο δείνα φορέας ή απλώς (σύμφωνα με μία διευρυμένη αντίληψη δημοκρατικής αυθαιρεσίας) τη φορτώνεται στην καμπούρα του… ο γραφίστας! Κύκλοι προσκείμενοι στους καταχρηστικά προβαλλόμενους υπερθεματίζουν ψιθυρίζοντας ότι και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες ή τουλάχιστον όσοι ανάμεσά τους δεν αρέσκονται στην περπατησιά του φουσκωμένου διάνου, εξανίστανται με την άκομψη υπερβολή αλλά επιφυλάσσονται. Γιατί όμως; Αν πράγματι είναι αντίθετοι μ’ αυτή την αισχρή πρακτική κι αν δυσφορούν πιά τόσο πολύ, ας βγούνε να το πουν. Ας διακόψουν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα σιγή κι ας καταγγείλουν επιτέλους την φρικαλέα ακαλαισθησία, τον φθόνο και την αβυσσαλέα εμπάθεια απέναντι στους μεγάλους δημιουργούς. Κάποια φήμη, μικρή ή μεγαλύτερη διαθέτουν και φίλους στα δημοσιογραφικά συγκροτήματα έχουν μπόλικους, οπότε η καταγγελία της ασχημοσύνης δεν θα πήγαινε χαμένη. Αντιθέτως θα έπειθε τους διοικητικούς υπεύθυνους των διαφόρων καλλιτεχνικών οργανισμών ότι είναι πιο εύκολο ν’ αλλάξει βιολί ο γραφίστας παρά ο σολίστας!

*

*

*