βιογραφία

Σ’ ἄλλ’ αίt’ πῃ

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 4

Σ’ ἄλλ’ αίt’ πῃ

Ὡραιοτάτη ἡ γαλλοελληνική ὑποτακτική τοῦ τίτλου. Ἡ περικοπή τοῦ γαλλικοῦ ποιήματος τοῦ Μητσάκη ἔχει ὡς ἑξῆς:

[…]

Il se dresse sur le carrefour en étrange statue
et il dit quelque chose, oui, écoutez:
Σά ’λέπει, ça λέπι?, Salle ἔpη, Sale ἕpei, Σ’ ἄλλ’ αίt ’πῃ,
Σ’ Αλέπι!,
Vous rappelle quelque ville ?

Τό Χαλέπι! Αὐτό δέν ὑπομνήσκει; Στό Χαλέπι πού πίνουν σαλέπι; Τό Σαλέπι! Τούς ὄρχεις τῆς ἀλεποῦς; Οἱ κόνδυλοι τοῦ ὑδροχαροῦς orchis mascula, ἀπό τό ὁποῖο παρασκευάζεται τό σαλέπι, ὁμοιάζουν μέ ὄρχεις· τούς χρησιμοποιοῦσαν, τωόντι, γιά τήν ἑτοιμασία ἐρωτικῶν φίλτρων. Ἀρχίζει τήν πρόταση μέ ἐπιφυλάξεις, ἐνδοιάζει, ρωτᾶ: Εἶναι αὐτό λέπι; Ça λέπι? Καί καταλήγει, πεπεισμένος περί τῆς ὀρθότητος, ἐκφράζοντας τό θαυμασμό του, στίζοντας τόν μέ θαυμαστικό, καταλήγει στόν προορισμό του: Σ’ Αλέπι! (Οὔτε ψιλεῖ οὔτε δασύνει). Ὡς ἐάν: ναί, αὐτό ἐκεῖ εἶναι! Στάθηκε στό σταυροδρόμι τῆς ζωῆς –il se dresse sur le carrefour– καί ἀποφάσισε νά τραβήξει γιά τό Σαλέπι! Οἱ μόνες φράσεις, ἐξ ὁλοκλήρου ἑλληνικές, εἶναι στήν ἀρχή καί στό τέλος τῆς πρότασης. Σά ’λέπει, εἶναι ἡ ἀφετηρία, ὅταν ἀρχίζει νά στοχάζεται, νά ἀμφιρρέπει, ὅταν δέν ἔχει ἀκόμα κατασταλάξει∙ ὅταν προσπαθεῖ νά θυμηθεῖ, ὅταν κάτι, quelque chose, λείπει∙ ἤ μήπως σαλεύει, σ’ ἀλέθει, σέ βλέπει, σέ λέπει (λέπω: ἀποφλοιώνω); Σ’ Αλέπι!, εἶναι ἡ λήξη, ὅταν ὁ κύβος ἐρρίφθη! Ἡ διαδρομή εἶναι γαλλοελληνική. Μεικτή. Salle : ἡ αἴθουσα πού παίζονται τά ἔπη; Sale pei: τό pei ἐδῶ ἐπέχει θέση δασυνόμενου ρήματος∙ ὁ σιχαμερός (sale) καταγίνεται μέ quelque chose (ρ. πω); Ἀκολουθεῖ (ἕπεται) ἡ λαμπρή μεικτή ὑποτακτική, ἡ «ἔγκλιση πού ἔχει ὅλους τούς χρόνους ἐκτός ἀπό τούς μελλοντικούς. Οἱ τελευταῖοι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτήν, ἐπειδή εἶναι ἡ ἔγκλιση πού ἀναφέρεται στό μέλλον» (Τσοπανάκης). Εἶναι τό μετέωρο βῆμα πρίν πατήσει σταθερά. Ἡ κίνηση τῆς ἐπιθυμίας πρός τό μέλλον, τό ἄς μέ τό ὁποῖο προωθεῖται καί θαρρεύεται∙ πράγματι, στόν ἀέρα ἀλλάζει, ἐννοεῖ autre chose, κατανοεῖ πώς ἔπρεπε ἄλλα-νά-εἶχε-πεῖ (subjonctif plus-que-parfait), πώς πρέπει νά στραφεῖ ἀλλοῦ, Σ’ ἄλλ’, ἄλλο νά πεῖ. Ὁ ὑποκάτω κείμενος στίχος τό ἀνακοινώνει: Σ’ Αλέπι. Ἐκεῖ εἶναι. Σᾶς θυμίζει κάποια πόλη;

Τό ἀπόσπασμα, πού μόλις παρέθεσα, τοῦ γαλλικοῦ ποιήματος τοῦ Μητσάκη δέν εἶναι, ἄν καταλαβαίνω, οὔτε ἀπό ἐκεῖνα πού ἐξέδωσε ὁ Ποριώτης τό 1935 στό περιοδικό Νέα Γράμματα, οὔτε εἶναι ἐπιλογή ἀπό ἐκεῖνα πού ἐξέδωσε ὁ Ἄγγελος Καράκαλος τό 1957: Oeuvres Inedites de Michel Mitsakis. Εἶναι μήπως ἀπό αὐτά πού συγκέντρωσε ὁ Κατσίμπαλης; Δέν τό ξέρω. Ἄφηνε, βλέπετε, “χαρτάκια”… ὁ ποιητής. Προφανῶς, ὅμως, ἀνήκει στήν γαλλική ποιητική περίοδο τῆς τρέλας του. Τό 1943 ὁ γιατρός Ἄγγελος Καράκαλος βρῆκε σ’ ἕνα παλαιοπωλεῖο ἕνα ἀντίτυπο τῆς Ἰλιάδας. Τά περιθώρια τῶν σελίδων ἔγεμαν ἀπό σπαράγματα ποιημάτων γραμμένα στά γαλλικά. Τοῦ πῆρε χρόνια νά τά μεταγράψει καί νά ἀποδώσει τήν ταυτότητά τους στόν Μητσάκη. Τά ἐξέδωσε· παραδόθηκε, ὅμως, ἐκ νέου εἰς τήν κυκλοφορία ὁ Μητσάκης; Πρωτοκολλήθηκε ἐπιτέλους στά ἐπίσημα μητρῶα τῶν Βιβλίων; Ἐν τῶ παρόντι χρόνω, ἐκτός ἐμπορικῶν καταστίχων, ἀσυζήτητο, τό βιβλίο ἀνευρίσκεται μόνο στήν Γεννάδειο Βιβλιοθήκη: MGL 730.31. Στή θέση αὐτή θά τό βρείτε… Λογάριαζα, εἶναι ἀλήθεια, τό εἶχα σκοπό, ὅταν θά ἔφθανα σέ αὐτό τό τελευταῖο κεφαλαιάκι, ἀφιερωμένο στά γαλλικά ποιήματα, νά ἐπισκεφτῶ τή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ἔψαξα, καί μόνο ἐκεῖ βρῆκα τό Oeuvres Inedites. Θά τήν ἐπισκεπτόμουν, κινούμενος μάλιστα ἀπό τή φιλοδοξία νά μεταφράσω δύο τρία ἀπό τά γαλλικά του ποιήματα. Θά εὕρισκαν εὐμενῆ ἀπήχηση…[1] (περισσότερα…)

«Οι αγαπημένοι ποιητές δεν μου μιλούν τώρα την ίδια γλώσσα»: Μια επιστολή του Παναγιώτη Κονδύλη στον Βέρνερ Κόντσε

*

Εισαγωγή-Μετάφραση Σωκράτης Βεκρής

///

Ο Werner Conze υπήρξε, με τα λόγια του ίδιου του Κονδύλη, ο άνθρωπος «που διαμόρφωσε και πλούτισε τα πρώτα μου χρόνια στην Χαϊδελβέργη όπως κανένας άλλος». Αυτή η διαπίστωση δεν ισχύει μόνο για τον Κονδύλη, καθώς ο Κόντσε υπήρξε ίσως ο επιδραστικότερος ιστορικός της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, ο άνθρωπος που εισήγαγε καινοτόμες μεθόδους κατανόησης των ιστορικών φαινομένων και στο ερευνητικό πρόγραμμα του οποίου θήτευσαν μια πλειάδα διακεκριμένων ιστορικών. Επιλέξαμε να μεταφράσουμε την ακόλουθη επιστολή, αφ’ ενός επειδή καταδεικνύει τον βαθύ σεβασμό που έτρεφε ο Κονδύλης για τον καθηγητή του, αφ’ ετέρου επειδή αποκαλύπτει πτυχές της ανθρώπινης πλευράς του Έλληνα φιλοσόφου — μιας πλευράς που στα γραπτά του συχνά χάνεται κάτω από τη μυστηριώδη αχλύ του ασκητικού επιστήμονα.

Για την άδεια της δημοσίευσης, ευχαριστούμε θερμά την αδελφή του στοχαστή κ. Μέλπω Κονδύλη-Μπούμπουλη. Στο δεύτερο μέρος του μικρού δίπτυχου αυτού αφιερώματος στη σχέση των δύο επιφανών στοχαστών, θα αναρτηθεί αύριο η μελέτη μου «Η διαμόρφωση της ιστορικής μεθόδου του Κονδύλη: Κοινωνική ιστορία, ιστορία των εννοιών και ιστορία των προβλημάτων».

///

29.06.1980

Αξιότιμε κύριε καθηγητά,

Επιτρέψτε μου να σας απευθύνω μερικές γραμμές από την εξορία μου, ώστε να διατηρήσω τουλάχιστον ζωντανό το αίσθημα ότι οι δεσμοί μου με τους ευλογημένους σας τόπους, όπου το πνεύμα καταφέρνει ακόμη, σε κάποιο βαθμό, να ζει και να δημιουργεί, δεν έχουν διαρραγεί. Δυστυχώς, δεν έχω να σας καταθέσω σχεδόν καμία πνευματική πρόοδο από την πλευρά μου, καθώς οι λαλίστατοι και φιλοτάξιδοι εδώ φίλοι μου φροντίζουν να με αποτρέπουν από οτιδήποτε αξιοσημείωτο στον τομέα αυτό. (περισσότερα…)

Έζησαν για την τέχνη

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Η βιογραφική ταινία είναι ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης κινηματογραφικής παραγωγής. Όχι ότι δεν ήταν ανέκαθεν, βέβαια. Ο Ναπολέων, ο Γκλεν Μίλλερ, ο Πάττον είναι ενδεικτικά κάποια ονόματα από την κινηματογραφική ιστορία που η ιστορική τους παρουσία έδωσε έμπνευση για τη δημιουργία κινηματογραφικής μυθοπλασίας. Προϊόντος του χρόνου και καθώς η βιομηχανία του σταρ σύστεμ αναδείκνυε διαρκώς καινούργιες φυσιογνωμίες, αυτό το είδος ταινίας γνώρισε έναν ραγδαίο πολλαπλασιασμό. Η βιογραφία, βέβαια, υπήρξε αρχικά ένα λογοτεχνικό είδος που κάλυπτε την όχι πάντα αθώα περιέργεια του κοινού για τα μυστικά των μεγάλων προσωπικοτήτων. Και ακολουθούσε βέβαια τη λατρεία της «μοναδικής» προσωπικότητας πάνω στην στηριζόταν ο αμερΙκάνικος ατομικισμός. Μόνο που εκεί δεν ήταν τόσο συχνή όσο στον κινηματογράφο. Οι μυθιστορηματικές βιογραφίες είναι σχετικά λίγες σε σχέση με τις βιογραφίες τεκμηρίωσης στον γραπτό λόγο, ενώ, αντίστροφα, στον κινηματογράφο η μυθοπλαστική βιογραφία υπερτερεί σε σχέση με την απλή ντοκυμανταιρίστικη βιογραφία: κάτι που καταδεικνύει επιπλέον τη στενή σχέση της κινηματογραφικής εικόνας, του φαντασιακού σημαίνοντος, με τη μυθοπλασία, μιας και οι ντοκυμανταιρίστικες βιογραφίες, αυτές δηλαδή που δεν χαρακτηρίζονται biopics, προορίζονται προπάντων για την τηλεόραση.

Το ίδιον και της γραπτής και της κινηματογραφικής μυθοπλασίας είναι ότι δεν πλάθεται εκ του μηδενός. Ανάμεσα σε αυτήν και τον θεατή παρεμβάλλονται ως διακείμενο όλα όσα γνωρίζει αυτός ο τελευταίος για το βιογραφούμενο πρόσωπο από εξωφιλμικές πηγές. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν τη δική τους μυθολογία για τον Φρέντι Μέρκιουρυ πριν γυριστεί η ταινία με θέμα τη ζωή του· ένα ασήκωτο βάρος από τόμους ιστοριογραφίας και ανεκδοτολογίας, παρεμβάλλονται ανάμεσα στον σύγχρονο θεατή και στον Ναπολέοντα: η μυθοπλασία που χειρίζεται το πρόσωπό του θα πρέπει να λάβει υπόψη, να επιβεβαιώσει ή να αποσκορακίσει όλο αυτό το παρέμβλητο υλικό που διαθλά την αντίληψη του θεατή. Ως εκ τούτου πολλές φορές οι μυθοπλαστικές βιογραφίες αποτυγχάνουν, απογοητεύουν, ο ορίζοντας προσδοκιών που διανοίγουν τις επιβαρύνει, δημιουργεί σύγχυση. Επιπλέον, όταν ο βιογραφούμενος είναι αναγνωρίσιμος βάσει της εικόνας του ή της φωνής του, το πρόβλημα που τίθεται για να λειτουργήσει η μυθοπλασία είναι η επιτυχής ταύτιση της φιλμικής εικόνας του ηθοποιού με την «πραγματική», όπως μεταδόθηκε από τα μέσα εικόνα του βιογραφούμενου. Και πολλές φορές χρειάζεται μια προκαταβολική, κανονιστική απόφαση του θεατή για να παρακολουθήσει την ταύτιση του βιογραφούμενου με τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει. Κάτι που για τη γραπτή βιογραφία δεν ισχύει, καθότι το γραπτό σημαίνον δίνει στον θεατή την ελευθερία να πλάσει μόνος του τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται. (περισσότερα…)

Οι αρραβωνιασμένοι

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στo παρακάτω απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Από ταπεινό κορίτσι μοχλός πολιτικών εξελίξεων παρακολουθούμε ένα προσωπικό γεγονός της Ελισάβετ, καθόλου αποκομμένο από τα πολιτικά και εθνικά θέματα ούτε από τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης.

~.~

Πολύ μεγάλη χαρά ένιωσε η Ελισάβετ, όταν είδε τον Χριστόφορο να της χτυπά την πόρτα λίγο πριν από εκείνο το ζεστό μεσημέρι της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του 1858. Δεν ήταν μικρότερη και η δική του. Αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε στη δεξιά παρειά. Έκπληξη και ευχαρίστηση ένιωσε η Ελισάβετ, αλλά δεν την έδειξε· «ένας θερμός φιλικός ασπασμός είναι», σκέφτηκε, μη δίνοντας άλλη ερμηνεία στον νεανικό ενθουσιασμό του. Είχε εξάλλου να την δει πολύ καιρό.

—Δεν σε περίμενα, νόμιζα πως μας ελησμόνησες, του είπε με δυσδιάκριτο παράπονο.

—Να λησμονήσω εσένα, Ελισάβετ; Είναι δυνατόν; Ήλθα για σένα κυρίως…

—Κυρίως; Τι εννοείς, έχομε κάποια αποστολή;

—Ακριβώς· μόνο που αυτή τη φορά έχω αναθέσει την αποστολή στον εαυτό μου.

—Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, Χριστόφορε.

—Άκουσε με προσοχή ό,τι θα πω. Έχω έλθει με τον πατέρα μου, για να σε ζητήσω σε γάμο από τη μητέρα και τον αδελφό σου. Δεν σε έχει δει ποτέ, αλλά του έχω μιλήσει για σένα τόσο, που σε έχει μάθει καλά.

—Νομίζεις πως οι συνθήκες είναι κατάλληλες για γάμο;

—Η γνήσια αγάπη θάλλει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, Ελισάβετ.

—Φοβούμαι μήπως ο πατέρας σου δεν εγκρίνει τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.

—Ο πατέρας μου με εμπιστεύεται, δεν θα φέρει καμιά αντίρρηση, της είπε και την αγκάλιασε με θέρμη.

* * *

Μετά τον αρραβώνα, ο Χριστόφορος παρέμεινε στα Χανιά αρκετό καιρό, υποσχόμενος ότι θα πηγαινοέρχεται με το ατμόπλοιο από το Ηράκλειο, μέχρι να γίνει ο γάμος· ακόμη δεν είχε προσδιοριστεί η ημερομηνία του.

Στο διάστημα αυτό ήθελε να γνωρισθούν καλύτερα, να μιλήσουν περισσότερο για την προηγούμενη ζωή τους, για τις λύπες, τις χαρές, τις εμπειρίες τους· να γίνει η ζωή τού ενός κομμάτι της ζωής τού άλλου· πριν ενωθούν «εἰς σάρκα μίαν», να  νιώσουν πως έχουν ενωθεί «εἰς ψυχὴν μίαν»· κι αυτό απαιτεί χρόνο και προϋπόθεση της σαρκικής ένωσης.

Η Ελισάβετ εξιστορούσε στον Χριστόφορο για μέρες όλη την περασμένη ζωή της και με λεπτομέρειες· ακόμη και τον έρωτά της με τον Πέτρο Μωραΐτη τού ομολόγησε, δεν ήθελε να έχει μυστικές πτυχές η σχέση τους. (περισσότερα…)

«Είμαι στη διάθεσή σας, εξοχότατε…»

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Τo απόσπασμα είναι από το Β΄ μέρος του ανέκδοτου βιβλίου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Πιεσμένη από τους Χιλλ, ύστερα από όσα μεσολάβησαν στην Αθήνα, η Ελισάβετ επιστρέφει ακούσια στα Χανιά, ως ξένο σώμα, όπως πιστεύει· κι αμέσως προσπαθεί να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία της πόλης.

~ . ~

Ντυμένος ευρωπαϊκά, όπως πάντα, και φορώντας με χάρη το τούρκικο φέσι την περίμενε με ανυπομονησία στην κουνιστή πολυθρόνα. Πότε πότε σηκωνόταν να δει από το παράθυρο μήπως έρχεται. Του είχε πει ότι το σπίτι της γειτόνευε με την επισκοπή, με τα πόδια θα ερχόταν· το Διοικητήριο είναι σχετικά κοντά.

Κι όμως καθυστερούσε· προσπαθούσε μέσα του να τη δικαιολογήσει κι απέρριπτε την πιθανότητα να μην έλθει. Η νευρικότητα σκίασε το πρόσωπό του· ο υπηρέτης του θέλησε να τον ηρεμήσει και του έφερε γεμάτο τον ναργιλέ. Τον άναψε και του έδωσε το μαρκούτσι. Εκείνος το έφερε αργά στα χείλη του κι άρχισε να ρουφάει. Αφοσιωμένος στην ευχαρίστηση του καπνίσματος, η αδημονία του έσβηνε σιγά σιγά.

Μετά από ώρα άκουσε την πόρτα να κτυπά, είδε τον υπηρέτη να τη μισανοίγει· «ήλθε» του είπε. Ο Βελής άφησε το μαρκούσι και σηκώθηκε, καθώς η Ελισάβετ εισερχόταν στο μεγάλο γραφείο· εξαϋλωμένος ο πασάς στο θολό σύννεφο του δωματίου, «σας περιμένω πολλή ώρα» της είπε και την καλωσόρισε θερμά. Εκείνη, ελαφρά ζαλισμένη από την έντονη μυρωδιά που έβγαζε το πλούσιο χαρμάνι, απάντησε:

— Εξοχότατε, ζητώ ταπεινά να με συγχωρέσετε για την καθυστέρηση, δεν ήταν ηθελημένη. Θα σας εξηγήσω.

Την άκουσε να μιλεί κάπως πνιγμένα και χαμηλόφωνα. Κατάλαβε ότι την είχε πειράξει ο ναργιλές του. Κάλεσε τον υπηρέτη να ανοίξει τα παράθυρα και να πάρει τον ναργιλέ· βγήκαν στο μπαλκόνι, ώσπου να αεριστεί ο χώρος. Η Ελισάβετ ανέπνευσε βαθιά κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί στη θάλασσα.

— Ας καθήσουμε για λίγο εδώ, έχει ήλιο ζεστό σήμερα, της είπε και της έδειξε τις πολυθρόνες.

— Τι ωραίο μπαλκόνι! Δική σας η θάλασσα, δική σας και η πόλη, που ξανοίγεται πίσω, κάτω από τα πόδια σας, του είπε με θαυμασμό, υποκρύπτοντας τα υπονοούμενα των λέξεων. (περισσότερα…)

Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά. (περισσότερα…)

Όχι πια έρωτας, όχι γάμος

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό έβδομο, συνέχεια του προηγούμενου, απόσπασμα από τη μυθιστορηματική βιογραφία της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, οι δυο φίλες, Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και Ελισάβετ, εκμυστηρεύονται προσωπικά βιώματά τους και, αντιμέτωπες με διλήμματα, συζητούν για τον έρωτα, την πολιτική και το ιδανικό της αφοσιωμένης προσφοράς στον άνθρωπο.

~,~

Λίγο μετά το κυριακάτικο γεύμα η Ελισάβετ βρήκε τη Φλωρεντία στη βιβλιοθήκη των Χιλλ σκυμμένη πάνω από ένα  δερματόδετο βιβλίο· μόλις εκείνη την είδε, γύρισε πίσω τις σελίδες και της διάβασε τον τίτλο δυνατά: Life, Letters and literary remains of John Keats, by Richard Monckton Milnes, in two volumes….

— London 1848, συμπλήρωσε χαριτολογώντας η Ελισάβετ, που είχε ήδη βρεθεί δίπλα της κι έβλεπε τη σελίδα του βιβλίου με τον τίτλο.

— Αυτός είναι ο πρώτος τόμος κι εδώ περιλαμβάνονται τα δύο σονέτα για τον Έλγιν και για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που σου έλεγα.

Η Φλωρεντία της έδωσε το βιβλίο να το περιεργαστεί. Το πήρε εκείνη στα χέρια της και το ξεφύλλιζε. Βρήκε γρήγορα τα δυο σονέτα, τα διάβασε και μετά περιηγήθηκε στις υπόλοιπες σελίδες.

— Πολύ καλή δουλειά έχει κάνει ο Μιλνς, μπράβο!

— Ο Ρίτσαρντ είναι κι ο ίδιος ποιητής, νομίζω σου το έχω πει. Πάντα θαύμαζε τον Κητς και ενδιαφερόταν για την ποίησή του. Όταν πήγε στην Ιταλία, βρήκε τον αφοσιωμένο φίλο και προστάτη του Κητς, τον γνωστό ζωγράφο Joseph Severn, και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον ποιητή. Εκείνος, εκτιμώντας το ενδιαφέρον του Ρίτσαρντ, του παρέδωσε όλο το αρχείο του, αφού ο ίδιος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να το φέρει στο φως. Από τότε ο Μιλνς ξεκίνησε μια φιλολογική εργασία για τον Κητς που κράτησε σχεδόν οκτώ χρόνια.

— Μιλάς με τόσο θαυμασμό και συγκίνηση για τον Ρίτσαρντ… τι είναι για σένα αγαπητή μου Φλο ο Ρίτσαρντ; τόλμησε να την ρωτήσει η Ελισάβετ. (περισσότερα…)

Περιπλανώμενο προσφυγάκι: Ναύπλιο, Άργος, Σύρα

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με τη μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της.

Η αγγλίδα Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ (η γνωστή νοσηλεύτρια κατά τον κριμαϊκό πόλεμο), την άνοιξη του 1850 έρχεται στην Αθήνα, επισκέπτεται τη σχολή των Χιλλ, όπου συναντιέται με τη συνομήλική της Ελισάβετ και συνδέονται με στενή φιλία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, κατά τη διάρκεια περιπάτου στον λόφο  του Κολωνού, τον Μάιο του 1850, η Ελισάβετ αφηγήθηκε στη συνομήλικη αγγλίδα φίλη της Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ τα δεινά του προσφυγικού ταξιδιού από το λιμανάκι του Λουτρού της νοτιοδυτικής Κρήτης μέχρι το κάστρο της Μονεμβασιάς, Πάσχα του 1824.

Στο σημερινό κεφάλαιο οι δυο φίλες βρίσκονται ακόμη μέσα στο εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας στον Κολωνό, όπου είχαν καταφύγει λόγω της ανοιξιάτικης μπόρας· η Ελισάβετ συνεχίζει να εξιστορεί τα δεινά της ατέλειωτης περιπλάνησης των προσφύγων από τη Μονεμβασιά μέχρι τη Σύρο, όπου θα ζήσει ως παιδί. (Α.Κ.)

~.~

— Είχε περάσει ο μισός Απρίλιος, Φλωρεντία, κι εμείς ήμασταν ακόμη στη Μονεμβασιά· ανεπιθύμητοι. Οι δημογέροντας παραπονέθηκαν επίσημα στην «Ὑπερτάτη Διοίκηση» ότι «ήλθον δύο φορές τα καράβια και ξεμπαρκάρησαν εδώ πάνω από δέκα χιλιάδες ψυχές Κρητικών, οι οποίοι είναι γυμνοί και τετραχηλισμένοι· και δεν ηξεύρομεν πώς θέλουν οικονομηθεί». Τελικά η Διοίκηση αποφάσισε να μεταφερθούμε οι περισσότεροι σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου και λίγοι σε νησιά των Κυκλάδων.

— Εσείς που πήγατε,  Ελισάβετ; ρώτησε η Φλωρεντία.

— Αρχικά στο Ναύπλιο. Πώς φτάσαμε ως εκεί μη ρωτάς, δεν θυμούμαι… έχει διαγραφεί από τη μνήμη μου εκείνη η περιπέτεια. Η μητέρα μου δεν ήθελε να μιλάει για εκείνες τις πικρές μέρες του ταξιδιού· στο τέλος είχαμε χάσει και τον αδελφό μου, κανείς δεν ήξερε να πει πού μπορεί να βρισκόταν. Ξυπνήσαμε ένα πρωί κι ήταν άφαντος. Το καραβάνι ξεκίναγε, η μάνα μου έκλαιγε για τον Νικόλα μας, έκλαιγα κι εγώ μαζί της. Φύγαμε δίχως του, με την ελπίδα ότι κάπου θα τονε βρούμε… (περισσότερα…)

Το ταξίδι της προσφυγιάς

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Σημείωση της συγγραφέως: Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με τη μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της.

Η αγγλίδα Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ, (η γνωστή νοσηλεύτρια κατά τον κριμαϊκό πόλεμο), την άνοιξη του 1850 έρχεται στην Αθήνα, επισκέπτεται τη σχολή των Χιλλ, όπου συναντιέται με τη συνομήλική της Ελισάβετ και συνδέονται με στενή φιλία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο η Ελισάβετ εξιστόρησε στη Φλωρεντία τα παιδικά βιώματά της από τα δεινά τής τουρκικής σκλαβιάς, της επανάστασης του 1821 και της συνακόλουθης καταφυγής των γυναικόπαιδων, και της ίδιας, στα σφακιανά βουνά, για να σωθούν. Στο κεφάλαιο αυτό η Ελισάβετ συνεχίζει την εξιστόρηση των δεινών κατά το περιπετειώδες ταξίδι σωτηρίας από ένα λιμανάκι της νοτιοδυτικής Κρήτης μέχρι το κάστρο της Μονεμβασιάς. Το Πάσχα του 1824 άρχιζε η επώδυνη ζωή της προσφυγιάς.

***

Οι δύο φίλες περπατούσαν με γοργό βήμα να προλάβουν ν’ ανέβουν στον λόφο του Κολωνού, πριν ξεσπάσει η μπόρα. Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο, τα σύννεφα κατέβαιναν κι εκείνες σχεδόν έτρεχαν. Όταν αντίκρισαν το ψηλό μνημείο στον λόφο, λαχανιασμένη η Ελισάβετ είπε:

— Ήμουν στην Αθήνα, όταν μάθαμε ότι πέθανε ξαφνικά ο σοφός γερμανός αρχαιολόγος Κάρολος Μύλλερ· ήταν θυμούμαι καλοκαίρι πριν από δέκα χρόνια. Είχε έλθει στην Ελλάδα για αρχαιολογικές περιηγήσεις και έρευνες, αλλά μετά από λίγους μήνες τον έριξε κάτω η ζέστη, η κόπωση κι ο πυρετός. Η ιδέα να ταφεί εδώ και να ανεγερθεί το μνημείο που θα δούμε ήταν των καθηγητών του πανεπιστημίου, που ανέλαβαν και τη δαπάνη του. Τον έθαψε ο ιερέας του παλατιού, παρουσίᾳ πλήθους κόσμου…

— Σε παρακαλώ, Ελισάβετ,  πάμε πιο γρήγορα, πριν αρχίζει να βρέχει πιο δυνατά,  θέλω να δω οπωσδήποτε το μνημείο.

Άνοιξαν το βήμα τους κι ανέβηκαν στον μικρό λόφο· έμειναν σιωπηλές να κοιτάζουν τον τάφο και το μνημείο. (περισσότερα…)

Το συμφέρον λοιπόν βρίσκεται παντού;

 

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Απόσπασμα μυθιστορηματικής βιογραφίας [1]

Η Ελισάβετ απόρησε με το μεγάλο πλήθος που είχαν καλέσει οι Χιλλ στη  χριστουγεννιάτικη γιορτή της Σχολής τους· κυριολεκτικά το αδιαχώρητο. Πήρε το μάτι της τον άγγλο πρέσβη να αγορεύει στο κέντρο μιας συντροφιάς, ενώ η σύζυγός του τον κοίταζε με θαυμασμό. «Μακάρι κι εγώ να κάνω σήμερα μια ανοιχτή συζήτηση μαζί του για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση που αναστατώνει την Αθήνα αλλά και για το μέλλον τής…» δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ευχή και της φάνηκε πως λίγο πιο μακριά, σε άλλη παρέα, είδε τον Ρίτσαρντ· προχώρησε διακριτικά λίγα βήματα μπροστά, για να σιγουρευτεί· δεν είχε κάνει λάθος, αυτός ήταν. Δεν το περίμενε, δεν ήταν προετοιμασμένη. Η καρδιά της άρχισε να κτυπά δυνατά, ένιωθε πως θα σπάσει.

Η επιμελώς κρυμμένη προσμονή της για μια τυχαία έστω συνάντηση μαζί του γινόταν ανέλπιστα πραγματικότητα. Σαν αστραπή έλαμψε στη μνήμη της η πρώτη φορά που είχε συναντήσει σε δεξίωση τον ωραίο, αεράτο κι ελκυστικό, νεαρό άμισθο  ακόλουθο της βρετανικής πρεσβείας. Συναντήθηκαν μετά και σ’ άλλες δεξιώσεις. Γλυκομίλητος ήταν πάντα στις συζητήσεις τους που στρέφονταν σε θέματα της τρέχουσας πολιτικής, χωρίς να λείπουν και τα προσωπικά, κυρίως γύρω από τα παιδικά χρόνια τους, της προσφυγιάς εκείνη, των σπουδών εκείνος· χρόνια που, όπως ισχυρίζονταν κι οι δυο, διαμόρφωσαν το μέλλον τους, που έγινε παρόν.

Καθώς τον παρατηρούσε από μακριά θυμήθηκε την ιστορία που της είχε κάποτε διηγηθεί. Ο πατέρας του, πλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, τον προόριζε για τα καράβια και μόλις έκλεισε τα δώδεκα τον πήρε μαζί του ναυτόπουλο να τον προετοιμάσει ως δόκιμο αξιωματικό. Σχεδόν αυτολεξεί ξεπήδησαν από τη μνήμη της τα λόγια του Ρίτσαρντ και το έντονο ύφος με το οποίο τότε τα είχε ξεστομίσει: «Όμως εγώ δεν ήμουν γεννημένος για ναυτικός· απεχθανόμουν τη σκληρή δουλειά στο καράβι, κι ας γινόμουν ακόμη και πλοίαρχος, όπως ο πατέρας μου· δεν με γοήτευε ούτε η θάλασσα ούτε τα καράβια ούτε οι ναυμαχίες. Ήθελα να σπουδάσω». Και κατάφερε να γυρίσει πίσω και να φοιτήσει στο ονομαστό κολέγιο Christ Church της Οξφόρδης.

«Και να τος ακόμη εδώ, δίπλα στον πρέσβη πατέρα του, τον αξιότιμο Έντμοντ Λάιονς! Σίγουρα θα είναι ενθουσιασμένος, που κάνει μια ιδανική πρακτική στη διπλωματία» σκέφτηκε η Ελισάβετ. Και διαθέτει τα καλύτερα προσόντα, γνώσεις, ξένες γλώσσες και πάνω από όλα εργατικότητα, άψογη συμπεριφορά, προσήνεια, έμφυτη ευγένεια και φιλοδοξία ανόδου.

Τον θαύμαζε και τον ζήλευε για την υπομονή και την επιμονή του να μην υποτάσσεται εύκολα στα σχέδια που έκαναν άλλοι για το δικό του μέλλον κι ας ήταν αυτοί οι άλλοι ο πατέρας του. «Τέτοια αγωνιστικότητα κι επιμονή θέλω να έχω κι εγώ για τα δικά μου σχέδια, για το δικό μου μέλλον…» ευχόταν μυστικά, όταν αστραπιαία διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Τον είδε ν’ αφήνει την παρέα του και να πλησιάζει προς το μέρος της· ήταν το μόνο που ανομολόγητα ήθελε να συμβεί, κι ας ένιωθε άβολα με το καυτό αιμάτινο κύμα που κατάλαβε πως άρχισε να πυρπολεί το πρόσωπό της.

Στάθηκε απέναντί της χαμογελαστός, τής τράβηξε το δεξί χέρι, το φίλησε με εγγλέζικη ευγένεια και της είπε με αεράτο ύφος:

—Χρόνια πολλά, χαριεστάτη δεσποινίς Ελισάβετ. Ο Θεός να σας ευλογεί. Νόμιζα δεν θα επιστρέφατε ποτέ εις τας Αθήνας. Λείψατε από όλους μας.

—Ευχαριστώ που δεν με ξεχάσατε, είπε εκείνη ντροπαλά και νιώθοντας τις παρειές της να φλέγονται, απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια· δεν ήθελε να προδώσει το ισχυρό σκίρτημα της καρδιάς της.

Εκείνος όμως εννόησε την πηγή του προδοτικού κόκκινου χρώματος στο χλομό πρόσωπο που θυμόταν και της πρόσφερε έτοιμη τη δικαιολογία:

—Κάνει πολύ κρύο σήμερα και φυσάει δυνατός ψυχρός αέρας·  το βλέπω στο πρόσωπό σας. Να προσέχετε μην αρρωστήσετε. Γιατί όμως μείνατε τόσα χρόνια στα Χανιά; Φαντάζομαι θα περνούσατε καλά στον τόπο σας.

—Όχι, καλά δεν πέρασα. Κατέβηκα για λίγο να τακτοποιήσουμε κάποια οικογενειακά περιουσιακά θέματα με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου κι έμεινα πέντε χρόνια.

—Μου φάνηκαν περισσότερα… Ας είναι· δεν ξέρω αν έχετε πληροφορηθεί ότι μετά την αναχώρησή σας έγινα μόνιμος έμμισθος ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας εδώ, θέση τελείως ανεξάρτητη από τη θέση του πατέρα μου και, καθώς καταλαβαίνετε, στόχος μου είναι να ενισχύσω εδώ το κύρος της χώρας μου.

—Σας συγχαίρω ειλικρινά. Το αξίζετε, έχετε  όλα τα προσόντα κι η άριστη γνώση σας των ελληνικών και των γαλλικών δεν θα πάει χαμένη· εύχομαι να πετύχετε, του είπε με τυπική ευγένεια, χωρίς να μπορεί να εκδηλώσει τη χαρά της, όχι για την προαγωγή του, αλλά που τον ξανάβλεπε. «Αχ, πότε τέλος πάντων θα απαλλαγώ από αυτήν την αιδώ, που γίνεται φραγμός στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων μου;» παραπονιόταν μυστικά στον εαυτό της, ενώ η αόρατη φλόγα συνέχιζε το έργο της στις παρειές της, όσο εκείνος συνέχιζε να της μιλεί.

—Θα ήθελα, αγαπητή μου Ελισάβετ της Κρήτης, να σας φανώ χρήσιμος. Λόγω της θέσης μου με ενδιαφέρουν τα προβλήματα των υπηκόων του ελληνικού βασιλείου, που υπήρξαν κάποτε υποτελείς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν δεν σας φανώ αδιάκριτος, πείτε μου περισσότερα για την περίπτωσή σας.

—Δεν θέλω να σας υποχρεώνω με δικά μου θέματα…

—Μην ανησυχείτε, αγαπητή μου, η δική σας περίπτωση είναι ιδιωτική, δεν θα θίξει δα και το συμφέρον της Βρετανίας… (περισσότερα…)

Επιτέλους στην Αθήνα ξανά! (Μυθιστορηματική βιογραφία)

 

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ [1]

Ταξίδευε με το καράβι της γραμμής με τη μητέρα και τον αδελφό της. Μακρύ και κάπως περιπετειώδες το ταξίδι από τα Χανιά στον Πειραιά. Ανάμεσα στη μεγάλη χαρά της επιστροφής, στην ελπίδα για τη ζωή που την περίμενε και στον φόβο που της προκαλούσε η τρικυμισμένη θάλασσα και ο έξαλλος χορός του ατμόπλοιου πάνω στα κύματα η Ελισάβετ, ξαπλωμένη στην κουκέτα, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη σκέψεις και συναισθήματα, που βρήκαν  τρόπο να αναδυθούν  στην επιφάνεια από τα εσωτερικά βάθη, όπου τα είχε συμπιέσει πέντε χρόνια τώρα· να αναστοχαστεί το παρελθόν, να σχεδιάσει το μέλλον.

Πρώτα πρώτα ξεπήδησαν τα παλιά πικρά, ψευδή, δυσάρεστα κι ενοχλητικά σχόλια σε κακεντρεχή κι επαίσχυντα δημοσιεύματα των αθηναϊκών εφημερίδων εναντίον της κι εναντίον των πνευματικών γονέων της Τζον και Φράνσις Χιλλ.

«Αυτοί ήταν υπεύθυνοι, γράφανε, που κατέβηκα στην Κρήτη. Άκου υπεύθυνοι  οι Χιλλ! Και για ποιον λόγο υπεύθυνοι; Γιατί, ισχυρίζονταν, πως όχι μόνο δεν με είχαν εμποδίσει να κατέβω στα Χανιά και να διδάξω στο κοινοτικό σχολείο των κορασίων, αλλά με είχαν αποστείλει με σκοπό να πρσηλυτίσω στον προτεσταντισμό όσους μπορέσω. Δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε και κάθε φορά που το σκέφτομαι διαμαρτύρομαι  με την ίδια ένταση, σαν να συμβαίνει τώρα. Δεν είναι αλήθεια. Δεν θα ζητούσα άδεια από κανένα, για να κατέβω στην πατρίδα μου, ούτε όφειλα να δώσω αναφορά στον οποιοδήποτε περίεργο και κακόγλωσσο για τις σοβαρές οικογενειακές υποθέσεις που είχαμε να διευθετήσουμε. Ακόμη απορώ πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που πίστευαν ότι οι Χιλλ θα μπορούσαν να με εμποδίσουν να κατέβω στα Χανιά, εν σωτηρίῳ έτει 1842. Ήμουν πια είκοσι τριών ετών, είχα απόλυτη συναίσθηση των επιλογών μου και την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Ναι, βοηθούσα τις ελεύθερες ώρες μου στην εύρυθμη λειτουργία της ιεραποστολικής Αμερικανικής Σχολής Κρήτης· βοηθούσα με τη θέλησή μου και χωρίς καμιά υλική αμοιβή· πίστευα στη δύναμη του εκπαιδευτικού και του πνευματικού έργου της, έπρεπε να κρατηθεί ανοικτή στον υποδουλωμένο τόπο μου. Και τι κατάφερα; Τίποτε απολύτως. Τη Σχολή την έκλεισαν άδικα κι απροσδόκητα εκείνοι που την είχαν ιδρύσει. Και το ζευγάρι των ιεραποστόλων πικραμένοι έφευγαν  από κει, παίρνοντας μαζί τους την αγάπη του κόσμου. Είχα κι εγώ βρεθεί τότε στην προκυμαία να τους αποχαιρετήσω μαζί με το πλήθος του κόσμου και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, όχι μόνο γιατί τους αποχωριζόμουν, αλλά και γιατί εγώ θα συνέχιζα να ζω μόνη σ’ ένα περιβάλλον που με απωθούσε. Είμαι νέα, με φιλοδοξίες και πνευματικές ανησυχίες, είχα και έχω ανάγκη να είμαι με ανθρώπους που να μπορώ να συζητώ και για άλλα θέματα, υψηλά κι όχι μόνο για τα ξεγελάσματα των Τούρκων και για επαναστάσεις. Η ελληνική επανάσταση με έχει πληγώσει, τα τραύματα τής προσφυγιάς υπάρχουν μέσα μου ανεπούλωτα κι ας μην είναι από τους άλλους ορατά τα ίχνη τους. Είναι φορές που νιώθω ακόμη κυνηγημένο προσφυγάκι. Η επανάσταση εκείνη διέλυσε την οικογένειά μας, αλλά δεν θα αφήσω να διαλύσει και τη δική μου ζωή».

Τα σκαμπανεβάσματα του ατμόπλοιου της έφεραν ισχυρή ναυτία και της έκλεισαν τα μάτια. Ο ύπνος έβαλε φραγμό και στις αναμνήσεις της και στις σκέψεις της κι άφησε ελεύθερα τα όνειρα… (περισσότερα…)