της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ [1]
Ταξίδευε με το καράβι της γραμμής με τη μητέρα και τον αδελφό της. Μακρύ και κάπως περιπετειώδες το ταξίδι από τα Χανιά στον Πειραιά. Ανάμεσα στη μεγάλη χαρά της επιστροφής, στην ελπίδα για τη ζωή που την περίμενε και στον φόβο που της προκαλούσε η τρικυμισμένη θάλασσα και ο έξαλλος χορός του ατμόπλοιου πάνω στα κύματα η Ελισάβετ, ξαπλωμένη στην κουκέτα, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη σκέψεις και συναισθήματα, που βρήκαν τρόπο να αναδυθούν στην επιφάνεια από τα εσωτερικά βάθη, όπου τα είχε συμπιέσει πέντε χρόνια τώρα· να αναστοχαστεί το παρελθόν, να σχεδιάσει το μέλλον.
Πρώτα πρώτα ξεπήδησαν τα παλιά πικρά, ψευδή, δυσάρεστα κι ενοχλητικά σχόλια σε κακεντρεχή κι επαίσχυντα δημοσιεύματα των αθηναϊκών εφημερίδων εναντίον της κι εναντίον των πνευματικών γονέων της Τζον και Φράνσις Χιλλ.
«Αυτοί ήταν υπεύθυνοι, γράφανε, που κατέβηκα στην Κρήτη. Άκου υπεύθυνοι οι Χιλλ! Και για ποιον λόγο υπεύθυνοι; Γιατί, ισχυρίζονταν, πως όχι μόνο δεν με είχαν εμποδίσει να κατέβω στα Χανιά και να διδάξω στο κοινοτικό σχολείο των κορασίων, αλλά με είχαν αποστείλει με σκοπό να πρσηλυτίσω στον προτεσταντισμό όσους μπορέσω. Δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε και κάθε φορά που το σκέφτομαι διαμαρτύρομαι με την ίδια ένταση, σαν να συμβαίνει τώρα. Δεν είναι αλήθεια. Δεν θα ζητούσα άδεια από κανένα, για να κατέβω στην πατρίδα μου, ούτε όφειλα να δώσω αναφορά στον οποιοδήποτε περίεργο και κακόγλωσσο για τις σοβαρές οικογενειακές υποθέσεις που είχαμε να διευθετήσουμε. Ακόμη απορώ πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που πίστευαν ότι οι Χιλλ θα μπορούσαν να με εμποδίσουν να κατέβω στα Χανιά, εν σωτηρίῳ έτει 1842. Ήμουν πια είκοσι τριών ετών, είχα απόλυτη συναίσθηση των επιλογών μου και την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Ναι, βοηθούσα τις ελεύθερες ώρες μου στην εύρυθμη λειτουργία της ιεραποστολικής Αμερικανικής Σχολής Κρήτης· βοηθούσα με τη θέλησή μου και χωρίς καμιά υλική αμοιβή· πίστευα στη δύναμη του εκπαιδευτικού και του πνευματικού έργου της, έπρεπε να κρατηθεί ανοικτή στον υποδουλωμένο τόπο μου. Και τι κατάφερα; Τίποτε απολύτως. Τη Σχολή την έκλεισαν άδικα κι απροσδόκητα εκείνοι που την είχαν ιδρύσει. Και το ζευγάρι των ιεραποστόλων πικραμένοι έφευγαν από κει, παίρνοντας μαζί τους την αγάπη του κόσμου. Είχα κι εγώ βρεθεί τότε στην προκυμαία να τους αποχαιρετήσω μαζί με το πλήθος του κόσμου και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, όχι μόνο γιατί τους αποχωριζόμουν, αλλά και γιατί εγώ θα συνέχιζα να ζω μόνη σ’ ένα περιβάλλον που με απωθούσε. Είμαι νέα, με φιλοδοξίες και πνευματικές ανησυχίες, είχα και έχω ανάγκη να είμαι με ανθρώπους που να μπορώ να συζητώ και για άλλα θέματα, υψηλά κι όχι μόνο για τα ξεγελάσματα των Τούρκων και για επαναστάσεις. Η ελληνική επανάσταση με έχει πληγώσει, τα τραύματα τής προσφυγιάς υπάρχουν μέσα μου ανεπούλωτα κι ας μην είναι από τους άλλους ορατά τα ίχνη τους. Είναι φορές που νιώθω ακόμη κυνηγημένο προσφυγάκι. Η επανάσταση εκείνη διέλυσε την οικογένειά μας, αλλά δεν θα αφήσω να διαλύσει και τη δική μου ζωή».
Τα σκαμπανεβάσματα του ατμόπλοιου της έφεραν ισχυρή ναυτία και της έκλεισαν τα μάτια. Ο ύπνος έβαλε φραγμό και στις αναμνήσεις της και στις σκέψεις της κι άφησε ελεύθερα τα όνειρα…
Όταν μετά από ώρες η τρικυμία κόπασε, η Ελισάβετ βγήκε έξω ν’ αγναντέψει τη θάλασσα, να πάρει αέρα· μα ένας εσωτερικός αέρας άρχισε ισχυρός να φυσάει μέσα της, φέρνοντας ζωντανά μπροστά της περασμένα προσωπικά γεγονότα που ήθελε να λησμονήσει. Ίσως της τα έφερνε, για να κάνει μυστικά τον απολογισμό της.
«Αχ, αυτή η ταχύτητα του χρόνου! Η ζωή στα Χανιά δεν αντεχόταν. Όλα είχαν πάει στραβά τα πέντε χρόνια στην πατρίδα μου. Μόνο τα παιδιά μού έδιναν χαρά. Ήταν μια όαση για μένα τα χαρούμενα πρόσωπα που κάθε πρωί αντίκριζα. Δεν με άφηναν να φύγω· στ’αυτιά μου ηχούν ακόμη τα κλάματα και τα παρακάλια τους, όταν έμαθαν ότι θα γυρίσω πίσω… Λυπόμουν, μα δεν γινόταν να παραμείνω περισσότερο στον τόπο όπου ένιωθα φυλακισμένη κι έπρεπε να προσέχω κάθε κίνησή μου, κάθε λόγο μου, ακόμη και κάθε ματιά μου. Επιτέλους ξαναγυρίζω στη θαλπωρή του σπιτιού των Χιλλ, αγαπημένων φίλων πια, το ασφαλές καταφύγιό μου…
Όμως, ντρέπομαι να ομολογήσω, ακόμη και στον εαυτό μου, κάτι που έχω κρυμμένο στα κατάβαθά μου, ότι πιο πολύ αναζητώ το θερμό βλέμμα του Ρίτσαρντ, στο οποίο, όταν έπρεπε, δεν είχα ανταποκριθεί. Κάτι με κρατούσε μακριά – η αβεβαιότητα; οι δισταγμοί μου; η γνώμη των άλλων; Ίσως όλα μαζί. Και δεν ήξερα τι να κάνω. Ήξερα μόνο πώς θα αντιδρούσαν οι Χιλλ αν το μάθαιναν και ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν από αγάπη. Διαβάζοντας πρόσφατα τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου βρήκα κάτι που ταιριάζει στην περίπτωσή μου: «Όσο πιο πολύ αγαπάμε, τόσο λιγότερο κολακεύουμε· η γνήσια αγάπη δεν παραβλέπει κανένα λάθος». Ἔχω ζήσει μια τέτοια αγάπη, εἶναι των Χιλλ για μένα· κάθε φορά που δεν έκανα κάτι σωστά, οι επιπλήξεις τους ήταν το φάρμακο, ένα φάρμακο που με ακολουθεί κι εδώ. Δεν θα παράβλεπαν ούτε θα μου συγχωρούσαν τον πλατωνικό έρωτά μου για τον γιο του Λάιονς, του βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα, γι’αυτό και τον είχα φυλακίσει βαθιά μέσα μου αποτρέποντας την καρδιά μου να ζει συναισθήματα άτροπα και τη σκέψη μου να λοξοδρομεί από τον κύριο στόχο της. Κι όμως συχνά επιθυμούσα, και τώρα επιθυμώ, να επιστρέψω, για να τον ξαναδώ, να δω κι εκείνους, κι ας με επιπλήξουν για ό,τι στραβό κάνω, ακόμη κι αν μυριστούν τον μυστικό έρωτά μου.
Ερχόμενη στην Κρήτη νόμιζα πως είχα διαγράψει κι εκείνον και τα συναισθήματά μου και τα όνειρά μου και πως είχα σφραγίσει καλά τη θύρα της θύμισης για έξοδο ή είσοδο εμπιστευτικών εκμυστηρεύσεεων. Υπάρχουν άραγε τέτοιες;… Και να τώρα, πώς η παρουσία του γυροφέρνει στο μυαλό μου; Η αύρα της θάλασσας άραγε άνοιξε τη θύρα της θύμισης και της καρδιάς μου κι αγωνιώ κι ελπίζω κι επιθυμώ να τον ξαναδώ; Και τον φαντάζομαι ωραίο και ευγενικό σε κάποια δεξίωση πρεσβείας, μαζί με τους Χιλλ, που σίγουρα θα με παίρνουν πάλι μαζί τους, όταν προσκαλούνται. Οι δεξιώσεις και τα τραπέζια ήταν η αδυναμία του, «αυτά είναι η ψυχή της διπλωματίας», τον θυμάμαι να λέει με βεβαιότητα που δεν σήκωνε αντίρρηση, κι ήταν πάντα παρών σε γεύματα, σε τέια και δείπνα, είτε ως οργανωτής είτε ως προσκεκλημένος.
»Αχ, Αθήνα, σε λίγες ώρες θα πατάω στο χώμα σου! Θα δω και θ’ ασπαστώ αγαπημένους φίλους και συνεργάτες» ψιθύρισε τα τελευταία λόγια αναστενάζοντας, καθώς από μακριά διέκρινε θαμπά τη στεριά.
* * *
Κτύπησε τη μεγάλη εξωτερική πόρτα με λαχτάρα και ανυπομονησία, που έκανε την καρδιά της να πάλλεται πιο γρήγορα. Άκουσε το μεγάλο κλειδί στην πόρτα να γυρίζει. Κάποιο χέρι από μέσα την τράβηξε κι άνοιξε. Η Ελισάβετ είδε τη μις Μαίρη Μπάλντγουιν να απλώνει σε έκταση τα χέρια της κι έπεσε κλαίγοντας στην ανοιχτή αγκαλιά της.
—Τι καλά που έχεις γυρίσει κι εσύ, αγαπημένη μου αδελφή! της είπε και την ακολούθησε.
—Χαίρομαι κι εγώ πολύ που επέστρεψες· και να ξέρεις, θυμήθηκα και σου έφερα ό,τι μου είχες ζητήσει σε κάποια επιστολή σου.
—Μου έφερες τα πορτραίτα των φιλελλήνων ηγετών της Εταιρείας σας! είπε με ραγισμένη τη φωνή.
Είχαν φτάσει έξω από την τραπεζαρία κι η μις Μαίρη σταμάτησε και την κοίταξε στα μάτια.
—Έφερα αυτά και κάτι άλλο καλύτερο, της απάντησε αινιγματικά και άνοιξε την πόρτα.
Το ζεύγος Χιλλ έπαιρναν το πρόγευμά τους. Μόλις την είδαν, σηκώθηκαν κι οι δυο μεμιάς και έλαμψε από χαρά το πρόσωπό τους τόσο που σπάνια συνέβαινε. Άτεκνοι όντας, τη θεωρούσαν θυγατέρα τους· την είχαν επιθυμήσει σαν βιολογικοί γονείς· εκείνοι την είχαν αναθρέψει από δώδεκα χρονών κοριτσάκι. Κάθισε ανάμεσά τους, ενώ η μις Μαίρη της σέρβιρε το τσάι και κάθισε απέναντί της. Ακολούθησε σιωπή από φανερή αμηχανία όλων που κράτησε μέχρι τη στιγμή που η Φράνσις Χιλλ χαμογελαστή απευθύνθηκε με τρυφερότητα στην Ελισάβετ:
—Θυμόμαστε αυτά που διαβάζαμε στις επιστολές σου, αλλά η ζωντανή εξιστόρηση έχει άλλη αξία. Πες μας λοιπόν, αγαπημένη μας θυγατέρα, πώς πέρασες τα πέντε χρόνια που ήσουν μακριά μας.
—Με νοσταλγία. Ταξιδεύοντας μέσα στην έρημο, την πνευματική, κρατούσα ως οδηγό μου όσα είχα διδαχθεί κοντά σας, μα ανυπομονούσα να επιστρέψω το γρηγορότερο και προσευχόμουν μ’ όλη τη δύναμη της πίστης μου. Όμως ο Θεός σιωπούσε κι εγώ ασφυκτιούσα φυλακισμένη στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Συχνά στίχοι του Αλεξάντερ Πόουπ, που είχα διαβάσει εδώ με στήριζαν στη θλίψη μου κι έδιναν άλλο νόημα στην οδύνη που ένιωθα, βλέποντας πώς ζουν οι συμπατριώτες μου Χριστιανοί.
—Σπουδαίος ποιητής ο Πόουπ! Πες μας κάποιους τέτοιους στίχους… την παρεκάλεσε ο αιδεσιμότατος.
—Η Πρόνοια είναι καλή και σοφή / το ίδιο για ό,τι δίνει και για ό,τι αρνηθεί! [2]
Αυτοί οι στίχοι με έκαναν να πιστεύω πως ήταν η Πρόνοια του Θεού που με κρατούσε εκεί, για να μάθω και να κατανοήσω όσα εδώ θα ήταν αδύνατον.
—Έτσι είναι, Ελισάβετ. Όλα για κάποιο λόγο γίνονται έτσι κι όχι αλλιώς, το λέω από πείρα, συμφώνησε η μις Μαίρη.
—Πάντως όσο διοικεί την Κρήτη ο Μουσταφά πασάς δεν μπορεί να γίνει τίποτε καλό. Αν ποτέ η Υψηλή Πύλη διορίσει κάποιον πολιτισμένο διοικητή, ίσως το νησί δει καλύτερες μέρες. Μα δεν πιστεύω πως αυτό θα γίνει γρήγορα, ο Μουσταφάς έχει συμπάθειες στο τούρκικο παλάτι. Αλλά και να μην είχε, πού να βρει ο σουλτάνος μορφωμένο Τούρκο… αποφάνθηκε η Ελισάβετ με ύφος αυθεντίας.
—Κανείς δεν ξέρει το μέλλον, όλα είναι στα χέρια του Θεού, τη διέκοψε ο αιδεσιμότατος με διάθεση νουθεσίας. Όποτε κρίνει Εκείνος θα γίνει το καλύτερο και για την Κρήτη, να έχεις εμπιστοσύνη, κόρη μου, στη Θεία Πρόνοια· αυτό δεν εννοούσαν κι οι στίχοι του Πόουπ; μην ξεχνάς και τη δική σου περίπτωση.
—Πες μας, αγαπητή μου, για τους σκηνίτες Κηδάρ, όπως έγραφες σε ένα γράμμα σου, πώς το εννοούσες αυτό; την προκάλεσε η μις Μαίρη Μπάλντγουιν.
— Ήμουν αναγκαστικά πέντε χρόνια στα Χανιά, περικυκλωμένη από εκείνους τους άγριους Αγαρηνούς. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τα γελοία μέτρα περιορισμού της ελευθερίας που είχαν επιβάλει. Ακόμη και στην κεντρική πύλη της πόλης, την Καλέ-Καπισί, τη θυμάστε πιστεύω, ο Μουσταφάς έχει βάλει έναν φοβερό και τρομερό φρουρό να απαγορεύει στους μη αρεστούς στον διοικητή την έξοδο ή την είσοδο για οποιονδήποτε λόγο. Ο έλληνας πρόξενος, ο γιατρός Περόγλου, τον ξέρετε, ας είναι καλά, επανειλημμένα είχε πάρει το μέρος των συμπατριωτών μου.
—Ο ρόλος των προξένων σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σημαντικός. Κι είναι καλό να τους γνωρίζει κανείς όπου πηγαίνει, σχολίασε ο αιδεσιμότατος.
—Συμφωνώ, αλλά μη νομίζετε ότι όλοι θα είχαν τη δύναμη να πετύχουν, και ιδίως αν είχαν να κάνουν με τον Μουσταφά πασά, το «αρβανίτικο κεφάλι», όπως τον αποκαλεί ο κύριος Περόγλου, ο οποίος υπολογίζει κυρίως στην αποδοχή που έχει κερδίσει από όλους. Λέγανε μάλιστα ότι στην επανάσταση του 1841 ο Μουσταφάς είχε πάει γονατιστός στο ελληνικό προξενείο και τον παρακαλούσε να πείσει τους Χριστιανούς να σταματήσουν τα άνομα· ήξερε καλά ο παμπόνηρος ότι ο Περόγλου δεν χρειαζόταν να μιλήσει, για να τους πείσει, ένα μόνο νεύμα του αρκούσε.
—Κύρος που προκαλεί σεβασμό και υπακοή χωρίς διαπραγματεύσεις είναι σπανιότατο, σχολίασε με θαυμασμό ο Χιλλ.
—Ο γενικός διοικητής πάντως είναι τόσο απρόβλεπτος, που δεν κρύβω ότι τον φοβόμουν κι εγώ, αλλοίμονο σε όποιον έβαζε στο στόχαστρό του.
—Φοβόσουν; Μήπως υπερβάλλεις, Ελισάβετ; σχολίασε με έκπληξη η Φράνσις.
—Δεν υπερβάλλω· φοβόμουν. Ο απόηχος της αποτυχημένης επανάστασης του 1841 ήταν και είναι ακόμη ισχυρός κι οι Τούρκοι πιο πιεστικοί. Θα σας αναφέρω ένα συμβάν από τα τελευταία, για να καταλάβετε· ένας πρόσφυγας δάσκαλος, που τον περασμένο χειμώνα είχε επιστρέψει από το Ναύπλιο στα Χανιά για υποθέσεις του στο Ρέθυμνο, επειδή θεωρήθηκε, αδίκως, ύποπτος για υποκίνηση επανάστασης, εμποδίστηκε να πάει στο χωριό του· δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει ούτε ο Περόγλου. Ευτυχώς, φιλοξενήθηκε από τη γνωστή του οικογένεια Ψιλάκη, αλλιώς δεν θα είχε πού να μείνει. Με τέτοιο φόβο ζούσα κι εγώ κι όφειλα να προσέχω, μην επινοήσει κάποιον λόγο και με απελάσει ως ύποπτη ή μήπως προβάλει προσκόμματα στις υποθέσεις μου. Που μπορεί και να το έκανε, γιατί πώς μπορώ να δικαιολογήσω την τόση καθυστέρηση στην υπόθεσή μας; είπε η Ελισάβετ με θυμό που ακόμη δεν είχε σβήσει.
—Δεν νομίζω, αγαπητή μου, ότι υπήρχε σκοπιμότητα ειδικά για σένα. Η ιεραπόστολος και κοινή φίλη μας Καρολίνα είχε γράψει τότε σ’ ένα γράμμα της ότι η οθωμανική γραφειοκρατία είναι απίστευτα δυσκίνητη και μάλιστα όταν τα θέματα αφορούν τους υποτελείς της, είπε η Φράνσις προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
—Για την περίπτωσή τους η Καρολίνα είχε δίκιο, δεν μπορούσε να λησμονήσει τι είχαν περάσει μέχρι να τους δοθεί η άδεια λειτουργίας της Αμερικανικής Σχολής. Και ξέρουμε ότι αν δεν πίεζε ο αμερικανός πρόξενος, μπορεί να μην άνοιγε ποτέ. Συχνά η ίδια, για να μου δώσει κουράγιο ή για να με προετοιμάσει για τα χειρότερα, μου έλεγε: «αν πριν κατέβεις στα Χανιά, είχες μάθει πώς διευθετούνται εδώ τέτοιου είδους υποθέσεις, θα καταλάβαινες γιατί αυτό που ήλπιζες ότι θα τελειώσει γρήγορα, ίσως αποδειχθεί και αδύνατον να γίνει…».
—Απορώ πώς άντεξες! είπε με θαυμασμό η μις Μαίρη.
—Πολύ δύσκολο ήταν· κι έκανα την καρδιά μου πέτρα. Αλλά ήταν δίπλα μου η μητέρα μου κι ο αδελφός μου· ένιωθα προστατευμένη. Εξάλλου το σπίτι μας γειτόνευε με την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και την Επισκοπή, που τα ένιωθα ως τείχος προστασίας ισχυρό, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο.
—Θεωρώ πολύ σημαντικό που έζησες τόσα χρόνια στην πατρίδα σου και είχες την τύχη να προσφέρεις ως δασκάλα στο κοινοτικό σχολείο, της είπε η μις Μαίρη.
—Πατρίδα μου τη λες; Τυπικά είναι μόνο πατρίδα μου, για μένα είναι ένας τόπος παντελώς ξένος.
—Μην το λές έτσι. Η πατρίδα είναι τόπος ιερός· το Cedar Grove της Βιρτζίνια, όπου γεννήθηκα κι ανατράφηκα, είναι για μένα τόπος αγαπημένος· είμαι εγώ. Τα δώδεκα χρόνια που έλειπα, ένιωθα σαν να είχα χάσει ένα κομμάτι του εαυτού μου. Φέτος κατάφερα και πήγα για λίγους μόνο μήνες κι έφυγα με λύπη, που άφησα πίσω, όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… αντέδρασε με φανερό παράπονο η μις Μαίρη.
—Για μένα είναι διαφορετικά. Όλοι ξέρουν πως εγώ έφυγα από την Κρήτη νήπιο, στη διάρκεια της Επανάστασης, και επέστρεψα νέα κοπέλα, αναγκαστικά. Δεν γνώριζα κανέναν· απολύτως.
—Φυσικό είναι, Ελισάβετ, της είπαν σχεδόν με ένα στόμα και οι δύο Χιλλ.
—Μπορεί να είναι. Αλλά εγώ πέντε χρόνια έπινα γουλιά γουλιά ένα πικρό ποτήρι, που δεν άδειαζε ποτέ· η παραμονή μου εκεί ήταν μια διαρκής άσκηση υπομονής, που συχνά με έφερνε στα όρια της ψυχικής εξάντλησης. Κι έβρισκα το γιατρικό, όταν έπιανα την πένα να σας γράψω κι άφηνα τότε την ψυχή μου να ξεχυθεί με λέξεις στο χαρτί, μα η σκέψη μου έτρεχε πιο γρήγορα από το χέρι μου που ποτέ δεν προλάβαινε να καταγράψει όσα ένιωθα.
—Ο Θεός όμως δεν σε εγκατέλειψε ποτέ, παιδί μου, και θα είναι πάντα μαζί σου· Εκείνος είναι η μόνη καταφυγή στις ποικίλες δυσκολίες μας, της είπε με πατρική στοργή ο αιδεσιμότατος και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Αμέσως σηκώθηκαν όλοι. Η κυρία Χιλλ κοίταξε την Ελισάβετ και της είπε τρυφερά:
—Τώρα πια θα μιλάμε ζωντανά.
Η Ελισάβετ χαμογέλασε και κίνησε καταφατικά την κεφαλή της.
—Έλα, πάμε, βλέπω τον μεταφορέα με τις αποσκευές σου, της είπε η μις Μαίρη και βγήκαν στην αυλή.
Η Ελισάβετ τον πλησίασε να κάνει τον έλεγχο, πριν τις παραλάβει και να τον πληρώσει, ενώ η μις Μαίρη μπήκε στο δωμάτιο. Άνοιξε αμέσως το ερμάρι και πήρε στα χέρια της ένα δεματάκι. Το ακούμπησε στο τραπέζι και βγήκε έξω. Βοήθησε την Ελισάβετ να βάλει μέσα τα πράγματά της και στη στιγμή σήκωσε το δεματάκι από το τραπέζι και τείνοντας το δεξί της χέρι αναφώνησε χαρούμενη:
—Ιδού το δώρο που σου έφερα, αγαπημένη μου φίλη.
Ἡ Ελισάβετ το πήρε στα χέρια της με περιέργεια και το άνοιξε προσεχτικά, μη χαλάσει το ωραίο περιτύλιγμα· της αποκαλύφτηκε ένα πολυτελές δερματόδετο βιβλίο· το ξεφύλλισε βιαστικά και την αγκάλιασε θερμά.
—Σε ευχαριστώ πολύ, αγαπητή αδελφή μου. Από τον τίτλο φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, είπε συγκινημένη.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
[1] Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο της μυθιστορηματικής βιογραφίας της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη (1819-1879) που γράφω. Για μια πρώτη γνωριμία με τη ζωή και τη δράση της Κονταξάκη, προσωπικότητας από τις πιο συναρπαστικές και αμφιλεγόμενες του ελληνικού 19ου αιώνα, ο ενδιαφερόμενος παραπέμπεται στο παρακάτω άρθρο μου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Βλ. επίσης Αγγελική Καραθανάση, «Ο ρόλος της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη στις πολιτικές εξελίξεις στην Κρήτη κατά την τριετία 1856-1858» (Εν Χανίοις [ετήσια έκδοση του Δήμου Χανίων], τ.11 [2017], σ.85-110, goo.gl/1r2nDb) όπου και αναλυτική επισκόπηση της πολιτικά σημαντικότερης περιόδου στη ζωή της «Ελισάβετ της Κρήτης».
[2] Στα αγγλικά: «[Who finds not] Providence is good and wise, / Alike in what it gives, and what denies!», Alexander Pope (Λονδίνο 1688-1744), An Essay on Man, Epistle I, VI lines 205-206.