Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά.

— Το κενό σε ένα έργο τέχνης κάτι σημαίνει, δεν πρέπει να δείχνει αμηχανία τού καλλιτέχνη. Και εδώ παρατηρώ ότι όλα είναι μελετημένα και άψογα, από το κάθε φύλλο μέχρι το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Και το μέγεθος που έχει επιλεγεί[5]  αποδείχθηκε το πιο κατάλληλο. Σε συγχαίρω, είπε κι έλαμψαν τα μάτια του.

— Όλοι κάναμε το καλύτερο, όμως το μεγαλύτερο μερίδιο για την καλλιτεχνική εμφάνιση του λευκώματος είναι δικό σου, αγαπητέ μου Πέτρο.

Τον είδε που έκανε μια χειρονομία να αντικρούσει τον έπαινό της, αλλά εκείνη τον πρόλαβε.

— Μη πεις τίποτε. Η ζωγραφική πάντα κερδίζει, γιατί σ’ αυτή πέφτει πρώτα το βλέμμα· πρώτα θαυμάζεται η υδατογραφία και το κόσμημα στη βινιέτα, που εισάγει το κείμενο και μετά διαβάζεται αυτό… και αν…  Σας ευχαριστώ λοιπόν όλους και πρώτα πρώτα εσένα για ό λα…, είπε τονίζοντας με ιδιαίτερο νόημα μια μια τις δυο συλλαβές της τελευταίας λέξης.

— Για «ό λα» εγώ σε ευχαριστώ, αγαπημένη· γιατί τώρα ζω, ζω αλλιώς… η ζωή μου έχει νόημα και το οφείλω σε σένα… Ξέρεις, έχω σκεφτεί πολλές φορές να σου ζητήσω να ποζάρεις να σου κάνω το πορτρέτο σου, αλλά πώς και πού; Αυτό δεν γίνεται μυστικά…

— Θα γίνει κάποτε, σου το υπόσχομαι, το θέλω κι εγώ άλλωστε. Μη βιάζεσαι όμως, Πέτρο μου.

— Θα γίνω φωτογράφος, Ελισαβέτα μου! Ζωγράφος φωτογράφος! Όχι γιατί η φωτογράφιση είναι πιο εύκολη, αλλά γιατί θα μπορώ να σε φωτογραφίζω όποτε θέλω, σε όποια στάση θέλω και θα σε έχω κοντά μου για πάντα, αφού τώρα που τελειώσαμε το έργο, δεν θα μπορώ να σε βλέπω…, είπε με τρυφερότητα ανάμεικτη με λύπη και παράπονο.

— Να μάθεις και σ’ εμένα την τέχνη αυτή, να σε φωτογραφίζω κι εγώ, να σε έχω κι εγώ δίπλα μου πάντα…

Ο Πέτρος είδε και τη δική της λύπη στο βλέμμα της, που ξαφνικά συννέφιασε κι ένιωσε από τη σπαστή φωνή της να ξεπηδάει από πολύ βαθιά ένας συγκρατημένος σπαραγμός, σπαραγμός που τον δημιουργούσε η σκέψη τής απουσίας του από τη ζωή της, τώρα που τελείωσε το έργο.

— Θα σου μάθω ό,τι θέλεις… της είπε και είδε δάκρυα στις παρειές της.

— Δεν θέλω να σε χάσω και δεν θα σε χάσω, Ελισαβέτα μου, της είπε σκουπίζοντας με τον δείχτη τού δεξιού χεριού του τα δάκρυα, πρώτα της μιας κι έπειτα της άλλης παρειάς της, κι αυθόρμητα τη σφιχταγκάλιασε, άπλωσε κι εκείνη τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και ένωσαν τα χείλη τους σφιχτά.

Δοσμένοι στο ερωτικό, φιλί χαίρονταν με κλειστά μάτια ο ένας του άλλου τη θαλπωρή της ψυχής και το άγγιγμα του σώματος.

— Κι εγώ δεν θέλω να σε χάσω, Πέτρο μου. Σε αγαπώ βαθιά… του είπε ψιθυριστά στο αυτί, θαυμάζοντας κι η ίδια την τόλμη της για ό,τι  έλεγε και για ό,τι απόλυτα φυσικό ένιωθε πως έκανε εκείνη τη στιγμή, μέσα στον ιερό χώρο της Βιβλιοθήκης του αιδεσιμότατου.

 

Δεν έδωσαν σημασία στον θόρυβο που άκουσαν, νόμιζαν πως ήταν ο συνηθισμένος ξαφνικός βορινός αέρας. Όμως ανοίγοντας η πόρτα, η επιτιμητική γυναικεία φωνή διέκοψε απότομα την τρυφερότητα του σφιχταγκαλιάσματός τους:

— Ελισάβετ!… Κύριε Μωραΐτη! είναι ώρα να πηγαίνετε… είπε, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε φουριόζα η κυρία Χιλλ.

Ο Πέτρος ένιωσε βαθιά την προσβολή, κατέβασε το κεφάλι, γύρισε προς την πόρτα κι έφυγε κι αυτός, χωρίς να πει λέξη. Η Ελισάβετ, άφωνη κι αναψοκοκκινισμένη, έτρεξε πίσω του ν’ ανοίξει την εξώπορτα· καθώς βάδιζαν στην αυλή, του είπε σιγανά:

— Θέλω να σε ξαναδώ… οπωσδήποτε.

— Όποιο απόγευμα μπορέσεις, έλα στο σπίτι μου, συνήθως είμαι εκεί, της ψιθύρισε, χωρίς να την κοιτάζει και τάχυνε το βήμα του.

Καθώς εκείνος έβγαινε στον δρόμο, η Ελισάβετ του έκανε μια χειρονομία επιβεβαίωσης· διπλομαντάλωσε την εξώθυρα και τράβηξε κατευθείαν για το δωμάτιό της. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στο τραπεζάκι της· πήρε μολύβι και χαρτί να γράψει στον Πέτρο αυτά που πίεζαν την ψυχή της και δεν μπόρεσε να του πει.

Έφυγες, Πέτρο μου, τη στιγμή που σε έχω απόλυτη ανάγκη, να μοιραστώ μαζί σου τον φόβο μου για ό,τι ακολουθήσει· είμαι βέβαιη πως η κυρία Χιλλ αυτό που είδε όχι μόνο δεν το περίμενε από μένα, αλλά πίστευε πως ήταν ηθικά ανεπίτρεπτο· ξέρω ότι θα ενημερώσει τον αιδεσιμότατο και μετά θα με καλέσουν για νουθεσίες και το ανάλογο επιτίμιο. 

Αλλά και όλοι από τον κύκλο της Σχολής και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, αν το μάθουν, θα με θεωρήσουν ανήθικη, γιατί σφιχταγκαλιάσματα και φιλιά, πριν από τον γάμο, απαγορεύονται. Και όχι μόνο αυτό· δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδεχθούν την ηλικιακή διαφορά μας, σε περίπτωση που με ζητούσες σε γάμο, για να μην πω ότι θα τους σκανδάλιζε. Και γνωρίζεις καλά κι εσύ, μια και στην ίδια κοινωνία ζούμε, ότι όλοι θα ρίξουν σε μένα την ευθύνη, που βέβαια δεν την αρνούμαι, επειδή είμαι και γυναίκα και μεγαλύτερή σου.

Όμως εγώ στο βάθος, Πέτρο, θέλω να ξέρεις ότι ως Ελισάβετ τίποτε από αυτά δεν θεωρώ ηθικά μεμπτό. Μπορεί να είναι ανήθικη η αγάπη; Μπορεί να γίνει αξεπέραστος φραγμός η ηλικία;

Ήσουν εικοσιδύο χρονών όταν σε γνώρισα, μου το είχες πει ο ίδιος, θυμάσαι; “Κι εγώ τριάντα πέντε!” σου είχα απαντήσει τότε και δεν είχα δει να συνοφρυωθείς. Η αλήθεια είναι πως μοιάζω πιο πολύ δασκάλα σου παρά αγαπημένη σου και μέλλουσα σύζυγός σου, αλλά τι μ’ αυτό; Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη· κι αν η Γραφή δεν βάζει όρια στην αγάπη, ποιος μπορεί να βάλει; και μάλιστα όρια ηλικίας; Η κοινωνία μας μόνο μπορεί· και τα βάζει αυθαίρετα, αγαπημένε μου.

Και ξέρομε κι οι δυο πως αν συνέβαινε το ανάποδο, όλοι θα το θεωρούσαν φυσικό, ίσως κι εγώ. Δεν είναι όμως έτσι, το απαντά η ίδια η ζωή·  πώς φρενάρεται η έλξη, πώς περιορίζεται το συναίσθημα; Και γιατί να θελήσει οποιοσδήποτε λογικός να προκαλέσει δυσθυμία τη ζωή δύο ανθρώπων και να την καταστρέψει;

Αγαπιόμαστε, Πέτρο μου, και θα παλέψω από τη μεριά μου όσο μπορώ… Γιατί όλα μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει με την αγάπη, και την κατάκριση, και τις αγωνίες, και τη θλίψη· ακόμη και τον φόβο για την επιδημία της χολέρας, για τις τρομερές συνέπειες του μεγάλου πολέμου, για τη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων και για την Κατοχή που κρατάει ακόμη…

Δεν άντεχε να συνεχίσει άλλο· τα δάκρυά της ποταμός έβρεχαν το χαρτί και έσβηναν τις γραμμένες με το μελανί μολύβι λέξεις.

Σηκώθηκε να ξεπλύνει το πρόσωπό της και περίμενε τον έλεχο ως καταπέλτη.

***

Η Φράνσις Χιλλ συνάντησε αμέσως τον αιδεσιμότατο και του περιέγραψε τη σκηνή της Βιβλιοθήκης.

— Δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε να εξελιχθεί αυτή η σχέση. Ντροπιάζει εμάς, τη Σχολή και πρώτα πρώτα την ίδια, κατέληξε η Φράνσις.

Εκείνος άκουγε αμίλητος τα απροσδόκητα και δυσάρεστα συμβάντα κι όταν εκείνη σταμάτησε, είπε έκπληκτος και με συγκρατημένο θυμό:

— Η συνετή ως τώρα «θυγατέρα» μας πώς είναι δυνατόν να έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με ένα νεαρό σπουδαστή;… και περιπτύξεις, είπες;… Μέσα στη Βιβλιοθήκη μας! τόση ανηθικότητα! Θυμάσαι που έλεγε πως δεν ήθελε να παντρευτεί, όταν είχαν δείξει κάποιο ενδιαφέρον για κείνη ανώτερης τάξης άνθρωποι, και μεγαλύτεροί της;

— Το θυμάμαι βέβαια, αλλά τότε είχε επηρεαστεί πολύ από τη Φλωρεντία Νάιτινγκεηλ. Φαίνεται πως τώρα που ξύπνησε η σάρκα, τα ξέχασε αυτά…

— Πρέπει να χειριστούμε το θέμα με προσοχή, κατανόηση και κυρίως με σεβασμό στην προσωπικότητά της, να μην την προσβάλλουμε, είπε  ο Τζον Χιλλ.

— Είναι το αγαπημένο μας παιδί, έτσι τη βλέπουμε κι εσύ κι εγώ κι ας είναι πια μεγάλη γυναίκα, συμπλήρωσε η Φράνσις.

— Είναι σπουδαία γυναίκα, και την έχουμε αναθρέψει για τα σπουδαία, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, αγαπητή μου.

— Από δώδεκα χρονών την έχουμε μαζί μας και την εμπιστευτήκαμε· κι αυτή για μας έκανε ό,τι όφειλε ένα φυσικό τέκνο· αλλά τώρα, αγαπητέ μου σύζυγε, πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό που μας βρήκε, χωρίς να την πληγώσουμε, χωρίς να τη χάσουμε;

— Θα τη χάσουμε!… Οφείλουμε να την απομακρύνουμε από την Αθήνα, που σημαίνει κι από κοντά μας, είπε κατηγορηματικά ο αιδεσιμότατος.

— Μήπως να της υποδείξουμε να πάει για λίγο στα Χανιά, κοντά στη μητέρα της και  στον πατριό της; τον ρώτησε η Φράνσις.

— Αυτό θα είναι το καλύτερο για εκείνη κι εμείς θα είμαστε πιο ήσυχοι.

— Δεν θα μας νιώθει όμως πια κοντά της, όπως μέχρι τώρα, είπε η Φράνσις.

— Είναι όμως το καλύτερο.

—Αυτό πιστεύω κι εγώ, αλλά εκείνη θα αντιδράσει· η επιστροφή στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη δεν είναι και δεν ήταν ποτέ όνειρό της· θυμάσαι, αγαπητέ μου, την προηγούμενη φορά…

— Το χειρότερο είναι ότι τώρα μπορεί να μας θεωρήσει εχθρούς της ευτυχίας της.

— Δεν είναι αλήθεια, αλλά το φοβάμαι, γιατί τώρα ζει κάτι τελείως διαφορετικό. Η ερωτική έλξη ούτε σβήνει γρήγορα ούτε δαμάζεται εύκολα, Τζον.

— Έχεις δίκιο. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε το θέμα της θυγατέρας μας πιο σφαιρικά, να της εξηγήσουμε, Φάνυ μου, να καταλάβει ότι επειδή την αγαπάμε, τη στέλνουμε στα Χανιά.

— Ξεχνάς το πιο σοβαρό εμπόδιο για το ταξίδι που σκέφτεσαι, τη διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων. Οι Τούρκοι δεν επιτρέπουν να προσεγγίζσυν στα λιμάνια του νησιού ελληνικά πλοία…

— Έχω κάποιες τελευταίες πληροφορίες από έγκυρες πηγές· γίνονται συζητήσεις για επανάληψη των σχέσεων, αρχικά των εμπορικών και ναυτικών, είπε ο αιδεσιμότατος.

— Μακάρι. Νομίζω όμως ότι πρέπει γρήγορα να της μιλήσουμε ανοικτά, πριν πάρει άσχημες για όλους διαστάσεις το θέμα, είπε η Φράνσις.

Ο αιδεσιμότατος δεν απάντησε, μόνο την κοίταξε· εκείνη κατάλαβε και σταμάτησε αμέσως τη συζήτηση·  πάντα τα δύσκολα τα έλεγαν με τα βλέμματα. Δεν υπήρχαν λόγια για τον ισχυρό ψυχικό κραδασμό που τους δημιουργούσε ο φόβος της διπλής απώλειας: εκείνοι θα έχαναν την Ελισάβετ κι η Ελισάβετ, αν δεν υπάκουε, θα έχανε για πάντα την ψυχή της.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

~.~

[1] Πέτρος Μωραΐτης (Τήνος 1832‒Αθήνα 1888). Ζωγράφος και φωτογράφος· τελειοποίησε την φωτογραφική τέχνη στο Παρίσι· άνοιξε φωτογραφείο στην Αθήνα το 1860 και αργότερα έγινε επίσημος φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας του Γεωργίου Α΄.
[2] Το κείμενο ΠΡΟΘΕΣΙΣ σε φωτ. (fig. 6) στο κείμενο της Πολυβίας Παραρά: «The journey of Elisavet Contaxaki’s Classical Bouquet from Crete to Washington D.C.: The historical and political context. Πρακτικά του ΙΒ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο 1-25/9/2016. Ημερομηνία αναρτημένης δημοσίευσης 6.7.2018, στο https://12iccs.proceedings.gr/el/proceedings/category/38/34/273 , σ. 5
[3] «Τα αλλεπάλληλα δυστυχήματα»: Λίγους μήνες μετά την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου (10/1853)  εκδηλώνονται επαναστατικά κινήματα σε τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, που η ελληνική κυβέρνηση ενθαρρύνει και βοηθάει. Οι Άγγλοι, ενδιαφερόμενοι για την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την πιέζουν για ουδετερότητα·  η κυβέρνηση δεν υπακούει, με συνέπεια την αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά και της Αθήνας, την εγκατάσταση κυβέρνησης της αρεσκείας της, την επιδημία της χολέρας που φέρνουν τα πολυπληθή ξένα τρατεύματα  και τη διακοπή των διπλωματικών, εμπορικών και ναυτικών ελληνοτουρκικών σχέσεων.
[4] Στις 15 Μαΐου του 1855 ανοίγει η Πρώτη Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων, στην οποία η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη συμμετέχει με μια χειροποίητη κούκλα ντυμένη με παραδοσιακή στολή και με το λεύκωμα Κλασσική Ανθοδέσμη, για την οποία θα λάβει εύφημη μνεία. Η τιμή πώλησής του ήταν 2.500 φράγκα, Δεν πουλήθηκε. Από το 1857, κατά την επιθυμία της, βρίσκεται στο μουσείο Smithsonian στην Washington  D.C. των ΗΠΑ και φυλάσσεται στη συλλογή του Cullman Library Rare Books, Smithsonian Libraries.
[5] Σχήμα τέταρτο (24Χ30 εκ. του μέτρου).

*

Advertisement