~ . ~
της ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
Στο σημερινό έκτο απόσπασμα, από άλλο σημείο της μυθιστορηματικής βιογραφίας της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, η αφήγηση δεν είναι αναδρομική. Οι δυο φίλες, η Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και η Ελισάβετ, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1850 επισκέπτονται την Ακρόπολη, όπου ξεναγούνται από τον σπουδαίο αρχαιολόγο Κυριακό Πιττάκη και συζητούν για τα κλεμμένα από τον Έλγιν γλυπτά του Παρθενώνα και για άλλες βεβηλώσεις των μνημείων από άγγλους ναύτες.
~.~
Έκλεισαν πίσω τους την πόρτα και τράβηξαν κατά την Ακρόπολη. Η μεγάλη ανυπομονησία για την ξενάγηση που θα τους έκανε ο άνθρωπος μύθος, ο Κυριακός Πιττάκης, κρατούσε τη Φλωρεντία παράξενα σιωπηλή. Η Ελισάβετ κάποια στιγμή κοντοστάθηκε, την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε:
— Γιατί δεν μιλείς;
— Νιώθω μεγάλο δέος, Ελισάβετ, στη σκέψη της συνάντησης με τον κύριο Πιττάκη.
— Ξέρεις, Φλωρεντία, πως εδώ και είκοσι περίπου χρόνια δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει ανέβει στην Ακρόπολη; Τη βλέπει, λένε, σαν θυγατέρα του κι έχει διαρκώς την έννοια της, ακόμη και τη νύχτα ξυπνάει να δει μη τυχόν και κάποιος την έχει απαγάγει!
Η Φλωρεντία χαμογέλασε αυθόρμητα και είπε μετά:
— Φαντάζομαι ιδανική την ξενάγησή του, όπως εκείνη που μας είχε κάνει πριν από λίγες μέρες στους Αμπελόκηπους.
— Στο εξοχικό του;
— Ναι, είχαμε πάει έφιππες με την κυρία Σελίνα Μπρέισμπριτζ…
— Θα έρχονταν μου είχαν πει και οι αξιοσέβαστοι Χιλλ μαζί σας…
— Ήλθαν· πολύ καλός ιππέας ο αιδεσιμότατος!
— Δεινότατος. Πηγαίνει συχνά εκεί, κυρίως το καλοκαίρι, είναι η εξοχή των Αθηναίων, αλλά στου κυρίου Πιττάκη, νομίζω, δεν είχαν ξαναπάει.
— Μας πήγε λοιπόν πρώτα στον κήπο του και μετά στο ιερό της Αφροδίτης με τη μεγάλη ιερή μυρτιά· μας έδειξε και τα τέσσερα μαρμάρινα περιστέρια που είχε βρει στις ανασκαφές· έμαθα πολλά για την αρχαία Αθήνα και για τις αρχαιότητές της· πιστεύεις ότι άρχισε σιγά σιγά να μου φεύγει εκείνη η πρώτη απογοητευτική εικόνα της νέας Αθήνας που πρωταντίκρισα;
— Πολύ καλό αυτό! Καταλαβαίνεις τώρα γιατί κάποτε η Αθήνα είχε τόση αίγλη, Φλωρεντία.
— Μόνο όταν γνωρίσεις, καταλαβαίνεις. Κι εγώ γνώρισα και το οφείλω στον κύριο Πιττάκη· γι’ αυτό μέσα μου τώρα έχει αποκασταθεί η παλιά δόξα της και τη βλέπω πιο ωραία, πιο ελκυστική· τη νιώθω πιο συναρπαστική, σαν μια περίτεχνη μινιατούρα, που έχει κάτι τελείως διαφορετικό από τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης· τη νιώθω σαν τον μικρό Ιησού ανάμεσα στους διδασκάλους στο ναό!
— Μ’ αυτό που μόλις είπες καταλαβαίνω πως υπονοείς ότι η Αθήνα κρύβει κάτι θεϊκό που θα αποκαλυφθεί σε λίγα χρόνια… Μου αρέσουν τα προφητικά λόγια σου, αγαπητή μου Φλο.
— Το διαισθάνομαι, Ελισάβετ, δεν το προφητεύω.
Συνέχισαν να περπατούν περίσκεπτες κι αμίλητες, ώσπου έφθασαν στον ιερό βράχο. Ανεβαίνοντας είδαν μπροστά τους τον κύριο Πιττάκη να τις περίμενει. Έκανε εκείνος μια ελαφρά υπόκλιση για χαιρετισμό, τον αντιχαιρέτησαν κι οι δυο με σεβασμό και έμφυτη αιδώ.
—Είναι ιδιαίτερη χαρά μου να σας ξεναγήσω ο ίδιος στην Ακρόπολη. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν…
***
Οι δυο φίλες ενθουσιασμένες και εντυπωσιασμένες από την ξενάγηση και από τις γνώσεις και τον καθαρό λόγο του κυρίου Πιττάκη για τα θέματα των ανασκαφών, ακόμη και για το πιο μικρό εύρημα, ξεκουράζονταν κάτω από τη σκιά μιας χαρουπιάς, έχοντας στη μέση τον αρχαιολόγο, που κατέκλυζαν με τις ερωτήσεις τους.
Κι όταν εκείνος είχε απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, η Φλωρεντία του είπε παρακλητικά:
— Πείτε μας ο ίδιος για εκείνο το επεισόδιο με τους άγγλους ναύτες που πριν από λίγες μέρες μας ανέφερε ο φίλος μας κύριος Τσαρλς Μπρέισμπριτζ…
Κι ο κύριος Πιττάκης, που του άρεσε να διηγείται πραγματικές ιστορίες σε ακροατές που είχαν αληθινό ενδιαφέρον, ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην παράκλησή τους:
— Αυτό, θαρρώ συνέβη το 1832· η Αθήνα δεν είχε γίνει ακόμη πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου. Εγώ είχα διοριστεί ήδη επιστάτης των εν Αθήναις αρχαιοτήτων και το γραφείο μου ήταν στον χώρο της Ακρόπολης.
»Μια μέρα λοιπόν ακούω ξαφνικά κάποιον δυνατό θόρυβο. Βγαίνω έξω αμέσως· και τι να δω; Ένας ναύτης κρατούσε στα χέρια του τη μύτη ενός από τα πιο ωραία ανάγλυφα του Παρθενώνα· «για ενθύμιο», μου είπε, όταν του έκανα έντονη παρατήρηση και έξαλλος τον έπιασα από το μπράτσο, για να τον συλλάβω. Όμως ήμουν μόνος κι αυτοί τουλάχιστον δέκα κρατώντας στα χέρια τις σμίλες, επίδοξα φονικά όργανα δηλαδή… Φοβήθηκα, τον άφησα.
»Όταν ο ναύαρχος Μάλκολμ πληροφορήθηκε το επεισόδιο, με κάλεσε την επομένη στο γραφείο του για εξηγήσεις· δεν του άρεσε που είχα τολμήσει να συλλάβω τον ναύτη του. «Τι αποζημίωση ζητάτε;» με ρώτησε. «Μία και μόνο» του απάντησα. «Δηλαδή;» με ρώτησε. «Τη μύτη του ιερόσυλου». Έμεινε άναυδος. Βλέποντας εγώ την έκπληξή του συνέχισα: «Νομίζετε ότι τη σπασμένη μύτη από το αρχαίο ανάγλυφο μπορείτε να την αγοράσετε; Δεν την πουλάμε» του απάντησα οργισμένος και με σπασμένη φωνή, συγκρατώντας το κλάμα μου.
»Αυτό το επεισόδιο είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ίσως επειδή ήταν το πρώτο που μου συνέβη, γιατί μετά έγιναν κι άλλες τέτοιες βεβηλώσεις. Είχε δώσει βλέπετε το παράδειγμα πριν από χρόνια ο δικός τους ο Έλγιν…
— Πράγματι, είδαμε προ ημερών, κύριε Πιττάκη, στο Θησείο ένα ωραίο γυναικείο μαρμάρινο πρόσωπο χωρίς μύτη…
— Υπάρχουν δυστυχώς πολλά ακρωτηριασμένα αγάλματα και ανάγλυφα, αγαπητή μου δεσποινίς Ελισάβετ.
— Έχετε υπόψη σας το βιβλίο Memorials of a tour in some parts of Greece; τον ρώτησε η Φλωρεντία.
— Ε, βέβαια. Έχω γνωρίσει και τον συγγραφέα του, τον Ρίτσαρντ Μόνκτον Μιλνς, νομίζω πως ήταν πάλι το 1832. Έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά συνέχισε:
— Ήμουν σχετικά νέος τότε και είχαμε μιλήσει, το θυμάμαι καλά· ήταν μαζί με κάποιον φίλο του, πολύ πιο νέοι από εμένα κι οι δύο.
— Με τον Κρίστοφερ Γουορντσγουόρθ ήταν· έχει γράψει κι αυτός βιβλίο για την Αθήνα και τον Παρθενώνα.
— Γνωρίζετε τον Ρίτσαρντ Μόνκτον; ρώτησε έκπληκτος ο κύριος Πιττάκης.
— Ω! βεβαίως. Τον γνώρισα λίγα χρόνια μετά από εκείνο το ταξίδι του. Μου έχει χαρίσει το βιβλίο του, στο οποίο σας εκθειάζει, το ξέρετε, άλλωστε.
— Του είμαι ευγνώμων, να του το μεταφέρετε, δεσποινίς Φλωρεντία.
— Τον έχει συγκινήσει η αφοσίωσή σας να προστατεύετε τα αρχαία μνημεία της Αθήνας. Δεν ξεχνούσε εκείνη την πρώτη επίσκεψή του, δεν ξέχασα κι εγώ το πάθος του για την Ακρόπολη ούτε αυτά που γράφει για την αγαλματένια μύτη ενός άγγλου ναύτη.
— Δηλαδή; Υπήρχε ναύτης με τόσο ωραία μύτη σαν αγάλματος; ρώτησε με πειραχτική διάθεση η Ελισάβετ.
— Όχι, όχι, κυριολεκτώ. Ο Ρίτσαρντ Μόνκτον γράφει ότι έρχονταν στην Αθήνα άγγλοι ναύτες σαν νέοι Αλάριχοι, έτσι τους αποκαλεί, και εφοδιασμένοι με σμίλες ακρωτηρίαζαν αδίστακτα μαρμάρινα αγάλματα. Και αναφέρει μια σχετική ιστορία, καλή ώρα σαν αυτή που μας είπατε εσείς, κύριε Πιττάκη.
— Μήπως είναι η ίδια; Μπορείς να μας τη διηγηθείς; την παρακάλεσε η Ελισάβετ.
— Θα σας την πω όπως τη θυμάμαι. Κάποιοι κάποτε, γράφει, πλησιάζοντας στον Πειραιά βρήκαν ένα σημείωμα στον δρόμο. Έσκυψαν, το πήραν, το ξεδίπλωσαν και διάβασαν: «Αγαπητέ… (δεν θυμάμαι το όνομα) έχω χάσει το μαρμαρένιο αυτί που απόκοψα από το γυναικείο άγαλμα στην κορφή του λόφου. Ο φίλος μου έχει πάρει το άλλο αυτί· δεν μου πάει αυτός να επιστρέφει με λάφυρο κι εγώ να το έχω χάσει· θα είχες την καλοσύνη αύριο που θα πας και συ εκεί, να μου κόψεις πιτήδεια τη μύτη; θέλω να την έχω, πριν σαλπάρουμε…»
— Ω! μοιάζει να είναι το ίδιο με αυτό που μας διηγηθήκατε, κύριε Πιττάκη! αναφώνησε η Ελισάβετ.
— Δεν ξέρω αν πρόκειται για το ίδιο, γιατί τέτοια γίνονταν συχνά και πριν διοριστώ εγώ ως επιστάτης και έφορος· γιατί μη νομίσετε ότι υπήρχαν φύλακες πιο πριν, απάντησε ο κύριος Πιττάκης με λύπη ανάμεικτη με οργή. Ακόμη έχω την αγωνία μήπως δεν καταφέρω να προστατέψω τα μνημεία από τέτοιους Αλάριχους, όπως γράφει ο φίλος σας ο Ρίτσαρντ Μόνκτον Μίλνς.
— Τα χειρότερα όμως τα έκανε ο Έλγιν στον Παρθενώνα… είπε η Φλωρεντία.
— Έτσι είναι, δυστυχώς. Λένε πως ο λόρδος Μπάιρον, όταν το 1810 επισκέφτηκε την Ακρόπολη και ο Έλγιν εξακολουθούσε ακόμη να τον λεηλατεί, χάραξε ανυπόγραφα σε κάποιο σημείο του Παρθενώνα στα λατινικά το εξής υποτιμητικό σχόλιο: «Quod non fecerunt Gothi / fecerunt Scoti».
— «Ό,τι δεν έπραξαν οι Γότθοι, το έπραξαν οι Σκώτοι»! μετέφρασε αυθόρμητα στα ελληνικά η Ελισάβετ.
— Θα γνωρίζετε ασφαλώς ότι ο Έλγιν ήταν Σκωτσέζος. Επιστρέφοντας ο Μπάιρον στην Αγγλία έκανε μια ακόμη πιο υποτιμητική αναφορά στο μεγάλο ποίημά του Childe Harold‘s Pilgrimage, είπε ο κύριος Πιττάκης.
— «Blush, Caledonia! Such thy son could be! / England! I joy no child he was of thine», αναφώνησε με περηφάνεια η Φλωρεντία.
— «Αιδώς, Καληδονία! Τέτοιος θα μπορούσε να είναι ο υιός σου! / Αγγλία, χαίρω, δεν ήταν τέκνο σου!» αναφώνησε κι η Ελισάβετ μεταφράζοντας ξανά τους στίχους στα ελληνικά.
— Θα ξέρετε ασφαλώς ότι Καληδονία ήταν το αρχαίο ρωμαϊκό όνομα της Σκωτίας· φαίνεται πως ο φιλέλλην Μπάιρον ντρεπόταν για τον βρετανό διπλωμάτη Έλγιν, τον ευγενή κλέφτη, γι’ αυτό τον διεχώρισε από το αγγλικό έθνος, είπε ο κύριος Πιττάκης.
— Και ο Ρίτσαρντ Μόνκτον γράφει εναντίον του Έλγιν με καυστικό τρόπο και υποστηρίζει απερίφραστα ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα έπρεπε να βρίσκονται εδώ, στη θέση τους. Θυμάμαι μια φράση από το βιβλίο του για τη μοναδικότητά τους: «every stone is a song».
— Και πολύ σωστά τα γράφει, δεσποινίς Φλωρεντία, γιατί πράγματι «κάθε πέτρα είναι ένα τραγούδι». Γνωρίζετε όμως ότι και άλλος Βρετανός περιηγητής, ο Robert Finsh, έχει γράψει, μετά την επίσκεψή του στην Ακρόπολη το 1817, ένα επίγραμμα για τον κλέφτη Έλγιν;
Καμιά δεν εγνώριζε ούτε τον περιηγητή ούτε το επίγραμμα.
— Το θυμάστε; τον ρώτησαν κι οι δυο μ’ ένα στόμα.
— Το θυμούμαι καλά, γιατί το αναφέρω στις ξεναγήσεις μου. Το είχα διαβάσει μεταφρασμένο εις την αρχαίαν ελληνική στο περιοδικό Ἑρμῆς ὁ Λόγιος πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια, είπε κι άρχισε αργά να απαγγέλλει:
Δῶρον Ἀθηναίοις ἐπίτηδες ἔδωκε κάκιστος
κλέπτης, ὃς σεμνᾶς δῶμ’ ἐσύλησε θεᾶς.
Τοῦ γὰρ ἀναιδείας αἰώνιόν ἐστι τροπαῖον
πύργος, ὅπου στήκει σήματα λαμπρὰ χρόνου.
Ὡρῶν γὰρ ποσάκις λιγύφθογγος ἀκούεται αὐδή,
δὴ τότ’ ἀναμνήσει ἔργα ἀθέμιστα Σκότου.[1]
Έμειναν έκπληκτες κι οι δυο να τον κοιτούν.
— Καταλάβατε τι λέει, αφού αρχαία ελληνικά κι οι δυο γνωρίζετε άριστα, είπε και τράβηξε αμέσως την αλυσίδα που κρεμόταν από την αριστερή τσέπη του, πήρε στα χέρια το ρολόι, άνοιξε το καπάκι και κοιτάζοντας την ώρα είπε ευγενικά:
— Συγχωρέστε με, πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο, με περιμένουν κάμποσες εκκρεμότητες. Σας ευχαριστώ για τη χαρά που μου δώσατε, είπε, τις αποχαιρέτησε
κι απομακρύνθηκε με αργά βήματα.
Εκείνες παρέμειναν να χαρούν ακόμη την Ακρόπολη. Από περιέργεια γύρισαν στον Παρθενώνα κι άρχισαν να αναζητούν ανάμεσα στο πλήθος των ονομάτων και των ημερομηνιών το χαραγμένο σχόλιο του Μπάιρον. Η Φλωρεντία έχοντας διαρκώς στη σκέψη της όσα γράφει ο Ρίτσαρντ στο βιβλίο του, είπε:
— Ο Ρίτσαρντ Μόνκτον, Ελισάβετ, πιστεύει ότι ο λόρδος Έλγιν λαφυραγώγησε τον Παρθενώνα με τον πιο καταστροφικό τρόπο και ξέρεις γιατί; Μόνο από απληστία κι ας ισχυρίζεται ότι το έκανε για να τα σώσει από τα χέρια των Τούρκων, που αφαιρούσαν μάρμαρα, για να κτίζουν σπίτια…
— Γι’ αυτό είναι μεγάλη και διαρκής η αγανάκτησίς μας και δικαία, Φλωρεντία.
— Και το χειρότερο, Ελισάβετ, είναι που τόλμησε να ξεγελάσει τους υπόδουλους Αθηναίους με μια προσβλητική αποζημίωση, ένα μηχανικό ρολόι πάνω σε ένα κακότεχνο ξύλινο πύργο, που οι ίδιοι οι Αθηναίοι με έξοδά τους κατασκεύασαν.
— Ναι, Φλωρεντία, ο πύργος είναι στη ρωμαϊκή αγορά, τον βλέπουμε κι ακούμε τους χτύπους του ρολογιού. Σίγουρα τους έχεις ακούσει κι εσύ, γιατί ο ήχος τους φτάνει ως το σπίτι μας.
— Θα πάμε σε λίγο, να δεις από κοντά και…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της, και η Φλωρεντία πετάχθηκε αυτόματα όρθια. Έτρεξε κάτω όπου ένα τσούρμο αγόρια έπαιζαν κλωτσώντας κάτι που έμοιαζε με πουπουλένιο μπαλάκι. Η Ελισάβετ την ακολούθησε. Από το μπαλάκι έβγαιναν ασθενικές φωνούλες…
Μια νεογέννητη κουκουβάγια είχε πέσει από φωλιά που ήταν κτισμένη πάνω στο αέτωμα του Παρθενώνα. Η Φλωρεντία χωρίς πολλή σκέψη έδωσε λίγα χρήματα στα αγόρια και αγόρασε το πουλί.
— Θα το πάρω μαζί μου στην Αγγλία, είπε ενθουσιασμένη.
— Θα αντέξει το πουλάκι, χωρίς τη μανούλα του, ύστερα από το σοκ που έπαθε; απόρησε η Ελισάβετ.
— Είναι το πουλί της θεάς Αθηνάς και θα τα καταφέρει. Θα την ονομάσω Αθηνά, αφού στο ναό της γεννήθηκε, είπε και έβαλε το πουλάκι στη μεγάλη τσέπη της.
Ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τον βράχο και πότε πότε η Φλωρεντία έβγαζε από την τσέπη της το πουλάκι να ελέγχει αν ζει. Η Ελισάβετ έψαχνε στη γη για σπόρους. Βρήκε μερικούς κι άπλωσε την παλάμη της στο πουλί. Η Αθηνά άρπαξε με το ράμφος ένα σποράκι. Είχε νικήσει τον θάνατο.
— Κάπως έτσι ψάχναμε κι εμείς στη γη να βρούμε κάτι να φάμε, είπε η Ελισάβετ, φέρνοντας στο νου της παρόμοιες σκηνές στην Κρήτη.
Η Φλωρεντία έδειξε με την έκφραση του προσώπου της την λύπη της, αλλά δεν θέλησε να θυμίσει τα δυσάρεστα στην Ελισάβετ. Εκείνη όμως συνέχισε.
— Πεινούσαμε στα χρόνια της επανάστασης, τότε που μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι στα βουνά· σου τα έχω πει. Περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα, Φλωρεντία.
Άρχισαν να κατεβαίνουν από την Ακρόπολη. Κατευθύνθηκαν προς τη Ρωμαϊκή Αγορά· ο Πύργος με το Ωρολόγιον του Έλγιν ήταν κοντά. Πλησιάζοντας η Φλωρεντία είπε:
— Βλέπω την μαρμάρινη επιγραφή, Ελισάβετ, που είχε δει ο Ρίτσαρντ και… Η Ελισάβετ τη διέκοψε και είπε:
— Παρατηρείς, Φλωρεντία, ότι οι λέξεις είναι ανολοκλήρωτες· άραγε για οικονομία χώρου ή μήπως σκόπιμα;
— Σκόπιμα; Γιατί;
— Για να μην καταλαβαίνουν οι πολλοί τι γράφει· οι ελάχιστοι όμως που ξέρομε λατινικά, καταλαβαίνομε, απάντησε η Ελισάβετ και συμπληρώνοντας τις λέξεις διάβασε τη λατινική επιγραφή και μετά τη μετέφρασε:
THOMAS COMES DE ELGIN
ATHENIEN[SIBUS] HOROL[OGIUM] D.[ONUM] D.[EDID]
S.[ENATUS] P.[OPULUS] Q.[UE] A.[THENIENSIUM] EREX.[IT] COLLOC.[AVIT]
A.[NNO] D.[OMINI] MDCCCXIV ].[2]
«Ο κόμης Τόμας του Έλγιν
στους Αθηναίους ως δώρο έδωσε Ωρολόγιον.
Η δημογεροντία και ο λαός των Αθηναίων ύψωσε πύργο.
Κατασκευάστηκε το έτος Κυρίου 1814».
— Σε ευχαριστώ, Ελισάβετ. Ο Ρίτσαρντ, θυμάμαι, εκφράζει την απορία αν η επιγραφή μαρτυράει την τυφλή ματαιοδοξία του δωρητή ή τη λεπτή ειρωνεία των Αθηναίων.
— Ίσως και τα δύο. Δωρητής ο κόμης του Έλγιν! Οποία η ταπεινοφροσύνη του! Αλλά ίσως ο χαράκτης ειρωνεύεται ή, έμμεσα, μέμφεται τους Αθηναίους για την αποδοχή του προσβλητικού ευτελούς δώρου. Και δυστυχώς θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που ανταλλάσσουν την ομορφιά παλιών πραγμάτων με μηχανικά ρολόγια και άλλα ψεύτικα αντικείμενα, σχολίασε ειρωνικά και πικρόχολα η Ελισάβετ.
— Ο άνθρωπος, Ελισάβετ, μερικές φορές γοητεύεται από τα καινούργια και φανταχτερά, που ίσως έχουν κάποια χρηστική αξία, και περιφρονεί τα παλιά, επειδή δεν του χρησιμεύουν.
— Και επειδή, πιστεύω, δεν καταλαβαίνει την πνευματική αξία τους.
— Ποιητές όμως όπως ο Τζων Κητς, Ελισάβετ, καταλαβαίνουν. Ο Ρίτσαρντ αναφέρει τη συγκίνηση του ποιητή στο βιβλίο του, που έχεις δει να διαβάζω, ότι τον Μάρτιο του 1817 που επισκέφτηκε το βρετανικό μουσείο είδε εκτεθειμένα τα γλυπτά του Παρθενώνα, τα προ ολίγων μηνών αγορασμένα με κάμποσες χιλιάδες λίρες από τον κόμη.
— Μουσείο κλεπταποδόχος!
— Ακριβώς! Ο Κητς συγκινημένος έγραψε τότε δύο σονέτα που δημοσιεύτηκαν αμέσως στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Λονδίνου The Examiner...
— Τα θυμάσαι μήπως, Φλωρεντία;
— Όχι ακριβώς, ίσως γιατί είναι κάπως σκοτεινά και εκ πρώτης όψεως φαίνονται άσχετα με το θέμα των γλυπτών· ο Ρίτσαρντ, παρά ταύτα, τα θεωρεί δυνατά, ρωμαλέα.
— Πες μου κάτι περισσότερο, Φλωρεντία.
— Έχω μια γενική εντύπωση από το σονέτο «On seeing the Elgin marbles», στο οποίο όμως ο Κητς δεν αναφέρει τίποτε ούτε για τον Έλγιν ούτε για τα κλεμμένα μάρμαρα. Μόνο τα παρατηρεί και μελαγχολεί, νιώθει τη γήινη ματαιότητα και τον επερχόμενο θάνατο που προαισθανόταν (πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα στα 26 του από φυματίωση!)· τα ποικίλα εκ θεού βάσανα τον ειδοποιούν ότι πρέπει να πεθάνει σαν πληγωμένος αετός με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό: «Like a sick eagle looking at the sky», είναι ο στίχος που θυμάμαι.
— Τι ωραίος στίχος, Φλωρεντία. Αυτός ο εξασθενημένος αετός που δεν θέλει να χάσει τον ουρανό από τα μάτια του, ακόμη και την ώρα του θανάτου!…
— Έτσι νιώθω κι εγώ πότε πότε, Ελισάβετ.
— Όχι μόνο εσύ. Κι εγώ· υποθέτω και ο Ρίτσαρντ Μόνκτον Μιλνς…
— Yπάρχουν αυτά τα σονέτα στο βιβλίο για τον Κητς που έχεις φέρει μαζί σου;
— Υπάρχουν αυτά και πολλά άλλα. Αφού σε ενδιαφέρει η ποίηση, θα τα διαβάσουμε μαζί στο σπίτι, αν θέλεις και θα μιλήσουμε εκτενώς. Και όταν επιστρέψω στην Αγγλία, σου υπόσχομαι ότι θα φροντίσω να σου στείλω ένα δικό σου αντίτυπο του βιβλίου του Ρίτσαρντ Life, Letters and literaty remains of John Keats.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
[1] Μτφρ.: Δώρο ξεγελώντας τους Αθηναίους έδωσε ο άνανδρος /κλέφτης, που εσύλησε τον ναό της σεμνής θεάς./ Αιώνιο τρόπαιο της αναισχυντίας του είναι /ο Πύργος, όπου είναι στημένα τα ηχηρά σημάδια του χρόνου./ Γιατί όσες φορές ακούεται των ωρών ο οξύς ήχος/ τόσες ακριβώς θα φέρνει στον νου μας τα παράνομα έργα του Σκωτσέζου.
[2] Η σπασμένη σήμερα μαρμάρινη επιγραφή βρίσκεται στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας.
SENATUS POPULUS QUE ATHENIENSIUM EREXIT COLLOCAVIT ANNO DOMINI
MDCCCX
*