Όχι πια έρωτας, όχι γάμος

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό έβδομο, συνέχεια του προηγούμενου, απόσπασμα από τη μυθιστορηματική βιογραφία της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, οι δυο φίλες, Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και Ελισάβετ, εκμυστηρεύονται προσωπικά βιώματά τους και, αντιμέτωπες με διλήμματα, συζητούν για τον έρωτα, την πολιτική και το ιδανικό της αφοσιωμένης προσφοράς στον άνθρωπο.

~,~

Λίγο μετά το κυριακάτικο γεύμα η Ελισάβετ βρήκε τη Φλωρεντία στη βιβλιοθήκη των Χιλλ σκυμμένη πάνω από ένα  δερματόδετο βιβλίο· μόλις εκείνη την είδε, γύρισε πίσω τις σελίδες και της διάβασε τον τίτλο δυνατά: Life, Letters and literary remains of John Keats, by Richard Monckton Milnes, in two volumes….

— London 1848, συμπλήρωσε χαριτολογώντας η Ελισάβετ, που είχε ήδη βρεθεί δίπλα της κι έβλεπε τη σελίδα του βιβλίου με τον τίτλο.

— Αυτός είναι ο πρώτος τόμος κι εδώ περιλαμβάνονται τα δύο σονέτα για τον Έλγιν και για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που σου έλεγα.

Η Φλωρεντία της έδωσε το βιβλίο να το περιεργαστεί. Το πήρε εκείνη στα χέρια της και το ξεφύλλιζε. Βρήκε γρήγορα τα δυο σονέτα, τα διάβασε και μετά περιηγήθηκε στις υπόλοιπες σελίδες.

— Πολύ καλή δουλειά έχει κάνει ο Μιλνς, μπράβο!

— Ο Ρίτσαρντ είναι κι ο ίδιος ποιητής, νομίζω σου το έχω πει. Πάντα θαύμαζε τον Κητς και ενδιαφερόταν για την ποίησή του. Όταν πήγε στην Ιταλία, βρήκε τον αφοσιωμένο φίλο και προστάτη του Κητς, τον γνωστό ζωγράφο Joseph Severn, και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον ποιητή. Εκείνος, εκτιμώντας το ενδιαφέρον του Ρίτσαρντ, του παρέδωσε όλο το αρχείο του, αφού ο ίδιος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να το φέρει στο φως. Από τότε ο Μιλνς ξεκίνησε μια φιλολογική εργασία για τον Κητς που κράτησε σχεδόν οκτώ χρόνια.

— Μιλάς με τόσο θαυμασμό και συγκίνηση για τον Ρίτσαρντ… τι είναι για σένα αγαπητή μου Φλο ο Ρίτσαρντ; τόλμησε να την ρωτήσει η Ελισάβετ.

— Τι είναι ή τι ήταν;

— Και για τα δύο, αν θέλεις.

— Ο Ρίτσαρντ Μόνκτον Μιλνς ήταν και είναι πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Κι εγώ τον εκτιμώ και τον συμπαθώ πολύ, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν ένιωσα ποτέ έρωτα για εκείνον· αγάπη ναι,  αλλά είναι νομίζω άλλο.

— Πιο πνευματικό, εννοείς.

— Ναι. Είναι κι ο τρόπος που γνωριστήκαμε…

— Τυχαία;

— Καθόλου. Η μητέρα μου είχε προκαλέσει τη γνωριμία μας. Ήμουν δεν ήμουν εικοσιτριών χρονών, όταν τον είδα για πρώτη φορά στο σπίτι μας, καλεσμένο της μητέρας μου. Τον είχε γνωρίσει σε μια γιορτή στο σπίτι των Πάλμερστον, με τους οποίους συνδεόταν φιλικά.

— Τον λόρδο Πάλμερστον εννοείς; τον υπουργό των Εξωτερικών; ρώτησε έκπληκτη η Ελισάβετ.

— Ακριβώς. Αλλά τότε ήταν απλός βουλευτής. Η μητέρα μου συμπάθησε αμέσως τον Ρίτσαρντ και σε λίγο καιρό τον κάλεσε κι έμεινε λίγες μέρες στο σπίτι μας· το συνήθιζε η μητέρα μου να φιλοξενεί ανθρώπους που εκτιμούσε.

— Και ποια ήταν η πρώτη εντύπωσή σου;

— Είχε ωραία εμφάνιση, αρχοντική, ωραία πλούσια κόμη, βαθύ βλέμμα και εκφραστική φωνή. Ήταν άνετος και ομιλητικός. Μου φαινόταν όμως κάπως παράξενος, λίγο αλλόκοτος.

— Τι εννοείς παράξενος και αλλόκοτος;

— Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς. Μάλλον δεν μου άρεσε που ανακατευόταν με την πολιτική, είχε γίνει βουλευτής πριν από τα τριάντα του.

— Γιατί; είναι κακό η πολιτική; Εγώ πιστεύω πως είναι μια κοινωνική προσφορά με μεγάλη ευθύνη, και πιστεύω ότι κακώς αφορά μόνο τους άνδρες· θα μπορούσαν και γυναίκες να ασχολούνται ενεργά. Πώς εσείς έχετε βασίλισσα;

— Η βασίλισσά μας δεν αναμειγνύεται στα πολιτικά. Αλλά πρέπει να σου ότι και μένα με ενοχλεί που οι γυναίκες είναι εκτός πολιτικής, παρόλο που εγώ άλλου είδους προσφορά ονειρεύομαι.

— Δεν είμαστε κατώτερες από τους άνδρες, Φλωρεντία, γιατί όχι και στην πολιτική;

— Η γυναίκα είναι δυστυχώς ακόμη τελείως απαξιωμένη, θεωρείται μόνο ως μια μηχανή που ανήκει στον ιδιοκτήτη της, για να μη μιλήσω για τα δεινά που περνάει στα εργοστάσιά μας.

— Αυτή την απαξιωτική θέση της γυναίκας ο Θεός δεν την θέλει, Φλωρεντία.

— Βεβαίως! αλλά τα κόμματα στην Αγγλία δεν νοιάζονται. Μην περιμένουμε λοιπόν να γίνει τίποτα από αυτά που ονειρευόμαστε κι οι δυο.

— Δεν πρέπει να παραιτηθούμε, Φλωρεντία.

— Δεν έχω παραιτηθεί. Τότε όμως είχα αποφασίσει να κάνω άλλα στη ζωή μου,  να μην υποταχθώ στον μοναδικό ρόλο που προσδοκούσε (κι ακόμη προσδοκά) για μένα η μητέρα μου κι η κοινωνία. Όταν όμως γνώρισα τον Ρίτσαρντ από κοντά, με συγκίνησε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία, διάβαζε, έγραφε ποιήματα, είχε εκδώσει βιβλία…

— Καταλαβαίνω ότι γι’ αυτό σου άρεσε πιο πολύ.

— Ξέρεις όμως ότι δεν άρεσε στους πολιτικούς κύκλους; Δεν τον εμπιστεύονταν, κυρίως ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Πηλ,  μου το είχε πει ο ίδιος ο Ρίτσαρντ.

— Οι πολιτικοί συχνά είναι μονολιθικοί, Φλωρεντία.

— Το πιστεύω. Θα σου αναφέρω το πικρόχολο σχόλιο που είχε ξεστομίσει ο Πηλ για τις πολιτικές ικανότητες του Ρίτσαρντ, μου το είχε εκμυστηρευτεί ένας οικογενειακός φίλος: «Η πιο κατάλληλη θέση γι’ αυτόν είναι να γίνει μόνιμος πρόεδρος της Ηνωμένης Εταιρείας του Ουρανού και της Κόλασης!»…

— Οι πολιτικοί συνήθως απαξιώνουν όσους ενδιαφέρονται και ασχολούνται με τη λογοτεχνία και την τέχνη, Φλωρεντία.

— Ομολογώ ότι είχα αρχίσει να τον συμπαθώ και με πείραξαν πολύ τα απαράδεκτα πρωθυπουργικά ειρωνικά λόγια. Ευτυχώς εκείνος νομίζω δεν το έμαθε ποτέ.

— Μήπως όμως ασκούσε αυστηρή κριτική στον πρωθυπουργό;

— Η αλήθεια είναι ότι σχολίαζε σαρκαστικά τις πολιτικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε προκειμένου να κερδίσει ψηφοφόρους.

— Η κριτική, Φλωρεντία,  συνήθως δημιουργεί εχθρούς. Γι’αυτό πιστεύω ότι οι πολιτικοί δεν έχουν πραγματικούς φίλους.

— Συμφωνώ. Θυμάμαι ένα γράμμα που ο Ρίτσαρντ μού είχε στείλει από την Ιρλανδία, το 1846 ήταν, λίγο πριν από τις εκλογές· μου έγραφε ότι ο Σερ Πηλ, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη πείνα της νήσου, έλεγε στους Ιρλανδούς ψηφοφόρους ότι υπάρχει μια χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού γεμάτη πατάτες…

— Και λοιπόν; διέκοψε τη Φλωρεντία απορημένη η Ελισάβετ.

— Τότε στο νησί είχαν παντού καταστραφεί αυτά τα φυτά από μια σοβαρή ασθένεια· πατάτες δεν υπήρχαν ούτε στα τραπέζια των πλούσιων ευγενών. Ο Πηλ τους υποσχόταν ότι, αν με την ψήφο τους τον έκαναν ξανά πρωθυπουργό, θα τους αποκάλυπτε ποια ήταν εκείνη η πατατοχώρα!

—  Αυτό, Φλωρεντία, επιβεβαιώνει την άποψή μου για τους πολιτικούς, όλοι κυνηγάνε τον θώκο με κάθε τρόπο, ακόμη και με γελοίες πατατοϋποσχέσεις…

— Τον θώκο πάντως ο Πηλ τον έχασε τότε και παραιτήθηκε. Ο Ρίτσαρντ όμως δεν σκεφτόταν έτσι, ούτε έπραττε έτσι.

— Ο Ρίτσαρντ ήταν ποιητής, Φλωρεντία!

— Όμως να ξέρεις, ούτε ως ποιητής είχε την αποδοχή των ομοτέχνων του, ούτε καν του στενού φίλου του Τένυσον· έτσι μου έλεγε.

— Η αλήθεια είναι ότι πολιτική και γράψιμο, λογοτεχνικό κυρίως, δύσκολα πάνε μαζί. Και τα δύο θέλουν αποκλειστική αφοσίωση, αλλιώς γίνεται μισή δουλειά, είπε αποφθευγματικά η Ελισάβετ.

— Ξέρεις πόσο με ενοχλούσε που κάποιοι μιλούσαν υποτιμητικά για τον Ρίτσαρντ;  Και θύμωνα πολύ, όταν άκουγα να τον σχολιάζουν ειρωνικά ότι η μόνη ικανότητά του ήταν να κάνει καλή παρέα και να τραγουδάει στα κακόφημα ταβερνεία, τα λεγόμενα «free and easies»…

— Σημασία έχει ποια γνώμη είχαν οι δικοί σου για εκείνον, και κυρίως πώς εσύ τον έβλεπες.

— Η μητέρα μου παρά ταύτα ήταν ενθουσιασμένη μαζί του, τον έβρισκε έξυπνο, μορφωμένο, καλοσυνάτο και ελκυστικό, κατάλληλο δηλαδή για μένα, που έδινα μεγάλη σημασία στη στέρεη μόρφωση και στην ανιδιοτελή καλοσύνη ενός ανθρώπου.  Εγώ…

Ένα διακριτικό κτύπημα της πόρτας διέκοψε στη μέση τις εκμυστηρεύσεις. Η πόρτα άνοιξε μαλακά. Ο αιδεσιμότατος τους χαμογέλασε κι εκείνες σηκώθηκαν όρθιες. Η Ελισάβετ κρατούσε ακόμη στα χέρια της το βιβλίο του Μιλνς.

— Χαίρομαι που σας βλέπω μαζί, κάτι σημαντικό μου φαίνεται διαβάζετε. Νομίζω, αγαπητή μου Ελισάβετ, ότι βρήκες μια πολύ καλή φίλη. Κρίμα όμως που δεν μπορεί να μείνει για πολύ μαζί μας. Από  αύριο θα χάσω κι εγώ τους φίλους μου Μπρέισμπριτζ.

— Θα σας γράφω, δεν θα εξαφανιστώ… απάντησε με γλυκύτητα η Φλωρεντία.

Ο αιδεσιμότατος πήρε από τη βιβλιοθήκη το βιβλίο που ήθελε κι έκλεισε την πόρτα. Έμειναν πάλι μόνες. Κάθισαν ξανά στις βαθιές πολυθρόνες. Της χώριζε ένα τραπεζάκι σαλονιού. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή. Η κουβέντα τους διακόπηκε σε σημείο αιχμής. Πώς να ξαναβρεθεί το νήμα;

— Μήπως σε κουράζω, Ελισάβετ μου, με τις προσωπικές μου εξιστορήσεις; διέκοψε τη σιωπή η Φλωρεντία.

— Καθόλου. Το άνοιγμα της καρδιάς για τα απολύτως προσωπικά φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους και κτίζει βαθιές και ειλικρινείς φιλίες. Σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου.

— Έχω πολύ καιρό να μιλήσω για τον Ρίτσαρντ. Μόνο με τον εαυτό μου τα λέω. Και διαπιστώνω ότι ακόμη με πονάει το θέμα.

— Οι εκμυστηρεύσεις, αγαπητή μου Φλο, λειτουργούν,  πιστεύω, λυτρωτικά, ακόμη κι αν ο άλλος δεν έχει να προτείνει ικανοποιητική λύση. Το λέω από προσωπική πείρα.

— Εντάξει· με ρώτησες πώς εγώ βλέπω τον Ρίτσαρντ. Ξέρεις, πόσο παράξενα ένιωσα, όταν αυτόν τον αλλόκοτο άνθρωπο, όπως τον νόμιζα στην αρχή, άρχισα να τον αγαπώ;

— Φαίνεται πως είχες αρχίσει να τον γνωρίζεις, Φλωρεντία.

— Έχεις δίκιο! διαπίστωνα διαρκώς με μεγάλη έκπληξη ότι αυτός ο παράξενος άνθρωπος συνδύαζε τα πιο απίθανα, ελκυστικά για μένα, χαρακτηριστικά. Είχε απλότητα κι ανοιχτή καρδιά με ένα μυστικό βάθος, από όπου αναδυόταν μια εγγενής λαχτάρα να φτάσει το ιδανικό, αυτό που πίστευε εκείνος ως ιδανικό, την προσφορά στον άνθρωπο· ενδιαφερόταν για όλους, όχι μόνο για τους προσωπικούς και πολιτικούς διάσημους φίλους του, αλλά και για όποιον τύχαινε στον δρόμο του και τον είχε ανάγκη· ήταν πάντα έτοιμος να συμπαρασταθεί στον κάθε γνωστό ή άγνωστο, με γενναιοδωρία.  Και τον θεώρησα τότε ως τον ιδανικό για μένα άνδρα και τον αγάπησα.

— Κι εκείνος;  πώς σε έβλεπε εκείνος;

— Γρήγορα κατάλαβα πως ένιωθε μεγάλη έλξη. Το βλέμμα του, ο τόνος της φωνής του, το μειδίαμά του δήλωναν ότι η παρουσία μου δονούσε την καρδιά του. Προσπαθούσε να βρει κάποιον λόγο να έρχεται στο σπίτι, να είναι κοντά μου. Μια μέρα μου έδωσε να διαβάσω ένα βιβλίο του με ποιήματά του, Poems of many years ο τίτλος. Θυμάμαι το πήρα στα χέρια, το άνοιξα κι άρχισα να διαβάζω δυνατά από τα περιεχόμενα τίτλους ποιημάτων «Στο παιδί με τα μαύρα μάτια και τα χρυσά μαλλιά», «Το πέταγμα της νιότης», «Φιλία και έρωτας»… ‘Ξέρεις’, με διέκοψε, ‘γράφοντας κάνουμε τον απολογισμό των ψυχών μας, αυτό είναι η ποίηση’… Δεν είχα τι να απαντήσω, με είχε κυριεύσει η ανυπομονησία να διαβάσω τα ποιήματα, να γνωρίσω σε βάθος την ψυχή του.

— Είχατε λοιπόν πολλά κοινά. Τι σε έχει εμποδίσει να τον αρνηθείς;

— Τη χρονιά που γνωριστήκαμε, πριν από πέντε χρόνια δηλαδή, ήταν για μένα η πιο βασανιστική· ζούσα συγχρόνως τη μεγαλύτερη ευτυχία, τον έρωτα, και τον πιο βαθύ πόνο, να καταπνίξω αυτόν τον έρωτα. Γινόταν μέσα μου μια οδυνηρή πάλη ανάμεσα στον πόθο της προσωπικής μου ικανοποίησης και στον πόθο της αφοσιωμένης προσφοράς στον άνθρωπο, στον πονεμένο άνθρωπο

— Σαν να ζούσες, αγαπητή μου Φλο, αυτό που γράφει ο Πλάτων, από την ίδια κορυφή είναι δεμένα η ευτυχία και ο πόνος.

— «Ἐάν τις διώκῃ τὸ ἡδὺ καὶ  λαμβάνῃ, σχεδὸν ἀναγκάζεται λαμβάνειν καὶ τὸ ἕτερον», δηλαδή «τὸ λυπηρόν»· νομίζω αυτά είναι τα λόγια του Σωκράτη στον Φαίδωνα, είπε η Φλωρεντία με απόλυτη βεβαιότητα.

— Γνωρίζεις καλά τους αρχαίους συγγραφείς μας και χαίρομαι, αγαπημένη μου φίλη. Τους διαβάζω κι εγώ. Η σοφία του κόσμου είναι συμπυκνωμένη στα κείμενά τους, μετά τη Βίβλο βέβαια.

— Εύρισκα και βρίσκω ακόμη καταφυγή και ένα είδος ευτυχίας στα βιβλία. Συχνά ζητούσα την ευτυχία στην αγάπη των ανθρώπων. Ήταν μια ματαιοδοξία μου. Απογοητεύτηκα και από εκείνους και από τον ίδιο τον εαυτό μου. Ένιωσα αγωνία και μεγάλη θλίψη. Κι όμως τα νιάτα μου ζητούσαν την αγάπη, μάλλον τον έρωτα, που με πολιορκούσε κι εγώ τον απόδιωχνα.

— Όσα λες με αγγίζουν ιδιαίτερα, γιατί παρόμοια σκέπτομαι κι εγώ.

— Είναι σκέψεις που οι περισσότερες γυναίκες της εποχής μας, δυστυχώς, δεν κάνουν και αυτές που τις κάνουν αποφεύγουν να τις εκφράσουν σε όσους δεν πρόκειται να τις καταλάβουν. Άνθρωποι σαν τους γονείς μου ονειρεύονται να δουν τις θυγατέρες τους όπως η σημερινή κοινωνία απαιτεί, να δημιουργήσουν μια νοικοκυρεμένη οικογένεια. Εγώ δεν ήθελα, ούτε τώρα θέλω να μπω σ’ αυτό το καλούπι. Αλλά η πραγματικότητα δείχνει ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Το εμπόδιο δεν προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες. Η ίδια το έβαλα στον εαυτό μου, μόλις εμφανίστηκε στη ζωή μου εκείνος. Δεν είναι καθόλου εύκολο να απορρίψεις τον έρωτα εκείνου που κι εσύ αγαπάς.

— Είναι όντως δύσκολο… πολύ δύσκολο…

— Ο Ρίτσαρντ εισέβαλε απρόσκλητος στη ζωή μου και την αναστάτωσε. Ήταν τότε που νόμιζα πως είχα πάρει την τελεσίδικη απόφαση να αφιερωθώ στο έργο του Θεού κι είχα βγάλει τελείως από το μυαλό μου  τις προσωπικές σχέσεις.

— Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα. Έχω… είχα  κι εγώ έναν Ρίτσαρντ στο νου και στη ζωή και στην καρδιά μου.

Η Φλωρεντία δεν περίμενε αυτή την αναπάντεχη εξομολόγηση της Ελισάβετ. Την κοίταξε στα μάτια με απορία και της έπιασε τρυφερά τα δυο χέρια της.

— Έχεις ή είχες; Με μπέρδεψες.

Μετά από μικρή σιωπή η Ελισάβετ αποκρίθηκε:

— Προσπαθώ να μην έχω. Αν και, σου εξομολογούμαι, έχω νιώσει τον πειρασμό για έρωτα και την ανάγκη για δημιουργία οικογένειας· έτυχαν άνθρωποι εδώ που με εκτίμησαν και τους συμπάθησα. Όμως η αφοσίωσή μου στο έργο που γίνεται σε τούτο το σπίτι των Χιλλ αποδείχθηκε πιο ισχυρή, μην νομίσεις χωρίς ψυχικό κόστος. Πάντως ο «δικός μου» Ρίτσαρντ δεν είναι σαν τον Μόνκτον Μιλνς.  Θα σου πω άλλη φορά.

— Όποτε θέλεις· και αν θέλεις, Ελισάβετ· το άνοιγμα της καρδιάς δεν είναι εύκολη υπόθεση, εσύ όμως είπες ότι είναι λυτρωτικό.

Έμειναν για λίγο σιωπηλές· η Ελισάβετ δεν ήθελε να δείξει την εσωτερική ταραχή που της προκάλεσε η αυθόρμητη εξομολόγησή της, μπορεί και να το είχε μετανιώσει. Ποτέ δεν ήθελε να εξωτερικεύει τα συναισθήματά της, τα κρατούσε μόνο για κείνη, στους άλλους έδειχνε συνήθως αυτό που προσδοκούσαν να είναι.

— Ζητώ συγγνώμη που σε διέκοψα. Μου έλεγες ότι απρόσκλητος μπήκε στη ζωή σου ο Ρίτσαρντ Μιλνς…

— Ναι, φαινόταν τότε πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Λίγο μετά τη γνωριμία μας πέθανε η μητέρα του που υπεραγαπούσε κι είχε ανάγκη από ένα στήριγμα. Το βρήκε σε μένα που με θαύμαζε υπερβολικά. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας σαν να ήταν μέλος της οικογένειάς μας. Επεδίωκε να με βλέπει, να είναι μαζί μου. Η μητέρα μου κι η αδελφή μου χαίρονταν, γιατί ελπίζανε πως θα κατέληγε όλο αυτό σε γάμο.  Κι εγώ τον αγαπούσα, μου άρεσε η παρέα του, μου άρεσαν οι ιδέες του και η στάση του για τους πεινασμένους της Ιρλανδίας. Πήγε να τους δει από κοντά, είχε προτάσεις ως πολιτικός, πραγματικές, όχι σαν του Πηλ, ψεύτικες. Έπαιρνε θέση σε όλα τα θέματα και πρότεινε λύσεις. Τον θαύμασα, τον εκτίμησα και ναι, τον αγάπησα γι’ αυτά που έκανε. Και ακόμη περισσότερο τον αγάπησα, όταν συμμερίστηκε την ιδέα μου για τη φροντίδα των παιδιών που στερήθηκαν τα πάντα ακόμη και την αθωότητά τους.

— Είχες μπροστά σου τον ιδανικό μελλοντικό σύζυγο!  αναφώνησε η Ελισάβετ.

— Δεν τον εξιδανικεύω, αυτή ήταν η πραγματικότητα. Όχι πως δεν έβλεπα πράγματα που δεν μου άρεσαν.

— Όπως;

— Τα κομματικά. Ενώ ανήκε στο συντηρητικό κόμμα των Τόρις και με αυτό είχε εκλεγεί βουλευτής από την πρώτη φορά, νομίζω το 1837, μετά από όσα συνέβησαν με τον Πηλ, προσχώρησε στο αντίπαλο κόμμα των Φιλελεύθερων Ουίγων. Όμως, αν και νομίζω πως τα δυο κόμματα δεν έχουν μεταξύ τους ουσιαστικές διαφορές, διακρίνω μια ιδιοτέλεια στις κομματικές βλέψεις του Ρίτσαρντ. Αλλά δεν είναι αυτό που με εμπόδισε να αρνηθώ την πρόταση γάμου που μου είχε κάνει πριν από τούτο το ταξίδι. Εκτιμούσε, έλεγε,  που καταλάβαινα τις ιδέες του και τις αποδεχόμουν κι έβρισκε πως θα ζούσαμε μαζί μια ευτυχισμένη ζωή. Γι’ αυτό ήθελε οπωσδήποτε να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Και δεν τον άφησα. Δεν θα παντρευόμουν κανέναν, του είχα πει, και κατάλαβα ότι τον πίκρανα.

— Όποιος κι αν ήταν στη θέση του, όχι μόνο θα το θεωρούσε μεγάλη προσβολή, αλλά φαρμάκι θα ένιωθε ότι τον πότιζε η αγαπημένη του. Σου θυμίζω πόσο η απόρριψη είχε πληγώσει τον Μπάιρον και το γνωστό εξομολογητικό ποίημά του «The Maid of Athens» για τη μικρή αγαπημένη του… Την παντρέψανε μετά μ’ έναν Σκοτσέζο, αρχηγό της αστυνομίας εδώ, είχα μαθητή τον γιο τους…

— Ο Ρίτσαρντ πληγώθηκε πολύ, αλλά δεν ήθελα να τον παντρευτώ από λύπη. Του αξίζει μια γυναίκα που να του δοθεί αποκλειστικά· και δεν είμαι εγώ αυτή, παρόλο που εδώ και έναν χρόνο, μετά από το σκληρό «όχι» μου, δεν τον έχω ξαναδεί· αλλά, σου ομολογώ, δεν έχει περάσει ούτε μια νύχτα που να μην τον σκεφτώ. Τον πρώτο καιρό ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, ευχόμενη το πρωί να μη σηκωθώ· έμενα μισοκοιμισμένη όσο πιο πολύ γινόταν. «Τι λόγο έχω να ξυπνήσω;» σκεφτόμουν. Είχα φτάσει μάλιστα σε τέτοια άθλια ψυχική κατάσταση που είχα γράψει στο ημερολόγιό μου «δεν έχω άλλη επιθυμία από το να πεθάνω».

— Τώρα όμως θέλεις να ζήσεις, έτσι δεν είναι, αγαπητή μου Φλο;

— Το μεγάλο ταξίδι στην Αίγυπτο και τώρα εδώ στην Αθήνα με βοηθούν να συνέλθω ψυχικά. Υπάρχουν όμως φορές που το μυαλό μου θολὠνει και γίνομαι απόμακρη.  Η κυρία Σελίνα Μπρέισμπριτζ το νιώθει, αλλά ποτέ δεν της έχω πει πόσο μπερδεμένη είμαι, πόσο χάλια νιώθω και πόσο δυστυχισμένη.

— Διακριτική! όπως και η κυρία Χιλλ.

— Ποτέ δεν με ρώτησε «μα γιατί είσαι έτσι;»,  μόνο μου ανοίγει τη θερμή αγκαλιά της, χωρίς να με δασκαλεύει πως οφείλω να είμαι ευτυχισμένη, αφού έχω τα πάντα… Έτσι πιστεύει, ότι έχω τα πάντα…

— Αλήθεια δεν είναι;

— Δεν είναι αλήθεια, γιατί για μένα τα πάντα δεν είναι τα υλικά. Είναι τα σχέδιά μου που εμποδίζονται, άλλοτε από τους άλλους, άλλοτε από εμένα την ίδια, τότε που τα πάντα για μένα κλείνονται στο όνομα «Ρίτσαρντ»…

Η Ελισάβετ πλησίασε και την αγκάλιασε να την παρηγορήσει.

— Σε καταλαβαίνω. Είμαι βέβαιη ότι θα βρεις τη δύναμη.

— Ακόμη και τούτη τη στιγμή, μπορώ να σου ομολογήσω ότι δεν επιθυμώ να γίνω ένα απλό συμπλήρωμα οποιουδήποτε άνδρα.

— Από όσα μου έχεις πει θεωρώ ότι ο Ρίτσαρντ δεν είναι ο «οποιοσδήποτε» άνδρας, αλλά ένας σπουδαίος άνθρωπος…

— Ο Ρίτσαρντ είναι όντως σπουδαίος και σημαντικός ως φίλος, Ελισάβετ μου. Είναι ο άνθρωπος που έχω συμπαθήσει πιο πολύ σε τούτον τον κόσμο. Εκείνος όμως είναι εκ του κόσμου τούτου και σ’ αυτόν ανήκει. Οι κοινωνικές συνάφειες είναι η αναπνοή του, αλλά εμένα με πνίγουν. Η μητέρα μου το ήξερε, γι’ αυτό μου είχε κρύψει την επιφύλαξή της, μήπως η κοσμικότητά του μου δημιουργούσε κάποια αντίδραση ή και απόρριψη. Αλλά δεν ήξερε ότι η ζωή που επιθυμούσα να ζήσω ήταν τελείως διαφορετική από αυτή που σχεδίαζε για μένα όλη η οικογένεια.

— Δεν θα ήταν καλύτερα αν μπορούσε να συνδυαστεί ο γάμος με τη διαφορετική ζωή που υπονοείς;

— Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, Ελισάβετ. Αν γινόμουν σύζυγός του θα ήταν αδύνατο να δραπετεύσω από τον δικό του κόσμο. Γιατί, αντί να περνούμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας στη σιωπή και στην περισυλλογή, εργαζόμενοι για τον Θεό και τους ανθρώπους, θα όφειλα να ετοιμάζω δεξιώσεις για τα πάρτι που θα ήθελε να οργανώνει, προσκαλώντας πολιτικούς και λογοτέχνες· θα γινόμουν μια νοικοκυρούλα της κουζίνας. Όχι, δεν θα άντεχα να ζήσω έτσι όλη μου τη ζωή…

Η Φλωρεντία σταμάτησε για λίγο να μιλεί. Η Ελισάβετ την κοίταζε με έκφραση θαυμασμού, χωρίς να μπορεί να σχολιάσει τίποτε. Είχε εκπλαγεί με την ένταση της φωνής της, που έδειχνε αποφασιστικότητα. Ένιωθε πως απέναντί της κάθεται μια γυναίκα με ψυχικό σθένος, που ξέρει τι θέλει από τη ζωή και έχει τη δύναμη να το πετύχει.

— Μη με κοιτάζεις με θαυμασμό. Για καιρό βρισκόμουν σε μυστική επανάσταση ενάντια στο οικογενειακό σχέδιο κι ας ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι προερχόταν από ανιδιοτελή αγάπη. Κι επιτέλους είχα βρει το θάρρος και τους ανακοίνωσα την απόφασή μου να μην παντρευτώ ποτέ.

— Γι’ αυτό το «ποτέ» σε θαυμάζω…

— Θα απογοητευθείς μαζί μου αν σου ομολογήσω ότι ακόμη παλεύω;  Η απόφασή μου είναι μετέωρη, ταλαντεύεται σαν εκκρεμές ανάμεσα σε αντίθετες επιλογές, στην αποκλειστική αφοσίωση στον Θεό και  στην προσχώρηση στον  έρωτα, για τον οποίο δεν χρειάζεται να ψάξω, είναι δίπλα μου, με προσκαλεί και με παρακαλεί· και εγώ είπα «όχι» και έφυγα για ταξίδι. Κι είμαστε τώρα εδώ μαζί, Ελισάβετ, κι εκείνος έμεινε πίσω, στην πατρίδα, ελπίζοντας πως όταν επιστρέψω, ίσως έχω αλλάξει γνώμη.

— Έκανες καλά, νομίζω, που απομακρύνθηκες. Θα σε βοηθήσει να κατασταλάξεις. Και μένα με είχε βοηθήσει για τον δικό μου Ρίτσαρντ η πεντάχρονη παραμονή μου στην Κρήτη. Αλλά, παρόλο που μακριά τα βλέπει κανείς όλα πιο καθαρά, πρέπει συγχρόνως να αντιμάχεται το συναίσθημα που ξεφυτρώνει από απύθμενα βάθη…

— Αυτό το απαιτητικό συναίσθημα με ταλαιπωρεί και μένα. Θυμάμαι πόσο πληγώθηκε, όταν του ανακοίνωσα τούτο το ταξίδι μου· πόνεσα κι εγώ το ίδιο, σαν να έσχιζα την καρδιά μου με ένα κοφτερό μαχαίρι κι έβγαζα από μέσα της ό,τι είχα πραγματικά αγαπήσει βαθιά. Υποθέτω καταλαβαίνεις, ίσως το έχεις κι εσύ νιώσει, Ελισάβετ…

— Το έχω νιώσει, ίσως το νιώθω ακόμη. Και ο δικός μου Ρίτσαρντ τώρα δεν θέλω πια να είναι δικός μου. Ήταν κάποτε· ίσως μόνο στη φαντασία μου.  Το όνομά του είναι πραγματικό, Ρίτσαρντ Λάιονς, ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας και γιος του προηγούμενου πρεσβευτή σας εδώ, ίσως τον έχεις ήδη γνωρίσει στους Γουάις.

Η Φλωρεντία έμεινε άναυδη.

— Μα αυτός είναι τελείως διαφορετικού χαρακτήρα άνθρωπος.

— Είναι· και δεν ήθελα να το πιστέψω. Τα πέντε χρόνια στην Κρήτη που αναγκαστικά ήμουν μακριά του τον είχα μέσα μου εξιδανικεύσει, είχα υπερτονίσει τα θετικά στοιχεία του κι είχα καταχωνιάσει στα κατάβαθά μου ό,τι δεν μου άρεσε· έτσι δεν συμβαίνει πάντα, όταν μεσολαβεί τοπική και χρονική απόσταση;

— Ναι, αλλά είσαι στην Αθήνα κοντά τρία χρόνια.

— Είμαι· κι έβλεπα και πάλευα… Μέσα μου γίνονταν όλα.

— Και εκείνος;

— Δεν τόλμησε ποτέ να μου μιλήσει ανοικτά, μόνο ματιές με νόημα και κάποιες φιλοφρονήσεις, όποτε συναντιόμασταν σε κοινωνικές συνάξεις ή σπάνια στην εκκλησία. Ούτε φυσικά εγώ άφησα κάτι να καταλάβει…

— Και τώρα;

— Να ήξερες πόσο με βοηθάει η δική σου στάση! Όσα μου εκμυστηρεύτηκες είναι για μένα οδηγός και δεν θα τα λησμονήσω ποτέ.

— Χαίρομαι, Ελισάβετ, αν ο δικός μου εσωτερικός αγώνας, ο δικός μου πόνος έχει τη δύναμη να φωτίσει τη δική σου περίπτωση.

— Ο Ρίτσαρντ Λάιονς διαπίστωσα, Φλωρεντία, πως έχει βάλει κύριο στόχο στη ζωή του τη διπλωματική ανέλιξή του. Γι’ αυτό συχνά κι εκείνος παρέθετε και νομίζω συνεχίζει να παραθέτει πλούσια τραπέζια σε ξένους διπλωμάτες· πασίγνωστα είναι τα δείπνα του· φιλοξενεί τους υφιστάμενούς του και δημιουργεί μαζί τους φιλική και οικογενειακή ατμόσφαιρα. Στόχος του είναι να κερδίσει την εύνοια των ανωτέρων του και την εμπιστοσύνη των κατωτέρων του.

— Τα έχω ακούσει· και απορώ τι σχέση έχεις εσύ με όλα αυτά;

— Καμία. Γι’ αυτό τον έβγαλα από το μυαλό μου και το συζητώ τώρα μαζί σου εντελώς ψυχρά, πριν σε αποχωριστώ. Είμαι πια βέβαιη ότι τον ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο η σταδιοδρομία του και δεν θα μπορέσει ποτέ να αγαπήσει πραγματικά καμιά γυναίκα· ίσως νομίζει ότι το μόνο που ενδιαφέρει τις γυναίκες είναι ο έρωτας.

— Έχεις δίκιο, αυτό πιστεύουν σήμερα οι περισσότεροι άντρες, η γυναίκα είναι υποτιμημένη… εμείς όμως στοχεύουμε σε μια άλλου είδους γυναίκα, στη γυναίκα    falcon-hearted dove, για να σου το πω με τον στίχο του δικού μας Κόλεριτζ.

— Συμφωνώ απολύτως, εγκάρδια φίλη μου. Τέτοια γυναίκα θέλω να είμαι κι εγώ, «περιστέρι με γερακιού καρδιά». Μου έφερες τώρα στον νου δυο στίχους που δεν θυμούμαι πού τους έχω διαβάσει: By the strong spirits discipline / is woman won to heaven.

— Ωραίοι στίχοι, Ελισάβετ! Μακάρι να αποκτήσουμε κι εμείς το πολύ πειθαρχημένο πνεύμα που λέει ο ποιητής, για κερδίσουμε τον ουρανό!

— Ο αγώνας για μια ανώτερη ιδέα, για την αγάπη του Θεού, αγαπημένη μου Φλο, είναι οδυνηρός και καθόλου «αναίμακτος».

— Ώρες ώρες νιώθω τόσο αδύναμη κι έρχεται τότε ο πειρασμός και μου ψιθυρίζει «αν παντρευόσουν τον Ρίτσαρντ, θα σε βοηθούσε να φτάσεις στον σκοπό σου, θα ενίσχυε ο ένας τον άλλον και μαζί θα γινόσασταν πιο δυνατοί». Και τι καλύτερο, Ελισάβετ, δυο άνθρωποι να ενωθούν σε έναν πετυχημένο γάμο και να κάνουν μαζί το καλό;

— Αρκεί να ταιριάζουν σε όλα· είπες όμως ότι ο τρόπος ζωής του θα σε έπνιγε, όπως θα έπνιγε κι εμένα…

— Και το λέω ακόμη· αλλά ο πειρασμός δεν ξέρει από αυτά και θεριεύει πότε πότε μέσα μου κι εξελίσσεται σε βασανιστικό μαρτύριο, σε σταυρό ασήκωτο κι είμαι τόσο απαρηγόρητη… με δάκρυα καταφεύγω τότε στην προσευχή και λέω «Ω, Κύριε, όχι πια έρωτας. Όχι γάμος, Θεέ μου». Και έχω την πεποίθηση ότι θα με ακούσει και θα με λυτρώσει.

— Το αίτημα είναι και δικό μου· δεν είναι εγωιστικό και θα εισακουστεί πιστεύω· σκοπός μας, Φλο, είναι η απόλυτη αγάπη και η αφοσίωση στους πονεμένους και στα παιδιά του κόσμου.

— Μακάρι να καταφέρω να αδειάσω την ψυχή μου από τη φιλαυτία και να μπορέσω απερίσπαστη να κάνω ό,τι ευχαριστεί όχι εμένα, αλλά τον Θεό…

Η Ελισάβετ σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα που κάποιος κτυπούσε. Ήταν η Μαίρη Μπάλνγουιν, που άκουσε τα τελευταία λόγια της Φλωρεντίας.

— Σας το εύχομαι, αγαπητή μου δεσποινίς. Γιατί τι είναι η ζωή; Μια διαρκής μάχη στην καρδιά και στο μυαλό μας, μάχη με γίγαντες. Αλλά χριστιανισμός χωρίς αντιξοότητες και δυσκολίες, χωρίς σταυρό δηλαδή, δεν υπάρχει, παρόλο που στην εποχή μας ένας τέτοιος εύκολος χριστιανισμός τείνει να επικρατήσει. Ελάτε  όμως τώρα στο σαλόνι, είναι έτοιμο το τσάι, κρύο βέβαια, κάνει πολλή ζέστη σήμερα.

[1] Οι στίχοι είναι του Αμερικανού ποιητή και εκδότη περιοδικών N.P. Willis (1806‒1867) από το ποίημα «TO LAURA W— TWO YEARS OF AGE» του βιβλίου του Sketches (1827).

 

*

 

Advertisement