Το ταξίδι της προσφυγιάς

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Σημείωση της συγγραφέως: Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με τη μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της.

Η αγγλίδα Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ, (η γνωστή νοσηλεύτρια κατά τον κριμαϊκό πόλεμο), την άνοιξη του 1850 έρχεται στην Αθήνα, επισκέπτεται τη σχολή των Χιλλ, όπου συναντιέται με τη συνομήλική της Ελισάβετ και συνδέονται με στενή φιλία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο η Ελισάβετ εξιστόρησε στη Φλωρεντία τα παιδικά βιώματά της από τα δεινά τής τουρκικής σκλαβιάς, της επανάστασης του 1821 και της συνακόλουθης καταφυγής των γυναικόπαιδων, και της ίδιας, στα σφακιανά βουνά, για να σωθούν. Στο κεφάλαιο αυτό η Ελισάβετ συνεχίζει την εξιστόρηση των δεινών κατά το περιπετειώδες ταξίδι σωτηρίας από ένα λιμανάκι της νοτιοδυτικής Κρήτης μέχρι το κάστρο της Μονεμβασιάς. Το Πάσχα του 1824 άρχιζε η επώδυνη ζωή της προσφυγιάς.

***

Οι δύο φίλες περπατούσαν με γοργό βήμα να προλάβουν ν’ ανέβουν στον λόφο του Κολωνού, πριν ξεσπάσει η μπόρα. Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο, τα σύννεφα κατέβαιναν κι εκείνες σχεδόν έτρεχαν. Όταν αντίκρισαν το ψηλό μνημείο στον λόφο, λαχανιασμένη η Ελισάβετ είπε:

— Ήμουν στην Αθήνα, όταν μάθαμε ότι πέθανε ξαφνικά ο σοφός γερμανός αρχαιολόγος Κάρολος Μύλλερ· ήταν θυμούμαι καλοκαίρι πριν από δέκα χρόνια. Είχε έλθει στην Ελλάδα για αρχαιολογικές περιηγήσεις και έρευνες, αλλά μετά από λίγους μήνες τον έριξε κάτω η ζέστη, η κόπωση κι ο πυρετός. Η ιδέα να ταφεί εδώ και να ανεγερθεί το μνημείο που θα δούμε ήταν των καθηγητών του πανεπιστημίου, που ανέλαβαν και τη δαπάνη του. Τον έθαψε ο ιερέας του παλατιού, παρουσίᾳ πλήθους κόσμου…

— Σε παρακαλώ, Ελισάβετ,  πάμε πιο γρήγορα, πριν αρχίζει να βρέχει πιο δυνατά,  θέλω να δω οπωσδήποτε το μνημείο.

Άνοιξαν το βήμα τους κι ανέβηκαν στον μικρό λόφο· έμειναν σιωπηλές να κοιτάζουν τον τάφο και το μνημείο.

— Δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο κακοποιημένο, είπε με κάποια απογοήτευση η Φλωρεντία, όταν είδε κατατρυπημένη την ψηλή επιτύμβια στήλη.

— Δυστυχώς κάποιοι ανόητοι κυνηγοί έρχουνται και ασκούνται στο σημάδι πάνω της. Άλλοι τη σημαδεύουν ρίχνοντας πέτρες. Κανείς, δυστυχώς, δεν τους εμποδίζει. Ούτε το φιλότιμο… σχολίασε η Ελισάβετ τη στιγμή που ξέσπαγε δυνατή καταιγίδα.

Ο δαιμονισμένος αέρας τις δυσκόλευε, καθώς κατέβαιναν τον λόφο κι έτρεχαν να προφυλαχτούν στο μικρό παρακείμενο εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας.

***

Μπήκαν μέσα καταμουσκεμένες, ανάψανε κερί και κάθισαν δίπλα δίπλα στα στασίδια περιμένοντας να περάσει το ανοιξιάτικο μπουρίνι. Η Ελισάβετ, ύστερα από παράκληση της Φλωρεντίας, συνέχισε την αφήγησή της, που στο υποβλητικό φως των κεριών έπαιρνε άλλη διάσταση, μυστηριακή.

— Μετά από την οδυνηρή περιπλάνησή μας στα σφακιανά βουνά, αγαπητή μου Φλο, ξεκίνησε για μας μια νέα ζωή, ζωή προσφύγων. Κανείς όμως δεν φανταζόταν την απρόσμενη και επικίνδυνη περιπέτεια που θα ζούσαμε και που προκάλεσαν όχι ξένοι και αλλόθρησκοι εχθροί, αλλά χριστιανοί Συνέλληνες. Ήμουν μόνο πέντε χρονών κι ούτε ήξερα για χρόνια ούτε θυμόμουν λεπτομέρειες, μόνο η θλίψη τής στέρησης, η ανασφάλεια κι ο φόβος παρέμειναν μέσα μου ως πηχτό κατακάθι κι ίσως ακόμη παραμένουν κρυμμένα.

— Πρέπει οπωσδήποτε, αγαπημένη μου φίλη, να βγει στην επιφάνεια το κατακάθι που λες, να το πετάξεις, να καθαρίσουν τα σώψυχά σου. Είναι επικίνδυνο για σένα, δεν ξέρεις αν και πότε ξαφνικά ξεχυθεί στην επιφάνεια και δηλητηριάσει ό,τι καλό έχεις ζήσει κι έχεις οικοδομήσει μέσα σου τα μετέπειτα χρόνια.

— Γι’ αυτό τα λέω, μήπως γλυτώσω απ’ αυτό το πικρό κατακάθι των παιδικών χρόνων μου…

Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε στα μάτια τη Φλωρεντία· εκείνη είδε την έκφραση της φίλης της και τα συνήθως σπινθηροβόλα μάτια της να σκοτεινιάζουν πιο πολύ κι από το μισοσκόταδο της μικρής εκκλησίας· προτίμησε να μη σχολιάσει όσα πίστευε ότι τη βασανίζουν ακόμη, μόνο της έσφιξε στοργικά το χέρι. Η Ελισάβετ πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε να αφηγείται τα παλιά δεινά με τη γνωστή ζωηράδα της.

— Όταν μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια ξαναπήγα στα Χανιά, όπως σου έχω πει, έμαθα από τον δάσκαλο Γεώργιο Χατζηιωάννου Ψαρουδάκη πολλές λεπτομέρειες για εκείνο το ταξίδι του χαμού, του χαμού της πατρίδας· επισκέφτηκα τον δάσκαλο πολλές φορές στο σπίτι του, ήταν ο μόνος μορφωμένος άνθρωπος που ζούσε εκεί τότε. Ήξερε τα πάντα για τα παλιά γεγονότα στην Κρήτη, από πρώτο χέρι, όχι τόσο διότι, όπως έλεγε, είχε διατελέσει για λίγο διάστημα γραμματέας του υδραίου αρμοστή Μανόλη Τομπάζη, αλλά γιατί τα είχε ζήσει ο ίδιος. «Θα σου πω την ιστορία, όπως τη θυμούμαι και πιστεύω πως τη θυμούμαι καλά», μου αποκρίθηκε, όταν τον ρὠτησα να μάθω τι ακριβώς είχε συμβεί σε εκείνο το ταξίδι μας. Κι άρχισε με φωνή θλιμμένη και συγκρατημένα οργισμένη την δραματική εξιστόρηση του ταξιδιού τής προσφυγιάς:

«Απελπισμένος ήταν ο αρμοστής, γιατί η Διοίκηση της επαναστατημένης Ελλάδας, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του, δεν έστελνε τα πλοία και τα πυρπολικά που ζητούσε, παρόλο που τους βεβαίωνε ότι θα αμείβονταν αδρά. Είχε μάλιστα κυκλοφορήσει η φήμη ότι δεν ήθελαν να στείλουν βοήθεια κάποιοι Υδραίοι που αντιπολιτεύονταν τον Τομπάζη. Ευτυχώς όμως στα μέσα Μαρτίου έφτασε στη Σούδα ο φίλος του  Αναστάσιος Τσαμαδός  με το προσωπικό μπρίκι του,  τον θρυλικό Άρη, και με τη δική του  μοίρα  εμπόδιζε τον αιγυπτιακό στόλο να εισέλθει στον κόλπο. Επιτέλους στα τέλη του μήνα έρχονται υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία· αλλά αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Τσαμαδό, αγκυροβολούν νότια, στο Λουτρό των Σφακίων, έχοντας κατά νου άλλα…»

— Άλλα; τι άλλα εννοούσε ο δάσκαλος; ρώτησε έκπληκτη η Φλωρεντία.

— Θα καταλάβεις σε λίγο. Όσο ο δάσκαλος με αργό ρυθμό και μικρές διακοπές εξιστορούσε όσα είχαν γίνει τότε, αναπηδούσαν από τη μνήμη μου εικόνες και συναισθήματα εκείνων των παλιών ημερών και του τα έλεγα. Θυμήθηκα που είχαμε δει από ψηλά αραγμένα στο μικρό λιμανάκι του Λουτρού πολλά ελληνικά πλοία, «δεκαοκτώ», με διορθώνει ο δάσκαλος. Ήλθαν στο νου μου οι άνδρες που από χαρά έριχναν με το τουφέκι τους, οι γυναίκες και τα παιδιά που κραυγάζαμε, γιατί θα σωζόμασταν· η κατάστασή μας ήταν άθλια, πεινασμένοι, ξεπαγιασμένοι κι ολόβρεκτοι, εκείνη τη μέρα έριχνε καταρρακτώδη βροχή… άκουγα πως μερικοί είχαν κιόλας πνιγεί και πως πολλοί είχαν αρρωστήσει· ακόμη και τώρα που σου μιλώ, Φλωρεντία, ακούω τα γοερά κλάματα και τους θρήνους… Όλοι πιστεύαμε ότι τα καράβια ήλθαν για μας, να μας πάρουν, να μας σώσουν· ξεκινήσαμε να κατεβαίνομε από τα σφακιανά κατσάβραχα προς το χωριουδάκι· κι όταν φτάσαμε στη μικρή παραλία του, αρχίσαμε να τρέχομε όλοι μαζί, άτακτα, για ν’ ανέβομε σ’ όποιο καράβι μπορούσε ή προλάβαινε ο καθένας, ανάμεσά μας και άνδρες με τα όπλα τους. Και μη νομίσεις, Φλωρεντία, ότι όλος αυτός ο κόσμος ήταν από τα Σφακιά· από τα Χανιά ήταν κι από άλλα μέρη της Κρήτης, χιλιάδες ψυχές. Η μάνα μου θυμούμαι μ’ αρπάζει με το ένα χέρι της και με χώνει στην αγκαλιά της, μια σταλιά ήμουν από τις κακουχίες και την πείνα· με το άλλο χέρι σηκώνει τα λιγοστά πράγματά μας κι αρχίζει να περπατά γρήγορα. «Περίμενέ με, μάνα», ακούω τον αδελφό μου να φωνάζει και τον βλέπω να τρέχει μ’ ένα σακκούλι στο χέρι να  μας προλάβει. Την πιάνει από τη βρεγμένη φούστα κι ακολουθήσαμε κι οι τρεις το πλήθος, μέσα στη θάλασσα…

— Μέσα στη θάλασσα;

— Βέβαια, νομίζεις ότι  μας περίμεναν βάρκες; Ενώ πλησιάζαμε στα καράβια, ακούσαμε κάποιον από μακριά να φωνάζει θυμωμένα. Γυρίσαμε την κεφαλή μας κι είδαμε πάνω σ’ ένα βράχο έναν άνδρα, ζωσμένο τ’ άρματά του που κουνούσε τα χέρια του και κραύγαζε, δεν καταλάβαινα γιατί· άλλωστε κανείς δεν του έδινε σημασία, να σωθούμε θέλαμε όλοι. Δεν μου  είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να ρωτήσω τι έλεγε· μου τα φανέρωσε όμως ο δάσκαλος:

«Πατριώτες, τα καράβια δεν έχουν έλθει για τουτονά τον σκοπό. Δύσκολα μαζέψαμε τα λεφτά να πληρώσομε τους καπετάνιους· ήρθανε, για να μας υποστηρίξουνε να διώξομε τον οχτρό…”. Μετά ο άντρας εκείνος επέπληττε τους ίδιους τους καραβοκύρηδες που, παρά τη συμφωνία, επέτρεπαν να μπαίνουν μέσα στα καράβια και άντρες ένοπλοι, δηλαδή μάχιμοι· και ξέρεις, Ελισάβετ, ποιοι ήταν; με ρώτησε, οι λιπόψυχοι… Όμως ο άντρας εξακολουθοῦσε να φωνάζει, όχι στους λιπόψυχους, μα στους καπεταναίους των υδραίικων καραβιών: “σας πληρώνομε για να βοηθήσετε τον αγώνα μας στη θάλασσα, όχι για να διαλύσετε τον στρατό μας. Μ’ αυτά που κάνετε χαλάτε τον αγώνα και αφήνετε να μας κυριέψει ο αλβανοαιγύπτιος Χουσεΐν…»

— Και είχε δίκιο, νομίζω, Ελισάβετ.

— Είχε, ποιος όμως τις στιγμές του πανικού μπορούσε να εμποδίσει εκείνους και τα γυναικόπαιδα να μπουν στα καράβια; Ο φόβος ανίκητος σε τέτοιες περιπτώσεις κι η λογική χαμένη. Κι οι καπετάνιοι των πλοίων φαίνεται πως προσέβλεπαν μόνο στο κέρδος. Και παρόλο που είχαν ήδη πάρει από το Κοινό Ταμείο του αγώνα τα συμφωνημένα, απαιτούσαν επιπλέον αμοιβή από όποιον επιχειρούσε να επιβιβαστεί στο πλοίο τους.

— Τα άλλα που είχαν κατά νου ήταν το κέρδος;

— Το κέρδος, μεγάλο κέρδος! Μεγάλη Δευτέρα μπαίναμε στα πλοία, για να γλυτώσομε· ανενόχλητοι έμπαιναν όσοι ένοπλοι πλήρωναν. Κι αν τους φοβισμένους μάχιμους τούς δικαιολογούσε το ένστικτο της επιβίωσης, αδιακαιολόγητη και εγκληματική ήταν η φιλοχρηματία των ελλήνων καπετάνιων, που άφηναν στο έλεος του εχθρού την πατρίδα· αλλά αυτό το κατάλαβα, όταν μεγάλωσα.

— Πληρώσατε κι εσείς;

— Δεν ξέρω. Μόνο πολύ καλά θυμούμαι που καταφέραμε και στριμωχτήκαμε σε ένα πλοίο. Μαζί μας, έλεγαν, είχε επιβιβαστεί κι ο άντρας που πιο πριν διαμαρτυρόταν πάνω στον βράχο. Δεν τον είχε υπακούσει κανείς· κι όμως τον θαύμαζαν όλοι, για τη γενναιότητά του. Τι γενναίο είχε κάνει δεν ήξερα, μόνο το όνομά του άκουγα που ήταν συνέχεια στο στόμα όλων, Βασίλης Χάλης, καπετάνιος από το Θέρισο· αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ξέχασα· αλλά εγώ το μόνο που ήθελα και περίμενα από αυτόν τότε ήταν να σταματήσει τα κύματα, αφού λέγανε πως ήταν τόσο δυνατός· δεν άντεχα την τρικυμία, τη ναυτία, τους εμετούς…  Όλη την Άγια Βδομάδα την περάσαμε ταξιδεύοντας, με φουρτούνα και ναυτία. Μεγάλη Παρασκευή πλησιάζαμε επιτέλους σε ξηρά. Μας έβγαλαν σε έναν θεόρατο βράχο, έτσι μου είχε φανεί τότε. Πατούσαμε επί τέλους στη στεριά, φοβισμένοι και θλιμμένοι που εγκαταλείπαμε την πατρίδα μας, ταλαιπωρημένοι από τα βουνά και τα φαράγγια, αποκαμωμένοι από την πείνα και τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, παντελώς ανήμποροι για οποιαδήποτε αμυντική αντίδραση, σταυρωμένοι όπως ο Χριστός…

— Φτάσατε όμως ζωντανοί, δεν είναι λίγο, Ελισάβετ, να δοξάζεις τον Θεό.

— Πολλά και φρικτά είχαν συμβεί σε άλλα  καράβια, όπως έμαθα από τον δάσκαλο. Εγώ είχα μόνο μια θολή και πικρή ανάμνηση του ταξιδιού· οι μεγάλοι δεν ήθελαν να δηλητηριάσουν τα παιδικά όνειρά μας και δεν εξιστορούσαν μπροστά μας πολύ σκληρές λεπτομέρειες. Ο δάσκαλος όμως ήταν τότε μεγάλος, τα θυμόταν καλά κι επειδή δεν ήθελε να τα ξεχάσει, τα είχε καταγράψει στο ημερολόγιό του· απ’ αυτό μου διάβαζε μερικές φορές. Άκουγα με μεγάλη συγκίνηση τα τρομερά που είχαν συμβεί σε εκείνο το επικίνδυνο ταξίδι της σωτηρίας…

— Κι έτσι σώθηκε ό,τι θα είχε λησμονηθεί για πάντα.

— Και τα διασώζει ολοζώντανα· ήταν σαν να τα ξαναζούσαμε. Πικρές στιγμές, φαρμάκι. Θα σου τα πω όπως τα θυμούμαι, όταν τα διάβαζε με ζωηρή φωνή και φανερή συγκίνηση ο Ψαρουδάκης.

«Μπήκα κι εγώ με τη μητέρα και τον αδελφό μου σε ένα υδραίικο καράβι που είχε πλήρωμα ογδόντα ναύτες. Στριμωχθήκαμε μέσα οκτακόσια άτομα, γυναικόπαιδα τα περισσότερα, κουβαλώντας όλοι μπόγους με ό,τι πολύτιμο και χρειαζούμενο μπορούσαμε να μεταφέρομε. Τέσσερεις μέρες ταξιδεύαμε στo φουρτουνιασμένo πέλαγος. Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωνε, όταν είδαμε από μακριά ένα φρούριο· “της Μονεμβασιάς”, είπαν οι ναύτες, και καταλάβαμε πως είχαμε φτάσει στη νότια Πελοπόννησο.

Ένας άνδρας, σχεδόν λιπόθυμος από τους εμετούς της ναυτίας και την πείνα, ζήτησε κάτι να φάει, για να συνέλθει. Κάποιος, μη έχοντας τίποτε άλλο, του πρόσφερε ένα σκεύος που είχε μέσα ένα κομματάκι κρέας, το κρατούσε μαζί του από την Κρήτη. Κάποιοι ναύτες του πληρώματος τον είδαν που το έτρωγε με βουλιμία, ώρμησαν πάνω του, άρπαξαν από τα χέρια τού πεινασμένου το σκεύος με το κρέας και το πέταξαν στη θάλασσα βρίζοντας ότι εμείς οι Κρητικοί είμαστε άθεοι και ασεβείς και γι’ αυτό ο Θεός δικαίως μας τιμωρεί· και στο τέλος φώναζαν “αντί να νηστεύετε την ημέρα των Παθών του Κυρίου, τρώτε κρέας, άπιστοι…”

Την ίδια στιγμή ο καπετάνιος έριχνε άγκυρα κάτω από το φρούριο και, κατά τις εντολές του, αρχίσαμε να βγαίνομε στην ξηρά σε άθλια κατάσταση. Χωρίς καμιά λύπηση οι ναύτες έπεφταν πάνω μας και έπαιρναν ό,τι κρατούσε ο καθένας. Έψαχναν ακόμη και στο σώμα μας μήπως είχαμε κρύψει κάτι· δεν σεβάστηκαν ούτε τα κορίτσια. Και δεν τους ένοιαζε που είχαμε πληρώσει για το ταξίδι εκείνο όσα μας είχαν ζητήσει, χωρίς να κάνομε κανένα παζάρι. Τους παρακαλούσαμε με δάκρυα στα μάτια να μας λυπηθούν, μέρα που είναι· “λυπηθείτε μας, χριστιανοί είμαστε, χριστιανοί είσαστε, μη μας αφήνετε να πεθάνομε”. Τίποτε. Μας κλωτσούσαν, μας έβριζαν, μας βλαστημούσαν… μέχρι που μας τα πήραν όλα κι ας είχαμε πληρώσει ακριβά ναύλα, εκτός από όσα προκαταβολικά είχαν πληρωθεί από το Κοινό Ταμείο της Κρήτης.

Κατακτύπησαν στο κεφάλι και λήστεψαν ακόμη και τον τότε γραμματέα του αρμοστή, τον Νεόφυτο Οικονόμου· του πήραν κοντά τρεις χιλιάδες γρόσια, όπως έλεγε· του άφησαν μόνο ένα τάληρο, για να ζήσει τα δεκαέξι άτομα, που είχε υπό την προστασία του· τέτοια αναλγησία! Του πήραν ακόμη και τη σφραγίδα της αρμοστείας…».

Στην τελευταία φράση ο δάσκαλος σταμάτησε, με κοίταξε με θλίψη στα μάτια και με ρώτησε ρητορικά, δίνοντας ο ίδιος και την απάντηση: «Τι να την κάνουν; Μάλλον να μας εξευτελίσουν ήθελαν… Μας σταύρωναν, Ελισάβετ, όπως τον Χριστό, αυτοί που νήστευαν τη Μεγάλη Παρασκευή!…» είπε αγανακτισμένος και συνέχισε να διαβάζει:

«Την επομένη, Μεγάλο Σάββατο, καταταλαιπωρημένοι, θλιμμένοι και χωρίς πεντάρα μπήκαμε στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Τέτοια μέρα, κι εμείς χωρίς λίγο ψωμάκι. Το βράδυ της Ανάστασης έτρεξα στην εκκλησία να προσευχηθώ· κλαίγοντας με λυγμούς μπροστά στην εικόνα του Αναστημένου Κυρίου παραπονιόμουν “Πάτερ ἐπουράνιε, ὁ τρέφων πᾶσαν πνοήν, ὁ διδοὺς τροφὴν τοῖς κτήνεσι καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιον, ἵνα τί οὕτως ἡμᾶς ἐγκατέλιπες; μὴ ἆρα ἡμεῖς χείρονες ἐκείνων ἐσμέν;…” Βγήκα μετά από τον ναό δακρυσμένος, αλλά ανακουφισμένος και πιο ήρεμος, πιστεύοντας ότι ο Θεός δεν θα μας άφηνε απροστάτευτους». Και δεν μας άφησε, Ελισάβετ,  αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, προσωπική… μου,  είπε κι έκλεισε το τετράδιο συνεχίζοντας τα υπόλοιπα από μνήμης, με το ύφος δικαιωμένου θύματος:

«Πολύ αργότερα μάθαμε ότι εκείνοι, οι υπεράνω υποψίας Έλληνες “πατριώτες”, τιμωρήθηκαν ως ληστές, όπως τους άξιζε. Αφού τελείωσαν το σατανικό έργο τους στο λιμάνι της Μονεμβασιάς, έφυγαν την Τρίτη του Πάσχα κι επέστρεψαν στα Σφακιά να παραλάβουν κι άλλους πρόσφυγες, αποσκοπώντας να ληστέψουν ξανά, για ν’ αυγατίσουν τα κέρδη τους.»

— Τα άλλα που είχαν κατά νου ήταν τα ληστρικά κέρδη…

— Ναι, Φλωρεντία, άκου όμως τι είπε ο δάσκαλος πως έπαθαν:

«Για κακή τους τύχη όμως, όσα μας είχαν κάνει τα είχε δει ο καπετάνιος ενός επτανησιακού πλοίου που έτυχε να γίνει μάρτυρας της συμφοράς μας και τα είχε ήδη μεταφέρει· έτσι, όταν εκείνοι έφτασαν στο Λουτρό, οι συμπατριώτες μας τους καταριούνταν και τους έριχναν με τα τουφέκια σαν να ήταν αυτοί οι εχθροί, φωνάζοντάς τους “κάλλιο απ’ το μολύβι του Τούρκου παρά στα χέρια σας, άπιστοι ληστάδες” και τους απειλούσαν να τους σφάξουν ζωντανούς, αν τολμούσαν να πατήσουν στο σφακιανό χώμα…»

Με αυτά τα τελευταία λόγια της Ελισάβετ, του Ψαρουδάκη δηλαδή, η Φλωρεντία έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, πήρε το μαντιλάκι της και σκούπισε τα δάκρυά της.

— Στο δικό μας καράβι, Φλωρεντία, δεν έγινε τίποτε από αυτά που μου εξιστoρούσε ο σεβαστός δάσκαλος. Ο Βασίλης Χάλης, ο Θεός να τον αναπαύσει, και οι ακόλουθοί του αποδείχτηκαν ισχυρή αμυντική ασπίδα και γλυτώσαμε όλοι, είπε και σταμάτησε λίγο να πάρει ανάσα. Κοίταξε έξω να δει αν είχε σταματήσει η μπόρα.

— Η μπόρα συνεχίζεται, αγαπητή μου Φλο, θα συνεχίσω κι εγώ να σου εξιστορώ των Κρητικών τις δυνατές μπόρες.

— Καταιγίδες και θύελλες θα τις έλεγα, Ελισάβετ.

— Και ήταν, είπε και σηκώθηκε να αντικαταστήσει τα λειωμένα κεράκια με άλλα, να διατηρηθεί η μυστηριακή ατμόσφαιρα.

— Λοιπόν, στα Χανιά άκουσα και για κάποιο  άλλο φρικτό γεγονός που είχε συμβεί το δίσεκτο έτος 1824, αλλά είχε γίνει γνωστό τότε, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια…

— Τίποτε δεν μένει κρυφό για πάντα, Ελισάβετ, εσείς δεν λέτε «οὐδὲν κρυπτὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»;

— Απολύτως τίποτε. Σε κάποιο καφενείο βρέθηκε ένας από τους ναύτες ενός από εκείνα τα υδραίικα καράβια που πήγαιναν στην Κρήτη, για να τη σώσουν!… Ο παλιός ναυτικός μιλούσε μετανιωμένος για το ληστρικό επεισόδιο, του οποίου έλεγε πως ήταν μάρτυρας, αλήθεια ή όχι, μόνο εκείνος ήξερε. Καθώς έπλεαν προς το Λουτρό τη Μεγάλη Βδομάδα του 1824, συνάντησαν στο λυβικό πέλαγος μια σφακιανή γολέτα που έσερνε δεμένο ένα αιχμαλωτισμένο αιγυπτιακό μπρίκι. Ζήτησαν από τον σφακιανό καπετάνιο να τους το παραδώσει, μάλλον για να δείξουν ότι εκείνοι το είχαν αιχμαλωτίσει· όμως ο καπετάνιος αρνήθηκε φωνάζοντας δυνατά “το μπρίκι δεν είναι δικό μου, μήτε δικό σας, θα το παραδώσω στο Κοινό Ταμείο του αγώνα”· τότε άρχισαν να κανονιοβολούν αλύπητα τη σφακιανή γολέτα, παρά τις κραυγές και τα παρακάλια των ναυτών της. Η γολέτα βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρη· ένας μόνο από τους σαράντα δύο ναύτες του πληρώματος, που είχε σωθεί, κολύμπησε, άπλωσε το χέρι του και γαντζώθηκε στην κουπαστή του υδραίικου πλεούμενου· ένας ναύτης του έκοψε αμέσως το χέρι, χωρίς λύπηση· απλώνει εκείνος τ’ άλλο χέρι να πιαστεί, του το κόβει κι αυτό· πνίγηκε ο άνθρωπος… Τέτοιοι ήταν κάποιοι από εκείνους που είχαν έλθει τάχα να μας σώσουν από τη μάχαιρα των Τούρκων…

— Ο πόλεμος, Ελισάβετ, εξαγριώνει τους ανθρώπους και ενεργούν χωρίς όρια, είτε είναι χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι είτε άθεοι. Το συμφέρον και το κέρδος μόνο σκέφτονται, οι περισσότεροι, δυστυχώς… Να ευχόμαστε και να προσευχόμαστε να μην ξανασυμβούν ποτέ και πουθενά τέτοιες φρικαλεότητες. Πες μου όμως τι απόγινε μετά με σας τους πρόσφυγες;

— Ούτε θυμούμαι πώς βρέθηκα έξω από εκείνο το καράβι. Ξύπνησα κάτω από το πάπλωμα, όπως με είχε τυλίξει η μητέρα μου· είδα στη στενή παραλία πολλούς ανθρώπους, ο ένας πάνω στον άλλο. Δέκα χιλιάδες έμαθα μετά πως ήμασταν. Δεν είχα δει ποτέ τόσο πολλούς ανθρώπους μαζεμένους. Πεινούσα και κρύωνα· έκλαιγα μόνο όταν δεν με έβλεπαν…  Μας βρήκε η Ανάσταση εκεί, δίπλα στη θάλασσα, αλλά εμείς ζούσαμε ακόμη τη σταύρωσή μας, όπως έλεγε η μητέρα μου. Μπήκαμε μετά στο Κάστρο τής Μονεμβασιάς, ήταν η πρώτη πόλη που είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους, αλλά οι ντόπιοι δεν μας ήθελαν τόσοι που ήμασταν, φοβούνταν μην είχαμε πανούκλα. Κινδυνεύαμε να πεθάνομε όλοι από την επιδημία που μάστιζε τον τόπο. Μου έχει μείνει ακόμη εκείνος ο φόβος·  κάθε μέρα  άκουγα για ανθρώπους που πέθαιναν από την αρρώστια, από την πείνα, από το κρύο… Δεν υπήρχε δυνατότητα να μας προσφέρουν περίθαλψη, να μας ντύσουν, να μας ταΐσουν, να μας κοιμήσουν με ασφάλεια. Μεγάλο κακό η προσφυγιά, Φλωρεντία μου. Κι αν ένα παιδί, όπως ήμουν εγώ τότε, βρίσκει κάποια διέξοδο πότε πότε στο παιχνίδι, δεν είναι το ίδιο για τους μεγάλους…

— Γνωρίζω το θέμα της προσφυγιάς, Ελισάβετ, αν και δεν ήμουν ποτέ η ίδια πρόσφυγας. Βρέθηκα όμως στην Ιταλία πριν από δύο χρόνια, όταν ξεκινούσε η επανάσταση του 1848. Ήμουν μαζί τους, γιατί ήμουν και είμαι υπέρ της ανεξαρτησίας των λαών κι ας δημιουργούν πρόσφυγες οι αγώνες. Οι ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι λαοί έχουμε χρέος ιερό να τους προστατεύουμε.

— Δεν ξέρω αν μπορώ, Φλωρεντία, να αντέξω ένα νέο πόλεμο και τις συνέπειές του. Τα ποικίλα συμφέροντα γίνουνται συχνά η αιτία να ξεχνούν οι άνθρωποι, οι πολιτικοί πρωτίστως, τη φιλανθρωπία και το χρέος της χριστιανικής αγάπης, που είναι πάνω από επαναστάσεις και εχθρότητες. Ξεχνάμε το «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» του Κυρίου.

— Είναι η αγάπη πάνω από την ελευθερία, Ελισάβετ;

— Ναι, είναι. Γιατί η αληθινή και ανιδιοτελής αγάπη δεν στερεί την ελευθερία. Το 1848 όλη σχεδόν η Ευρώπη είχε επαναστατήσει· πολλοί πρόσφυγες Ιταλοί, Ούγγροι, Πολωνοί ακόμη και Οθωμανοί υπήκοοι έρχονταν και εδώ, στην Αθήνα, και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Στις εφημερίδες δημοσιεύονταν ειδήσεις για πολίτες που έμπρακτα εκδήλωναν την αγάπη τους στους πρόσφυγες. Είχαν δημιουργηθεί σε πολλές πόλεις επιτροπές βοήθειας. Αρκετοί πολίτες από τα λίγα που είχαν συνεισέφεραν για την περίθαλψή τους και συνεισφέρουν ακόμη και τώρα, δυο χρόνια μετά· οι ίδιοι οι ξένοι πρόσφυγες διακηρύσσουν μέχρι σήμερα πως νιώθουν ευγνωμοσύνη προς τους Έλληνες· κάποιοι λέγανε ότι όταν περνούσαν από την Τουρκία κανείς δεν τους έδινε ούτε νερό να πιουν, στην Ελλάδα όμως ήταν αλλιώς…

— Μου είναι πολύ βαρύ, Ελισάβετ, που οι αρχές διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών κυνηγούν τους πρόσφυγες.

— Και κατηγορούν την ελληνική κυβέρνηση ότι δίνει καταφύγιο σε εγκληματίες επαναστάτες. Κάποιοι μάλιστα πριν από λίγους μήνες μας έστελναν φιρμάνια να μην τους δεχόμαστε, αλλά να τους γυρίζομε πίσω… Όμως, Φλωρεντία, οι Έλληνες νιώθομε ότι ανταποδίδομε τώρα στους Ιταλούς και στους άλλους ευρωπαίους πρόσφυγες τη στήριξη που εκείνοι πρόσφεραν στους δικούς μας απελευθερωτικούς αγώνες. Και συμφωνώ με τη θέση ότι η Ελλάδα οφείλει να προσφέρει και θα προσφέρει πάντα καταφύγιο σε ταλαιπωρημένους και διωκόμενους ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δέχεται και τις ιδέες τους ή τη θρησκεία τους. Υπήρξα πρόσφυγας, πριν καλά καλά γνωρίσω τον κόσμο και καταλαβαίνω απόλυτα τι σημαίνει να σε κυνηγούν, για να σε σκοτώσουν, επειδή προσπαθείς να σπάσεις τις αλυσίδες του μίσους και του συμφέροντος…  Μιλούσε σαν να ρητόρευε κι όταν σταμάτησε για μια στιγμή η Φλωρεντία πήρε το λόγο.

— Συμφωνώ πως αν υπήρχε αγάπη, θα υπήρχε και ελευθερία… και δεν θα γίνονταν πόλεμοι. Αλλά ο πόλεμος είναι συνυφασμένος με τη φύση του ανθρώπου, Ελισάβετ. Πες μου όμως πόσο μείνατε στο κάστρο εκείνο της απελπισίας;

Η Ελισάβετ έπιασε με το δεξί χέρι της την άκρη της κεφαλής της, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί και μετά από μικρή σιωπή απάντησε:

— Δεν θυμούμαι, αγαπητή μου Φλο, πόσο μείναμε εκεί, ούτε πού κοιμόμασταν, στο ύπαιθρο νομίζω. Ρακένδυτοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ανυπομονούσαμε να απαλλαγούμε το γρηγορότερο από τον εγκλεισμό μας σ’ εκείνη την αφιλόξενη καστροπολιτεία.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

*

*