Αυγή Λίλλη

Το αίμα νερό δεν γίνεται; Ή μήπως γίνεται;

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Βίγκντις Γιορτ, Διαθήκη και παρακαταθήκη,
μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ποταμός 2023

«Τι συμβαίνει όταν έχεις κανονίσει μια ολόκληρη ζωή με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιείς και να κερδίζεις την αποδοχή ανθρώπων που τώρα πια είναι νεκροί; Βιώνεις άραγε ένα ξαφνικό κενό;» διερωτάται η αφηγήτρια Μπέργκλιοτ στο μυθιστόρημα της Βίγκντις Γιορτ, Διαθήκη και παρακαταθήκη (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ποταμός 2023, σ. 237), όταν ο πατέρας της πεθαίνει και η καταπιεσμένη για δεκαετίες αλήθεια της αναφύεται ξανά με τέτοια δύναμη και ένταση, που ο εσωτερικός της μηχανισμός με τον οποίο διαχειριζόταν την απόρριψη καθίσταται ανεπαρκής.

Ένα μεγάλο τραύμα έχει κρατήσει την Μπέργκλιοτ μακριά από την οικογένεια της εδώ και 23 χρόνια και με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της αναγκάζεται να αντιμετωπίσει, διαμέσου των συγκρουσιακών συζητήσεων για τη διαθήκη, τις αδελφές της και τη μητέρα της. Μέχρι τουλάχιστον τα μισά του βιβλίου —ακόμη κι αν το υποψιαζόμαστε— δεν γνωρίζουμε ποια είναι αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια (και όχι μυστικό). Ωστόσο, η αφηγήτρια αυξάνει την αγωνία για τον αναγνώστη, επανερχόμενη σε αυτή την αλήθεια με κυκλικής φοράς ρητορικά ή εις εαυτόν ερωτήματα, επιχειρώντας να λάβει μια απάντηση ή ακροβατώντας, ώστε να μην καταπλακωθεί από τις ενοχές της, μέχρι να τολμήσει να εκστομίσει και πάλι το τι πραγματικά έγινε. Η αφηγήτρια αναπτύσσει όλες τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν τα καταπιεσμένα θύματα μιας κατάστασης και κυρίως εκείνα τα θύματα, τα οποία όσο και αν μαρτυρούν το τραύμα τους δεν εισακούγονται, στρέφοντας σιγά σιγά την ενοχή προς το πρόσωπό τους. «Τι πήγαινε τόσο στραβά μέσα μου ώστε να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο;» (ό.π., 28), «ήμουν και ψεύτρα και παράσιτο» (ό.π., 32), «δεν ήμουν δα τόσο κακιά ώστε ν’ αγνοήσω έναν άρρωστο άνθρωπο, κάποιον που μπορεί και να πέθαινε, ήμουν;» (ό.π., 49), «ήθελα τόσο πολύ να είμαι μια ήρεμη, συγκροτημένη ενήλικη γυναίκα» (ό.π., 55) λέει η Μπέργκλιοτ σε έναν εξαντλητικό δρόμο αυτοκριτικής. «Πώς είναι άραγε να είναι κανείς νόρμαλ; Εγώ πάντως δεν ήξερα, δεν ήξερα πώς είναι να είναι κανείς άθικτος, δίχως τραύματα, δεν είχα άλλο πετσί εκτός απ’ το δικό μου» (ό.π., 65) θα πει επίσης. Τη στάση της Μπέργκλιοτ πυροδοτούν συνεχώς η ενοχή και η ντροπή απέναντι στο γνωστό παραδεδομένο αφήγημα, όταν μια γυναίκα δεν κατορθώνει να το υπηρετήσει επιτυχώς: (περισσότερα…)

«Επισκεφθείτε το τέλος»

*

Ένας νέος εφιάλτης γυρνάει
το βλέμμα σε όσα δεν είδαˑ
μια φράση σαν από λάθος
ανασταίνει την άγνωστη μνήμη
σ ε  έ ν α ν  τ ό π ο  δ ι κ ό  μ α ς  π ο υ  δ ε ν  υ π ή ρ ξ ε
απάτη – μιας άνυδρης χώρας το τάμα.
Με ξυπνάει ένα νεύμα σε άγνωστη γλώσσα
την κοιτάω στα μάτια —για δες πώς
μου μοιάζει ετούτη η ξένη— μου λέει welcome, attention
ανοίγει την μπάρα, περνάω.

Ξενοδοχεία ξεδοντιασμένα, μαραζωμένοι
τσιμεντόλιθοι, ένας γερανός γερασμένος
και στο άγκιστρό του το θαύμα ετοιμοθάνατο:
αιώνιο βαρίδι ή δαμόκλειος σπάθη.
Νοέμβριος, κι ο ήλιος καίει σα να ’ναι Ιούλης·
σάπιοι καρποί σε ξεραμένα χορτάρια
κολλάνε, βρομάνε, προνύμφες γεννάνε

ένα φάντασμα που κλαίει
γυμνό μες στους δρόμους

τρυπάνια σειρήνες τις κραυγές στραγγαλίζουν
κλείνουν οι εργάτες τις ρωγμές της ασφάλτου
με πίσσα και σκυρόδεμα λείο
μαύρο, στιλπνό. (περισσότερα…)

Ενώπιον του γήρατος

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Γιώργου Καλοζώη
Η άφιξη των θηρίων
Ενύπνιον 2023

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η γραμμή ανάμεσα στη μανιέρα και τη συνέπεια στο έργο είναι πολύ λεπτή. Και είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Γιώργο Καλοζώη μανιερισμό: υπερρεαλιστικές εικόνες,[1] εξπρεσιονιστική αίσθηση,[2] ανθρωπόμορφη ζωολογία (ή ζωώδης ανθρωπολογία), ζούγκλες, δάση, πουλιά και μια «κανιβαλιστική συνθήκη»,[3] ανάβαση/κατάβαση σε βουνά, κλίμακες και σκάλες[4] σε εναρμονισμένα στο ζήτημα της μορφής ιδιότυπα σωληνοειδή ποιήματα[5] σε κάθε ποιητική συλλογή. Πρόκειται όμως για ένα αναγνωρίσιμο και ποιητικά υπαρκτό σύμπαν στο οποίο αιωρούνται —ή βαραίνουν— σταθερά τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα: πώς, γιατί, πού; Ο ανοικειωτικός καλοζωικός κόσμος διαθλάται σε κάθε έργο του ποιητή πιο διαυγώς, διερευνάται κάθε φορά σε μεγαλύτερο ύψος και βάθος, σκοτεινιάζει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κυρίως, δεν αντιγράφεταιˑ για αυτό δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μανιερισμό παρά για συνέπεια, ποιητικής στάσης και έργου.

Αν στα προηγούμενα έργα του Καλοζώη το γήρας ήταν μια μακρινή αίσθηση, μια εικόνα, μια απειλή μέσα στην «επίγνωση της θνητότητας»,[6] τώρα αποτελεί ένα ζωντανό γεγονός το οποίο έχει αφιχθεί επιβλητικά στο οπτικό πεδίο. «Το γήρας ακόμη και μέσα / στην πιο μαύρη κι από / πίσσα νύχτα φωσφορίζει» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Ο αλπινιστής η ωραία κι ο γυπαετός». Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται συντετριμμένο ενώπιον του γήρατος που καταφθάνει επιθετικά και αδιαπραγμάτευτα. Και μοιάζει να επαναλαμβάνει πίσω από κάθε στίχο “να, καταφθάνουν”, “τα βλέπω, υπάρχουν”, “ήρθε (και για μένα) η ώρα να γνωρίσω τα θηρία”. Στο ποίημα «Ο ιστός» το ποιητικό υποκείμενο/ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει και, κάποια στιγμή, αυτό που θα έχει συμβεί – για όλους. Για κάθε άνθρωπο έρχεται η σειρά, γιατί η ζωή είναι τετελεσμένη:

[…]
από τη μια άκρη μέχρι την άλλη
της αποθήκης ή του σύμπαντος ένας
χοντρός ιστός
πάνω του είδα τον παππού μου και
τον άλλο παππού μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν οι γονείς μου
πάνω του είδα τις θείες μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν είδα την πεθερά μου είδα
καλύτερα και ξανά για να είμαι
εντελώς σίγουρος πάνω στο άπειρο
δίχτυ έμβρυα και μωρά και μεγάλους
είδα πάνω σε καρφιτσωμένα χαρτιά
ερωτήσεις είδα ιστορίες πάνω στα
χαρτιά ποιήματα μυθιστορήματα και
θεατρικά και ψάχνοντας κάτι που
μου πήρε χρόνια είδα πάνω στον άχρονο
ιστό το καρτελάκι με τη σειρά και
την αριθμημένη θέση μου

(«Ο ιστός»)

(περισσότερα…)

Με το βλέμμα του φιλιού

 

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Άρτεμις Χρυσοστομίδου
Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα
Το Ροδακιό, 2022

Δεν υπήρξαν ποτέ πιο περίεργα μάτια από τα δικά της. Τα λουλούδια που οι άνθρωποι ταξιδεύοντας βλέπουν στο δρόμο είναι τα μάτια της. Μπορεί να αγγίζει, να ακουμπά οπουδήποτε. Όλα είναι ορατά. Βλέπει μέσα από τα πάντα, είναι τα πάντα. Τη στιγμή που θα νομίσει ότι θα πεθάνει θα περάσουν από μπροστά της άνθρωποι των σπηλαίων, μεγάλα κεφάλια, μοναχοί του μεσαίωνα, ο σύγχρονος κόσμος, ένα πλαστικό μαχαίρι. […] Ζωγραφική είναι το αιώνια γυμνό βλέμμα. Από τον ποταμό μπορεί να βγει διαφορετική. Καλό είναι ο άνθρωπος να ανεβοκατεβαίνει. [1]

Αντικρίζοντας κανείς και μόνο τα εξώφυλλα των δύο βιβλίων της Αρτέμιδος Χρυσοστομίδου, ταξιδεύει σε ένα άχρονο σκοτεινό, συννεφιασμένο ή ομιχλώδες σκηνικό, όπου η όραση καλείται να αποκρυπτογραφήσει τι βλέπει πάνω σε μια σκούρα μονοχρωμία: κυπαρισσί το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως Τα σκυλιά δεν γαυγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική (Το Ροδακιό, 2018), γκρι πετρόλ το πιο πρόσφατο Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα (Το Ροδακιό, 2022). Και στις δύο περιπτώσεις οι διπλοί τίτλοι προκρίνουν την αφή, αλλά εξελικτικά, με έναν φόρο τιμής να αποτίνεται στην τέχνη της γλυπτικής και τις δυνατότητες των χεριών, η αφή ταυτίζεται με την όραση, με την οποία «ο άνθρωπος ανεβοκατεβαίνει».

Γενικότερα  η ποίηση της Χρυσοστομίδου στηρίζεται σε ποικίλα δίπολα: διπλοί τίτλοι, διγλωσσία (ελληνικά και αγγλικά/γαλλικά), ποίηση και πεζό, γραφή και φωτογραφία κ.ο.κ. από μία σκηνοθέτρια ποιήτρια. Για την πρώτη ιδιότητα της Χρυσοστομίδου, η οποία μοιάζει να “στήνει” σεναριακά και σκηνοθετικά τα βιβλία της, χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, το ποίημα «Αυτή δεν είναι μια ρομαντική ιστορία στις Άλπεις»: «Στις κορυφές, βιολιά, άριες και παπούτσια Kappa γλιστρούν στον πάγο. Από το αμφιθέατρο κοιτάζει το καμπαναριό. Τα κοιμητήρια είναι μουσεία σύγχρονης τέχνης που εκθέτουν στην ησυχία των τάφων, ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε τοπίο. Το κορίτσι στην άλλη πλευρά των Άλπεων είναι ένα βουνό που περιμένει να λιώσει το χιόνι για να δει τι κρύβεται αποκάτω. Της γράφει, Αγάπη μου, εμπιστεύου την αγάπη, όχι τα επιχειρήματα, και έλα να με βρεις. […]» (όπ., 22).[2] (περισσότερα…)

Καλλιεργώντας τον μυστικό της κήπο

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Ρωξάνη Νικολάου,
Σαλός μαγνήτης.
Φαρφουλάς, 2022

Με μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, με τις δύο πρώτες να απέχουν κατά σχεδόν δύο δεκαετίες μεταξύ τους (Ποιήματα 1991-1999, ιδιωτική έκδοση, Λεμεσός, 2000ˑ Ψαλιδιστής, Τεχνοδρόμιον, Λεμεσός, 2018), η Ρωξάνη Νικολάου δίνει συχνά την εντύπωση ότι, καταφεύγοντας τακτικά στη λογοτεχνική σιωπή, δεν απαρνείται τελικά την ποίηση. Την παλινδρόμηση αυτή επιβεβαιώνει και με το τρίτο της βιβλίο Σαλός μαγνήτης, το οποίο έχει ως πρόταξη/επιγραφή μια δυναμική και συνειδητοποιημένη στάση επιστροφής στην υπαρξιακή επιβίωση: «Επιστρέφει ηττημένη η ηχώˑ γυρεύει το στόμα μου».

Εικονοποιία σε ένα δροσερό φυσικό περιβάλλον με δέντρα, βρύσες, νερά, πουλιά, έντομα, ερπετά, με στοιχεία παράδοξου ή παράλογου υπερρεαλιστικής κληρονομιάς, παραμυθία, μεταφορά, ρητορικά ερωτήματα, μικρές στιχομυθίες είναι μερικά από τα έντεχνα μέσα του λόγου που αξιοποιεί σταθερά η Νικολάου. Στην ποίησή της η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από προετοιμασία και ετοιμότητα για τον θάνατο. «Έπεσα μες στο πηγάδι/ που μ’ άνοιξε η γέννησή μου» γράφει στο ποίημα «Το τραγούδι του αέρα»ˑ και ολοκληρώνει: «Μην έχεις έγνοιαˑ/ πάνω απ’ το κουφάρι μου/ θα τραγουδάει ο αέρας/ ό,τι μέχρι θανάτου κράτησα». Σε πολλά ποιήματα της Νικολάου, τα οποία συνομιλούν μεταξύ τους, ο άνεμος[1] φέρνει τη ζωή και ο άνεμος την παίρνει:

[…]
Σκοτεινά νερά
παφλάζουν στην εξώπορτα
 
γυαλιά καρφιά
το λιγοστό μου πάτωμα
 
κάποιος τα σπρώχνει
—ας τον πούμε άνεμο—
ολοένα πιο μπροστά
στην όραση.

(«Λιγοστό πάτωμα»)

Να φυσάει το αεράκι
να στάζει βροχή απ’ τα φύλλα
ο ήλιος να στεγνώνει τις πεταλούδες
εγώ να φτιάχνω ήσυχα κάτι
εσύ να έρχεσαι από τα περβόλια
απ’ τα ψώνια ή απ’ τη θάλασσα
στο πάνω σπίτι να μιλούν
ν’ ακούγονται τα βήματά τους
και δεν θα με νοιάζει
αν θα ’μαι πεθαμένη.

(«Να φυσάει το αεράκι»)

Η Νικολάου συμβιβάζεται με το γεγονός ότι η τέχνη της —η τέχνη του ανθρώπινου είδους, το οποίο οδηγείται σε αναπαραγωγή και θάνατο, άρα και η ίδια— είναι εύθραυστη και εφήμερη. «Αυτός ο άνθρωπος πέθανε από πείνα/ κανένα ποίημά μου δεν μπόρεσε να τον σώσει» γράφει στο ποίημα «Στα χαμαιτυπεία του χρόνου διδάχθηκα την τέχνη των πήλινων ποιημάτων». Την καταδιώκει, ωστόσο, το γεγονός ότι η τέχνη της είναι (οριακά;) άχρηστη και αχρείαστη για τους ανθρώπους: «Είμαι το τσιγαρόχαρτο, Θεέ, που πάνω του έγραψες “ενθύμιο θνητής φωτιάς” και το πέταξες μέσα στον λάκκο των ανθρωπίνων» («Θυμήσου όποια ώρα και να ’ναι πως δεν διασύρουμε το χώμα μας»). (περισσότερα…)

Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του λόγου και των πραγμάτων

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Μαρίας Α. Ιωάννου,
Οι Ενδιάμεσοι,
Νεφέλη, 2022

Στο διήγημα της Μαρίας Α. Ιωάννου «Κλικ» (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Γαβριηλίδης 2011) ο «Πάκμαν» κάνει τις λέξεις «σχεδόν ποτέ» κομμάτια και τις καταπίνει. Ο αφηγητής στρέφει τις λέξεις πάνω στο χαλί (του Χένρυ Τζαίημς, υπονοουμένως και προφανώς)· δηλαδή τις επιστρέφει «από εκεί που ήρθαν» και, κατά την κυπριακή σημασία του «στρέφω», τις κάνει εμετό. Σε αυτή τη διακεκριμένη (και εξαντλημένη, δυστυχώς, μετά από τη γνωστή πολτοποίηση των εκδόσεων του οίκου Γαβριηλίδης) πρώτη συλλογή διηγημάτων της, η Ιωάννου έχει ως μότο τον Μπόρις Παστερνάκ: «Να ανακαλύπτεις ασυνήθιστα πράγματα σε συνηθισμένους ανθρώπους και με συνηθισμένες λέξεις να γράφεις γι’ αυτούς ασυνήθιστα πράγματα». Πράγματι, στη γραφή της Ιωάννου απαρατήρητα αντικείμενα παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτή η αισθητική συνεχίζεται με συνέπεια και στο Καζάνι (Νεφέλη, 2015), αλλά και στους Ενδιάμεσους (Νεφέλη, 2022): λάμπες, πάσσαλοι, τοστιέρες πρωταγωνιστούν και αφηγούνται τη δική τους οπτική του κόσμου, ο οποίος, εν τέλει, δεν είναι λιγότερο πραγματικός από τον πραγματικό κόσμο. Στο «MODEL D234578» μια φωτοτυπική μηχανή αισθάνεται, εκπλήττεται, έχει ενοχές: «μόλις έλιωσε το κεφάλι του πάνω μου – υγρά χύθηκαν στο πουκάμισο – στη γραβάτα – μάλλον είναι αναίσθητος στο πάτωμα – βοήθεια – εγώ φταίω – χρειάζομαι προθέρμανση – δεν μπορώ να λειτουργήσω με την πρώτη – παλιό μοντέλο – τα προκαταρκτικά είναι απαραίτητα – και τα ήθελε έγχρωμα – μα ήμουν κλειστή για ώρα – θέλω τον χρόνο μου – θέλω χρόνο – το κεφάλι του – το έλιωσε – πάνω μου – έτσι – ξαφνικά – υγρά παντού – ανθρωπίλα παντού – τη μυρίζω – χειρότερη κι από μελάνι».[1] (περισσότερα…)

Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2] (περισσότερα…)

Ένα βιβλίο-«τρόπαιο» για/εις το διηνεκές

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Βασίλη Αμανατίδη, ∞: αποκατάσταση, Νεφέλη, 2022

Με την ∞: αποκατάσταση, ο Βασίλης Αμανατίδης μάς δίνει ένα από τα πλέον πυκνά και προσωπικά του έργα,[i] γεγονός που φανερώνεται ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο κοσμεί ένα παιδικό γκρο πλαν του συγγραφέα. Στην ∞: αποκατάσταση μητέρα και γιος βρίσκονται σε έναν συνεχή εκφωνημένο ή μη διά-λογο, ο οποίος συνιστά έναν αγώνα πολυερμηνευόμενης αποκατάστασης: της μητέρας από την ασθένεια και του γιου από το τραύμα, των σχέσεων του ποιητή με τη μητέρα/ποιήτρια (αποφεύγεται εν προκειμένω ο όρος «ποιητικό υποκείμενο», ένεκα της συνειδητής «αυτοβιογραφικής» λειτουργίας του κειμένου αλλά και της ιδιότητας του «ποιητικού υποκειμένου»: ποιητής), της αποκατάστασης από μια καινούργια και ασθενή κατάσταση υγείας και για τους δύο φέροντες λόγο (δεδηλωμένη της μητέρας, υπονοούμενη του γιου) (σ. 22). Με άλλα λόγια, ασθένεια, απώλεια, αποδοχή, συμφιλίωση: μια αναπόφευκτη διαδρομή αποκατάστασης εαυτού και μια συνεχής πορεία προς όποια πρόοδο· θεραπείας ή έργου ζωής (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Όπως δεικνύει και ο πολυσήμαντος τίτλος, πρόκειται για ένα έργο εξ υπαρχής υβριδικό, ένα έργο εν προόδω: και εν εξελίξει και εν όλω, και γραπτό και παραστατικό, και δικό του και δικό της (μητέρας-ποιήτριας-θεάς).

(περισσότερα…)

Προς έναν νέο τόπο με “τον άλλο” τρόπο

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Μάριος Χατζηπροκοπίου,
Τοπικοί τροπικοί,
Αντίποδες, Αθήνα 2019

Πολλά είναι τα ζητήματα που προσφέρονται προς συζήτηση μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Μάριου Χατζηπροκοπίου Τοπικοί τροπικοί. Αφενός, η αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική δόμηση αυτού του υβριδικά ποιητικού βιβλίου, σε συνάφεια με τα προσωπεία που σκαρφίζεται και ενσαρκώνει, καθώς και των ειδών που υπηρετεί/παρωδεί, κρατώντας ταυτόχρονα σε εγρήγορση την επιτελεστικότητα των κειμένων ενός συγγραφέα/περφόρμερ. Αφετέρου, ο ζωντανός και τολμηρός διάλογος με την τοπική παράδοση της δημοτικής ποίησης (σημαντική προσθήκη σε παρένθεση στο παρόν σημείο η κλισέ φράση “και όχι μόνο”, καθώς ο Χατζηπροκοπίου διαλέγεται γόνιμα και με τη νεώτερη νεοελληνική παράδοση, τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο κ.ά.), αλλά και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό[i] (όχι μόνον και πάλι· ο Χατζηπροκοπίου με ειλικρίνεια ανασύρει τη σχέση του με το έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ και τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο).

Από την άλλη, σε αυτό τον προφανή αλλά καθόλου αναμασημένο ή επιπόλαιο διάλογο άξια μελέτης είναι η επιβίωση και η πρόσληψη βαρύνουσων θεματικών, όπως

‒ του μοιρολογιού (από τον προφορικό λόγο στον γραπτό λόγο, από τη γυναικεία οπτική στην queer οπτική):[ii]

Στα σπίτια της τον μάζωξε, τον λούζει με τα μύρα
τα δασωμένα γένια του φράγκικα τα ξουρίζει
βάφει τα χείλη τοξωτά και βυσσινιά τα χείλη
πιάνει φουσκώνει τα βυζιά, τον ντύνει στα μετάξια
[iii]

‒ του έρωτα:

Ο έρως ουδέν έχει μέρος
Ο έρως, λέγω, της ιπποτικής ποιήσεως
άγνωστος
εις την γνήσιαν και δημοτικήν μας ποίησιν.
Μετωνομάσθη επί το ευαγγελικώτερο
Αγάπη
[iv]

‒ των θεσμών:

Ανοίξτε μου τα χώματα στην αγκαλιά του να ταφώ
κι αν τύχει και περνά Χριστός στο διάβολο η ανάσταση.
[v]

‒ και βεβαίως των φύλων, αντιστικτικά προς τη στερεοτυπική και πατριαρχική πρόσληψή τους. (περισσότερα…)

Για μια πρώτη περίπτωση κυπριακής queer ποίησης

Ηλίας Κωνσταντίνου
Ποιήματα
(Επιμέλεια-Επιλεγόμενα: Λευτέρης Παπαλεοντίου)
Αθήνα, Βακχικόν, 2020

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Με την επανέκδοση μεγάλου μέρους της ποιητικής παρακαταθήκης του πρόωρα χαμένου Κύπριου ποιητή Ηλία Κωνσταντίνου (1957-1995) σε επιμέλεια του ακαδημαϊκού φιλόλογου Λευτέρη Παπαλεοντίου ξεκινά μια απαραίτητη (και ενδεχομένως αναμενόμενη) συζήτηση για μια σημαντική ποιητική μορφή της Κύπρου. Το έργο του Κωνσταντίνου δεν προσέχθηκε ή, καλύτερα ίσως, δεν συζητήθηκε ευρέως όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή, ενδεχομένως γιατί το πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό έδαφος της νήσου δεν ήταν καθόλου πρόσφορο για ομοφυλόφιλη ποίηση. Τις πρώτες δύο τουλάχιστον δεκαετίες μετά το 1974 το κυρίαρχο έως και απόλυτο θέμα  το οποίο ήταν “αποδεκτό” στις τέχνες των γραμμάτων ήταν αναπόφευκτα το Κυπριακό: η εισβολή, η προσφυγιά, η απώλεια, η αδικία, η αναμονή, το τραύμα.

Ο Ηλίας Κωνσταντίνου εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1984, με τίτλο Αρσενικός Χαλκός (Θεμέλιο, Κύπρος). Ακολούθησαν οι συλλογές Γράμματα της Ώρας (Θεμέλιο, Κύπρος, 1986) και Κυπριακές Ηθογραφίες (Λεμεσός, 1991). Μετά τον πρόωρο θάνατό του, το 1995, εκδόθηκαν Τα Αυτοκρατορικά  (Λεμεσός, 1996). Ελάχιστα είναι τα σημειώματα για την ποίηση του ενόσω ο ίδιος ήταν ακόμη εν ζωή,[1] γεγονός που επιβεβαιώνει, όπως αναφέρει και ο Λ. Παπαλεοντίου, τη μη ένδειξη προσοχής προς αυτήν ή την απαξίωση ίσως προς έναν ποιητή ο οποίος αφενός δεν κρύβει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον «έρωτα των αντρών» συγκεκριμένα, τον οποίο ιδιαζόντως καταθέτει με αντιεξουσιαστική διάθεση,[2] καυτηριάζει την παχύδερμη κυπριακή κουλτούρα αφετέρου.

Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις, για παράδειγμα, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Ιωάννου του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, αυταπόδεικτων προγόνων του Κωνσταντίνου,[3] ακόμα και του Δημήτρη Ποταμίτη (περίπτωση η οποία επίσης αξίζει και πρέπει να μελετηθεί πλέον εκτενέστερα και εμβριθέστερα), με την οποία η ποίηση του Κωνσταντίνου έχει συνδεθεί επαρκέστερα,[4] η ομοφυλόφιλη ταυτότητα στον Κωνσταντίνου δηλώνεται ευθέως, δηλαδή διαμέσου του πόθου του ανδρικού σώματος για ένα άλλο ανδρικό σώμα και της επιθυμίας της σαρκικής ηδονής. Δεν υπάρχει συγκάλυψη, απόκρυψη, υπαινικτικότητα ή η καταπίεση του εγκλωβισμού στον Κωνσταντίνου. Η ποίησή του έχει συνδεθεί επίσης, διά των συγκλίσεων ή των αποκλίσεων, με εκείνην του Νίκου Σπάνια και του Ανδρέα Αγγελάκη, αντίστοιχα.[5] Η ποίηση του Κωνσταντίνου, που ουσιαστικά πρωτοεμφανίζεται στην Κύπρο δέκα μόλις χρόνια μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, δίδοντας αιφνιδίως μεγαλύτερη ή έστω εξίσου μεγάλη βαρύτητα και σε “άλλες” θεματικές στοχεύσεις, δεν μπορεί παρά να είναι όντως τολμηρή και προκλητική, άσεμνη και ωμή. Και κυρίως, όπως οι μελετητές συμφωνούν, συνιστά ποίηση σωματοποιημένη ή σωματική,[6] με άλλα λόγια, κυριολεκτική:

ΕΡΩΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Στον Δήμο που φεύγει

Αφήνω σε
στα φιλιά μου, φίλε μου
σ’ ένα στρώμα διπλό
στα φιλιά μου φίλε μου
– για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
κοιτάζω σταθερά
τον γαλανό αφαλό, του κορμιού σου
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
ακολουθείς, μορφασμούς ηδονής
στου λαιμού μου την κίνηση.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
σκεπάζει το καυλωμένο σου βυζί
το ξυρισμένο μου μάγουλο.
Έτσι πλασμένοι
κι οι δυο σκεπασμένοι
τέλεια ίδιοι – πάντα αντίθετοι
μες σ’ τούντην ασφάλεια αφήνω σε φίλε μου
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γλείφω πολλά – αναπνέω απαλά
στα ανοιχτά σου βλέφαρα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γεμώνεις μου τα δάχτυλα χύματα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
πίνεις τα δικά μου
στου αφαλού μου το κύπελλο.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου
επιστρέφω
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου
στη στρογγυλή άκρη του κόσμου
στο επάπειρο σήμερα.

(περισσότερα…)

Στο κάτοπτρο του μύθου

Σχόλια πάνω στην ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά (Θράκα 2021)

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Με την τρίτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή της Στην άκρη μια ουρά, η Αυγή Λίλλη συγκροτεί έναν πολυσήμαντο ποιητικό χώρο, στον οποίο τα ήδη κατακτημένα όπλα μιας σπαρακτικής διακειμενικότητας, μιας ανατρεπτικής όρασης και κυρίως μιας βίαιης αποστακτικής επεξεργασίας του λόγου οξύνονται ακόμη περισσότερο. Όπως, καταδεικνύει τόσο ο τίτλος όσο και η καλαίσθητη εκδοτική της ανά χείρας συλλογής-συνθετικού ποιήματος, η Αυγή Λίλλη διαλέγεται δημιουργικά με τον γνωστό, σκοτεινό μύθο της μικρής γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Πιο συγκεκριμένα, ο διάλογος εντοπίζεται αφενός στον άνισο αγώνα με τον χρόνο που επιβάλλεται προοδευτικά, τραυματικά και αδιαπραγμάτευτα στην ύπαρξη και αφετέρου στον αρχέγονο έρωτα, ο οποίος αν και δρα προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλει, εντούτοις, αντιθετικά και επίμονα από τη μια το τυραννικό δράμα του ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου κι από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου. Το βιβλίο αυτό, με άλλα λόγια, αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδά από βιώματα έρωτα και απώλειας και συμπυκνώνει αισθητικά τη βιολογική, αλλά και ποιητική ωρίμανση της ποιήτριας, η οποία μοιάζει να εισέρχεται σε μια εποχή αποχαιρετισμού του έρωτα. (περισσότερα…)

«Στη λογοτεχνία όλα μπορούν να συμβούν», φτάνει να το θελήσει ο συγγραφέας

Δημήτρη Καρακίτσου
Δον Υπαστυνόμος
Αθήνα, Αντίποδες, 2020

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα πεζά έργα του Καρακίτσου είναι, μεταξύ άλλων, παιγνιωδώς αλληγορικά, σουρεαλιστικά σατιρικά και βαθιά αυτοαναφορικά· φαινομενικά “περίεργα”. Εντούτοις, κατακτώντας την καθολικότητα (της ανθρώπινης περιέργειας, των συναισθηματικών εντάσεων, του χιούμορ, της παραδοχής, της ταύτισης, του καλλιτεχνικού συμβεβηκότος) τα ειδολογικά οριακά έργα του Καρακίτσου αφορούν κάθε αναγνώστη, ακόμα και αν αυτά πηγάζουν από τον ανδρικό ψυχισμό (του) και το βίωμα, κατ’ αντιστοιχία του όρου της γυναικείας γραφής ‒ όρου πολυσυζητημένου, πολυερμηνευμένου και πολυπαθούς και βεβαίως όχι ζητήματος που αφορά αυτό το σημείωμα. Αν όμως υπάρχει η γυναικεία γραφή, υπό την αποδεκτή έννοια της γραφής εκείνης που προκύπτει από τη γυναικεία (βιολογική και κοινωνική) εμπειρία και ψυχισμό, υπάρχει βεβαίως και η αντίστοιχης επιχειρηματολογίας ανδρική – θα μπορούσε κανείς εύκολα να σκεφτεί τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του Πέτρου Τατσόπουλου και του Θανάση Χειμωνά μέχρι τα πιο πρόσφατα έργα του Άκη Παπαντώνη, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη και του Χρίστου Κυθρεώτη. Στην περίπτωση του Καρακίτσου όμως συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό· θα τολμούσαμε να πούμε ότι η πηγή είναι το στερεοτυπικά “αγορίστικο βίωμα”, που αντλείται εν προκειμένω από τη νοσταλγική εμπειρία των κόμικ, του Μπλεκ, της Περιπέτειας, των αστυνομικών νουάρ των ζεν πρεμιέ, του κυνηγητού, του κρυφτού, της αλάνας.

(περισσότερα…)