Ένα βιβλίο-«τρόπαιο» για/εις το διηνεκές

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Βασίλη Αμανατίδη, ∞: αποκατάσταση, Νεφέλη, 2022

Με την ∞: αποκατάσταση, ο Βασίλης Αμανατίδης μάς δίνει ένα από τα πλέον πυκνά και προσωπικά του έργα,[i] γεγονός που φανερώνεται ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο κοσμεί ένα παιδικό γκρο πλαν του συγγραφέα. Στην ∞: αποκατάσταση μητέρα και γιος βρίσκονται σε έναν συνεχή εκφωνημένο ή μη διά-λογο, ο οποίος συνιστά έναν αγώνα πολυερμηνευόμενης αποκατάστασης: της μητέρας από την ασθένεια και του γιου από το τραύμα, των σχέσεων του ποιητή με τη μητέρα/ποιήτρια (αποφεύγεται εν προκειμένω ο όρος «ποιητικό υποκείμενο», ένεκα της συνειδητής «αυτοβιογραφικής» λειτουργίας του κειμένου αλλά και της ιδιότητας του «ποιητικού υποκειμένου»: ποιητής), της αποκατάστασης από μια καινούργια και ασθενή κατάσταση υγείας και για τους δύο φέροντες λόγο (δεδηλωμένη της μητέρας, υπονοούμενη του γιου) (σ. 22). Με άλλα λόγια, ασθένεια, απώλεια, αποδοχή, συμφιλίωση: μια αναπόφευκτη διαδρομή αποκατάστασης εαυτού και μια συνεχής πορεία προς όποια πρόοδο· θεραπείας ή έργου ζωής (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Όπως δεικνύει και ο πολυσήμαντος τίτλος, πρόκειται για ένα έργο εξ υπαρχής υβριδικό, ένα έργο εν προόδω: και εν εξελίξει και εν όλω, και γραπτό και παραστατικό, και δικό του και δικό της (μητέρας-ποιήτριας-θεάς).

Ξεκινώντας από την ελλειπτικότητα του λόγου και της εκφοράς, που ενσαρκώνεται στους τεμαχισμένους στίχους μιας γραμμικής και κάθετης διάταξης, δημιουργείται ένα τραυματισμένο αλλά ζωοφόρο όλον με θραύσματα λόγου και εαυτού. Ο προφορικός λόγος και η παραστατικότητα όμως δεν έχουν μόνο ειδολογική στόχευση, αλλά και ιδεολογική και αισθητική, αποβλέποντας προς μία ποιητική και οπωσδήποτε μπεκετικά[ii] γοητευτική ανοικείωση:

«σήμερα η
η
η
θεότητα μου είπε
ότι θα σου κόψω σήμερα
άκου βασίλη τι μου είπε
τα πόδια και θα
τα μαγειρέψω
να τα φάμε
να τα φας εσύ της είπα
άκου τι της είπα»
ακούω μαμά
εσύ έν’ αστείο δε σκόνης;
σηκώνεις Μαρία
«καλά το λέει
σκόνης
σκόνης αλλά αλκμήνης»
κουράστηκα μαμά
κουράστηκα κουράστη
«σκότωσέ με»
το κάνεις και
μόνη σου
που δεν καταπίνεις
πια την αντιβίωσή σου
κουράστηκα
κουράστηκα μαμά
μην κλαίω Βασίλης…
κουράστηκα
μην κλαίω
«εσύ από τώρα με κλαις;»
(σ. 60)

Αρκετές φορές τα ποιήματα «διακόπτονται»  και συνεχίζονται στις υποσημειώσεις[iii] ή αλλάζουν τυπογραφικό/εικαστικό χαρακτήρα, όταν διαλέγονται, για παράδειγμα, με το παρελθόν (του ποιητή συγγραφέα, της ποιήτριας μητέρας): «[κι εγώ που άλλοτε / για σένα έγραφα μέχρι / και τις ανάγκες της / τις κάνει στο σκοτάδι]» (σ 62). Πρόκειται για φαινομενικά ατελή και αποσπασματικά (κατά το σολωμικό πρωτότυπο😉 ποιήματα, αλληλένδετα κείμενα (μιας ποιητικής σύνθεσης, βεβαίως), τα οποία υπονοούν ή προϋποθέτουν μια παράσταση, μια περφόρμανς, μια συνθήκη, μια κατάσταση:

«μονότονα εδώ όλα μονό
τονα μόνο
ο αδερφός σου καμιά φορά
μου φέρνει αυτόν τον θηριοδαμα
στή που μου
παίρνει το πόδι το
στρέφει το στρέφει και πονώ
ώς τον θάνατο φαίνεται θυμάται
που τον έδερνα μικρό και
του αρέσει τώρα να με βλέπει
καταρρακωμένη»
(σ. 70)

Επιπρόσθετα, πέραν της ιδιότητας του περφόρμερ που φέρει ο καλλιτέχνης και διαμέσου της οποίας σαφώς υπογράφει το εκδομένο κείμενο, δηλαδή ένα βιβλίο-αντικείμενο-έργο τέχνης, το υβριδικό σύμπαν του Αμανατίδη[iv] συνθέτει επίσης η παράλληλη συγγραφή βιβλίων, καθώς και η προγραμματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,[v] με τον συγγραφέα να επιδιώκει μια μεταιχμιακή ισορροπία ανάμεσα στην αναλογική και ψηφιακή εποχή: «[ο ήλιος δώρο / μου έγραψε η μαρία / (χριστίνα ελένη κ.λπ. θεά) σου / στο βάιμπερ / κάτω από μια φωτογραφία / του δώρου του Ηλία / για τα γενέθλιά σου / (νυχτικιά με κεντημα / τάκι ανθάκια / γύρω απ’ τη λαιμό / κοψη)».[vi]

Ο συγγραφέας δεν έχει κρύψει ποτέ ότι φροντίζει για το σύνολο του έργου του, έχοντας ως επιθυμητό στόχο ένα ενιαίο έργο το οποίο θα συνθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο σύμπαν, όπου η υβριδική ιδιότητα των ανθρώπων και των πραμάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ο Αμανατίδης δεν κάνει τα ποιήματά του περφόρμανς, αλλά το περφόρμανς ποίηση, και δη σε γραπτή μορφή. Συγγραφέας περφόρμερ ή το αντίστροφο, ο Αμανατίδης μοιάζει να εκκινά από την παραστατική ιδιότητα, για να δώσει το αποτύπωμα της συγγραφικής του ιδιότητας. Όπως συχνά αναφέρει ο ίδιος, γεγονός που δηλώνεται και στην εν λόγω έκδοση, όλα τα βιβλία του περιστρέφονται γύρω από έναν αριθμό, όχι τον αύξοντα του εκάστοτε έργου. Αυτό είναι το βιβλίο-αντικείμενο με τον καθόλου τυχαίο αριθμό 8, ο οποίος αριθμός ως πλαγιασμένο στοιχείο γίνεται το σύμβολο του απείρου και σφαλίζει στο εξώφυλλο το στόμα του ποιητή. Ένα εγχείρημα λοιπόν για το ανείπωτο, για έναν λόγο που θα διαρκεί αιώνια, σφραγίζοντας τον τίτλο του βιβλίου, αλλά ουσιαστικά δεν εκφέρεται:

(που βουβός πια ο Θεός ένα
αόρατο παρ
άλυτο ένα λυτό κτήνος ένα
ένοχο μηδέν
ξαμολημένο με αγκίστρια
στις ψυχές των ανθρώπων
και που για αιώνες επτά
κανείς ποτέ δεν έμαθε αν
ο Θεός υπάρχει όμως αρρώστησε ή αν
η αρρώστια του Θεού είναι ανύπαρκτη ή αν
η αρρώστια του είναι η ανυπαρξία ή –
και που έτσι καθ’ ομοίωσίν Του κι η μαμά
για ώρες αιώνες επτά εσταμάτησε
σαν ηλεκτρικό σκουπάκι αφόρτιστο
που τις σκόνες παύει απότομα ν’ απορροφά
ώσπου
την όγδοη ώρα
η Ρία Μαρία πατά ξάφνου
το
εικοστό πρώτο
κουμπί και -υπάρχει Θεά!-
είχανε απλώς μετατοπιστεί
τα κανάλια λίγο παραπέρα
το ίδιο τώρα κι η ανυπαρξία
οι εικόνες ανέλαμψαν
ο κόσμος ξανάγινε
η μαμά χαμογέλασε]
 (σ. 58-59)

Το «εσαεί άγραφο πολυσέλιδο / βιβλίο ποιημάτων […] / και […] ένα θεσπέσια αθέατο θέατρο / θεραπείας του θανάτου)» (σσ. 25-26) συν-γράφεται από τον ποιητή και τη μητέρα του,[vii] την ποιήτρια: «(ή τι ξαφνικά ποιήματα υφαίνει πια / η ποιήτριά μου / και ένα ελάχιστο γέλιο υγραίνει τότε συχνά / τις ρωγμές της φωνής της)» (σ. 24). «Η ποιήτριά μου», αποκαλεί ο ποιητής τη μητέρα: χαϊδευτικά, σταχυολογώντας και υιοθετώντας τους στίχους-ατάκες της μητέρας, πραγματολογικά, αφού πρόκειται για τη μητέρα του ποιητή, οντολογικά, αφού εκείνη εποίησεν τον ποιητή, «προστάζοντας», κατά τη σολωμική επιγραφή του βιβλίου,[viii] ως θεά, μούσα, ως ποίηση και τέχνη, ακόμα και σε συνθήκες της απόλυτης ασθένειας, της πανδημίας:

έλα να συνεχίσουμε μαζί τις ρίμες, έλα!
«δεν έχω κουράγιο παιδί μου εσύ εσύ πες τα μου»
καλά μαμά μου με ξέρεις εγώ αργώ μια ζωή
μα πάλι πώς θα μπορούσα να έχω φανταστεί
πως θα κατέβαινα βραδιάτικα από τα λεωφορεία στα κρυφά
σε πιλοτές θα κρυβόμουν από τα περιπολικά
κι ότι θα ’χω επιπλέον και να λογοδοτώ
στου κάθε μπάτσου τη βία (“τι σ’εμποδίζει να ξεκινάς πιο νωρίς
προτιμάς μήπως σκοτάδια και παρανομία;” / δις)
αφού μάλιστα δίχως μια βεβαίωση αδείας
εκτός από ασυνείδητος γιος έγινα τώρα και κακοποιός
της απαγόρευσης κυκλοφορίας – κρεσέντο, τέλος του μιούζικαλ
«αχ»
τι μαμά;
«το παιδί μου ταλαιπωρείται και αυτοί κάνουν παντού
ελέγχους μην τους σπάσω το κεφάλι πάρε χαρτί
παιδί μου γράψε το και φέρε να σου υπογράψω εγώ»
δεν γίνεται – είσαι εργοδότις μου; δεν πιάνεσαι
«και παραπιάνομαι– είμαι η μαμά σου – γράφε»
α δεν σ’ τα είπα; δεν μπορώ δεν έχω γραφικό χαρακτήρα
σε λίγο δε θα τα βλέπω ούτ’ εγώ
μαύρα στίγματα σκόρπιες τελίτσες μυγοχέσματα
είμαστε κι οι δύο σαν τα γράμματά μου
σε λίγο δεν θα μας αναγνωρίζει κανείς»
(σ. 68)

Στην ∞: αποκατάσταση η ασθένεια γίνεται τέχνη: «[…] τελικά δεν ήταν η μα- / ….η μαμά μου στο κρεβάτι είμαι εγώ / κινήσου όποτε Αλκμήνη λέω / πλησίστια τώρα / προς την Ελευθερίαν», γράφει ο ποιητής – «και πάλι ευτυχώς να λέμε / που δεν πειράχτηκε / το κέντρον της ομιλίας άγιον είχαμε / για να μπορούμε και να άδουμε μαζί» (σ. 92), απαντά η ποιήτρια. «[Α]χ καλό μου παιδί πες με ναι πες με / με τη δική σου μου φωνή μου σου» (σ. 90) παρακαλεί η Μητέρα/ποιήτρια τον Υιό/ποιητή, σε ένα έργο για/από δύο φωνές, όπου, με το διακριτό του διακείμενο,[ix] λαμβάνει τις διαστάσεις ενός ύμνου εις την ελευθερίαν, εις την απελευθέρωσιν από τη μνήμη, την ύπαρξη και την απτότητα (sic). Το 19ο έργο (opus) του Αμανατίδη, το έργο με τον αριθμό-σύμβολο  του αέναου, γίνεται ένας σολωμικός χαιρετισμός και ασπασμός προς τη Μητέρα-Ποιήτρια-Ποίηση στα χείλη, την ώρα της συνειδητοποίησης της φθαρτότητας του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι η «ασθένεια της ζωής, που δεν τη θεραπεύει ο θάνατος» (σ. 97) απέναντι στην όψη ενός βιβλίου – το μόνο που μπορεί να απαθανατίσει το είναι του ποιητή. «Τι κρίμα κρίμα πουθενά / δεν πήγαμε / πουθενά δεν μ’ έχει πάει αυτό το σώμα» (σ. 74), μονολογεί με παράπονο η μητέρα, όμως πάει, πάει σε αυτό το βιβλίο[x] η μητέρα, της (από)κατάστασης/(από)καθήλωσης:

το ένα τα δύο γυμνά
στήθη της μητέρας
μας και όχι κρεμασμένα
αδύνατα διάφανα λευκά
αυτά ήταν όμορφα αυτή ήταν
όμορφη ολόλαμπρη και
ντράπηκα και βγήκα
με
με πόνους της μετά
με πόνους την σηκώσανε
να την αποκαταστήσουν στο κρεβάτι
τι αντίστροφη αποκαθήλωση
ώσπου με μάτια κλειστά
πόνο αραιωμένο
ανακουφισμένη φώλιασε εκείνη πάλι
στην καθήλωση
(σσ. 37-38)

Η ∞: αποκατάσταση είναι ένα έργο που απαιτεί πολλές αναγνώσεις. Συμπεριλαμβάνει επίσης, κατά τη μοντέρνα της πηγή, πολλές διακειμενικές και παρακειμενικές αναφορές, που ενδεχομένως να μην υπηρετούν τη «συμβατική» ανάγνωση. Θα  μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το στοίχημα για τον Αμανατίδη είναι η σύνθεση ενός έργου γραπτού απέριττου λόγου και μονολιθικής αλλά κρυστάλλινης ταύτισης σημαίνοντος και σημαινομένου. Ίσως όμως και όχι. Γιατί το να κατορθώνει ο καλλιτέχνης να απαντήσει εμπράκτως στο περιβόητο μεταμοντέρνο ερώτημα είναι, μάλλον, σπουδαιότερο.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[i] Ό τίτλος του άρθρου παραφράζει στίχο του συγγραφέα: «Στιγμιαίο το… αποτρόπαιο, διηνεκές… το… τρόπαιο»: Βασίλη Αμανατίδη, ∞: αποκατάσταση, Νεφέλη, 2022, σ. 95. [Στο εξής οι παραπομπές γίνονται ενδοκειμενικά εντός παρενθέσεων.]

[ii] Βλ. επίσης το ποίημα στη σ. 49 και το «[Μπέκετ στο καθιστικό] πάντοτε», ό.π., σσ. 78-79.

[iii] Βλ. «[η φωνή της] άλλοτε»: σσ., 83-85.

[iv] Για την επιτελεστικότητα στο έργο του Αμανατίδη, βλ. Βαρβάρα Ρούσσου, «Ποίηση και επιτελεστικότητα στο πρόσωπο της μητέρας», Ο αναγνώστης (4/5/2022).

[v] Βλ. [σημειώματα] της έκδοσης, ό.π., σ. 100.

[vi] Ό.π., σ. 82. Τα πλάγια και αραιωμένα στοιχεία είναι της υποφαινόμενης.

[vii] Βλ. παραδοχή του συγγραφέα στο τέλος των [σημειωμάτων], ό.π., σ. 101.

[viii] Η επιγραφή του βιβλίου είναι η στροφή υπ’ αρ. 139 από τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν: «Η καρδιά συχνοσπαράζει. / Πλην τι βλέπω; Σοβαρά / να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θέα».

[ix] Εκτενέστερα για το διακειμενικό πλέγμα του βιβλίου, βλ. Σάββας Κοκκινίδης, «Οκτάτοπος Ομοφωνία: Για το ∞: αποκατάσταση του Βασίλη Αμανατίδη», Φρέαρ (ηλεκτρονική έκδοση: 18/5/2022).

[x] Η μητέρα επανέρχεται και διαδραματίζει καίριο ρόλο στο έργο του Αμανατίδη (ειδικότερα, βλ. μ_other poem, Νεφέλη, 2014), αλλά στην ∞: αποκατάσταση αναλαμβάνει την αφήγηση/περφόρμανς μαζί με τον γιο.

Advertisement