Προς έναν νέο τόπο με “τον άλλο” τρόπο

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Μάριος Χατζηπροκοπίου,
Τοπικοί τροπικοί,
Αντίποδες, Αθήνα 2019

Πολλά είναι τα ζητήματα που προσφέρονται προς συζήτηση μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Μάριου Χατζηπροκοπίου Τοπικοί τροπικοί. Αφενός, η αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική δόμηση αυτού του υβριδικά ποιητικού βιβλίου, σε συνάφεια με τα προσωπεία που σκαρφίζεται και ενσαρκώνει, καθώς και των ειδών που υπηρετεί/παρωδεί, κρατώντας ταυτόχρονα σε εγρήγορση την επιτελεστικότητα των κειμένων ενός συγγραφέα/περφόρμερ. Αφετέρου, ο ζωντανός και τολμηρός διάλογος με την τοπική παράδοση της δημοτικής ποίησης (σημαντική προσθήκη σε παρένθεση στο παρόν σημείο η κλισέ φράση “και όχι μόνο”, καθώς ο Χατζηπροκοπίου διαλέγεται γόνιμα και με τη νεώτερη νεοελληνική παράδοση, τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο κ.ά.), αλλά και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό[i] (όχι μόνον και πάλι· ο Χατζηπροκοπίου με ειλικρίνεια ανασύρει τη σχέση του με το έργο της Κλαρίσε Λισπέκτορ και τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο).

Από την άλλη, σε αυτό τον προφανή αλλά καθόλου αναμασημένο ή επιπόλαιο διάλογο άξια μελέτης είναι η επιβίωση και η πρόσληψη βαρύνουσων θεματικών, όπως

‒ του μοιρολογιού (από τον προφορικό λόγο στον γραπτό λόγο, από τη γυναικεία οπτική στην queer οπτική):[ii]

Στα σπίτια της τον μάζωξε, τον λούζει με τα μύρα
τα δασωμένα γένια του φράγκικα τα ξουρίζει
βάφει τα χείλη τοξωτά και βυσσινιά τα χείλη
πιάνει φουσκώνει τα βυζιά, τον ντύνει στα μετάξια
[iii]

‒ του έρωτα:

Ο έρως ουδέν έχει μέρος
Ο έρως, λέγω, της ιπποτικής ποιήσεως
άγνωστος
εις την γνήσιαν και δημοτικήν μας ποίησιν.
Μετωνομάσθη επί το ευαγγελικώτερο
Αγάπη
[iv]

‒ των θεσμών:

Ανοίξτε μου τα χώματα στην αγκαλιά του να ταφώ
κι αν τύχει και περνά Χριστός στο διάβολο η ανάσταση.
[v]

‒ και βεβαίως των φύλων, αντιστικτικά προς τη στερεοτυπική και πατριαρχική πρόσληψή τους.

Επιπρόσθετα επί του τελευταίου, το βιβλίο υπηρετεί, εξυπηρετεί (και προκρίνει) την αναγνωστική (και, κυρίως, τη φιλολογική) πρόσληψη της λογοτεχνίας με εργαλείο τις θεωρίες φύλου, ή, έστω, διαμέσου παγιωμένων σύγχρονων ορολογιών, όπως αυτού που ονομάζουμε ευρέως queer, δηλαδή τις μη κανονιστικές εκφράσεις φύλου και σεξουαλικότητας και τη δριμεία κριτική της ετεροπατριαρχίας. Μαζί με αυτή τη συγκεκριμένη πτυχή του βιβλίου, λοιπόν, στο παρόν σημείωμα θα συζητηθεί άλλο ένα ζήτημα το οποίο εγείρουν και διεγείρουν οι Τοπικοί τροπικοί: το όραμα και ο στόχος του έργου όπως ορίζεται από τον δημιουργό και όπως πραγματώνεται με το αποτέλεσμα.

Ξεκινώντας από τη δεύτερη παράμετρο, ένα αληθινό γεγονός, δηλαδή το ποίημα του Γεωργίου Τερτσέτη «Η δίκαια εκδίκησις» (1847), ποίημα το οποίο «μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, ξεχωριστό, τουλάχιστον ως προς τον καταφανή εορτασμό της ομοερωτικής επιθυμίας, αλλά και την αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα να καταστούν άξια πένθους»,[vi] ο «Νικηφόρος Ερράντες», μεταδιδακτορικός φοιτητής υπό την επίβλεψη του εγγονού του Νικόλαου Γ. Πολίτη, João Nikolao Polites de Silveira (κατά την πρόταξη του βιβλίου με τα τέσσερα πρόσωπα/προσωπεία μιας άλλης θεατρικής παράστασης), θέτει Ερευνητικά Ερωτήματα, Υπόθεση Εργασίας και Πορίσματα Έρευνας για τα «Απόκρυφα τραγούδια του ελληνικού λαού». Τα άσματα αυτά διασώζονται σε «ένα χειρόγραφο του 19ου αιώνος, το οποίο ήλθε προ τριετίας στο φως και φυλάσσεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο» (ό.π., σ. 24) και, σύμφωνα με τον Ερράντες, κατεγράφησαν από τον Νικόλαο Γ. Πολίτη, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στην έκδοσή του, του 1914. Το πόρισμα λοιπόν είναι ότι  «κινούμενες στο αυθεντικά ελληνικό δίπολο ηδονής και οδύνης, οι είκοσι τέσσερις απόκρυφες εκλογές συνιστούν δυνάμει την πρώτη εθνική μας ανθολογία queer lament, πουστιάς και ολολυγμού» (ό.π., σ. 25).

Η διάδοση των ασμάτων ανά τον κόσμο αποτελεί για τον απόκληρο γιο του Πολίτη Alejandro Jorge de Carvalho de Polites «ένα είδος εκδικήσεως προς τον αυστηρό Νικόλαο: όσα ο πατέρας πατριάρχης[vii] είχε αποσιωπήσει ως επικίνδυνες παραφωνίες στο εθνικό του πρόγραμμα, ο άσωτος υιός τα είχε ωθήσει να διασπαρούν, απάτριδα και αλλόγλωσσα ανά την οικουμένη» (ό.π., σσ. 27-28).  Ευθυγραμμίζεται λοιπόν η φιλοδοξία του συγγραφέα Χατζηπροκοπίου με «Το Ετερώνυμο» του Ερράντες, να τιμήσει την «αδάμαστη ελληνική λαλιά» (ό.π., σ. 28), αλλά με τον τρόπο “τον άλλο”, να καταστήσει το παραδοσιακό και το δημοτικό (και το κλασικό) σύγχρονα δημώδες, άσμα του λαού και κάθε ατόμου κάθε προσανατολισμού, να δώσει ένα έργο με σαφή queer προσανατολισμό, να δώσει  «δεύτερη ζωή» (ό.π., σ. 18) στα «δημοτικοφανή» (ό.π., σ. 18) τραγούδια του, σε αυτές τις «πολλαπλές ιστορίες νοθείας, πλαστογραφήσεως, αλλά και εκ νέου κατασκευής» (ο.π., σ. 18). Με άλλα λόγια, να δώσει ένα κομβικό queer βιβλίο στα νεοελληνικά γράμματα. Το εγχείρημα βαραίνει, καθώς εκφράζει μάλιστα μια σημαντική πολιτική δήλωση: «Άλλωστε, αρκεί μια γρήγορη ματιά σε κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού για να μας πείσει πως οι παραπαίουσες Νεοελληνικές Σπουδές συχνά επιβιώνουν χάρις στη διεπιστημονική τους σύνδεση με περισσότερο δημοφιλή γνωστικά πεδία, όπως οι λεγόμενες Σπουδές Φύλου και Σεξουαλικότητος» (ό.π., σ. 29).

Στο πρώτο ποίημα του «Χειρόγραφου», «Luna de miel»,  διαβάζουμε: «Όταν “έφυγε” —που λένε— ο πατέρας / γύρισα κι εγώ από τους τροπικούς» (ό.π., σ. 33). Η έννοια του τοπικού προσδιορισμού και του (λογοτεχνικού, υπαρξιακού) τόπου εδώ, εξ υπαρχής του κειμενικού corpus και όχι τυχαία, λαμβάνει διευρυμένες μεταφορικές και εννοιολογικές διαστάσεις: Τροπικό είναι το κλίμα στη Βραζιλία, όπου ανακαλύπτεται και μελετάται το χειρόγραφο των της πατρίδας τοπικών/δημοτικών τραγουδιών. Ένα γράμμα λοιπόν και μόνο —κάτι τόσο μικρό, κάτι τόσο μεγάλο όσο ένα ρω— αλλάζει με “τον άλλον” τρόπο άρδην το κλίμα, το νόημα, τον τόπο· ο δεκαπεντασύλλαβος είναι συχνά σπασμένος και χαλαρός, κοντολογίς παραλλαγμένος, απελευθερωμένος, καινούργιος, διαφορετικός. Και αυτό είναι το όραμα του έργου του Χατζηπροκοπίου: το τιμημένο και τιμώμενο τοπικό στον δρόμο προς μία νέα παράδοση “του άλλου” τρόπου/τόπου.

Όσον αφορά στην έμφυλη διάσταση του έργου, ένα ποίημα που ξεχωρίζει ως προς τον θεμελιωδώς queer χαρακτήρα και στόχο είναι το «Τεκμήριο ΙΙΙ. Το γυναικών του Κωνσταντή» (ό.π., σσ. 48-50), το οποίο επαναπραγματεύεται το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» και επανατοποθετεί τους όρους και τους ρόλους  όχι μόνο των φύλων, αλλά και των θρησκευτικών και πατριαρχικών θεσμών:

Ο Κωνσταντίνος γέλασε ― Τα νιάτα μου χαλάλι.
Μα αφού είν’ της μοίρας να χαθώ μη φύγω δίχως χάδι
μη γίνω λάσπη ανέγγιχτος πριχού να νιώσω αγκάλη.
Απόψε αν με παντρέψετε, απόψε αν πρωτοσμίξω
λαβώστε με τη χαραυγή και με τον Χάρο ας σμίξω.

Τελάλης βγήκε στα χωριά, σέρνει φωνή μεγάλη:
― Νύφη του αρχιπολεμιστή, ποιας της βαστάει να γένει;
Θά ’χει τη δόξα αμάραντη, τα πλούτη ως ν’ αποθάνει.

Τ’ ακούσανε οι ανύπαντρες, τ’ ακούν οι ορφανεμένες
τ’ ακούν μανάδες με μωρά, χήρες πά’ στον ανθό τους
νύφη του μελλοθάνατου καμια δε θε να γένει.

Σέρνει φωνή στους ουρανούς, τα Χερουβείμ δακρύζουν
δακρύζουνε οι Αρχάγγελοι, δακρύζει κι ο Αϊ-Γιώργης
γλυκοκοιτάει τον Κωνσταντή και σεκλεντίζει ο νους του
τον δράκοντα ελησμόνησε, νυφούλα πάει να γένει.

Ξηλώνει την αρματωσιά, ντύνεται στα μετάξια
βάφει τα χείλη βυσσινιά, τα δυο βυζιά φουσκώνει
ξεπλέκει τα σγουρά μαλλιά, στη μάχη κατεβαίνει
δεν εκατέβη με σπαθί, κοντάρι δεν εκράτει
στου Κωνσταντίνου τη σκηνή τρυπώνει βράδυ βράδυ
μες στις κουβέρτες του γλιστρά, στον κόρφο του πλαγιάζει
ολονυχτὶς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα, σαν τ’ άγρια πουλάκια.

Ο θάνατος του Κωνσταντή ξεκινά όμως μια καινούργια παράδοση, ένα καινούργιο πανηγύρι. Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να εντοπίσει στο τέλος του άσματος, διαμέσου της χρήσης της επανάληψης, προσφιλούς ρητορικού σχήματος του δημοτικού τραγουδιού, μια επαναλαμβανόμενη εικόνα δράσης, η οποία σαφώς παραπέμπει στο cross dressing, σε ένα drag show αλλά και στη λογοτεχνική περφόρμανς:

Τα δασωμένα γένια τους φράγκικα τα ξούρισαν
τους μαύρους ελησμόνησαν, στον Κωνσταντή ταχτήκαν
ξηλώνουν τις αρματωσιές, ντύνονται στα μετάξια
βάφουν τα χείλη βυσσινιά, τα δυο βυζιά φουσκώνουν
ξεπλέκουν τα σγουρά μαλλιά, στολίζονται νυφούλες
στο μνήμα τ’ αντρειωμένου παν, να τον στεφανωθούνε.
 
Το δείλι στεφανώνουνται, οληνυχτίς γλεντάνε
ξεγυμνωμένες τραγουδούν, κυλιούνται και χορεύγουν
στα πυρωμένα κάρβουνα πηδάνε μανισμένες
και προς το γλυκοχάραμα τα στέφανα γκρεμίζουν
στάχτη στα μάγουλα πετάν, τον σκούζουν και τον κλαίνε.

Το βιβλίο ωστόσο δεν μένει στις λιγότερο ξενίζουσες εικόνες του ομοφυλοφιλικού έρωτα μεταξύ ανδρών, αλλά πραγματεύεται τον ομοερωτισμό “επί ίσοις όροις”. Στο ποίημα «Τεκμήριο V. Της Αντρονίκης και της Αντριανής» (ό.π., σ. 66) ο Γιάννος ο Διπλοπαντρεμένος είχε «την Αντρονίκη το πρωί, την Αντριανή το βράδυ» (ό.π.) και, όταν οι δύο γυναίκες ανακαλύπτουν την απάτη, «τον Γιάννο αφήνουν νηστικό, τον διώχνουν από το στρώμα» (ό.π.), αποκτώντας μάλιστα οι ίδιες θέση ισχύος, καθώς μετατοπίζονται ως προς την ερωτική τους επιθυμία/προοπτική/ταυτότητα:

Δυο μήνες παρακάλαγε, γυναίκες δε λυπούνταν
δυο μήνες τις φοβέριζε, γυναίκες δεν φοβούνταν
τον τρίτο απλώνει τη γροθιά, γυναίκες το μαχαίρι
σφιχτά σφιχτά τον δέσανε, κολόνα του σπιτιού τους
ομπρός του φιληθήκανε, ομπρός του αγαπηθήκαν
ψιλό ψιλό τον λιάνισαν, μες στην αυλή τον θάβουν.

Γαρουφαλιά-ν-εφύτρωσε, ποτίζουν βράδυ βράδυ
Αθοβολάει η γαρουφαλιά, αθοβολάει η αγάπη.

Στον αντίποδα της συζυγοκτονίας/ανδροκτονίας, άλλα ποιήματα δημιουργούν ή δραματουργούν εικόνες της χρονίζουσας καταπίεσης της γυναίκας από τους εξουσιαστικούς θεσμούς και ρόλους σε μια μη αδιάφορη συσχέτιση της προοπτικής του γυναικείου χαρακτήρα/ρόλου υπό το πρίσμα ενός άντρα. Έτσι, στο εκτενές ποίημα «Τεκμήριο IV. Της Ζωγραφούς» (ό.π., σσ. 53-60), το οποίο δεν “σώζεται” ολόκληρο, οι δύο πιθανές λύσεις του δράματος που ο άντρας μελετητής (ενδεχομένως αντεστραμμένο προσωπείο του συγγραφέα) προτείνει καταλήγουν σε γυναικοκτονία:

α. Μα νατρειώθει κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του
και στο λαιμό της το ’βαλε, της κόβει το κεφάλι

β. Αχ τα μαλλιά της άρπαξε, λιανά λιανά την κόβει

ενώ στο ποίημα «Χραμ» (ό.π., σ. 63) καταδικασμένη είναι η ζωή κάθε κοριτσιού:

(—Σημαίνει Ανάσταση ποτέ
στις εκατόμβες των μπαούλων;
—Πώς, κόρη μ’, πώς)
 
Χράμια που σε μεγάλωσαν, πραμάτειες
στα παζαρεύουν αλεπούδες κουνελαδερφές
δέσποτες αδερφοί συνεχιστές και επίκτητοι
τηλεπωλητές του πατρικού.

Εν κατακλείδι, θα σημειώναμε ότι αυτή η τρόπον τινά ποιητική μυθοπλασία, όπως κάθε φιλόδοξο έργο το οποίο διαθέτει γερά θεωρητικά θεμέλια, “αναγκάζει” τον θεωρητικά επαρκή ή υποψιασμένο αναγνώστη να βάλει για λίγο στην άκρη την απόλαυση του κειμένου, ώστε να ακολουθήσει τη στιβαρή δομή και τη μυθοπλαστική συνοχή. Κοντολογίς, το τολμηρό και (κυρίως) σαφές όραμα μιας ευφάνταστης γραφής πετυχαίνει, αφαιρώντας ωστόσο, στον βωμό της σφαιρικής πραγμάτωσης, τον δυναμισμό από ορισμένα ποιήματα, όταν αποσπώνται από το σύνολό τους,  Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί βεβαίως τη σημασία, την αρτιότητα και την αναμφίβολα κομβική λειτουργία του βιβλίου στα ελληνικά γράμματα, κρατώντας ζωντανό το ενδιαφέρον μας για τη συνέχεια.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

*


Σ Η Μ Ε Ι Ω ΣΕ Ι Σ
[i] Σημειώνουμε το ποίημα «Του αγαπημένου ΙΙ» (Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί τροπικοί, Αθήνα, Αντίποδες, 2019, σσ. 68-69) το οποίο αποδίδει φόρο τιμής στον W. H. Auden, διαμέσου μάλιστα του πλέον γνωστού ποιήματός του «Funeral blues (Stop all the clocks)», γεγονός το οποίο αντανακλά μια γενικότερη προσπάθεια ανεπιτήδευτης διακειμενικότητας, ως κίνηση ενηλικίωσης διαμέσου πάντοτε στην αρχή των γνωστότερων ποιημάτων των αγαπημένων μας ποιητών. Η μορφή γυμνάσματος ή δοκιμής που ενδύεται το ποίημα ενισχύει αυτή την αίσθηση. Επιπλέον, ως προς τις μοντερνιστικές επιρροές του συγγραφέα, παραπέμπουμε στα οπτικά ποιήματα του βιβλίου.
[ii] Ειδικότερα για το πένθος και τον θρήνο στο βιβλίο, βλ. Παναγιώτης Ελ Γκεντί, «Queer lament: Η προβληματοποίηση ενός ζητήματος», The booksjournal 102 (Οκτώβριος 2019).
[iii] Μ. Χατζηπροκοπίου, «Τεκμήριο IV. Της Ζωγραφούς», ό.π., σ. 58.
[iv] Μ. Χατζηπροκοπίου, «Encore. Ζαμπέλιου συντριβή και δέος (Σκέψεις περί της ελληνικής Ποίησεως)», ό.π., σ. 84.
[v] Μ. Χατζηπροκοπίου, «Τεκμήριο ΙΙ. Του αγαπημένου Ι», ό.π., σ. 44.
[vi] Μ. Χατζηπροκοπίου, «Νικηφόρος Ερράντες. Εισαγωγή», ό.π., σ. 22.
[vii] Εννοείται ότι η λέξη εδώ έχει διττή σημασία.

*