ποίηση

Δημήτρη Αρμάου Αναμνήσ(ε)ις : Δύο Τεκμήρια

*

Ὁ βιβλιάνθρωπος τοῦ τελευταίου θρανίου

Ἀπὸ τὴ μία τὰ κολλυβογράμματα, ἡ κάκιστη ὀρθογραφία, οἱ παρατονισμοί, οἱ συντακτικὲς ἀσυνέπειες καὶ οἱ νοηματικὲς ἀσυνέχειες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, αὐτὸ τὸ κόκκινο μελάνι στὸν τίτλο καὶ στὸν εὐθὺ λόγο τοῦ πατέρα, μὲ ἐμφανῆ τὴν λαϊκὴ προφορικότητα. «Τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδί», «τὸ παιδοπουλόπουλον». Κάπου στὴ δεκαετία τοῦ ’60, κάπου στὸ Δημοτικό σχολεῖο, ὁ τὰ κοντὰ παντελόνια ἐνδυόμενος Δημήτρης γράφει γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ πατέρα του, κεντράροντας (ἢ ὅπως θὰ ἔλεγε ἀργότερα «κεντρώνοντας», λὲς κι’ εἶναι ξεραμένη ἀμυγδαλιὰ) τὴ λέξη ποὺ γύριζε στὴν ἀπὸ κάτω ἀράδα τοῦ τίτλου (τὸ γερμανικὸ ποὺ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια μετὰ θὰ μάθαινε ἀπὸ τοὺς πρωτομάστορες δασκάλους του).

Κι’ ἀγάπαγε (ποὺ λέμε στὸ Δημοτικὸ) κάποιαν Ἄντα (ἢ κάτι τέτοιο), ποὺ ἦταν καλὴ μαθήτρια, κι’ αὐτὸς σκράπας, ὅλο στὸ παιχνίδι ὁ νοῦς του, στὶς μπάλες καὶ τὰ τσέρκια, στὶς πορεῖες καὶ τὸ ξύλο τοῖς κείνων ρήμασι παιδείας πειθομένων. Κι’ ὀ δάσκαλος τοῦ εἶπε μιὰ μέρα: «Δημήτρη, ἀφοῦ τὰ παίρνεις τὰ ρημάδια, γιατί εἶσαι τεμπελάκος; Δὲν βλέπεις τὴ φίλη σου; Θὰ ἀποτύχεις στὶς ἐξετάσεις». Κι’ αὐτὸς ἔπιασε χαρτὶ καὶ μολύβι κι’ ἔμαθε τὰ γράμματα. Κι’ ἄφησε πίσω τὰ κολλυβογράμματα καὶ τὶς ἀνορθογραφίες, καὶ πέρασε πρῶτος στὶς ἐξετάσεις. Κι’ ἀργότερα βρέθηκε σ’ ἕνα βιβλιοπωλεῖο καὶ τοῦ χάρισε ὁ βιβλιοπώλης τὸν Σκαρίμπα, μιᾶς καὶ δὲν “τὰ εἶχε” γιὰ νὰ τὸν ἀγοράσει. Κι’ ἄλλα πολλὰ καὶ τί νὰ λέμε τώρα… Ἀπὸ Δημητράκης ἔγινε Δημήτρης, γιὰ τοὺς φίλους Μῆτσος, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες Δημήτρης Ἀρμάος. Κι’ ἀγάπησε τὰ βιβλία. (περισσότερα…)

Advertisement

Το αντιέπος της Μεσσηνίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή,
Εκδόσεις Ρώμη, 2022

Με την όγδοη ποιητική κατάθεσή του που τιτλοφορείται Η Συμμιγή, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο στο δομημένο πλαίσιο μιας ευφάνταστης και υβριδικής ποιητικής σύνθεσης που διαλέγεται δημιουργικά και κριτικά με την ποίηση της γενιάς του. Κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο εντάσσεται αφενός στο γραμματολογικό πλαίσιο της Γενιάς του ’80 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος, την ίδια στιγμή εντοπίζουμε αρκετά στοιχεία που απομακρύνουν το όλο εγχείρημα από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-δράμα. Πιο συγκεκριμένα, η υβριδική αυτή ποιητική σύνθεση (πεζή και ποιητική), δεν αποτελεί μόνο μια σύνοψη συναισθημάτων και ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα απώλειας, αλλά εξακτινώνεται θεματικά στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, αποκαλύπτοντας μια γενικότερη θέαση του συλλογικού. Παράλληλα, η τριμερής και φιλόδοξη δόμηση του βιβλίου, καθώς και οι σαφείς ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, απομακρύνουν αισθητά την ανά χείρας ποιητική σύνθεση από τη μορφολογική δεσπόζουσα της μικρής σύνθεσης, που κυριαρχεί στη Γενιά του ’80.

(περισσότερα…)

Μοντάζ κειμένων, χώρων και ανθρώπων

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Θάνος Σταθόπουλος,
Εισαγωγή στη μέρα,
Ίκαρος, 2021

«Για να συνθέσεις το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον,
θα πρέπει να έχεις πρόσβαση, πραγματική ή πλασματική,
και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Η φαντασία το πράττει,
ενώ η μνήμη αδυνατεί
». (σ. 45)

Το νέο βιβλίο του Θάνου Σταθόπουλου Εισαγωγή στη μέρα (2021) φαίνεται πως συνομιλεί με το προηγούμενο έργο του. Ό,τι ξεκίνησε με το Αυτόματο (2013), βρίσκεται σε εξέλιξη και δρα συμπληρωματικά σε κάθε «εδώ και τώρα», ενώ οι αναγνώστες/τριες μπορούν να οικειοποιηθούν με δικούς τους όρους όσα προκύπτουν κειμενικά και διυποκειμενικά. Έτσι κι αλλιώς, διαπιστώνει ο συγγραφέας, οι κατασκευές του εαυτού και οι ανθρώπινες διαδρομές δεν νοούνται χωρίς τους άλλους. Οι διάφοροι δυϊσμοί καταρρέουν στο έργο του Σταθόπουλου, είτε αυτοί αναφέρονται στις σχάσεις του «εγώ» με τους άλλους, είτε στα κλειστά συστήματα κατηγοριοποίησης της γραφής και της τέχνης. Ο ίδιος εμφατικά και επανειλημμένα δηλώνει πως ο όρος «κείμενα» τον εμπεριέχει, επειδή στον όρο αυτόν εφαρμόζονται πρακτικές που καταλύουν τις αυστηρές ιεραρχήσεις με αποτέλεσμα την ανατροπή των ειδών και τη συμπερίληψη του ενός στο άλλο. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας. (περισσότερα…)

Κοσμοθεώρηση του αιώνα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

Δημήτρης Πέτρου,
Εικοστός κόσμος,
Πόλις, 2022

Ανεξάρτητα από αξιολογικές θεωρήσεις ή ζητήματα γούστου, γεγονός παραμένει πως το ευρύτερο κύρος που κατάφερε να κατακτήσει ο νεώτερος λυρισμός προήλθε από την προσπάθεια σύλληψης και μετάδοσης μιας ορισμένης συνολικής εικόνας του κόσμου. Το παράδοξο ήταν βέβαια πως ένα “υποκειμενικό” είδος καλούνταν να επωμιστεί την αναπαράσταση ενός ολόκληρου κοσμοσυστήματος που βρισκόταν σε πλήρη εκτατική και εντατική ανάπτυξη. Το εκρηκτικό κοινωνικό περιεχόμενο του καλπάζοντος —καταστροφικού κυρίως, αλλά την ίδια στιγμή και δημιουργικού— εκσυγχρονισμού όλων των τομέων της ανθρώπινης ζωής έπρεπε να διαπεράσει το φίλτρο της ποιητικής υποκειμενικότητας και να ξαναπαρουσιαστεί στο πεδίο της γλώσσας ως κατακτημένη κριτική γνώση και αισθητική υπέρβαση.

Το βάρος και η δυσκολία αυτής της αντίφασης, η ένταση υποκειμενικού-αντικειμενικού, υπήρξε ο πυρήνας των μεγάλων επιτεύξεων αλλά και των μεγάλων αποτυχιών στις ποικίλες προσπάθειες για την πολυπόθητη ποιητική Weltanschauung. Μια τέτοια “κοσμοθεωρία” υπήρξε ο ορίζοντας προσδοκιών του υψηλού μοντερνισμού. Η ανταπάντηση του αυτονομημένου λογοτεχνικού πεδίου στις συνεχείς κρίσεις του κοινωνικού και του πολιτικού. Συνειδητοποιήθηκε και αποτυπώθηκε ποικιλοτρόπως στον λεγόμενο δυτικό κανόνα, ήδη από τον Χαίλντερλιν, στον Ρίλκε, στην Έρημη Χώρα και τα Cantos, και εδώ σε μας, από την σικελιανική μεγάλη απόπειρα ώς το Μυθιστόρημα και το Άξιον Εστί. Εντούτοις, ανάλογες ποιητικές προθέσεις ατόνησαν και εν πολλοίς εγκαταλείφθηκαν από το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και εξής, συντονιζόμενες ίσως με την «λήθη του ιστορικού» και το γενικότερο μεταμοντέρνο πνεύμα απόρριψης της μεγάλης τέχνης, των μεγάλων πολιτικών σχεδίων, της ολότητας κ.λπ. (περισσότερα…)

Υπόλοιπα συγκέντρωσης

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Η ποίηση όσο είναι απροκάλυπτη άλλο τόσο είναι διαφαινόμενη. Κάθε ποίηση προϋποθέτει τη δημιουργία μίας γλώσσας η οποία είναι καίρια, σημαντική, διότι είναι μοναδική. Αντιστοίχως σε κάθε προσωπική γλώσσα έκφρασης εκτός ποίησης η μοναδικότητα είναι ίδιον ενός εκφραστή και όχι ενός ποιητή.

Βρισκόμαστε σε μεταίχμιο νεωτερικών συμφορήσεων και πρωτοποριακών  παρερμηνειών. Κατ’ εμέ σήμερα γίνεται προσπάθεια να αποχαρακτηριστεί η ποιητική τέχνη και να μετατραπεί σε εύτακτο μέρος της κοινωνικής κανονικότητας, αποκτώντας θεσμική αναγνώριση. Η ανάγκη προσεταιρισμού είναι κεφαλαιώδης. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ακαταρτισίας και ημιμάθειας, με τους ημιμαθείς να εγκαλούν τους ακατάρτιστους και τους ακατάρτιστους να επιτίθενται στους ημιμαθείς. Αμφότεροι γράφουν κείμενα για όλα τα γούστα και καλώς τα γράφουν, έχουν τη σημασία τους, δεν αντιλέγω, η ποίηση όμως μα δεν είναι για όλα τα γούστα, η ποίηση δεν ανταποκρίνεται στο γούστο κανενός, η ποίηση δεν αφορά κανένα γούστο, δεν αιτιολογείται σε ομοφροσύνη.  Απεναντίας, η παύση του γούστου θα μπορούσε να είναι ένας καλός ορισμός της, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας παύσης θα είχε πολλά να προσφέρει στην απανταχού ερμηνευτική.

Βεβαίως ο ορισμός της ποίησης, της κριτικής, κτλ, επαναπροσδιορίζεται ατελώς, ή ορθότερα, αποκαθίσταται ατελώς. Μα ο αποχαρακτηρισμός, ο οποίος ευρύτερα ανθεί, δεν έχει σχέση με τον επαναπροσδιορισμό. Η κριτική παραμένει εγκλωβισμένη στην ηθικο-κοινωνική παραμυθολογία του μοντέρνου συντηρητισμού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, όχι εντελώς αδικαιολόγητα εφόσον τα εκδιδόμενα κυμαίνονται μεταξύ  εκφωνητικών παροξυσμών και στιχοδρομιών. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση όσο και η ξένη, κρίνονται με βάση μία περίκλειστη συλλογιστική, η οποία συνοδεύεται από χαμηλό πήχη πρόσληψης και ανάγνωσης. Για ν’ αναγνωρίσει κανείς μία σημαντικότατη περίπτωση θα πρέπει να έχει ήδη αναγνωρίσει άλλες εξίσου σημαντικές ή έστω σημαντικές περιπτώσεις.

Το πολύκροτο άλμα πάνω απ’ το βάραθρο της ερμηνείας,  επικροτείται, προς το παρόν, μόνο σε δύο περιπτώσεις, στην προθεσιακή δυναμική που μπορεί να εκφράσει κάποιος γι’ αυτό ή στην πραγματοποίησή του υπό την προϋπόθεση πως ο άλτης βελτιώνει το πλεονέκτημα μιας επαγωγής προς τα πίσω μα όχι μιας απομάκρυνσης προς τα εμπρός, προς τα άλματα που θα χρειαστεί να γίνουν κατόπιν. Εάν δεν αναγνωρίζεται η ανάγκη επόμενων αλμάτων, το άλμα αυτό δεν χρειάζεται να γίνει κι αν γίνει είναι ανούσιο. (περισσότερα…)

Ένας άμεσα πολιτικός προσωπικός χώρος

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν
μη μου φέρεις σπίτι, Θράκα, 2021

Το Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι είναι ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα εκπνέοντος του 2022, αν και εκδομένο ένα χρόνο νωρίτερα. Είναι η δεύτερη δουλειά του τριανταπεντάχρονου ποιητή και ήδη από το εισαγωγικό κείμενο —απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα John Berger—, που προηγείται της συλλογής, δίνεται το βιωματικό υπόστρωμα του βιβλίου που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντοπίζεται στη φράση: «[Να] παλέψω ενάντια σ’ όλα εκείνα που προκαλεί το γεγονός ότι είμαι ανεπιθύμητος». Το βιβλίο αποτελεί, εκτός των άλλων, μια καταγραφή του στίγματος του ανθρώπου που αισθάνεται περιττός και ανένταχτος, στοιχείο άμεσα αλλά όχι αποκλειστικά σχετιζόμενο με την έκκεντρη σεξουαλικότητα του δημιουργού. Στο βιβλίο εντοπίζουμε παράλληλα και την πολιτική και κοινωνική θέση του ποιητή που καταγράφει κατ’ επίφαση ουδέτερα, στο βάθος όμως βαθιά ειρωνικά την κοινωνική και οικονομική συνθήκη του καιρού μας με όλους τους αποκλεισμούς και τον υφέρποντα ολοκληρωτισμό που αυτή παράγει. Το βιβλίο θα μπορούσε να ενταχθεί στην gay ή queer λογοτεχνία, καθώς παρακολουθούμε όχι μόνο την ερωτική ενηλικίωση του ποιητικού προσώπου στη μοναξιά του δύσκολου έρωτα αλλά και την στρατευμένη θέση απέναντι στην περιθωριοποίηση που υφίσταται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ας δούμε ένα πρώτο δείγμα:

Ρόμπιν

Δεν ήταν μυστικό ποιος ήταν ο Τιμ Ντρέικ.
Είχανε την πληροφορία πάμπολλα αγόρια.
Δε συνήθιζα παιχνίδια ν’ ανταλλάσσω ή κόμικ
δε συνήθιζα τους φίλους
ούτε κι εκείνο το νεαρό του γαντοφορεμένο χέρι
ύπουλα να πιέζει την κοιλιά μου –
βίαια και όμορφα να με λαχανιάζουν
οι μελαχρινές τούφες στα μάτια του
οι καθαρές γραμμές στους μυς
σκίτσο το σκίτσο να περνάνε το κορμί μου
τρόμο.
 
Σκούντηξα τη μαμά μου –
μου αρέσει
αυτό το αγόρι μου αρέσει!
Συνέχισε ό,τι έπινε με την παρέα
στο Κεφαλάρι
το βράδυ εκείνο που ήμουν δεκάχρονος
και θέλησα πρώτη φορά κορμί.

 Η συλλογή απαρτίζεται από δύο κατηγορίες κειμένων. Πρώτον, κείμενα μιας πρωτοπρόσωπης εξομολόγησης που εστιάζουν στην ερωτική εμπειρία σε στενή συνάφεια με την παρατήρηση ενός ασυνάρτητου κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Δεύτερον, ποιήματα που τιτλοφορούνται ως «επισκέψεις»: σκηνικούς μονολόγους υπαρκτών προσώπων, τα περισσότερα εκ των οποίων λειτουργούν ως εμβλήματα στο χώρο της γκέι ή ευρύτερα κινηματικής κουλτούρας. (περισσότερα…)

Ραφαέλ Καδένας, Η ποίηση ως αποτυχία

*

Μετάφραση ΒΑΣΩ ΧΡΗΣΤΑΚΟΥ

Η ποίηση δεν έχει συγκεκριμένη διαμονή. Συνηθίζει να εισβάλλει στα υπόλοιπα είδη και δεν υπάρχει σχεδόν μεγάλο βιβλίο που να μην είναι παρούσα. Τόσο που μπορεί κανείς τελικά να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει λογοτεχνία παρά μόνο ποίηση. Ο κυκλωτικός, πανταχού παρών και σφετεριστικός χαρακτήρας της κάνει κάποιον να σκέφτεται ότι δεν είναι ένα είδος λογοτεχνικό αλλά μάλλον μια παρουσία πίσω από τα είδη, μια παρουσία τόσο γεμάτη υπονοούμενα που πολλές φορές προτιμά κοστούμια που δεν είναι δικά της, μια παρουσία που εξυπηρετείται από όλες τις δημιουργικές δράσεις του ανθρώπου, μια δύναμη που προηγείται οποιασδήποτε κατηγοριοποίησης. Ίσως να είναι ένας τρόπος για την έκφραση του ουσιώδους. Με αυτήν την έννοια, θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος.

Ως είδους, η κατάστασή της είναι ξεκάθαρη. Παντού οι αναγνώστες της είναι μια μειονότητα χαρακτηριστικά εκκεντρική. Τείνουν να μετατραπούν σε μυστική αίρεση, όχι γιατί η ποίηση έχει γεμίσει με μυστήριο (ίσως να το έχει χάσει μάλλον λίγο) αλλά λόγω της λήθης της αληθινής ουσίας που πλήττει σε τεράστιο βαθμό τον σημερινό άνθρωπο. Τα δισεκατομμύρια αυτού του πλανήτη  επιδίδονται τελεσφόρα στην αυτοκαταστροφή τους με κάθε τρόπο που μπορεί κανείς να διανοηθεί, με αβρότητα ή βία, από άγνοια ή από πολυμάθεια, ακατάπαυστα. Όλος ο κόσμος αποδίδει τιμές στην καταστροφή υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης και είδος απειλούμενο δεν είναι μόνο η ποίηση αλλά και η μουσική, η ζωγραφική και η φιλοσοφία. Όλη η κουλτούρα και ο ίδιος ο άνθρωπος μπορούν να εξαφανιστούν αν στο πνεύμα του δεν επισυμβεί μια βαθιά αλλαγή.

Ομολογώ ότι με ανησυχεί περισσότερο η ποίηση ως διάσταση παρά ως ειδική φόρμα και ο υποβιβασμός και των δύο αυτών πιστεύω ότι συνοδεύει την κρίση του ανθρώπου και ίσως και να είναι ακόμα μία από τις πιο σαφείς ενδείξεις της. Είναι προφανές ότι ο κόσμος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ποίηση και τείνει να γεννά άτομα ανελεύθερα, αν και ευημερούντα, που μια πελώρια μηχανή τους ορίζει ό,τι πρέπει να φορέσουν, να φάνε, να διαβάσουν. Σε αυτή την πτώση η μοίρα της ποίησης ξεχωρίζει δίπλα σε άλλες απώλειες όχι λιγότερο σημαντικές, αφού ο άνθρωπος την χρειάζεται για να μιλήσει για το ναυάγιό του ή ακόμα καλύτερα για να του υποδείξει μια πιθανή λύτρωση. Αν και, βλέποντας πώς ο λόγος των μεγάλων δημιουργών χάνεται, μερικές φορές σκέφτεται κανείς το μάταιο της λογοτεχνίας. (περισσότερα…)

Ένα βιβλίο-«τρόπαιο» για/εις το διηνεκές

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Βασίλη Αμανατίδη, ∞: αποκατάσταση, Νεφέλη, 2022

Με την ∞: αποκατάσταση, ο Βασίλης Αμανατίδης μάς δίνει ένα από τα πλέον πυκνά και προσωπικά του έργα,[i] γεγονός που φανερώνεται ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο κοσμεί ένα παιδικό γκρο πλαν του συγγραφέα. Στην ∞: αποκατάσταση μητέρα και γιος βρίσκονται σε έναν συνεχή εκφωνημένο ή μη διά-λογο, ο οποίος συνιστά έναν αγώνα πολυερμηνευόμενης αποκατάστασης: της μητέρας από την ασθένεια και του γιου από το τραύμα, των σχέσεων του ποιητή με τη μητέρα/ποιήτρια (αποφεύγεται εν προκειμένω ο όρος «ποιητικό υποκείμενο», ένεκα της συνειδητής «αυτοβιογραφικής» λειτουργίας του κειμένου αλλά και της ιδιότητας του «ποιητικού υποκειμένου»: ποιητής), της αποκατάστασης από μια καινούργια και ασθενή κατάσταση υγείας και για τους δύο φέροντες λόγο (δεδηλωμένη της μητέρας, υπονοούμενη του γιου) (σ. 22). Με άλλα λόγια, ασθένεια, απώλεια, αποδοχή, συμφιλίωση: μια αναπόφευκτη διαδρομή αποκατάστασης εαυτού και μια συνεχής πορεία προς όποια πρόοδο· θεραπείας ή έργου ζωής (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Όπως δεικνύει και ο πολυσήμαντος τίτλος, πρόκειται για ένα έργο εξ υπαρχής υβριδικό, ένα έργο εν προόδω: και εν εξελίξει και εν όλω, και γραπτό και παραστατικό, και δικό του και δικό της (μητέρας-ποιήτριας-θεάς).

(περισσότερα…)

Δαίδαλος και Ίκαρος

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο πίνακας του Πέτερ Μπρέχελ του Πρεσβύτερου «Τοπίο με πτώση Ικάρου» (περ. 1555) ανήκει στους πιο πολυσχολιασμένους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Επιπλέον πολλοί ποιητές εμπνεύστηκαν ποιήματά τους από εκείνον. Το μήνυμά του είναι απλό: για την ατομική μοίρα του καθενός, ο κόσμος όλος αδιαφορεί. Την ώρα που ο Ίκαρος καταποντίζεται ανεπιστρεπτί, τριγύρω του χαίρει η φύσις όλη, η βλάστηση οργάζει, οι άνθρωποι απερίσπαστοι επιδίδονται στα επιούσια έργα τους.

Με τη σύλληψή του αυτή ο Κατωχωρίτης ζωγράφος γίνεται πρόδρομος του ντεϊσμού, ενός φιλοσοφικού ρεύματος των Νέων Χρόνων, ιδίως του Διαφωτισμού, που πρέσβευε ότι ο Θεός, καίτοι ποιητής των όλων, άπαξ και ολοκληρώσει το θείο του έργο, παύει να ανακατεύεται πια στα ανθρώπινα· αποκλεισμένος κατά κάποιον τρόπο από την ίδια του τη Δημιουργία, δεν παρεμβαίνει στην μοίρα ενός εκάστου, δίκαιη ή άδικη, σκληρή ή ευμενή. Η πάμφωτη, ιλαρή Φύση του Μπρέχελ είναι η εικαστική μετωνυμία ενός τέτοιου, αμέτοχου στ’  ανθρώπινα, Θεού. Ο Ίκαρος την ώρα της Πτώσεως είναι μόνος, έρμαιο της ατομικής του μοίρας. (περισσότερα…)