*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΣΥΝΕΣΙΟΣ
Ύμνοι
Απόδοση Άρη Δικταίου
Ο Κυρηναίος Συνέσιος, συγγραφέας και χριστιανός επίσκοπος («φιλόσοφος ἱερεὺς» αυτοαποκαλείται), έζησε στον μεταιχμιακό κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας του 4ου-5ου αι. (π. 370-π. 413), κατά την μετάβαση προς τον χριστιανισμό, στην μεθοριακή περιοχή της Κυρηναϊκής στην Βόρεια Αφρική. Νεοπλατωνικός μαθητής της φιλοσόφου Υπατίας, κι ενώ δεν ήταν ακόμη βαπτισμένος, απαίτησε ο λαός να γίνει επίσκοπος Πτολεμαΐδος, λόγω της δραστήριας εμπλοκής του στην αντιμετώπιση βαρβάρων εισβολέων το 410. Όπερ και εγένετο, εξασφαλίζοντας ότι και θα παραμείνει νυμφευμένος αλλά και θα διατηρήσει κάποιες (νεοπλατωνικές) φιλοσοφικές-θεολογικές του απόψεις (προΰπαρξη ψυχής, αλληγορική ανάσταση, αϊδιότητα του κόσμου), που διέφεραν από το υπό διαμόρφωσιν χριστιανικό δογματικό πλαίσιο. Ανάμεσα στα διάφορα έργα και τις επιστολές που συνέγραψε, υπάρχουν και εννέα ύμνοι (με έναν επιπλέον δέκατο που θεωρείται νόθος) σε δωρική διάλεκτο με εμφανή την ύπαρξη στοιχείων της νεοπλατωνικής και της χριστιανικής θεολογίας. Αυτόν τον τελευταίο, μαζί με έναν ακόμη, απέδωσε στα νεοελληνικά ο Άρης Δικταίος, στο έργο του Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἱστορικὴ Ἀνθολογία τῆς παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1960.
~.~
ΣΥΝΕΣΙΟΣ Ο ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ
Ὁ ἕβδομος [ἕκτος]* ὕμνος
Ἀθάνατε, εὔδαιμον, πρῶτος
ἐγὼ τὸν τρόπο βρῆκα
νὰ σ’ ἐγκωμιάσω, ὦ γιὲ
Παρθένου, ὦ Σολυμίτη
Ἰησοῦ, τὶς χουρδισμένες
γιὰ πρωτόφαντους ἤχους
χορδὲς τῆς λύρας κρούοντας!
Βασιλιᾶ μου, νὰ μοῦ εἶσαι
εὐνοϊκός, τὴν ἁρμονία
τῶν ἱερῶν ὕμνων τούτων
νὰ δεχτεῖς. Τὸν ἄφθαρτο
Θεὸ τοῦτο θὰ ὑμνήσουμε,
τοῦ Θεοῦ τὸ βλαστάρι,
τὸν δημιουργὸ τοῦ κόσμου,
ποὺ βγῆκε ἀπὸ γονέα
αἰώνων πατέρα. Αὐτὸν
τὸ Θεό, ποὺ ἡ φύση του ἔχει
μοιράδι σ᾽ ὅλα. Αὐτὸν
τὸ Θεὸ ποὺ ἄπειρην ἔχει
σοφία, καὶ πού, Θεὸς
στὰ ὄντα τῶν οὐρανῶν,
θνητὸς ἔγινε ἀνάμεσα
στὰ ὄντα τῆς γῆς. Ὅταν
ἀφέθηκες, στὴ γῆ
νὰ πέσεις, ἀπὸ θνητῆς
κοιλιὰ μέσα, ἡ σοφὴ
γνώση τῶν μάγων
ξαφνιάστηκε ἀπὸ ἕνα
ἀστέρι ἀναπάντεχο
ποὺ εἶχε ἀνατείλει.
Ποιό νά ᾽τανε τάχα
τὸ παιδὶ ποὺ γεννιοῦνταν;
Ποιός νὰ ἦταν ἐκεῖνος
ὁ Θεὸς ποὺ κρυβόταν;
Θεὸς νά ᾽ταν, νά ᾽ταν
θνητός, βασιλιᾶς ἴσως;
Φέρτε τὰ δῶρα, σμύρνα
πένθιμη, καὶ τὸ μάλαμα
καὶ τὸ φημισμένο
τοῦ λιβανιοῦ μύρο.
Θεὸς εἶσαι: Τὸ λιβάνι
Δέξου· δέξου τὸ χρυσάφι,
δῶρο σὲ βασιλιᾶ·
στὸν τάφο σου ἁρμόζει
ἡ σμύρνα. Τὴ γῆν
ἅγνισες, τὰ φουσκωμένα
τῶν θαλασσῶν κύματα,
τῶν δαιμόνων τοὺς δρόμους,
τίς νοτερὲς τοῦ ἀέρα
ριπές, καὶ τὶς γωνιὲς
τὶς πιὸ βαθιὲς τοῦ Ἅδη.
Θεὸς ποὺ ἐστάλης
στὸν Ἅδη, νὰ βοηθήσεις
τοὺς νεκρούς! Ἄς μοῦ εἶσαι
εὐνοϊκός, τὴν ἁρμονία
τῶν ἱερῶν τούτων ὕμνων
νὰ δεχτεῖς, βασιλιᾶ μου!
~.~
Ὁ δέκατος ὕμνος
Θυμήσου, Χριστέ,
γιὲ τοῦ Θεοῦ,
ποὺ βασιλεύεις
στὸν οὐρανό, θυμήσου
τὸν δοῦλο σου, τὸν ἄθλιο
ἁμαρτωλό, τούτους
τοὺς ὕμνους ποὺ σύνθεσε.
Καὶ στέρξε ἀπ᾽ τὰ πάθη
νὰ λυτρωθῶ, ποὺ τρέφουν
τὸ θάνατο, κ᾽ ἔχουν
στὴ μικρὴ φυτρώσει
ψυχή μου. Ἀξίωσέ με
νὰ δῶ, ὦ Σωτῆρα Ἰησοῦ,
τὴ θεία σου δόξα.
Ἀπ᾽ τὴ στιγμή
ποὺ θὰ τὴ δῶ μπρός μου
θὰ τονίσω ἕναν ὕμνο
στὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν
καὶ τῶν πνευμάτων,
μιλώντας καὶ γιὰ
τὸν Ὕψιστο Πατέρα
καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
~•~
Ὕμνος ἕκτος
Πρῶτος νόμον εὑρόμαν
ἐπὶ σοί, μάκαρ, ἄμβροτε,
γόνε κύδιμε παρθένου,
Ἰησοῦ Σολυμήιε,
νεοπαγέσιν ἁρμογαῖς
κρέξαι κιθάρας μίτους.
Ἀλλ’ εὐμενέοις, ἄναξ,
καὶ δέχνυσο μουσικὰν
ἐξ εὐαγέων μελῶν.
Ὑμνήσομεν ἄφθιτον
θεόν, υἷα θεοῦ μέγαν,
αἰωνοτόκου πατρὸς
τὸν κοσμογόνον κόρον,
τὰν παντομιγῆ φύσιν,
σοφίαν ἀπερείσιον,
τὸν ἐπουρανίοις θεόν,
τὸν ὑποχθονίοις νέκυν.
Ἐχύθης ὅτ’ ἐπὶ χθονὶ
βροτέας ἀπὸ νηδύος,
μάγος ἁ πολύφρων τέχνα
ἐξ ἀστέρος ἀντολᾶς
θάμβησεν ἀμήχανος·
τί τὸ τικτόμενον βρέφος;
Τίς ὁ κρυπτόμενος θεός,
θεὸς ἢ νέκυς ἢ βασιλεύς;
Ἄγε, δῶρα κομίζετε,
σμύρνης ἐναγίσματα,
χρυσοῦ τ’ ἀναθήματα,
λιβάνου τε θύη καλά.
Θεὸς εἶ, λίβανον δέχου·
χρυσὸν βασιλεῖ φέρω·
σμύρνῃ τάφος ἁρμόσει.
Καὶ γᾶν ἐκαθήραο,
καὶ πόντια κύματα,
καὶ δαιμονίας ὁδούς,
ῥαδινὰν χύσιν ἀέρος,
καὶ νερτερίους μυχούς,
φθιμένοισι βοηθόος,
θεὸς εἰς Ἀίδαν σταλείς.
Ἀλλ’ εὐμενέοις, ἄναξ,
καὶ δέχνυσο μουσικὰν
ἐξ εὐαγέων μελῶν.
~.~
[Ὕμνος δέκατος]
Γεωργίοιο ἀλιτροῖο ὕμνος
Μνώεο, Χριστέ,
υἱὲ θεοῖο
ὑψιμέδοντος,
οἰκέτεω σέο
κῆρ’ ἀλιτροῖο
γράψαντος τάδε·
καί μοι ὄπασσον
λῦσιν παθέων
κηριτρεφέων
τά μοι ἐμφύει
ψυχᾷ ῥυπαρᾷ·
δὸς δὲ ἰδέσθαι,
σῶτερ Ἰησοῦ,
ζαθέαν αἴγλαν
σάν· ἔνθα φανεὶς
μέλψω ἀοιδὰν
ψυχᾶν παίονι,
παίονι γυίων
πατρὶ σὺν μεγάλῳ
πνεύματι θ’ ἁγνῷ.
* Ο Άρης Δικταίος ακολουθεί την θεώρηση περί 10 ύμνων και την αρίθμηση της διαθέσιμης στην εποχή του έκδοσης N. Terzaghi (Ρώμη 1944). Εντός αγκυλών η επικρατούσα αρίθμηση της νεώτερης έκδοσης (C. Lacombrade, Παρίσι 1978).
~.~
Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021
*
*