*
του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Ἡ γνωριμία μὲ τὰ μεγάλα ἔργα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας μᾶς κάνει πιὸ πλούσιους συναισθηματικὰ καὶ μᾶς ἀνοίγει παράθυρα πρὸς παρθένα, γιὰ μᾶς, τοπία. Γι’ αὐτὸ χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη στὸ διαλεχτὸ ἠθοποιὸ καὶ διανοούμενο, τὸν κ. Νίκο Παπακωνσταντίνου, ποὺ μετάφερε στὰ ἑλληνικὰ ἕνα ἀπὸ τ’ ἀριστουργήματα τῆς ρωσικῆς φιλολογίας τοῦ περασμένου αἰῶνα, δυσκολοπλησίαστο ὣς τὰ τώρα ἀπὸ τοὺς περισσότερους, ἐξ αἰτίας τῆς γλώσσας του: τὸν Εὐγένιο Ὀνέγιν τοῦ Πούσκιν.[1]
Τὸ ἔργο τοῦτο λογαριάζεται ἀπὸ πολλοὺς κριτικοὺς σὰν τὸ καλύτερο τοῦ μεγάλου Ρωμαντικοῦ. Εἶν’ ἕνα ἀφηγηματικὸ ποίημα ἢ πιὸ καλὰ ἕνα ἔμμετρο μυθιστόρημα ἁπλωμένο σ’ ὀχτὼ κεφάλαια καὶ χωρισμένο σὲ δεκατετράστιχες στροφές, μὲ στίχους αὐστηρὰ πειθαρχημένους στὸ μέτρο καὶ στὴν ὁμοιοκαταληξία.
Ἐπιφανειακὰ πρόκειται γιὰ κάποια ἐρωτικὴ ἱστορία, ὄχι καὶ τόσο ἀσυνήθιστη. Πίσω ὅμως ἀπὸ τούτη τὴν ἐπιφάνεια ζωντανεύει μιὰ ὁλόκληρη ἐποχὴ καὶ μιὰ κοινωνία: οἱ πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα κι ὁ κόσμος τῆς ρωσικῆς ἀριστοκρατίας.
Ἡ κεντρικὴ μορφὴ τοῦ ποιήματος, ποὺ δίνει τ’ ὄνομά της στὸν τίτλο τοῦ ἔργου, εἶν’ ἕνας τυπικὸς ρωμαντικὸς ἥρωας μὲ βυρωνικὴν ἀπόχρωση. Νέος, γοητευτικός, μορφωμένος, ἔξυπνος, ἄστατος κι ἠθικὰ ἀδίσταχτος. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τίποτα. Ξοδεύει τὴ ζωή του στὰ σαλόνια καὶ στὰ θέατρα τῆς Πετρούπολης, ὅπου διαπρέπει μὲ τὰ χαρίσματά του ‒καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του. Ἔχει γνωρίσει ὅλες τὶς ἠδονὲς κι ἔχει χορτάσει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς φιλαρέσκειας καὶ τῆς ὑποκρισίας, τῆς χαριτόλογης κενότητας καὶ τοῦ ραφιναρισμένου πάθους. Σ’ ἡλικία ποὺ οἱ ἄλλοι ἀρχίζουνε τὴ ζωή τους, ὁ Ὀνέγιν ἔχει γίνει κιόλας ἕνας κουρασμένος, ἀηδιασμένος καὶ σκληρὸς κυνικός.
Τὸ κυριώτερο γυναικεῖο πρόσωπο στὸ ἔμμετρο μυθιστόρημα τοῦ Πούσκιν, ἡ Τατιάνα, εἶν’ ἀπὸ τὶς εὐγενικότερες φυσιογνωμίες τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας κι ἡ πρώτη χρονολογικὰ μιᾶς σειρᾶς προικισμένων μὲ μεγάλες ἀρετὲς ἡρωίδων, ποὺ δημιούργησαν ὁ ἴδιος ὁ Πούσκιν, ὁ Τολστόη, ὁ Τουργκένιεφ κι ἄλλοι. Κόρη ἐπαρχιώτη χτηματία, ζεῖ μιὰ ἐξωτερικὰ ἤρεμη, σχεδὸν ἀποτραβηγμένη, μὰ πλούσια σ’ ἐσωτερικότητα ζωὴ σὲ κάποια ἐπαρχία. Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ὀνέγιν θὰ γίνει ὁ βίαιος ἄνεμος ποὺ θ’ ἀναταράξει τούτη τὴν ἥσυχη καὶ κλειστὴ ζωή. Ἡ Τατιάνα θ’ ἀγαπήσει τὸν πρωτευουσιάνο δανδὴ μ’ ὅλο τὸ πάθος τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς της. Μὰ ὁ Ὀνέγιν εἶν’ ἀνίκανος νὰ νιώσει τὸ αἴστημα τοῦ ἔρωτα. Ὕστερ’ ἀπὸ τὴ μονομαχία, ποὺ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὸ θάνατο τοῦ ἀντιπάλου καὶ φίλου του, φεύγει, συνεχίζοντας τὴν ἄδεια κι ἄσκοπη ζωή του ἀλλοῦ. Ἡ Τατιάνα μένει μόνη μὲ τὶς μνῆμες της, μὲ τὸν πόνο μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν βρῆκε ἀνταπόκριση.
Ὁ Εὐγένιος Ὀνέγιν δὲν εἶν’ ὁ πρῶτος βυρωνικὸς ἥρωας τοῦ Πούσκιν. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ὁ ποιητὴς ἔπλασε τοὺς «καταραμένους» τοῦ Δεσμώτη τοῦ Καυκάσου, τῆς Πηγῆς τοῦ Μπαχτσέ‒σεράι, τῶν Τσιγγάνων, τῆς Πολτάβας. Τὰ κύρια πρόσωπα ὅλων ἐτούτων τῶν ἔργων εἶναι ρωσικὰ ἀντίγραφα τοῦ Τσάιλντ Χάρολντ καὶ τοῦ ἀνήσυχου δημιουργοῦ του, τοῦ Μπάυρον. Στὸν Ὀνέγιν ὅμως συμβαίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπομε στὰ προηγούμενα ποιήματα τοῦ Πούσκιν. Ὁ ποιητὴς δὲν ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἥρωα του. Στέκει σὲ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτὸν καὶ παρακολουθεῖ τὰ καμώματά του μὲ κάποια εἰρωνικὴ διάθεση ποὺ δὲν τήνε κρύβει καθόλου. Νιώθομε πὼς ὁ Πούσκιν ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ «ἑωσφορικοῦ» Ἄγγλου, πὼς μπαίνει μὲ τοῦτο τὸ ἔργο του σὲ μιὰ καινούργια περίοδο τῆς δημιουργίας του, πιὸ ὥριμη.
Ἡ ἱστορία τοῦ Εὐγένιου καὶ τῆς Τατιάνας ἀκολουθεῖ στὶς γενικὲς γραμμὲς τὶς συνταγὲς τῶν ρωμαντικῶν μυθιστορημάτων τῆς ἐποχῆς. Ὅμως τὸ φόντο εἶναι δοσμένο ρεαλιστικά. Ὁ ποιητὴς ἀρχίζει νὰ βλέπει καὶ νὰ περιγράφει τὴ ρωσικὴ πραγματικότητα. Οἱ λακέδες[2] καθὼς περιμένουνε τ’ ἀφεντικά τους στὴν εἴσοδο τοῦ θεάτρου βήχουνε, ξεμυξιάζουνται, σφυρίζουνε, χτυποῦνε τὰ πόδια τους νὰ ζεσταθοῦνε καὶ βλαστημοῦνε τοὺς ἄρχοντες ποὺ ἀργοῦν νὰ βγοῦν. Τὰ πορτραῖτα τῶν εὐγενῶν τῆς ἐπαρχίας εἶναι σκιτσαρισμένα μὲ ρεαλισμὸ καὶ τσουχτερὴ εἰρωνεία: Χοντροί, φαγάδες κι ἄξεστοι τσιφλικάδες· κουτσομπόληδες, πολυλογάδες καὶ πονηροὶ πρώην σύμβουλοι. Γάλλοι τυχοδιῶχτες ποὺ παριστάνουνε τοὺς διανοούμενους· γεροντοκόρες ποὺ βλέπουνε στὸν κάθε μεσόκοπο ἀνύπαντρο ἴλαρχο[3] κι ἀπὸ ἕναν ὑποψήφιο γαμπρό. Μὰ δὲν εἶναι καλύτεροι κι οἱ πρωτευουσιάνοι:
Ξόμπλ’ εἶναι στὸ φτιασίδωμα ἡ Λβόβνα
καὶ ψευδολόγ’ ἀσύστολη ἡ Πετρόβνα!
Ὁ Πέτροβις Ἰβὰν φρενοβλαβὴς
κι ὁ Συμεὼν τσιγγούνης καὶ λιγδής!
Ἡ Νικολάεβνα ἡ Πελαγία
φίλο της ἔχει τὸ Μοσιὲ Φινούς,
σκύλος τὴ συνοδεύει ἀπ’ τοὺς κοινοὺς
κι ὁ ἄντρας της καθημερνὴ κι ἀργία
μέλος τῆς λέσχης, πάντοτε κουφός,
πότης, φαγᾶς καὶ μ’ ὅλους ἀδερφός.
(Κεφ. Ζ΄, XLV)
Στὶς δεξιώσεις οἱ δανδῆδες κάνουν ἐπίδειξη τῶν καινούργιων κοστουμιῶν τους καὶ στὸ θέατρο ὁ ἴδιος ὁ Ὀνέγιν κοιτάζει μὲ τὰ κυάλια του ὄχι στὴ σκηνὴ παρὰ στὰ θεωρεῖα τῶν κυριῶν.
Ἡ ἴδια ἀλήθεια ὑπάρχει καὶ στὰ αἰστήματα τῶν [κοινῶν] ἀνθρώπων: Ἠ Ὄλγα, ἡ ἀρραβωνιαστικὰ τοῦ Λένσκι, τοῦ νεαροῦ ποιητῆ ποὺ σκοτώθηκε στὴ μονομαχία, δὲν ἀργεῖ νὰ γοητευθεῖ ἀπὸ κάποιον οὐλάνο.[4] Ἀκόμη κι ἡ Τατιάνα ἡ συναισθηματικὴ κι ἀφοσιωμένη στὴ θύμηση τοῦ ἔρωτά της, παντρεύεται ἕναν πρίγκιπα καὶ γίνεται ἡ βασίλισσα τῆς μοσχοβίτικης κοσμικῆς ζωῆς.
Στὸ σαλόνι της, περιστοιχισμένη ἀπὸ ἕνα πλῆθος θαυμαστῶν, θὰ τὴ συναντήσει μερικὰ χρόνια ἀργότερα ὁ Εὐγένιος. Τὸ πάθος ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ νιώσει γι’ αὐτὴν τότε, ποὺ ἡ ἴδια ἀπόθετε στὰ πόδια του τὴν ἀγάπη της, ἔρχεται νὰ τόνε συνταράξει τώρα. Τήνε πολιορκεῖ, τῆς στέλνει γράμματα, προσπαθεῖ νὰ ξυπνήσει μέσα της τὸ παλιό της αἴστημα. Ὅμως ἐκείνη μένει ἀδιάφορη. Κι ὅταν κάποτε καταφέρνει ἐπιτέλους ὁ Ὀνέγιν νὰ βρεθεῖ μόνος μαζί της, μαθαίνει πὼς ποτὲ δὲν ἔσβησε στὴν καρδιά της ὁ ἔρωτας γι’ αὐτὸν μὰ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐλπίζει πιὰ τὸ παραμικρό, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ προδώσει τὸν ἄντρα της.
Ὁ Μπελίνσκη ὀνόμασε τὸν Εὐγένιο Ὀνέγιν «ἐγκυκλοπαίδεια τῆς ρωσικῆς ζωῆς». Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν εἶναι ὑπερβολικός. Συνδυάζοντας τὴ ρεαλιστικὴ παρατήρηση καὶ ψυχολογία μὲ τὸ ρωμαντικὸ πνεῦμα, ὁ Πούσκιν ἐπέτυχε νὰ μᾶς δώσει μιὰ ὁλοζώντανη εἰκόνα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς κοινωνίας ποὺ μέλος της ἦταν κι ὁ ἴδιος.
Δὲν εἶναι μόνο τ’ ἀνθρώπινο ψυχομέτρι τῆς «Ἁγίας Ρωσίας» ποὺ ἀνασταίνεται στὶς σελίδες τοῦ Ὀνέγιν. Συχνὰ ὁ ποιητὴς μὲ λίγους στίχους του μᾶς χαρίζει λυρικότατες στιγμὲς τοῦ ρωσικοῦ ὕπαιθρου:
ἀπόκοτες στὸ δάσος οἱ σκιὲς
φεῦγαν γυμνὲς σὲ ριγηλὸ σεργιάνι,
ξαπλών’ ἡ καταχνιὰ στοὺς γύρω ἀγροὺς
καὶ πρὸς τὸ Νότο μὲ κρωγμοὺς ἀργοὺς
τραβοῦσε τῶν χηνῶν τὸ καραβάνι.
(Κεφ. Δ΄, XL)
ἢ τῆς πολιτείας:
Βουβὰ ἦταν ὅλα! Τὴ σιγὴ ταράζαν
μονάχα οἱ βάρδιες τῆς νυχτὸς ποὺ κράζαν
κι ὁ κρότος μιᾶς καρότσας μακριά,
ποὺ τὴ γαλήνια σάλευε νυχτιά,
κι ὁ φλοῖσβος μιᾶς βαρκούλας ποὺ κυλοῦσε
πάνω στὸν κοιμισμένο ποταμό!…
(Κεφ. Α΄, XLVIII)
Στὸ ἔμμετρο τοῦτο μυθιστόρημα ἡ ἀφήγηση δὲν γίνεται ψυχρὰ κι ἀντικειμενικά. Ὁ Πούσκιν δὲν περιορίζεται στὸ ρόλο τοῦ ἀθέατου σκηνοθέτη. Κυκλοφορεῖ μαζὶ μὲ τὰ πρόσωπά του, ἀνάμεσα στοὺς στίχους του, σχολιάζει τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τους, τὰ ἐπαινεῖ, τὰ κατηγορεῖ ἢ τὰ εἰρωνεύεται. Ἀρκετὲς φορὲς σταματᾶ τὴ διήγηση γιὰ νὰ μιλήσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο στὸν ἀναγνώστη. Προσωπικὲς μνῆμες, τρυφερὲς ἐξομολογήσεις, στοχασμοὶ πάνω στὴν ἀνθρώπινη μοῖρα ἢ πάνω στὴν ποίηση, ἐπικλήσεις στὴ Μοῦσα, ἔρχουνται νὰ μποῦν ἀνάμεσα στὶς διάφορες φάσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Εὐγένιου καὶ τῆς Τατιάνας. Κάθε στιγμὴ νιώθομε τὸν ποιητὴ ὁλοζώντανο δίπλα μας, νέο, χαρούμενο, στοχαστικό, συναισθηματικό.
Ἑκατὸν τριάντα τόσα χρόνια ὕστερ’ ἀπὸ τὴ γέννησή του[5] ὁ Εὐγένιος Ὀνέγιν διατηρεῖ ὅλη τὴ δροσιά του.
Εὔκολα καταλαβαίνει κανεὶς πόσο δύσκολη εἶναι ἡ ἀπόδοση τέτοιου ἔργου σὲ γλῶσσα ἄλλη ἀπὸ κείνη στὴν ὁποία γράφτηκε. Ἡ μετάφραση, λοιπόν, τοῦ κ. Παπακωνσταντίνου παίρνει τὶς διαστάσεις ἀληθινοῦ ἄθλου.[6] Καταφέρνει ν’ ἀποδώσει τὸ ρυθμὸ τοῦ στίχου, τὸ λυρισμὸ ἢ τὴν εἰρωνεία καὶ τὸ γενικὸ πνεῦμα τοῦ πρωτότυπου. Σπάνια ὁ ἀναγνώστης θὰ σκοντάψει σὲ κάποια χασμωδία ἢ σ’ ἕνα ἀνακάτωμα δημοτικῆς καὶ καθαρεύουσας ποὺ ἀδυνατίζει τὴν ποιότητα τοῦ λόγου:
καὶ τὰ καλλίσφυρα τὰ πόδι’ αὐτῶν
(Κεφ. Α΄, XXX)
ἢ
ποὺ θἄπρεπε γι’ αὐτὴν παντοιοτρόπως
τὸν Ὕψιστο Θεὸ νὰ εὐλογεῖ
(Κεφ. Β΄, I)
Οἱ μετρημένοι τέτοιοι στίχοι δὲν ἀλλοιώνουνε τὴ γενικὴ ἐντύπωση. Ἐντύπωση μιᾶς ἐπιτυχημένης ἀναδημιουργίας ἑνὸς μεγάλου ἔργου.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
~.~
Σημειώσεις τῆς ἐπιμελήτριας
[1] Ὁ Νίκος Παπακωνσταντίνου (1922 Θέρμο Αἰτωλίας ‒ Ἀθήνα 1993) τὸ 1963 (δὲν ἀναφέρει μήνα καὶ ἡμέρα) εἶχε «ἐγκάρδια» χαρίσει τὸ βιβλίο του Εὐγένιος Ὀνέγιν στὸν Γιώργη Μανουσάκη, «τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπο καὶ φίλο», κατὰ τὴν ἀφιέρωσή του.
[2] Λακέδες: ἔνστολοι ὑπηρέτες τῶν εὐγενῶν.
[3] Ἴλαρχος: ἀξιωματικὸς τοῦ ἱππικοῦ.
[4] Οὐλάνος: λογχοφόρος ἱππέας τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ.
[5] Γέννησή του: Ἐννοεῖ τὴν πρώτη ὁλοκληρωμένη ἔκδοση τοῦ Εὐγένιου Ὀνέγκιν σὲ βιβλίο τὸ 1833 στὴν Ἁγία Πετρούπολη , ἀπὸ τὸ Τυπογραφεῖο τοῦ Ἀλεξ. Σμίρντιν.
[6] Ὁ Παπακωνσταντίνου ἀναφέρει στὸν σύντομο πρόλογο τοῦ βιβλίου ὅτι μιὰ δεκαπενταετία τοῦ πῆρε ἡ μετάφραση τοῦ Εὐγένιου Ὀνέγιν (ὄχι Ὀνένγκιν). Τὸ 226 σελίδων βιβλίο, ὡς φαίνεται, τὸ ἐξέδωσε ὁ ἴδιος τὸ 1962. Στὸν κολοφώνα διαβάζουμε: «Στοιχειοθεσία Ἐκτύπωσις Γραφικαί Τέχναι Ιω. Καμπανᾶ Ο.Ε., Φιλαδελφείας 4 Ἀθῆναι». Τὸ βιβλίο κοσμοῦν σκίτσα τοῦ Μ. Ντομπουζίνσκι καὶ μιὰ αὐτοπροσωπογραφία τοῦ Πούσκιν.
—.—
Ἡ παραπάνω δυσεύρετη ἐπιφυλλίδα τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, με ὑπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ», δημοσιεύτηκε στις 6.1.1963, στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων.
Εἶναι μία ἀπὸ τὶς πενήντα τρεῖς δημοσιευμένες ἐκεῖ ἐπιφυλλίδες του, κατά τὸ διάστημα 21 Μαΐου 1961 ‒ 4 Ἰουλίου 1965, ὁπότε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, διέκοψε τὴ συνεργασία του μὲ τὴν ἐν λόγῳ ἐφημερίδα, λόγῳ τῶν «Ἰουλιανῶν», τῆς «Ἀποστασίας» δηλαδὴ τοῦ ἰδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
*