*
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Ένα από τα βασικά κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μετρηθεί το βάθος και το εύρος των Δυτικών «φιλελεύθερων δημοκρατιών» είναι, αναμφισβήτητα, η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για τους πολίτες. Είναι αδύνατον στον οποιοδήποτε να συμμετάσχει ως πολίτης στα δρώμενα της δημοκρατίας, δηλαδή να ασχοληθεί με τα πολιτικά ζητήματα αν συγχρόνως δεν έχει τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο.
Οι λόγοι είναι προφανείς: Οι σύγχρονες βιοτικές ανάγκες και οι σχέσεις που αυτές παράγουν υποχρεώνουν τον σημερινό άνθρωπο να «μοχθεί» τόσες πολλές ώρες ημερησίως ώστε είναι αδύνατη η ενασχόλησή του με οτιδήποτε άλλο.
Σκεφτείτε ότι η καθημερινή ζωή του Αθηναίου πολίτη στην αρχαία Αθήνα, του εντελώς απαλλαγμένου από τον μόχθο και την εργασία, ήταν φορτωμένη από τόσες έγνοιες λόγω των πολιτικών δραστηριοτήτων του που του απορροφούσαν τόσο πολύ χρόνο, ώστε οι φιλόσοφοι πρόσθεσαν και το νόημα της ελευθερίας ως απαλλαγή από την πολιτική δραστηριότητα (σχολή)[1].
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ένας από τους τρεις τρόπους ζωής (βίοι) οι οποίοι αφορούν στο ωραίο και όχι στο αναγκαίο ή στο ωφέλιμο και που μπορεί να επιλεγεί από ελεύθερους ανθρώπους (ελεύθερους από τις όποιες βιοτικές ανάγκες) είναι η ζωή η οποία αφιερώνεται στα ζητήματα της πόλεως, όπου η υπεροχή γεννά ωραίες πράξεις[2].
Σήμερα ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναγκασμένοι να εργάζονται οι ίδιοι και μάλιστα με τη μορφή της εξαρτημένης εργασίας για να καλύπτουν τις ανάγκες επιβίωσης και όχι μόνο. Παρόλα αυτά όμως η έννοια της Δημοκρατίας είναι ουσιωδώς συνυφασμένη με την ιδιότητα του πολίτη και της αποφασιστικής του συμβολής στη διακυβέρνηση του θεσμικού υποκειμένου το οποίο αναγνωρίζει ως κυρίαρχο και συνεπώς συμμετέχει.
Η αναφορά στη δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας γίνεται συνεπώς όχι ως μηχανιστικό παράδειγμα προς μίμηση αλλά για λόγους ανάδειξης των βασικών – στοιχειωδών προϋποθέσεων που απαιτούνται, στις σημερινές συνθήκες, ώστε να λειτουργεί η δημοκρατία και όχι η δημοκρατική ρητορεία[3] όπως συμβαίνει σήμερα σε όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες.
Συνεπώς η δημοκρατία για να λειτουργήσει στοιχειωδώς απαιτεί τον δημόσιο χρόνο της. Αυτός συνεχώς περιορίζεται τα τελευταία έτη όλο και περισσότερο και μάλιστα με αυξανόμενους ρυθμούς σε σχέση με την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κατακτήσεις που αφορούσαν την κανονικοποίηση των εργασιακών σχέσεων της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων στόχευαν ρητά ή άρρητα στην αύξηση του δημοσίου χρόνου και στην διεύρυνση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι στη σπατάλη του δημιουργηθέντος με τον τρόπο αυτόν χρόνου στις σωματικές απολαύσεις και στην καταναλωτική ψυχοθεραπεία. Η αδυναμία κατανόησης του συγκεκριμένου θέματος και οι εκτρωματικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν σε όλες τις ενδιάμεσες μορφές δημοκρατικής έκφρασης συνέβαλαν αποφασιστικά στην απαξίωσή τους και στην επέλαση της αντιπολιτικής[4] νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας με αιχμή του δόρατος την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Η ιδιωτικοποίηση στη γενική της μορφή ουσιαστικά δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο παρά την ουσιαστική κατάργηση του δημοσίου χρόνου. Όλα τα άλλα (δημόσια περιουσία, δημόσια αγαθά και άλλα) είναι επί της ουσίας χρησιμοποιούμενα μέσα. Η εμφανής έλλειψη του δημοσίου χρόνου οδηγεί τις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες στους ολισθηρούς ατραπούς της ολιγαρχίας, της αποξένωσης, της αντιπολιτικής, της τηλεδημοκρατίας των πλουτοκρατών και των γνωστών λακέδων τους.
Παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια από πολλαπλά κέντρα των κατεστημένων εξουσιών να δοθεί αξιακό περιεχόμενο σε συγκεκριμένες ηθικοποιημένες ιδιωτικές ατομικές πολιτικές συμπεριφορές/πρακτικές, (που έτσι και αλλιώς έχουν επιβληθεί και επιβάλλονται συνεχώς στη διαδικασία αποσάθρωσης του δημοσίου λόγου ,του δημοσίου χώρου και συνεπώς του κοινωνικού Όλου) στις μόνες που επιτρέπεται να αναλωθεί ο «ελεύθερος» χρόνος των σύγχρονων «πολιτών». Αναφέρω ως παράδειγμα συμπεριφορές που καθοδηγούνται από εντολές του τύπου: «έσο ελεύθερος», «διαφοροποιήσου», «διαμόρφωσε τον εαυτό σου», «προώθησε την ετερότητά σου» ή «γίνε αυθεντικός». Αλλά για τα ζητήματα αυτά χρειάζεται μια ουσιαστική συζήτηση που ελπίζω να γίνει σε επόμενα άρθρα.
Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί ότι από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ η ανάπτυξη της τεχνολογίας ήταν αλματώδης και η παραγωγικότητα της εργασίας επίσης σημαντικότατη, ο μέσος χρόνος εργασίας δεν μειώθηκε καθόλου. Αντιθέτως συνεχώς αυξάνεται με διάφορους τρόπους και τερτίπια. Η τεχνολογία που μας εξοικονομεί χρόνο έχει κάνει το χρόνο πιο ανεπαρκή από οποτεδήποτε άλλοτε. Η εργασία νικά τη δημοκρατία. Η νέα ευελιξία στην αγορά εργασίας, με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, ουσιαστικά εξαλείφει το σύνορο ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο. Οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκονται πάντα «στη δουλειά» αν το απαιτεί το είδος της εργασίας[5].
Σήμερα στην Ελλάδα ουδείς εργάζεται μόνο κατά τη χρονική διάρκεια του συμβατικού του ωραρίου. Η δουλεία που δομείται στις συνεχώς αναπαραγόμενες ανάγκες της υπερκαταναλωτικής ύστερης καπιταλιστικής μηχανής αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των δυτικότροπων κοινωνιών μετατρεπόμενη βαθμηδόν σε εθελοδουλεία[6]. Δεν πρόκειται απλά για μια αποδυνάμωση της ratio essendi της συλλογικής οντότητας αλλά για μια επαναφορά, in senso lato, προτύπων περασμένων σκοτεινών χρόνων.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
*
[1] Fustel de Coulanges, The Ancient City, Anchor, 1956.
[2] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ι,5, Κέδρος, 1993.
[3] L. Camfora, Η ρητορεία της πολιτικής, Μεταίχμιο, 2005.
[4] Με την έννοια που δίνει ο C. Schmitt, στο έργο του Η Έννοια του Πολιτικού, Κριτική, 1988.
[5] Thomas Hylland Eriksen, Η Τυραννία της Στιγμής, Σαββάλας, 2005, σ. 189.
[6] Ετιέν ντε Λα Μποεσί, Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, Πανοπτικόν, 2002.
*