Η αλογόμυγα του Σωκράτη

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Ένας από τους γοητευτικότερους χαρακτήρες των πλατωνικών διαλόγων βρίσκεται στον Γοργία. Πρόκειται φυσικά για τον προκλητικό και αιρετικό Καλλικλή. Η πιο επιφανειακή ανάγνωση του Καλλικλή θα του απέδιδε απλώς μια πρόθεση απολογητικής της εκάστοτε εξουσιαστικής αρχής. Μια δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση θα έθετε γρήγορα εν αμφιβόλω την θεώρηση του Καλλικλή ως ενός απλού φερεφώνου της εξουσίας. Από τη στιγμή που ο ίδιος αποδέχεται ότι όσοι κρατούν τα ηνία μιας πολιτικής οντότητας ενδέχεται κάλλιστα να πάσχουν από μια φυσική κατωτερότητα, τότε αυτόματα ανοίγεται ο δρόμος για τη διάσταση μεταξύ (ανθρώπινου) νόμου και φύσης. Κι αν ο νόμος είναι αυτός που κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή, αυτό σημαίνει ότι η φύση δρα κατά κανόνα από το παρασκήνιο, αναζητώντας την ευκαιρία να διεκδικήσει ό,τι της ανήκει. Έτσι εδώ ανακύπτει μια πιο νιτσεϊκή εκδοχή του Καλλικλή: οι κατέχοντες την εξουσία διακατέχονται από δουλικά ένστικτα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο φροντίζουν να διασφαλίζουν την πλεονεκτική τους θέση με το να οχυρώνονται πίσω από τον νόμο και τις τετριμμένες ηθικές συμβάσεις.

Η διάκριση ανάμεσα σε νόμο και φύση δεν είναι όμως τόσο σαφής όσο θα απαιτούσε μια συνεπής νιτσεϊκή ερμηνεία. Όπως ο ίδιος ο Καλλικλής αναφέρει, μια έννοια (φυσικού) δικαίου μπορεί να ανευρεθεί ακόμα και στα ζώα. Αν όμως το (όποιο) δίκαιο βρίσκει εφαρμογή τόσο επί των ανθρώπων όσο και επί των ζωικών πλασμάτων, τότε ποιο ακριβώς είναι το όριο που διαχωρίζει τον νόμο από τη φύση; Μια δυνατή απάντηση θα ήταν να ταυτιστεί ο νόμος με το άδικο. Κάθε δίκαιο άξιο του ονόματός του (οφείλει να) πηγάζει από μια φυσική μήτρα, ενώ κάθε θετικό δίκαιο δεν μπορεί παρά να μολύνει και να παραμορφώνει το φυσικό δίκαιο. Η ιδανική πολιτεία θα ήταν αυτή που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της φύσης να ακολουθούν το δρόμο τους, απαλλαγμένες από τα βαρίδια και τα χαλινάρια των συμβατικών νόμων. Στην ακραία της εκδοχή, αυτή η λύση δεν επιλύει βέβαια και πολλά, αναδιατυπώνοντας απλώς το πρόβλημα. Αν μια «επιστροφή στη φύση» είναι το ζητούμενο για μια πολιτεία, τότε σε τι ακριβώς διαφέρει μια πολιτική οντότητα από μια ζωική ορδή; Το κάλεσμα επιστροφής στη φύση οδηγεί αναγκαστικά στην αυτοαναίρεση κάθε έννοιας του πολιτικού, χειρονομία που είναι ωστόσο αδιανόητη για τον Καλλικλή, εφόσον για τον ίδιο η ικανότητα διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων συνιστά τον κατεξοχήν ορισμό της ευφυΐας.

Ο Σωκράτης δεν επιμένει σε αυτή την αντίφαση. Η δική του αντεπίθεση ξεκινάει από την απόπειρα ορισμού της φυσικής ανωτερότητας την οποία έχει περί πολλού ο Καλλικλής. Σε τι συνίσταται άραγε αυτή; Σε κάποια ανώτερη, φυσική, μυική δύναμη; Αυτή η λύση προφανώς απορρίπτεται ως απλοϊκή. Επομένως, η ανωτερότητα που επικαλείται ο Καλλικλής θα πρέπει να είναι μια μετωνυμία της σοφίας. Ωστόσο, η σοφία οφείλει να οριστεί και αυτή με τη σειρά της. Για τον Καλλικλή, λοιπόν, η σοφία ταυτίζεται με την πολιτική ικανότητα και σε καμμία περίπτωση με κάποια αφηρημένη, φιλοσοφική θεωρητικολογία (για την οποία τρέφει βαθύτατη απέχθεια). Με αυτούς τους ελιγμούς όμως, ο Καλλικλής πλησιάζει επικίνδυνα κοντά στο να διαπράξει το σφάλμα της λήψης του ζητούμενου. Ενώ ο προβληματισμός περιστρέφεται αρχικά γύρω από το ερώτημα της (ηθικής) νομιμοποίησης της εξουσίας, με τον Καλλικλή να τάσσεται κατ’ αρχάς υπέρ μιας νομιμοποίησης στη βάση του φυσικού δικαίου, τελικά καταλήγει στον κυκλικό και αυτεπίστροφο συλλογισμό ότι «στην εξουσία θα πρέπει να βρίσκονται όσοι διακρίνονται από μια φυσική ανωτερότητα, δηλαδή όσοι μπορούν να βρίσκονται στην εξουσία».

Το αδιέξοδο του Καλλικλή μοιάζει πλήρες. Όμως η διέξοδος που προσφέρει ο Σωκράτης θα φάνταζε ικανοποιητική μόνο σε μάτια και αυτιά εκπαιδευμένα στη θεολογικο-μεταφυσική εικονοποιία. Ο Σωκράτης καταλήγει να αντλεί νομιμοποίηση από νεφελώδεις αντιλήψεις περί ψυχών που θα βρουν το δίκαιό τους μετά θάνατον ενώπιον κάποιων φασματικών δικαστών. Εδώ ίσως βρίσκεται κι ένα βασικό κλειδί για την κατανόηση της διαμάχης. Ενώ ο Καλλικλής εισάγει τη διάκριση μεταξύ νόμου και φύσης για να υπονομεύσει την εγκυρότητα του νόμου (ακόμα κι αν δεν έχει επεξεργαστεί επαρκώς την έννοια της φύσης), ο Σωκράτης αναδιπλασιάζει την έννοια του νόμου. Δίπλα και πάνω από τον ανθρώπινο νόμο τοποθετεί έναν ανώτερο, θεϊκό τέτοιο. Σε αυτήν την ανώτερη σφαίρα καλείται να καταφύγει η φιλοσοφία ώστε να μας επιδαψιλεύσει τους καρπούς της γνώσης, μακριά από τις δοξασίες των πολλών που καταγίνονται με τα πολιτικά πράγματα. Οι εραστές του δήμου (όπως με σχεδόν δημοσιογραφική μικροπρέπεια αποκαλεί τον Καλλικλή ο Σωκράτης) το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως πολιτικό όπλο, ως ένα εργαλείο πληθωριστικής πίεσης της γνώσης και πολυδιάσπασής της προς τις ποικιλόχρωμες δοξασίες των μαζών.

Μια «ψυχαναλυτικού» τύπου αναστροφή όμως θα μπορούσε να αποκαλύψει ότι ο διχασμός ανάμεσα σε (ρητορική) γλώσσα και αλήθεια που υπονοεί η κριτική του Σωκράτη κατά των μαζών είναι αποτέλεσμα προβολής. Ο λόγος για τον οποίο η γλώσσα απειλείται από τη ρητορική είναι γιατί είχε κατ’ αρχήν χρησιμοποιηθεί ως όπλο από τις παραδοσιακές, αριστοκρατικές ελίτ, όπως εύστοχα (φαίνεται να) υπενθυμίζει ο Καλλικλής όταν απορρίπτει ως ηθικολογίες τις παραδεδομένες αντιλήψεις ότι είναι (ηθικά) προτιμότερο να υποφέρει κανείς το κακό παρά να το πράττει. Είναι επειδή, εντός των δημοκρατικών πλαισίων διαλόγου, αποκαλύπτεται η μερικότητα της αριστοκρατικής κοσμοθέασης που η γλώσσα γίνεται αντιληπτή ως ένα σχετικιστικό, πολεμικό εργαλείο. Η κριτική του Σωκράτη υποκρύπτει επομένως μια βαθύτερη ενοχή: την ενοχή αυτού που δεν θέλει να αποκαλυφθεί ως ο υπαίτιος μιας πολεμικής σύρραξης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Καλλικλής φιλοδοξεί να αναλάβει τον ρόλο του απελευθερωτή των μαζών. Το δίπολο Σωκράτης – Καλλικλής αντιπροσωπεύει δύο διαφορετικές φράξιες εντός της αριστοκρατικής τάξης: μία πιο παραδοσιακή, που δεν μπορεί ωστόσο να αγνοεί πλέον την πρόκληση των σοφιστών (εκπροσωπούμενη από τον Σωκράτη) και μια πιο δυναμική, η οποία έχει μάθει να κολυμπάει στα δημοκρατικά νερά και ασπάζεται τις σοφιστικές διδασκαλίες ως ένα εντελεχές όπλο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο Καλλικλής σε αυτή τη διαμάχη δεν εκπροσωπεί το δημοκρατικό άλλο του Σωκράτη, αλλά το «ασυνείδητό» του, τις ενοχές του που του υπενθυμίζουν την καταγωγή των δικών του ιδεωδών. Ο Καλλικλής είναι η αλογόμυγα στον σβέρκο του Σωκράτη.

ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ

*

Advertisement