*
Ὁ κύκλος τῶν (μεγάλων) χαμένων ποιητῶν
Ὁ κύκλος τῶν μεγάλων χαμένων ποιητῶν
τὰ μέλη του ἀνακοίνωσε θ’ αὐξήσει
Τὸ ἔμαθα κι ἀμέσως τοὺς δήλωσα «παρὼν»
πρὶν μ’ ἄσχετους ἡ αἴθουσα γεμίσει
Ἀέρα τὰ μαλλιά μου φορᾶν ποιητικὸ
κι ἡ μούρη μου ἔχει πάρει μιὰ γκριμάτσα
(σὲ κάποιο ἀνθολόγιο τὴ βρῆκα σχολικὸ
μοῦ ἄρεσε, τὴν ἔβαλα γιὰ φάτσα)
Τὰ μάτια μου ἀπὸ τότε κοιτάζουν ἀπλανῆ
τὸ χέρι μου ἀγγίζει τὸ σαγόνι
μὲ τρόπο τέτοιο π’ ὅποιος μὲ δεῖ νὰ τοῦ φανεῖ
πὼς κάτι ὁ νοῦς μου ὑπέροχο σκαρώνει
Καὶ τό ’χω σιγουράκι – ὄχι νὰ παινευτῶ
τὴ θέση ὅμως τὴν ἔχω ἀγκαλιάσει
ἀρκεῖ μονάχα ἕνα τυχαῖο μου γραφτὸ
νὰ δείξει τὴ μεγάλη μου τὴν κλάση
Ὁ κύκλος ἔχει κλείσει κι ἀπέμεινα ἐκτός!
Στὴ θέα τοῦ καινούργιου δεδομένου
πικραίνομαι –δὲ λέω– γιατὶ εἶναι γεγονὸς
θὰ μ’ ἄρεσε ὁ τίτλος τοῦ χαμένου…
~.~
Πὰτ πὰτ
Σήμερα μίλησα στὸν Κύριο Γενικὸ
κι ἐκεῖνος μοῦ ἔκανε ἕνα πὰτ πὰτ στὴν πλάτη
κι αὐτὸ τὸ ἔκρινα πολὺ εὐγενικὸ
καὶ ἀπὸ τότε ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη
Τοῦ χαμογέλασα ὑπερήφανα, ζεστὰ
κι ἔγειρα λίγο πρὸς τὰ κάτω τὸ κεφάλι
–κάθε ὑφιστάμενος πρέπει νὰ φέρεται σωστά–
κι ὁ Γενικὸς γιὰ ἀνταμοιβὴ πὰτ πὰτ καὶ πάλι
Μοῦ ἀπηύθυνε τὸ λόγο. Εἰλικρινά!
Ὁ Κύριος Γενικός! Φαντάσου! Ἐμένα!
Κι ἔνιωσα πὼς γεννήθηκα ξανὰ
ἀμέσως, ὅλα τὰ προβλήματα λυμένα
Γύρισα πίσω στὸ γραφεῖο μ’ ἕνα δέος!
Ἕνα πὰτ πὰτ εἶναι ἀρκετὸ ὅλα ν’ ἀλλάξουν
ἕνα πὰτ πὰτ κι ἀπὸ τὸ τίποτα σπουδαῖος
ἀπὸ τὴ ζήλια τους οἱ ἄλλοι θὰ λυσσάξουν
Πόσο ὑπέροχος ὁ ἄνθρωπος αὐτός!
Νά! κάτι τέτοιοι μοναχὰ βλέπουν σὲ μένα
ὅτι δὲν εἶμαι ἕνας ὑπάλληλος ἁπλὸς
καὶ τὰ πὰτ πὰτ γι’ αὐτὴ τὴν πλάτη εἶναι φτιαγμένα
Τί κι ἂν δὲν παίρνω ἕνα εὐρὼ ὑπερωρία;
Πεῖτε ὅ,τι θέλετε, τὸ ξέρω πὼς ζηλεύετε
γιατὶ εἶμαι πρότυπο ἐγὼ στὴν ἑταιρεία
κι ὁ Γενικὸς μόνο ἐμένα ἐμπιστεύεται…
~.~
Barbarossa
Οἱ πειρατὲς πουλήσαν τὶς γαλέρες
καὶ βγῆκαν στὴ στεριὰ ν’ ἀνοίξουν φλόκο
μὲ ὅπλα σκουριασμένα δίχως σφαῖρες
νὰ ξεχρεώσουνε τῆς θάλασσας τὸν τόκο
Ἄλλος μονόφθαλμος καὶ ἄλλος μ’ ἕνα χέρι
ἀξύριστοι βρωμιάρηδες μὲ ψεῖρες
κόβουν τὰ νύχια τῶν ποδιῶν τους μὲ μαχαίρι
καὶ βάζουνε μπουρλότο μὲ ἀναπτῆρες
Καὶ ὁ ἀρχηγός τους μὲ τὰ κόκκινα τὰ γένια
ψάχνει γυναίκα γιὰ νὰ κάνει οἰκογένεια…
Κι ὅταν βραδιάζει ἀραχτοὶ ὅλοι στὸ μόλο
πιωμένοι, ἀντὶ γιὰ ρούμι, ἀπὸ ρετσίνα
φτιάχνουν μὲ τ’ ἄδεια τὰ μπουκάλια ἕνα στόλο
καὶ βρίσκονται ἀπ’ τὸν Πειραιὰ στὴν Ἀρτζεντίνα
Οἱ πειρατὲς –ποὺ κάποτε ἀράδα
εἶχαν σεντούκια θησαυροὺς μέσα στ’ ἀμπάρι–
τώρα εἶναι ζήτημα ἂν θὰ βγάλουν μιὰ βδομάδα
σὲ μιὰ στεριὰ ποὺ ὅλο ἀρνεῖται νὰ σαλπάρει
Καὶ ὁ ἀρχηγός τους μὲ τὰ κόκκινα τὰ γένια
ξυρίστηκε κι ἀπέκτησε οἰκογένεια…
~.~
44
Στὴ μιὰ μεριὰ τοῦ χάρτη κάνουν πάρτυ
ἡ glamour fiesta τους θαμπώνει τὸν πλανήτη
θὰ ἀλλάξουν ὅλα, θὰ τὸ δεῖς, ὣς τὴν Τετάρτη
ἀφοῦ ὁ Πρόεδρος ὁρκίζεται τὴν Τρίτη
Ὁ ἐπὶ γῆς Θεὸς ἀλλάζει χρῶμα
κομψὰ ντυμένος μὲ ἕνα στὶλ ποὺ μαγνητίζει
θὰ διώξει βόμβες, πόλεμο κι ἀκόμα
ὅ,τι κακὸ τὴν οἰκουμένη βασανίζει
Θὰ ἀναστηθοῦν νεκροί. Διαμελισμένα
κορμιὰ θὰ ἑνώσουν τὰ χαμένα τους τὰ μέλη
Τὰ σπίτια θὰ ξαναχτιστοῦν ἕνα πρὸς ἕνα
καὶ θὰ διατίθεται πισίνα γιὰ ὅποιον θέλει…
Οἱ βόμβες θὰ ἐπιστρέψουν ὅλες πίσω
ὅταν πατήσει τὸ κουμπὶ rewind κι ἐμεῖς
θὰ ἀναρωτιόμαστε ὅλοι «πῶς θὰ ζήσω
σὲ τέτοιο κόσμο τόσο τέλειας κοπῆς…»
Στὸ Ἀφγανιστὰν θὰ σουλατσάρουνε τουρίστες
ἀπὸ U.S.A, ἀπὸ Europe καὶ Japan
θά ’ναι γεμάτες μὲ χορεύτριες οἱ πίστες
κι οἱ σερβιτόροι θά ’ναι πρώην ταλιμπὰν
Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω ποὺ ἔχω μάθει
νὰ βλέπω αἷμα ἐγὼ νὰ ρέει σὲ Blu–ray
Σὲ τέτοιο κόσμο πῶς θὰ ζήσω δίχως λάθη
Πάει καὶ τέλειωσε! Τὸ Σύμπαν καταρρέει…
Αὐτὲς τὶς ὧρες ἴσως θά ’ταν γιὰ καλό μας
κανείς μας τίποτα μὴν πεῖ. Νὰ μὴ μιλήσει
Ἂς κάνουμε ἀπὸ συνήθεια τὸ σταυρό μας
καὶ ἂς μουντζώσουμε μὲ τρόπο πρὸς τὴ Δύση
~.~
Καὶ τί ἔγινε μωρέ;
Ἐγὼ θὰ παίζω μὲ ἀνοιχτὰ ὅλα τὰ φύλλα
κι ἂς χάνω τὶς παρτίδες σωρηδὸν
Καί…συμπαθᾶτε με –πῶς λέν;– μὲ τὸ μπαρδὸν
ἀλλὰ σιχαίνομαι τῆς μπλόφας τὴν ξεφτίλα
Εἶμαι βιβλίο ἀνοιχτό. Ἔτσι ἔχω μάθει.
Χωρὶς τοὺς ἄσσους στὰ μανίκια νὰ ποντάρω
χωρὶς μελέτη στὰ στατιστικὰ τὰ λάθη
χωρὶς προβλέψεις. Ἔτσι ξέρω νὰ τζογάρω
Δὲ μ’ ἐνδιαφέρει πῶς μοῦ κρίνεται ἡ κρίση
κι οὔτε μὲ νοιάζει τὸ ἀποτέλεσμα ποιό θά ’ναι
Τὰ πράγματα ὅλα τὰ ἐμπιστεύομαι στὴ Φύση
Κι ἂς ἔρθουν ὅπως κρίνει. Κι ἔτσι ἂς πᾶνε…
Ἐγὼ ἀσήμαντος πῶς κάπως νὰ κινήσω
ὅλα τὰ νήματα καὶ ὅλες τὶς προθέσεις
καὶ πῶς –ἀσήμαντος ξανά– νὰ συντονίσω
τὶς παραμέτρους στῶν θεῶν τὶς διαθέσεις;
Πρόσεχε! Κοίτα! Ἄκου! Κάνε! Δεῖξε! Σώπα!
Τὸ νοῦ σου! Δές! Κοίτα τί ἔρχεται ἀπὸ πέρα!
Τέτοια ζωὴ δὲν τὴν ἀντέχω οὔτε μὲ ντόπα
καὶ ἂς τινάζω ὅλη τὴν μπάνκα στὸν ἀέρα
Γι’ αὐτὸ τὰ φύλλα θὰ τ’ ἀνοίγω στὸ καρρὲ
καὶ ἂν οἱ μάρκες μου διαλέξουν νὰ χαθοῦν
ὅταν οἱ ἄλλοι –Σκροὺτζ Μὰκ Ντάκ– θὰ τὶς μετροῦν
τότε θὰ λέω: «Καὶ τί ἔγινε μωρέ;»
~.~
Click!
–Τὰ πάντα εἶναι μέσα στὸ μυαλό σου
ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστέψεις καὶ θ’ ἀλλάξουν
τὸ παρελθὸν τὸ μέλλον τὸ παρόν σου
φτάνει ἕνα κλὶκ αὐτόματα νὰ φτιάξουν
–Ὅλα ἕνα κλίκ! Κι ἀλλάζουνε τὰ πάντα!
Κλίκ! Πάει ἡ θλίψη! Νά ἡ χαρά! Κλίκ! Πάλι θλίψη…
Κλίκ! Νά τὰ φῶτα στῆς ψυχῆς μου τὴ βεράντα!
Τόσο ἁπλό! Τζάμπα τὸ νοῦ μου εἶχα στύψει!
Κλίκ! Κλάκ! Τσάκ! Μπάμ! Ὀνειρικό! Τί λέτε τώρα!
Θὰ τὸ δεχθῶ κι ἂς εἶμαι λίγο ὑπερόπτης
μονάχα πού… δὲ μοῦ ἐξηγήσατε τόση ὥρα –
ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ γαμημένος διακόπτης;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ
~.~
*