του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΤΑΣΟΥΔΗ
Σημείωμα εντυπώσεων με αφορμή τη συλλεκτική έκδοση το βιβλίο Δημητρίου Σούτσου 36. Μια συνομιλία του Νικού Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη, εισαγωγή – απομαγνητοφώνηση: Θανάσης Γαλανάκης – Αμαλία Τσουκαλά, γενική επιμέλεια – έρευνα υλικού – σχολιασμός: Θανάσης Γαλανάκης, Ίκαρος 2022.
Εξόχως μιλητικό το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας των Νίκου Καρούζου και Γιάννη Ζουγανέλη. Τόσο που δυσκολεύομαι να αποφανθώ αν το προσέλαβα ως αναγνώστης ή ως… ωτακουστής. Συγχωρέσατέ μου τη μικροπρέπεια, αλλά κάπως έτσι αισθάνθηκα, ως τρίτος του γεγονότος, απρόσκλητος προσκεκλημένος, σχεδόν φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο να στήνω αυτί στο ανοιχτό παραθύρι του υπογείου της Δημητρίου Σούτσου 36, για να αφουγκραστώ τα διαμειβόμενα. Πόσο θα το ’θελα να συμπεριφερθώ αξιοπρεπώς. Δειλά δειλά να κρούσω τη θύρα της υπόγειας κατοικίας του Ν. Καρούζου, ώστε καταλαμβάνοντας ησύχως μία του γωνιά να απολαύσω τον διάλογο διακριτικά, αλλά γίνεται τα μεταγενέστερα να γίνουν προγενέστερα; Δε γίνεται. Εκτός κι αν η αναγωγή στο παρελθόν διεκπεραιωθεί από βιβλίο καλό λίαν, σαν αυτό που καταπιανόμαστε στο υπόψη σημείωμα.
Μάζεψα, λοιπόν, τον εαυτό μου από το πεζοδρόμιο έχοντας συνάξει πλήθος αξιοσημείωτων σχολίων, ψήγμα των οποίων παραθέτω στην αγάπη σας: «Η καχυποψία είναι ψυχική δηλητηρίαση» (σ. 85), «Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα του βγει στο έργο. Θα τιμωρηθεί μέσα στο ίδιο το έργο η αλαζονεία. Θα του βγει σαν πλαστογραφία, σαν εγκεφαλικότητα, σαν αισθητικό λάθος» (σ. 91), «Η θρησκεία είναι ο αποκαλυπτικός λόγος – δεν είναι ο αποδεικτικός λόγος» (σ.93), «Έχω καταλήξει ότι και ο άγιος είναι ένας ταλαντούχος» (σ. 99), «Επέρχεται σύννεφον ανείπωτης μοναξιάς» (σ. 151). Επίσης: απολαυστικές οι αναφορές στη μουσική, σημαντική η παράθεση πληροφοριών γύρω από τα λογοτεχνικά πράγματα της εποχής τους, ενδιαφέρουσες οι μεταφυσικές ιχνηλασίες, αλλά δυστυχώς αρκετά… δαιδαλώδεις.
Σε τούτα ακριβώς θα κοντοσταθώ, στα μεταφυσικά, εστιάζοντας κυρίως σε δύο σημεία. Αφενός στην εκφραζόμενη αμφιβολία του Ν. Καρούζου σχετικά με το αν ο Χριστός υπήρξε πραγματικά, αφετέρου στην κατοπινή απόφανσή του (η οποία θαρρώ αποτελεί απόρροια της πρώτης), σχετικά με τους λόγους που ένας ποιητής δεν μπορεί να αγιάσει.
Όσον αφορά στο πρώτο. Η περί του Χριστού πιθανή ανυπαρξία (βλ. σ. 128), εν αντιθέσει μάλιστα με τον Σωκράτη τον οποίο ο Ν. Καρούζος θεωρεί ως πρόσωπο σίγουρα υπαρκτό, και συνδυαστικά με άλλες αναφορές του περί Ορατού και Αοράτου και του πώς το πρώτο εμπαίζεται από το δεύτερο (βλ. σ. 92), φλερτάρει με τη «θεολογία» του δοκητισμού, προϊόν πλατωνικών, νεοπλατωνικών, συγκριτιστικών τάσεων, που στην ουσίας της διδασκαλίας του δεν παραδέχεται το γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, θεωρώντας ότι το σώμα του Χριστού δεν είναι πραγματικό, αλλά φαινομενικό (κατά δόκηση), αντιλαμβανόμενος δηλαδή τον Ιησού κατά μία έννοια ως φάντασμα ή ως… διδασκαλία.
Το ζήτημα του δοκητισμού, του μονοφυσιτισμού (που αποτελεί δυναμική επανεμφάνιση του δοκητισμού κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα), αλλά και του αντίθετου μα εξίσου προβληματικού νεστοριανισμού, απασχόλησε τους Πατέρες (κυρίως μα όχι αποκλειστικά) της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, γνωστή κι ως Χαλκηδόνος, η οποία διακήρυξε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς τον Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (σε αντίθεση με τον νεστοριανισμό που, μεταξύ άλλων, τη θεωρούσε ηθική), ασυγχήτως και ατρέπτως (σε αντίθεση με τον μονοφυσιτισμό που πρόβαλλε την απορρόφηση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού από την θεϊκή). Ο αγαπών την έρευνα αναγνώστης μπορεί να αντλήσει επιπλέον γνώση για τα προαναφερόμενα, από τα βιβλία Κωνσταντίνος Σκουτέρης, «Ιστορία Δογμάτων», τ. Α΄, Αθήνα 1998, Νίκος Ματσούκας, «Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, καθώς και από διαδικτυακές πηγές.
Επαγωγική της προηγούμενης θεώρησης, είναι η άποψη του Ν. Καρούζου ότι οι άγιοι ασχολούνται με το άμορφο και πως η κατατριβή (του ποιητή) με τις μορφές, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα αγιοσύνης (βλ. σ.143). Ο άγιος και κάθε του Χριστού άνθρωπος δεν αρνείται τις μορφές. Ούτε ο ίδιος ο Χριστός άλλωστε. Το κακό δεν εδράζεται στην ύλη (όπως πίστευαν οι πλατωνικοί και οι παραφυάδες τους), αλλά στις καρδιές των ανθρώπων από τις οποίες οφείλει να εκριζωθεί. Ο Κύριος «ενώ δεν αλλάζει καμία μορφή εξωτερικά, αλλάζει ουσιαστικά και απόλυτα το περιεχόμενο όλων των μορφών. «Μορφήν δούλου λαβών» δίνει στους δούλους την ελευθερία. «Κατελθών εις τον Άδη ως θνητός» μετατρέπει το θάνατο σε αθανασία. Έτσι ο Κύριος παίρνοντας τις μορφές, αλλάζει εντελώς το περιεχόμενο», αναφέρει εμφατικά ο αείμνηστος θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας στο φιλοκαλικής αξίας κείμενό του «Ορθοδοξία και πολιτική», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μαρτυρία Ορθοδοξίας 1971», από το βιβλιοπωλείο της Εστίας, κείμενο τη μελέτη του οποίου συστήνω/συνιστώ ανεπιφύλακτα σε πιστεύσαντες και μη.
Πάντως κάτι τέτοιες χαοτικές στιγμές ανάδευσης δοξασιών –Βούδας, Ιησούς, Λάο Τσε, Σωκράτης, Ομ, Τατ κ.ο.κ.– καταφανώς συγκριτιστικών καταβολών, ήτοι κατακερματισμού της Αλήθειας, θυμάμαι τον αφορισμό του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Περί τριών πραγμάτων μην βιάζεσαι να μιλάς: Περί του Θεού – μέχρι να στερεώσεις την πίστη σ’ Αυτόν. Περί της αμαρτίας του άλλου – μέχρι να θυμηθείς τη δική σου και περί της επόμενης ημέρας – μέχρι την αυγή της» (περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Στοχασμοί περί καλού και κακού», Εν Πλω, σ. 20).
Αυτά εν συντομία. Περνώντας από το θολό τοπίο των μεταφυσικών αναφορών, στη διαφάνεια του όλου εκδοτικού εγχειρήματος και κλείνοντας το υπόψη σημείωμα εντυπώσεων, θα ήταν ασύγγνωστη παράλειψη να μην εξάρω την άξια σεβασμού και θαυμασμού συμβολή των Θανάση Γαλανάκη και Αμαλίας Τσουκαλά επί του συνολικού αποτελέσματος το οποίο θεωρώ υπέροχο. Για τον δε μεταφυσικό Ν. Καρούζο εύχομαι στον επουράνιο λειμώνα όπου μονάζει, να έχει ήδη βρει όλες τις σχετικές αποσαφηνίσεις επί των ανησυχιών του, επικουρούμενος από το νέφος των καθ’ ύλην αρμόδιων.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΤΑΣΟΥΔΗΣ
*