*
Ἀναθεματίζω τὰ ποιήματα. Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὰ βλέπω οὔτε νὰ τὰ ἀκούω. Ποτὲ δὲν μοῦ ἄρεσαν. Κι ἂν γιὰ ἕνα διάστημα εἶχα ξεπεράσει τὴν ἀποστροφή μου γιὰ δαῦτα, τώρα τὰ ἀπεχθάνομαι περισσότερο ἀπὸ ποτέ. Ὁ διάολος νὰ τὰ πάρει κι ἐκεῖνα κι αὐτοὺς ποὺ τὰ κατασκευάζουν. Ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ κύριοι καπηλεύονται τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι καὶ τ’ ἄστρα, τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, κάνοντάς μας νὰ νιώθουμε ἀηδία γι’ αὐτά· κι ἐπειδὴ στὸ σχολεῖο κι ἀργότερα μᾶς ἐπιβάλλουν τὰ παρασκευάσματά τους μὲ τὸ ζόρι, νοθεύουν τὸ γνήσιο αἴσθημα καὶ τὴν ἁπλὴ φυσικὴ σχέση μας μὲ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Τὰ ποιήματα μοιάζουν κάπως μὲ βάκιλλο, εἶναι μεταδοτικά. Πόσο μεγάλο κακὸ μᾶς ἔχουν κάνει, νομίζετε, μὲ τὰ ἕωλα καὶ ἀξιοθρήνητα συναισθήματα ποὺ κουβαλᾶνε, καὶ ποὺ εἶναι ἐπιπλέον σὲ μεγάλο, στὸν μέγιστο βαθμό, ψευτιὲς καὶ ἀναλήθειες καὶ ρύποι!
Αὐτὸ εἶναι δὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λυρικοῦ ποιητῆ! Νὰ μὴ γράφει ὅ,τι αἰσθάνεται καὶ ὅταν κάτι αἰσθάνεται, καὶ νὰ μὴ μιλάει ὅταν ἔχει κάτι νὰ πεῖ, ἀλλὰ νὰ ξεπετάει στὸ χαρτὶ ὅ,τι μοιάζει ἀπλῶς μὲ συναίσθημα καὶ συγκίνηση, μὲ διάθεση ψυχική. Τουτέστιν προϊόντα: ζοῦμε σὲ βιομηχανικὴ ἐποχή. Μὲ ποίηση μᾶς ἐφοδιάζουν πλέον κατ’ οἶκον – ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τὴ φτιάχνουν στὸν ἰμάντα συναρμολόγησης στρατιὲς ὁλόκληρες ἀπὸ γυναῖκες καὶ ἄνδρες. Ὅπως ἔχουν ἄλλωστε κάθε δικαίωμα, μιᾶς κι ἔχουν κατανοήσει ὀρθὰ τὴ βαθύτερη φύση της (βλ. ὡς ἄνω).
Ἀλήθεια, πρέπει κι ἐσεῖς μιὰ φορά, σὰν κι ἐμένα, νὰ πάρετε στὰ σοβαρά, νὰ καταπιαστεῖτε ἐπισταμένα μ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ποιητικὴ παραγωγή, ἐννοῶ ἐκείνη τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ κατανοήσετε τὰ αἰσθήματά μου – αἰσθήματα ὅμως γνήσια, τουτέστιν ποσῶς ποιητικά! Κι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ μόνα τὰ προϊόντα τοῦ παρόντος, ἀλλὰ καὶ κάμποσα ἀπὸ τὸ παρελθόν. Βλέπουμε νὰ οἰκοδομοῦν τὴ μία ἀνθολογία μετὰ τὴν ἄλλη, μουσεῖα ὁλόκληρα, μπαίνεις νὰ κάνεις μιὰ βόλτα καὶ τὸ βάζεις ἀπελπισμένος στὰ πόδια. Πρὸς τί ὅλα αὐτά; Ποῦ καὶ ποῦ ἀκούει κανεὶς δυὸ τρεῖς φωνὲς ποὺ κάπως τὸν πείθουν, ποὺ πιάνουν κάτι ἀπὸ τὸ νόημα τοῦ λυρισμοῦ, ὅμως κι αὐτὲς ἀκόμα στὸ τέλος πᾶνε καὶ πνίγουν τὰ πάντα μέσα στὴ βιομηχανία τῆς φτήνιας.
Βλέπω ἐμπρός μου νὰ φτάνει ἡ Συντέλεια, μιὰ Συντέλεια ἰδαίτερη, ποὺ ὑπάιτιός της θά ’ναι ἡ ποίηση. Οἱ παλιὲς θρησκεῖες ἔσβησαν ἐπειδὴ οἱ τότε θεοὶ σηκῶναν στὸν σβέρκο τους τὸ φαῦλο ἀλισβερίσι τῶν θείων, τὴ φάμπρικα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐπαιτείας, τὴν πανηλιθιότητα τῶν θυσιῶν, ἀπ’ ὅπου παρ’ ὅλη τὴν ἀφθονία τὴ μερίδα τοῦ λέοντος τὴν τσέπωναν βέβαια οἱ ἱερεῖς. Ἐξοῦ καὶ οἱ Ἀθάνατοι ἀποσύρθηκαν ἀπὸ τὴ διεύθυνση τῶν ἐπίγειων ὑποθέσεών τους. Σήμερα, ἡ Φύση βρίσκεται καὶ πάλι σ’ αὐτὴ τὴν ἀπονενοημένη κατάσταση. Ἥλιος, Σελήνη καὶ ἀστέρια, σύσσωμη ἡ βοτανικὴ καὶ ἡ ζωολογία, γιὰ νὰ μὴ λησμονήσουμε τὴν ὀρυκτολογία, τὶς τέσσερις ἐποχὲς τοῦ ἐνιαυτοῦ, τὸ ἡμερονύχτιο, ὅλοι ἀναμεταξύ τους συμφωνοῦν – δὲν πάει ἄλλο. Κατάντησε νὰ μὴν ξέρουν πιὰ τί τοὺς γίνεται, δὲν μποροῦν νὰ πάρουν τὰ πόδια τους, ἔχουνε χάσει τὰ αὐγὰ καὶ τὰ πασχάλια μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ στιχάκια καὶ τὰ ψέματα καὶ τὶς λυρικὲς κουταμάρες μὲ τὶς ὁποῖες βομβαρδίζονται βράδυ πρωί. Δὲν νιώθουν ἁπλῶς καὶ μόνο ριγμένοι στὴν ἀνία καὶ τὴν πλήξη. Νιώθουν μαγαρισμένοι. Νιώθουν φρικτὰ εξοργισμένοι. Νιώθουν στερημένοι ἀπ’ τὴν ὕπαρξή τους τὴν ἴδια καὶ ἀποζητοῦν τὴν ἐκδίκηση, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλη ἡ φύση ἐξεγείρεται κατὰ τῆς μαζικῆς ποιηματογραφίας. Ἤδη ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάτω στὴ γῆ, σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια, συνέρχονται ἔκτακτες συνελεύσεις. Κι ὅλοι ὁμογνωμονοῦν, πὼς ἦρθε ἡ ὥρα ἐπιτέλους νὰ δράσουν.
Τώρα, ποιό ποίημα ἀγαπῶ περισσότερο; Νὰ σᾶς πῶ:
Ἡ καλή μας ἀγελάδα
τρώει κάτω στὴ λιακάδα
μικρὰ χόρτα καὶ μεγάλα
γιὰ νὰ κατεβάσει γάλα!
Νὰ τὸ κάνουμε τυράκι,
νὰ τὸ κάνουν βουτυράκι,
νὰ τὸ βάλουνε στὸ πιάτο,
νὰ σοῦ ποῦν: «ὁρίστε, φά’ το!»
ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΑΙΜΠΛΙΝ
Verfluchung der lyrischen Poesie, 1948
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης,
ἀπό τὸ περὶ ποιήσεως ἀφιέρωμα τοῦ ΝΠ, τχ. 2, 2014
*