*
τῆς ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ
Ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν ἔσκυψε καί τῆς χτύπησε διακριτικά τό τζάμι, ὅτι ἔπιανε νά σουρουπώνει καί θόλωνε ἔξω ἡ πάροδος…
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν!
Ἔτσι πού καθόταν λίγο παραμέσα ἀπ’ τό παράθυρο, τό κρέμ κουρτινάκι τραβηγμένο καί σμιχτά σμιχτά στή σειρά τά χαλκαδάκια του, πίσω της τό ἄσπρο της κεφάλι ἀντιφέγγιζε στόν μεγάλο καθρέφτη τῆς παλιᾶς ξύλινης ντουλάπας καί δέν καλόβλεπε – ἄλλωστε τί νά καλοδεῖ; Πενήντα χρόνια ριζωμένη ὅλα τά ἀπογεύματα τοῦ Κυρίου στήν ἴδια θέση, ποιός περαστικός ἦταν πού νά μήν τόν ξέρει, ποιά κίνηση στή γειτονιά πού νά μήν τήν περιμένει στήν ὥρα της, ποιοί ὄγκοι, ποιές σκιές πού νά μήν τίς μέτρησε καί τίς ξαναμέτρησε ἄπειρες φορές, ποιός ἦχος πού νά μήν εἶναι γνώριμος, σφυγμός της πές, ποιά βήματα πού νά μήν ἀναγνωρίζει ὅλα τους τά πατήματα: ἐδῶ λίγο ἀργά, ἐκεῖ θά σκοντάψει, τώρα θ’ ἀποφύγει σάν χορευτά την ἀκακία… Κι ἔπειτα οἱ ἀλλαγές πού ἦρθαν μέσα σέ πενήντα χρόνια, οὔτε μοιάζαν πιά μέ ἀλλαγές. Τά καινούργια σπίτια ἀπέναντι πῆραν γρήγορα τό ρυθμό τους στίς εἰσόδους, στίς ἐξόδους, οἱ γείτονες πού φύγανε ἀντικατασταθήκανε ἀπ’ ἄλλους μέ πολύ λίγο διαφορετικές συνήθειες κι ὡράρια…Πενήντα χρόνια…πέντε ὧρες πές! Πέντε ἀπογευματινές ὧρες. Ἀπό τίς τέσσερις πού τραβοῦσε τό κουρτινάκι τό χειμώνα ὥς τίς ὀκτώ πού ᾿κλεινε τίς γρίλλιες μέ θόρυβο – ἤ λίγο πιό ἀργά τά καλοκαίρια, ὅταν τσιτσίριζε ὁ ἥλιος στά κανάτια της, κι ἔπειτα ὥς ἀργά εἶχε σβηστό τό φῶς γιά τά κουνούπια, ὅπως κι ὅλοι ἄλλωστε στή γειτονιά. Πέντε ὧρες! Πέντε μακριές, χειμωνιάτικες τό πιό πολύ, ὧρες, μ’ἕναν γλυκό ἥλιο κατά τίς τέσσερις, μέ τίς δεητικές ἑσπερινές καμπάνες, μέ τίς φωνές τῶν παιδιῶν στίς ἑξήμισυ πού σχολοῦσαν – κι ὕστερα ἡσυχία… Μόνον ἁρμαθιές φῶτα ἀπ’ τόν κεντρικό νά χτυπᾶνε στό τζάμι της – κίτρινο, ἄσπρο, κόκκινο, μαῦρο, καί ξανά κίτρινο, ἄσπρο, κόκκινο, μαῦρο!.. «Καί νά, τούς μιλάω!» μοῦ ᾿λεγε κάποτε, «τούς μιλάω… Ὁ ἕνας σκύβει ἀπ’ τό πολύφωτο, ὁ ἄλλος διαλέγει τό μπουφεδάκι καί διπλώνεται ἀνάμεσα στό μεγάλο ρολόι, τή φαρφουρένια φοντανιέρα καί τή φωτογραφία του, τό παιδί μου ἔρχεται πάντα ἀθόρυβα, σά σταγόνα ἀπ’ τά κλαδιά τῆς ἀγριοπιπεριᾶς, καί κρεμιέται ἀπ’ τό μεγάλο κάντρο ἀπέναντί μου, ὠχρό κι ἀνάλαφρο…- μά δε μοῦ ἀπαντᾶνε ποτέ! Τούς χάνω ὅταν πέφτουν οἱ προβολεῖς. Μετά, στό σκοτάδι, τούς ξαναβρίσκω. Ἐκεῖνος ἔχει ὅλες τίς λίρες ἀκόμα πάνω του. Τό βλέπω καλά πού φουσκώνει τό πορτοφόλι του στό στῆθος. «Σοῦ χρησιμέψανε τουλάχιστο;» τόν ρωτάω. «Ἄχ, ἄν δέν τά ’παιρνες ὅλα μαζί σου ἐκεῖνο τό πρωί! Νά, γιά τό παιδί…» Ὁ ἄλλος προτιμάει τίς πιό σκοτεινές γωνιές, πίσω ἀπ’ τό κρεββάτι μου νά ποῦμε, στό παλιό μπαουλάκι ἐπάνω – κι ὅλο λέω ν’ ἀλλάξω τό γκρίζο κουβερτάκι πού γρατζουνάει, κι ὅλο τό ξεχνῶ… «Πολύκαρπε» τοῦ λέω, «Πολύκαρπε, σέ βασανίσανε; Περπάτησες ἔτσι μίλια με τά πόδια, γιά Κάρς, Μπουργκάρ Μήχ, γιά μαντέμι, χαλκό, ἄργυρο… ἄχ, μέ τά πόδια σου, μίλια Πολύκαρπε! Κι ὁ Βύρωνας; Τί ἀπόγινε ὁ Βύρωνας;… Φαντάσου, τό μωρό μου- πού πῶς τό ᾽χα! Τί κολώνιες καί τί παστρικά ὅλα, καί νά τ’ ἀνοίξω τήν κουβέρτα του μόλις πατήσαμε Πειραιᾶ, καί νά! – μιά τέτοια ψείρα στό κεφαλάκι του! ἔτσι πού μᾶς στοιβιάξανε στό πλοῖο… Κι ὕστερα οἱ σφῆκες, τά κεντριά! Ἄ, δέν ξέρεις ἐσύ, δέν ξέρεις τί φαρμάκι ὥς τό μεδούλι!..»
Τῆς χτύπησε ἥσυχα τό τζάμι ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν, ἔτσι ἁπλά καί σιγά, σάν ἀπογεμματινή ἐπίσκεψη γιά καφεδάκι καί γλυκό τοῦ κουταλιοῦ: ἕνα κεχριμπαρένιο κομμάτι φράπα, μιά σκούρα φετίτσα πίττα τ’ Ἁγίου Φανουρίου – Μεγάλη ἡ Χάρη του! – μέ πολλή σταφίδα καί ξινωπή γεύση, ἕνα παλιό βιολέ ποτήρι ἀπ’ τή σειρά, κράκ! Ν’ ἀνοίγει τό πορτάκι τοῦ παλιοῦ σκρίνιου, καί νά θαμποφέγγουν τά τέσσερα π’ ἀπόμειναν βιολέ ποτήρια…
Ἔτσι γλυκά χτύπησε: «Ἄνοιξε Ζαχαρώ! Ἦρθ’ ἡ ὥρα. Κάθησε ἀπέναντι, κάτω ἀπ’ τό μεγάλο κάντρο, σά σταγόνα τό παιδί της σιμά στό κεφάλι του – δέν καλόβλεπε κιόλας, δέν καλοκαταλάβαινε… Λαχάνιαζε εὔκολα τελευαταῖα· τά μάτια της, πού δέ στερέψανε πενήντα χρόνια, ἦταν κόκκινα καί πρησμένα.
Σ ά ν Π α ι δί τῆς φάνηκε ἐκεῖ ἀπέναντί της καθισμένο, μ’ ἕνα μεγάλο μεγάλο τεφτέρι σάν τήν παλιά μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, μέ σταγόνες κεριῶν, μέ τριμμένα φύλλα, χρόνια φυλαμένη στό Εἰκονοστάσι της, τά χαρτιά τοῦ γάμου της, τῆς βαφτίσεως τοῦ παιδιοῦ, τή μπούκλα του – κι ὅλα τά πιστοποιητικά τῶν θανάτων. Ἕνα τεράστιο τεφτέρι στά γόνατα…Ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν,.. τό παιδί της…- δέν καλοξεχώριζε.
«Ἐπιτέλους!», τοῦ μουρμούρισε. «Εἶπα πώς δέ θά μέ θυμούσουνα ποτέ! Κι εἶμαι περασμένα ὀγδόντα…Πενήντα χρόνια σέ περιμένω, ἄργησες πολύ. Τά κράτησες σωστά ὅ λ α ; Καί τ’ ἀντροῦς μου, καί τῶν ἀδελφιῶν μου, καί τῶν γονιῶν μου τόν χαμό στήν Καταστροφή; Καί τό μόνο παιδί πού μ᾽ ἄφησες, καί μοῦ τό πῆρες μήτε δώδεκα χρονῶ καλά καλά· ἔβαλες ὅλες σου τίς σφῆκες νά μοῦ τό τρυπήσουν στά μάτια, στήν καρδιά, στή γλυκειά του γλώσσα, μ’ἔβαλες νά ζῶ μέ τό φονιά του -τώρα «δυστύχημα»; «ξωπίτηδες»; μέ τόν φονιά του γιά μένα! -πενήντα χρόνια πλάι πλάι, νά ᾽ρχεται τό παιδί του νά παίζει στά σκαλιά μου!.. Μοῦ τά πῆρες ὅλα, μοῦ τά ξερρίζωσες ὅλα. Δέ στάθηκα μήτε καλή, μήτε γλυκειά, μήτε συγχωρητική. Μέ ξεπάτρισες, μέ χαρόκαψες, μ’ἀφάνισες,
μ’ ἄφησες νά ζήσω κι ἄλλους βομβαρδισμούς, κι ἄλλη κατοχή, νά τρέχω νά σώσω τόν μόνο δικό μου ζωντανό, νά τρέμω μή μοῦ τόν πάρουν ὅμηρο οἱ Γερμανοί σου, οἱ Ἰταλοί σου, οἱ Δεξιοί σου, οἱ Ἀριστεροί σου, οἱ Δεκεμβριανοί σου, οἱ «Μαῦροι» σου, ὁ Ἐμφύλιός σου, ὅλων τῶν λογιῶ τά Στρατόπεδά σου! Κι ἔπειτα, πενήντα χρόνια ἐδῶ, μ’ὅλα τά καρφιά καί τά σουβλιά νά μέ τρυπᾶνε – κι αὐτές τίς μουγγές σκιές γιά συντροφιά!… Κι ἔρχεσαι τώρα, «Ζαχαρώ» μοῦ λές, «ἦρθ’ ἡ ὥρα , τούς λογαριασμούς μας!» Κάθε σταγόνα ἀπ’ τό αἷμα μου φαρμάκι καί φαρμάκι κυλάει στή ραχοκοκκαλιά μου. Σέ παρακαλῶ πενήντα χρόνια, χιλιάδες ἀτέλειωτα ἀπογεύματα, νά μ’ ἀναπαύσεις – καί δέν εὐδόκησες! Κρέμονται ἀπ’τά κάντρα σοῦ λέω, ἀπ’τό ταβάνι, πυκνώνουν στόν ἀέρα καί μοῦ κόβουν τήν ἀνάσα, καί τώρα λές…«νά λογαριαστοῦμε!» Ποιά κόλασή σου νά φοβηθῶ; Σέ ποιές φωτιές σου τ ί νά ξαναξεπληρώσω; Τούς ἔχασα, πρίν καλά καλά τούς ἔχω. Τούς εἶχα, ὅταν δέν τούς καταλάβαινα. Τούς ἀγάπησα νεκρούς περσότερο παρά ζωντανούς! Π ο ι ο ί λογαριασμοί μας; Μέ χρέωσες γιά τ ί ; Ἔζησα γιά τ ί; Πεθαίνω γιά τ ί; Καί μέχρι τώρα δέν κατάλαβα ὅλος αὐτός ὁ πόνος γ ι ά τ ί; Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, λές ὅτι αὐτοί γελάσονται, ἀλλά …
Τότε ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν σηκώθηκε, τῆς στερέωσε προσεκτικά τά γυαλιά στή μύτη, τῆς ἔφερε κοντά στά μάτια τό τεράστιο τεφτέρι του – ὅπου δέν μπόρεσε νά διακρίνει τ ί π ο τ α! Καμμιά στήλη, καμμιά διαχωριστική γραμμή, καμμιά χρέωση καμμιά πίστωση, κανένα ἐκ μεταφορᾶς! Μήτε γραντζουνιά, μήτε μολυβιά… Ὁλοκάθαρο, ἄγραφο, ἄδειο!
— Κι ὅλ’αὐτά π ο ῦ; Λαχάνιασε, π ο ῦ, παιδί μου;
Ἔλεγε παιδί μου, τόν Ὕψιστο, παιδί της τόν ἔνιωθε, ἀνέμυαλο παιδί της, τόν Κύριο τῶν Πάντων.
—Σά νά μήν ἔγιναν, σά νά μήν ἔγιναν ποτέ; Οὔτε δικαστήριο, οὔτε ρομφαία, ἔτσι ἁπλά, ἥσυχα, χτυπᾶς τό τζάμι στούς καλούς, στούς κακούς, στούς ἄδικους, στούς δίκαιους, στούς ἅγιους, στούς ἁμαρτωλούς, καί τούς δείχνεις ἕνα ἄδειο τεφτέρι, ἕναν ἀνύπαρκτο λογαριασμό; Καμμιά ζυγαριά, πουθενά, δέν κράτησε τά δάκρυά μου, δέν μέτρησε τήν ἀγάπη μου, δέν ξεκούκισε τήν σκληρότητά μου; Μά…ἐσύ το λές κ α θ α ρ ά:
Μακάριοι οἱ πτωχοί… ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται…Μακάριοι οἱ πτωχοί…ὅτι ὑμετέρα ἐστί ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν …
Καί τότε, καθώς σήκωσε τά μάτια της, κι ἔτσι σκυφτός Ἐκεῖνος σιμά της, μπόρεσε ν’ ἀντικρύσει ὁ λ ο κ ά θ α ρ α τό πρόσωπό Του! Τῆς κόπηκε ἡ μιλιά… Δυό βελούδινοι πανσέδες τά μάτια Του, ἴδια τά μάτια τοῦ παιδιοῦ της, καί κεῖ στό κέντρο ὅλη της ἡ ζωή! Ὅλη της τή ζωή στά μάτια Του τήν ἔζησε! Τά μάτια Του…ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν…
Θεέ μου! Μουρμούρισε, Παιδί μου – κι ἄφησε νά βουλιάζει μ᾽ἀπέραντη εὐδαιμονία μέσα σ’αὐτά τά δυό κιούπια, ὅπου τό μέλι ξεχείλιζε χρυσό! Θαρεῖς κάθε κεντρί πού σοῦ καρφώθηκε, σοῦ ᾽καμε τό αἷμα μέλι, ἀγόρι μου! – κι ἄχ νά Τόν κοίταζε, νά Τόν κοίταζε, νά Τόν κοίταζε…δέν ἤθελε τίποτ’ ἄλλο.
Ἔψαξε τρέμουλη γιά τό χέρι Του, στά σκοτεινά, βιαστική Πᾶμε τώρα! Τοῦ ‘λεγε, Πᾶμε! Μόνε νά μέ στηρίξεις γιά δέ μέ βαστᾶνε πιά τά πόδια μου…
Μ’ Αὐτός – οὔτε νύφη! – τή σήκωσε στά χέρια Του! Μικρούλα πού ἤτανε- κι ἀνάλαφρη, ἀνάλαφρη σάν κοπελλίτσα ἔνιωθε ! Κι ἤθελε νά γελάσει, ν’ἀφήσει, πρίν φύγει, τό δωμάτιο ν’ ἀντηχεῖ ἀπ’ τό γέλιο της: καθαρό, χαρούμενο τό τελευταῖο γέλιο της – τό πρῶτο!
Τρελλόπαιδο! Ὅπως μοῦ τά ᾽λεγες μικράκι… Εἶναι καί τό γυάλινο ἁμάξι ἔξω!.. Ξέρω, ξέρω! Καί δέν ξεκόλλαγε τά μάτια της ἀπό τό πρόσωπό Του: Μή, γιέ μου, τό παίρνεις μακριά! Μόνε νά Σέ βλέπω…
Κι ὅπως ἕνας ξαφνικός ἀέρας ἄνοιξε διάπλατα τά τζάμια κι ὅρμησε ὥς μέσα ἡ ἀγριοπιπεριά, Αὐτός, ὁ Κύριος τῶν Οὐρανῶν, μέ διπλωμένο ἀναπαυτικά τό μπράτσο Του κάτω ἀπ’ τό λευκό της κεφάλι _ κι αὐτή νά Τοῦ λέει, νά Τοῦ τιτιβίζει χαρούμενα! – δρασκέλισε τό παράθυρο τεράστιος. Ἔλαμψαν μιά στιγμή ἀκόμα τά λευκά της στό Χέρι Του, κι ὕστερα τούς ἤπιε ὁ ὁρίζοντας, μαζί μέ τά τελευταῖα δειλινά σύννεφα καί πᾶνε…
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
Τά 7 τῆς Ἄρκτου (1972)
*