*
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΟΠΗΣ
Τρίτη ώρα μαθηματικά. Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Τις δύο πρώτες ώρες έκθεση μ’ εκείνη τη μαλάκω και τώρα μαθηματικά. Ο κύριος Νίκος μου ’χει πει θα με βοηθήσει. Κάθισε στο κενό του προχθές να μου εξηγήσει την άσκηση, αλλά και πάλι δεν κατάλαβα. Τι σκατά έχω στο κεφάλι μου;
Ο πατέρας μου πήγε το Σάββατο στην ενημέρωση στο φροντιστήριο. Είχε ένα ύφος εγκαρτέρησης. Στεκόταν προσοχή λες και τον είχαν σταματήσει οι μπάτσοι για έλεγχο στην εθνική. Και σαν ταπεινωμένος μού φάνηκε.
Θύμωσα μαζί του. Αυτός ρίχνει μπινελίκια στη δουλειά και δεν υπολογίζει κανέναν κι εδώ κάθεται λες και περιμένει στην ουρά στο συσσίτιο.
«Τι τους κοιτάς έτσι;» θέλω να του πω. Μα ύστερα ντρέπομαι που είμαι εγώ ο φταίχτης κι ας μην ξέρω το γιατί, αφού διαβάζω φέτος κι ας είναι όλα πουτάνα στο κεφάλι μου.
Όταν γυρίσαμε σπίτι με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που με προσπερνούσε. Κοίταζε κάτι στον τοίχο απέναντι. Εκεί που είχαμε παλιά μια φωτογραφία μου από το Νηπιαγωγείο μα εδώ και χρόνια υπάρχει μόνο ένα μικρό σημάδι. Μόνο από πολύ κοντά και αν το ξέρεις το βλέπεις. Λες να το βλέπει από τόσο μακριά;
«Όλοι οι καθηγητές σου μού έκαναν παράπονα. Δε διαβάζεις αρκετά. Άσε πια στο σχολείο. Εκεί δημιουργείς και προβλήματα. Τι θα κάνεις; Βλέπεις πόσο δύσκολα τα βγάζουμε πέρα με τόσα φροντιστήρια κι εσύ πέρα βρέχει».
Σ’ ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει παλιά, μια αγέλη λιονταριών κυνηγούσε επίμονα μια αντιλόπη, την κύκλωσε κι έπεσε επάνω της και την ξέσκιζε. Αυτή η εικόνα μου ήρθε. Τα δάκρυα του ζώου στα μάτια μου στάθηκαν μα ξάφνου οργή με κατέλαβε.
«Μιλάς εσύ; Λες κι εσύ διάβαζες στην ηλικία μου. Λες και σπούδασες.
Δεν πήγες καν στο Λύκειο. Άντε μου και στο διάολο όλοι σας».
Μπαίνω στο δωμάτιό μου. Ευτυχώς, ο αδελφός μου λείπει. Ψάχνω εκείνο το κάδρο από το Νηπιαγωγείο. Ένα γελαστό αγόρι, βέβαιο πως όλα πάνε καλά, όλα τα καταλαβαίνει, όλοι το καμαρώνουν.
Πού είναι εκείνο το αγόρι; Ξεθώριαζε η φωτογραφία του χρόνο με τον χρόνο. Το σχολείο ένα στρατόπεδο κι οι δάσκαλοι αξιωματικοί να δίνουν διαταγές ακατάληπτες.
Όλα πουτάνα μέσα μου. Τα δάκρυα της αντιλόπης μού πλένουν το πρόσωπο από τα αίματα καθώς ξεσκίζω με σιγουριά τα χέρια μου, το σώμα μου ολόκληρο. Λαχταράω να φτάσω στον άχρηστο εγκέφαλο κι ύστερα θα μασήσω με ηδονή την καρδιά.
~.~
Ο ΦΟΥΡΝΟΣ
«Καλημέρα, κυρία Γεωργία! Ο κύριος Βασίλης καλά»; της είπε η φουρνάρισσα. «Καλά καλά», απάντησε και βγήκε. Εδώ και τρία χρόνια δεν την έχει διορθώσει. Δεν της έχει πει ότι δεν τη λένε Γεωργία. Είναι δέκα μήνες, πες, που δεν της είπε ότι ο Βασίλης έφυγε και δεν ξέρει πού είναι. Αν το πει, θα πρέπει να μάθει ποια είναι η Μαίρη και ότι πονάει που δεν ξέρει το γιατί έφυγε ο Βασίλης.
Κράτησε σφιχτά τη φραντζόλα στο χέρι όπως κρατάς το κάγκελο της σκάλας που σε πάει κάτω στην άβυσσο. Να κόψει τη φόρα.
~.~
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Χτες βράδυ ονειρεύτηκε το παλιό του σχολείο. Το θρανίο, στην τρίτη σειρά, δίπλα ο Θανάσης. Στην έδρα, ο αγέλαστος καθηγητής των μαθηματικών. Στο διάλειμμα, μασουλώντας το τραγανό φύλλο μιας ζεστής τυρόπιτας κανόνιζε να πάει βόλτα. Ύστερα στο σπίτι, πεινασμένος να τρώει μακαρόνια με κιμά και να νευριάζει με τη γκρίνια της μάνας του. Ξαφνικά, εκείνη γύρισε και τον ρώτησε: «Γιατί γύρισες»;
Και τότε ξύπνησε. Με την ανήσυχη γεύση του «γιατί». Επειδή καθόταν στο θρανίο όπου τον είχαν βάλει, επειδή έκανε μαθηματικά με τον καθηγητή που του είχαν επιβάλει, επειδή έτρωγε το φαγητό που του είχαν μαγειρέψει. Τώρα, τόσα πολλά χρόνια μετά, πόσο λαχταρούσε όσα είχαν αποφασιστεί γι’ αυτόν! Το κουστούμι της ζωής του στα μέτρα και με τα χέρια άλλων ραφτάδων. Τώρα ψάχνει μόνος του μια θέση, για να στριμωχτεί κι όλες είναι πιασμένες. Έναν καθηγητή να του δώσει απαντήσεις αδιαμφισβήτητες και τα ζεστά μακαρόνια με κιμά που ζέσταιναν τα μέσα του.
Μάνα, δώσε μου πίσω τις βεβαιότητές μου. Είμαι γυμνός και κρυώνω.
~.~
ΣΤΟΝ ΤΡΙΤΟ
Η κυρία Μαίρη στον τρίτο, τα βράδια της Τετάρτης και της Παρασκευής βάζει σκούπα και μαζεύει από τις γωνίες του «ε» και του «ω» πάνω στα πλήκτρα του κινητού της κάτι σκόνες από μικρές καρδιές που βάζει επάνω τους τις Τρίτες και τις Πέμπτες. Σκουπίζει με επιμέλεια τα κενά. Αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα, σου λέει. Εκεί μαζεύονται οι πιο πολλές σκόνες και άντε μετά να τις μαζέψεις. Μα όταν τις μαζεύει, πάλι στενοχωριέται που μένουν άδεια τα κενά και κρυώνουν.
Μόνο τις Τρίτες και τις Πέμπτες είναι ζεστά, όταν αργά το βράδυ μετά το πλύσιμο των πιάτων, γράφει κρυφά με χτυποκάρδι το «ε» και το «ω» και ρωτά για τον έρωτα έναν Θοδωρή από την Ελευσίνα που θα έρθει λέει (εδώ και πόσο να δεις· θα είναι κοντά ενάμισης χρόνος) να την πάρει από τον τρίτο και μετά, λίγο πριν στρώσει στο λαιμό τις βαμβακερές πιτζάμες της, βγαίνει από μέσα της ένα γλυκό του κουταλιού κεράσι και κλείνει όλα τα κενά και γράφει με ένα κόκκινο σιρόπι «καληνύχτα» πάνω στην οθόνη. Από κάτω ως την άλλη εβδομάδα, θα γράφει «διαβάστηκε».
Ύστερα, έρχεται και ξαπλώνει δίπλα της ο κύριος Κώστας και τη ρωτά τι θα μαγειρέψει για αύριο. Τα παιδιά πεθύμησαν παστίτσιο.
~.~
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ
Κάθε απόγευμα, ο Γιάννης ανοίγει το βιβλίο των μαθηματικών. Κοιτάζει τους αριθμούς και του φαίνεται ότι φτιάχνουν ιστορίες. Να εδώ ένα 5 είναι ένας πολεμιστής με προτεταμένο όπλο που περιμένει πίσω από ένα συρματόπλεγμα που κάνει ένα Χ μπροστά του. Λίγο πιο πέρα ένα 9 κρύβεται κυρτωμένο κάτω από μια ρίζα. Βλέπει τους χαρακτήρες της ιστορίας μα δεν μπορεί να τη διαβάσει.
Οι συμμαθητές του είναι στο φροντιστήριο την ίδια ώρα. Τους λέει ότι κάνει ιδιαίτερο. Δε θέλει να πει ότι του το ξέκοψαν οι γονείς του ότι λεφτά για φροντιστήριο δεν υπάρχουν. Γελάει μόνος του με τη σκέψη. Μήπως δεν είναι αυτή η ώρα ένα ιδιαίτερο μάθημα στρατηγικής;
Στο σχολείο, τα πρωινά, κάθεται στο τελευταίο θρανίο και κρυφοκοιτάζει το κινητό του. Παρακολουθεί την αλλαγή των λεπτών. Όταν τον ρωτάνε οι καθηγητές, ζητάει να του επαναλάβουν την ερώτηση. Έτσι, για να κερδίσει χρόνο και ας ξέρει ότι δεν μπορεί να απαντήσει. Να νιώθει ότι έχει λόγο σε κάτι από όσα γίνονται γύρω του.
Το βράδυ, χαζεύει λίγο σε κανένα παιχνίδι. Δεν ξέρει αν θέλει να τρέξει ο χρόνος και να τελειώσει το μαρτύριο της τρίτης Λυκείου ή να κυλήσει αργά και να αργήσει η ώρα που θα βρεθεί μπροστά το τετράδιο των Πανελληνίων. Φοβάται ότι μέχρι τότε και οι τελευταίοι στρατιώτες του θα έχουν παραδοθεί.
Μερικές φορές, τα βράδια, πάει και κάθεται στην άκρη της λεωφόρου και χαζεύει τα αυτοκίνητα που τρέχουν. Φαντάζεται ότι είναι τα τανκς του. Μπαίνει μέσα σε ένα και όλος ο δρόμος γίνεται πεδίο μάχης. Αυτός απλώνει τους πολεμιστές του, τα 6 και τα 2 και τα αυτόματα όπλα του τα πλην και φτιάχνει μια ιστορία καταδική του που την καταλαβαίνει και την ορίζει. Και τότε μόνο νιώθει ότι ζει τη ζωή τη δική του την αληθινά δικαιωμένη και δίκαιη.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
~.~
*