*
Του Ηλία Μαλεβίτη, ευχετήριο
Ο μεταφραστής
I
Η ψυχή μου. Στη γυριστή φωνάζω, την παμπάλαια σκάλα·
εδώ, στο απόκρημνο το ανέβασμα εστιάσου,
απ’ τα σαθρά, ετοιμόρροπά σου μέλη πιάσου,
απ’ της απανεμιάς τα φωτεινά σινιάλα,
απ’ τ’ άστρο που τον μυστικό πόλο σού δείχνει·
άσε τις σκέψεις σου που σ’ έχουνε πλανέψει
κι έλα εδώ που ’χει τελειώσει κάθε σκέψη:
ποιος ξέρει σκότος και ψυχή να διακρίνει;
Ο εαυτός μου. Η αγιασμένη λάμα αυτή στα γόνατά μου
είναι η ίδια η αρχαία του Σάτο, πάντα αστράφτει
σαν τον καφρέφτη, πάντα κόβει σαν ξυράφι,
απ’ τους αιώνες άσπιλη στέκει μπροστά μου·
κι αυτό το ελάχιστο ανθοκέντητο μετάξι
που ’ναι στο ξύλινο θηκάρι τυλιγμένο,
απ’ την εσθήτα κάποιας αυλικής κομμένο
να την κοσμεί, να τη φρουρεί δεν έχει πάψει.
Η ψυχή μου. Γιατί λοιπόν πρέπει της φαντασίας η δίνη
σ’ έναν που ξέπεσε καιρό, να του θυμίζει
ό,τι τον έρωτα ή τη μάχη συμβολίζει;
Τη νύχτα σκέψου την προγονική, εκείνη
που όταν κανείς τ’ απατηλά τα λογικά του
που τον παρέσυραν τύχει και τα χλευάσει
κι αποστραφεί τη γη ανοιχτά, τον απαλλάσσει
απ’ το έγκλημα της γέννησης και του θανάτου.
Ο εαυτός μου. Ο Μοντασίγκι ο τρίτος του Οίκου το ’χει φτιάξει
πριν πεντακόσια τόσα χρόνια, ανθών στολίδια
σκάλισε πάνω του, δεν ξέρω ποια κεντίδια,
καρδιές πυρφύρινες – κι όλα τά ’χω χαράξει
πάνω στο σπίτι μου ετούτο το πυργίσιο,
ύπατα εμβλήματα της νύχτας και της μέρας,
και σαν ιππότης που βαδίζει προς το πέρας
διεκδικώ στερνή φορά να εγκληματήσω.
Η ψυχή μου. Τόση πληρότητα εδώ πέρα ξεχειλίζει
που όπως συρρέει μέσα στου μυαλού τη στέρνα
τυφλώνει ολότελα, βουβαίνει τον καθένα,
κι από το Δέον το Είναι πια δεν ξεχωρίζει
ούτε τον γνώστη απ’ το γνωσθέν· αυτή σε υψώνει
προς του Παράδεισου τη γη την πεπρωμένη.
Συγχωρεμένοι είναι μόνο οι πεθαμένοι,
μα όταν το σκέφτομαι η γλώσσα μου πετρώνει.
II
Ο εαυτός μου. Ο ζωντανός είναι τυφλός, μια στάλα πίνει.
Τι κι αν ακάθαρτο κυλά το κάθε αυλάκι;
όλα αν τα ζήσω απ’ την αρχή τι νόημα θα ’χει;
τα όσα χρειάζεται το νήπιο να υπομείνει·
του αγοριού τις τόσες τις ντροπές, την άγρια θλίψη
τα χρόνια εκείνα που το αγόρι σε άντρα αλλάζει·
τον πόνο του ανέτοιμου άντρα που στενάζει
γιατί τον έχει η απραγμοσύνη του συντρίψει.
Κι ο άντρας ο έτοιμος, που ζει μες στους εχθρούς του; –
Στ’ όνομα του τρανού Ουρανού, πώς να γλιτώσει
απ’ τη βρωμιά που έχει την όψη του αλλοιώσει,
απ’ τη στρεβλή εικόνα που στους οφθαλμούς του
μάτια κακόβουλα προβάλλουν και τον κάνει
ν’ αναρωτιέται μήπως είναι η αληθινή του;
Και τι καλό έχει τάχα η όποια διαφυγή του
αν τον τιμούν τότε που πια ο χειμώνας φτάνει;
Πρόθυμος είμαι όλα να τα ξαναζήσω
αν ήταν έτσι τη ζωή ξανά στο αυλάκι,
τυφλός που πιάστηκε με τους τυφλούς σε μάχη,
να την πετάξω σαν γυμνό γυρίνο πίσω.
Ή μες στου βούρκου του πιο γόνιμου τη δίνη,
την τρέλα εκείνη που γραφτό είναι να τσακίσει
όποιον μια αγέρωχη γυναίκα πολιορκήσει,
με την ψυχή του αν δεν συγγενεύει εκείνη.
Πρόθυμος είμαι ώς τις πηγές του ν’ ανατρέξω,
πίσω σε κάθε πράξη μου ή σκέψη εγώ να πάω,
τέτοιος ο κλήρος μου, και πια τον συγχωράω!
Όποιος τις τύψεις του μπορεί ν’ αφήσει απ’ έξω
με τέτοια γλύκα αμείβεται, αν μοιάζει εμένα,
που δεν κρατιέται, γέλια και σκοπούς θ’ αρχίσει,
τα πάντα γύρω μας μας έχουν ευλογήσει,
τα πάντα γύρω μας, δες, είναι ευλογημένα.
ΟΥΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, A Dialogue of Self and Soul (1933)
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης
*
*