*
του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ
«Η σωστή σειρά είναι καμιά. Το μάτι το τρίγωνο κι ο κύκλος στη μετόπη βρίσκονται σε συμβουλευτική αναλογία. Κάπως υπολογίζονται: η σοφία έχτισε τον οίκο της, κι ούτε ένα λοξό βλέμμα κατά ‘κει. Ένας Αφρικανός πλανόδιος πωλητής ξόανων έχει γείρει στο σκαλί με το κεσάτι του κι ένα εκτόπισμα τρυφηλότητας που δεν αναγνωρίζεται σε άλλη χρονολόγηση πέρα από εκείνη της πείνας και της ανέχειας όταν η μία αλληλοσπαράζεται με την άλλη για να υπάρξει έστω μια δόση νυχτερινού ύπνου από απαύδισμα. Το μόνο πράγμα που έχει διαβάσει στη ζωή του είναι τα ονόματα των ελάχιστων πόλεων που έχει γνωρίσει όταν αναβόσβησαν ή πέρασαν συρμικά στον φωτεινό πίνακα κάποιου σιδηροδρομικού σταθμού. Δεν είναι όμως ένας άτιμος των λέξεων, ξέρει να προφέρει τα ονόματα ορισμένων πόλεων αποδοτικά προς τη σημασία τους, δεν διαθέτει φαντασιοπονίες, γερές δόσεις πηγαίου σκεπτικισμού με ιδρυματικά νύχια και δόντια, που μετατρέπουν κάθε άσκοπη αιτία σε κοινωφελή σκοπό». Αυτό είτε θα μπορούσε να πεταχτεί είτε να παρατεθεί εδώ∙ επέλεξα να κάνω το δεύτερο, έτσι όπως το είδα, σχεδόν ξεθωριασμένο να κείται στο συρταρωτό καπάκι ενός κουτιού από εγγλέζικα τσιγάρα που κάποτε κάπνιζα.
Ο καφές και το στραβέκιο με τις δυο-τρεις τους γουλιές πέφτουν μέσα μου με μια σοφία που υπερτερεί εκείνης της πρόσδοσης νοήματος και καλοσυνταγμένης μακροημέρευσης.
Το άνοιγμα, όπως όλα τα ανοίγματα, είναι κλειστό, κι αυτό της chiesa di Santa Maria Maddalena στη Βενετία, μαζί με τα παρακείμενα σοκάκια, κάποτε ήταν για ‘μένα –που γνώριζα πώς και γιατί κλείνονταν τα ανοίγματα, πώς και γιατί κάθε κλείσιμο ανοιχτού πράγματος ήταν πιο σημαντικό από το ίδιο το άνοιγμα, μα όχι απ’ το οριστικό άνοιγμα κάθε νέου ανοίγματος– το πιο σημαντικό σημείο της πόλης. Περιφέρθηκα άσκοπα εκεί πριν από πολλά χρόνια, είκοσι οκτώ το νούμερο, γνωρίζοντας μονάχα λίγη από ‘κείνη τη θεσπέσια σκοτεινιά σε κάποιες σκηνές της ταινίας Το βενετσιάνικο πουλί.
«Καταφθάνουν καρφί από κάποιο αποσβόλωμα, καθένας με το κεφαλοδοχείο του σε θέση περίβλεπτη, με το κεφαλοκλείδωμά του επιδέξια εκτελεσμένο, μαζί με ό,τι μπορούσε μέσα στον παραλογισμό του ν’ αποσπάσει σπαρταριστό βγάζοντάς το με αγωνία και υπολογισμούς της τελευταίας στιγμής μέσ’ από μια απύθμενη στενοχώρια που τού δυσκολεύει τη ζωή κάθε φορά που αναγκάζεται ν’ αναλογιστεί τη ζωή με όρους συνθηκολόγησης». Χιλιοστά πιο πέρα και γραμμένη σε ανωφέρεια κατά μήκος του άκρου της σκισμένης σελίδας, γράφει, «συνέχεια στη σελίδα 4, με το νούμερο κλεισμένο σε κύκλο που το ένα του άκρο κατσαρώνει, κι αυτό κατά μήκος του άκρου της σελίδας, όμοιο με νεανική μουνότριχα. Τα τεμπελόσκυλα τρώγονται με το μέσα τους, διεκδικούν ό,τι έχουν μέσα τους, ξεχαρβαλώνονται και ξαναφτιάχνονται όπως ήταν, όπως υπήρξαν, διάδοχοι των εαυτών τους – αναφωνώντας και τίποτα σημαδιακό κάθε φορά που νιώθουν σαν πρωτεργάτες σ’ ένα μαρτυρικό μονοπάτι.»
Από κάτω: «(ο) χρόνος περνά με ριξιές – τ’ ανεπίσκεπτα ενός κόσμου – . Αν θα περίσσευε κάτι μετά από δεκαετίες θα ‘ταν να έβρισκα τον εαυτό μου ακόμη εδώ παρέα με τον εαυτό του και τους πολυσύνθετους μετασχηματισμούς τους. Να προετοιμάζονται, να αποτελειώνονται με τις αλλαγές που τότε συντελέστηκαν. Υπάρχει σύμβολο στο οποίο εντυπώνεται το πραγματικό; Υπάρχει πραγματικό που να μην αντιβαίνει στο αληθινό; Ξεκίνησα και τελειώνω με λόγο τέχνης ανθρώπου όχι με τέχνη λόγου ανθρώπου. Δεν προσδόκησα, δεν θέλω να προσδοκήσω. Είμαι με το πρόβλημα. Είμαι το πρόβλημα. Ποιος απ’ όλους, τριγύρω, έσπευσε να γράψει πιο γρήγορα και πιο πιεστικά απ’ όσο έτρεξε κάποτε να βρει μέρος ν’ αδειάσει επειγόντως τη φούσκα του σ’ ένα άπλετο, πολυσύχναστο μέρος δίχως παροχή τουαλετών; Κι όμως δεν πρόκειται για αστειογράφημα. Τι διάολο, δεν πέρασε ούτε μέρα απ’ τα σκαρφίσματα του Μπουαλώ;»
Άλλο ένα κακό παράδειγμα που γεννήθηκε τη μέρα της εκδίκησής του από εισοδήματα διαφθοράς, κίβδηλων προσχημάτων∙ ισχυρίστηκε κάτι, το πήρε πίσω, το ισχυρίστηκε ξανά. Κατόρθωσε στην εντέλεια ασχολίες για τις οποίες μετανιώνει κανείς πικρά. Από το μέτρο ως το όριο. Στην Calle al Ponte de la Guerra κατάλαβα πως την είχα σκαπουλάρει. Από το όριο ως το μέτρο και πιο πέρα. Το βλέμμα μου σταματά σ’ ένα αραιό σημείωμα: «άτμητη ποίηση ενύπαρκτη στο υπερβατικό χάσμα, συνεπώς το χάσμα που είναι αιτία της, είναι και δική μου αιτία, αποτινάζει κι αποτινάζεται, μα όχι λόγω κάποιας αρέσκειας για την οποία δεν απαιτούνται παρά σηκώματα μετά από απανωτά σωριάσματα: το ξανασκέφτομαι, αναλήψεις μετά από αντιλήψεις».
Όπως οι πουριτανοί μετά τα κουραστικά έως και φρικτά τους ταξίδια στη θάλασσα έπιαναν στεριά κι αμέσως έπεφταν στα γόνατα για να δοξάσουν τον Πανάγαθο, οι σύγχρονοι εξιδανικευτές μετά από κάθε κειμενικό τους κατόρθωμα, λυτρωμένοι απ’ το ιδανικό του φιλόξενου τελικού λιμανιού πέφτουν στα γόνατα και δοξάζουν την επιτυχημένη διανοητική τους αποικία. Πρόδρομοι, λες, της απεξάρτησης από την ανθρώπινη καταδίκη – άντε να γελάσουν με την ψυχή που έχουν, άντε ν’ αποδεχθούν το παράδειγμα που οι ψυχές τους δίνουν.
Αυτοί οι ταξινόμοι αποκτημάτων, εκφυλισμένοι λόγω της φύσης της ειδικότητάς τους, δεν μπορούν να φανούν έστω έμμεσα χρήσιμοι σε οτιδήποτε, περισσότερο από τα μέλη της Αμερικανικής Εταιρίας Γουναρικών του 18ου αιώνα ή από τους πρώτους ταξιδευτές που βάλθηκαν να γυρίσουν τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή ο κόσμος γύριζε από μόνος του. Παντού, το τονίζω, παντού, βλέπω ανθρώπους που η εκπαίδευσή τους έχει ολοκληρωθεί προτού ολοκληρωθεί η ιστορία τους.
Mόνο ο απολύτως αναφομοίωτος γίνεται απολύτως αφομοιωτικός, οποιοσδήποτε άλλος καταπέφτει στον ερεβώδη εξευτελισμό της ενασχόλησης με τα τρωτά και τα άτρωτα της μνήμης.
Από το κίνητρο ως την τεχνοτροπία μεσολαβεί, επίσης, κάποιος άνθρωπος με ζήτημα, όχι μια ακαθόριστη επίγνωση περιστασιακού δέους για ό,τι μπορεί να υποφώσκει στη σκοταδιά ενός αυταπόδεικτου ισχυρισμού – δεν επιστρέφουν, εξάλλου, όλοι οι εθελοντές και η δίψα που θα σου προκαλέσει μια ωριαία συζήτηση μ’ έναν άγνωστο μπορεί να είναι ισχυρότερη από τρεις μέρες άνυδρης πορείας στην έρημο.
Ξανασκέψου, στους εξωτερικούς σου θόλους, ή τροχοδρομώντας στον βομβαρδισμένο από ανθρωπιστικούς θετικισμούς διάδρομο απογείωσης της διάνοιας, ποιος και γιατί χολοσκάει για κάτι τόσο προσβλητικό όσο η προέλευση. Είναι η δεύτερη, εάν δεν κάνω λάθος, φορά, που έχασα τον ειρμό μου για χάρη αυτής της υπόμνησης. Μου φάνηκε πως διέκρινα απρόσμενα το περίγραμμα ενός προφίλ να πλησιάζει, σχεδόν απόκοσμα, το κείμενο.
Μόλις άφησα τη Βενετία που την επισκέφθηκα ξανά μετά από πολλά, όπως προανέφερα, χρόνια κι έφτασα στη δεύτερη βάση μου, την οποία επισκέφθηκα ελάχιστες φορές μέσα στην τελευταία δωδεκαετία. Είμαι ξαπλωμένος στη βαριά, λευκή πτυσσόμενη ξαπλώστρα πλάι στις βιβλιοθήκες που καλύπτουν έναν από τους δύο μεγάλους τοίχους του δωματίου, τακτοποιώ σημειώσεις από ταξίδια της περασμένης εικοσιπενταετίας, ή εικοσιοκταετίας∙ μέγα ψέμα, δημιουργώ περισσότερη αταξία προσθέτοντας νέα σημεία και τέρατα.
Γράφω ξανά με μολύβι, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα που η λέξη «ξανά» θ’ αποκτήσει νόημα μόνο απ’ τον τρόπο με τον οποίο ο γραφίτης αφήνει το στίγμα του πάνω στην πίσω όψη ενός παλιού ταξιδιωτικού δελταρίου. Μιμούμαι το ύφος γραφής που με διακατείχε εκείνη την εποχή. Στέκομαι εμπόδιο.
Το να παρατηρεί κανείς από τόσο κοντά τις πολύχρωμες, μονόχρωμες, χάρτινες ή δερμάτινες ράχες αμέτρητων βιβλίων φέρνει σε προνόμιο. Η ξαπλώστρα παράγει έναν ήχο που μοιάζει με τρίξιμο φωτιάς κάθε φορά που στηρίζομαι στο δεξί μπράτσο. Αποκαΐδια μιας Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης που δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή. Κι ίσως ποτέ να μη γίνει.
Είμαι του βγαλμένου σκασμού. «Η πολυφωνία δεν αποτελείται από πολλές φωνές μα από φωνές μεταξύ τους εντελώς διαφορετικές», το σώζω κι αυτό απ’ το παλιόχαρτο πάνω στο οποίο ήταν σημειωμένο. Περιεργάζομαι τον σκάρτο κύκλο με τις υπόλευκες πέτρες γύρω απ’ τη ρίζα ενός θαλερού ιβίσκου, το χώμα κατάμαυρο και υγρό. «Αυτός που φαντάζεται την αλήθεια δεν μπορεί να είναι αυτός που ζει την αλήθεια: καθετί αριστουργηματικό δεν αποτελεί ατέλεια ώστε να αποφεύγεται μ’ αυτό μια ολική συμφόρηση μα επειδή το αριστούργημα δεν οδηγεί τον αναγνώστη στη θεμέλιο λίθο ενός αποκαλυπτικού κόσμου μα, αντιθέτως, στο χείλος του τρόμου, της αφωνίας, όπου κάθε σημασία, κάθε ερμηνεία, αποδεικνύεται πενιχρή μπροστά στο απανθρώπως απόλυτο». Αυτό το αντέγραψα εσπευσμένα από μια διπλωμένη σελίδα δίχως γράμμωση που βρισκόταν κρυμμένη σ’ ένα τσίγκινο κουτί με παλιούς αναπτήρες, λες και χρειαζόταν πράγματι να βιαστώ να το δω καθαρογραμμένο προτού εξαλειφθεί από την ανάγνωση που έπεσε πάνω του ίδια με οξειδωτικό φως.
Κρατήθηκα ζωντανός λόγω αφάνειας, μυστικότητας. Η πορεία μου στον τομέα ακατάπαυστη. Η περιπέτειά μου εκτός τομέα επερχόμενη. Αν είναι δικό σου το προφίλ που απρόσμενα πλησίασε εδώ, δέξου τα όλα ως έχουν αλλιώς δεν διαβάζεις τίποτα, υπάρχει ένα μέρος του εαυτού σου που, κάποια στιγμή, πρέπει να τ’ αφήσεις να κάνει τη δουλειά του ενάντια στο συμφέρον σου.
Η ηλικιωμένη που διατηρεί την πανσιόν, τα τέσσερα δυάρια που βλέπουν πλαγίως στη θάλασσα, μόλις κατέβρεξε τα πάντα, έρχονται οι γάτες για να ξαπλώσουν και φεύγουν ενοχλημένες. Μικροί σβόλοι λάσπης έχουν εκτιναχθεί στην άκρη του στενού δρόμου που παραμένει στη σκιά των ψηλών δέντρων μέχρι το απόγευμα. Μοιάζει με ιδιωτικό πέρασμα σκέψεων. Με έλξη που στη μέση της απόστασης αποφασίζεις να μην ακολουθήσεις. Προτιμάς να δεις κάποιον να περνά, αθόρυβα μέσα στο μεσημέρι, έχοντας στο πρόσωπό του μια έκφραση που υποδηλώνει εκείνη την πρόσκαιρη ικανοποίηση απ’ τη δροσιά και την αίσθηση καταδεκτικής γαλήνης που αυτόματα νιώθει. Ο φλοίσβος της θάλασσας ακούγεται λες και περνά μέσ’ από ένα μπιτόνι που επιπλέει στ’ ανοιχτά. Στην άκρη της σχισμένης τέντας παίζεται το βουβό φιλμ της ιστορίας ενός ακρόκλαδου με καμιά δεκαριά κονδυλόσχημα φύλλα. Πρώτη φορά συλλαμβάνει το βλέμμα μου μύγα πάνω σε λευκή πεταλούδα. Σκέφτομαι έντονα εκείνον τον ψυχο-διανοητικό κραδασμό στα Fondamenta degli Arsenalotti.
Όλα αυτά βρήκαν μέσα μου τον τελικό τους σκοπό, ή κατέληξαν απολειφάδια μιας διεισδυτικής περασιάς που τώρα ανακατεύονται με μυρωδιά από τσιγαριστά κρεμμύδια και ντομάτα, με τον τρόπο που κολλούσε στα σοκάκια της Βενετίας το πουκάμισο πάνω στον ιδρώτα της πλάτης μου κι αργότερα σαν βράδιαζε και δρόσιζε σχηματίζονταν πάνω στο μαύρο ύφασμα ονειρικές αλατώδεις χαρτογραφίες – στα σοκάκια που περπατά κανείς μία ώρα και είναι λες κι έχει περπατήσει μια ολόκληρη μέρα, χάνεται και δεν θέλει να βρεθεί, βρίσκεται και θέλει να χαθεί και πάλι.
Σ’ αυτή την αδυσώπητη ευζωία, είναι η διαδικασία αποπομπής προς τα εκεί που μού έρχεται γάντι ή η αποφασιστικότητά μου να τη συνεχίζω με ό,τι απομένει; Γλίτωσα απ’ το αίτιο μέσω της συνέπειας που προκάλεσε μα, ώρες-ώρες, σκέφτομαι ότι μπορεί να έχω πιαστεί στη φάκα της παράλογης λαχτάρας που συντονίζει σχεδόν ανάρμοστα και τα δυο. Δεν θυμάμαι να διαφώνησα ποτέ με το πως «ουδείς μπορεί να γράφει διαρκώς» όμως μέχρι σήμερα εξακολουθώ να πιστεύω πως μπορεί κανείς να γράφεται διαρκώς.
Πράξεις μιας ακόλουθης πράξης. Προς τι η πρόκληση ενός επιπλέον ζητήματος ζωής και θανάτου; Η υφήλιος εφ’ όρου κρίσης, η ζωή εφ’ όρου εξαίρεσης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Ιούλιος 2022
*