*
Στον πατέρα του, Λοντοβίκο
Ρώμη, 27 Ιανουαρίου 1509
Πολυαγαπημένε μου πατέρα – έλαβα σήμερα το γράμμα σου και μόλις ξεδιάλυνα το νόημά του ταράχτηκα σφόδρα. Δεν αμφιβάλλω στιγμή ότι ανησυχείς και τρομάζεις περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Θα χαρώ αν μου πεις τι νομίζεις ότι μπορεί να σας κάνει η γυναίκα εκείνη*, ποιο είναι το χειρότερο δηλαδή που μπορεί να πετύχει, αν κινήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της. Τίποτα άλλο δεν μπορώ να σου πω. Με αναστατώνει ν’ ακούω πως είσαι σε τέτοια κατάσταση φόβου. Γι’ αυτό, σου συνιστώ να προετοιμάσεις καλά την άμυνά σου, ζητώντας την κατάλληλη συμβουλή, κι ύστερα να πάψεις πια να το σκέφτεσαι. Γιατί και στην περίπτωση που εκείνη σου έπαιρνε ό,τι έχεις και δεν έχεις, δεν θα σου έλειπαν οι πόροι να ζήσεις, μήτε οι ανέσεις, ακόμη κι αν δεν είχες άλλο στον κόσμο από μένα. Ώστε αναθάρρησε.
Εγώ ζω πάντα σε μεγάλη αβεβαιότητα, γιατί είναι χρόνος τώρα που δεν έχω δει δεκάρα τσακιστή απ’ αυτόν τον πάπα**, κι ούτε του ζητάω και τίποτα, επειδή η δουλειά μού φαίνεται να μην προχωράει έτσι όπως θά ’θελα. Κι οφείλεται αυτό στη δυσκολία του έργου αλλά και στο ότι δεν είναι το επάγγελμά μου. Έτσι χάνω τον χρόνο μου άπραγος. Είθε ο Θεός να με βοηθήσει. Αν έχεις ανάγκη από χρήματα, πήγαινε στον έφορο, βάλ’ τον να σου μετρήσει δεκαπέντε δουκάτα και πες μου τι απομένει.
Εκείνος ο ζωγράφος ο Γιάκοπο που έφερα στη Ρώμη, έφυγε πάλι πρόσφατα· και αφού μεμψιμοιρούσε εις βάρος μου ήδη εδώ, λέω πως θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο και στη Φλωρεντία. Κλείσε τ’ αφτιά σου και μην ασχοληθείς! Γιατί είχε άδικο χίλιες φορές και είμαι εγώ εκείνος που έχει κάθε λόγο να διαμαρτύρεται για δαύτον. Κάνε επομένως σαν να μην υπάρχει. Πες τού Μπουαναρρότο ότι θα του απαντήσω άλλη φορά.
Την εικοστή έβδομη ημέρα του Ιανουαρίου
ο Μικελάντζελό σου από τη Ρώμη
* Η χήρα του Φραντσέσκο, αδελφού του πατέρα του Μ.Α., με αγωγή της κατά του κουνιάδου της ζητούσε να ανακτήσει την προίκα της.
* * Στην πραγματικότητα, ο Μ.Α. είχε λάβει τα πρώτα 500 δουκάτα της αμοιβής του για την Καπέλλα Σιστίνα ήδη οχτώ μήνες νωρίτερα, στις 10 Μαΐου 1508.
~ . ~
Στον αδελφό του, Τζιοβανσιμόνε
Ρώμη, [ Ιούνιος 1509 ]
Τζιοβανσιμόνε! – Λένε πώς ο αγαθός αν του φερθείς καλά βελτιώνεται, ο αδιόρθωτος όμως γίνεται χειρότερος. Χρόνια τώρα σε παρακινώ, με τον καλό τον λόγο και τις πράξεις, να ζεις ενάρετα και μονιασμένα με τον πατέρα σου κι εμάς, όμως εσύ όσο πάς γίνεσαι και χειρότερος. Δεν λέω ότι είσαι αδιόρθωτος, όμως πορεύεσαι με τρόπο που ούτε εμένα ούτε τους άλλους πια ευχαριστεί. Κατεβατό ολόκληρο μπορώ να σου γράψω για τη διαγωγή σου, μα θα ‘ταν λόγια ανώφελα, όσο ό,τι σου έχω πει ίσαμε τώρα. Εν συντομία, θέλω μόνο να σου ξεκαθαρίσω ένα πράγμα – ότι δεν έχεις τίποτα στον κόσμο δικό σου. Τα έξοδά σου και τη στέγη πάνω απ’ το κεφάλι σου σου τα παρέχω εγώ, και σού τα παρέχω εδώ και κάμποσο καιρό για την αγάπη του Θεού κι επειδή πίστευα ότι είσαι αδελφός μου όπως οι άλλοι. Τώρα όμως ξέρω ότι δεν είσαι αδερφός μου, γιατί αν ήσουν δεν θ’ απειλούσες τον πατέρα μου. Αλλά εσύ είσαι κτήνος και σαν κτήνος θα σου φερθώ! Άκου καλά τι θα σου πω: όποιος αποτολμά ν’ απειλήσει ή να σηκώσει χέρι στον πατέρα του, βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του. Έως εδώ λοιπόν! Σου επαναλαμβάνω ότι δεν σου ανήκει τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Και ότι στην πρώτη άσχημη είδηση για λόγου σου θα έρθω γραμμή στη Φλωρεντία. Και τότε θα σου δείξω εγώ τα λάθη σου και θα σου μάθω να εξανεμίζεις το βιος σου και να βάζει φωτιά στα σπίτια και τα κτήματα που δεν απόκτησες με τη δουλειά σου. Η θέση σου δεν είναι αυτή που νομίζεις! Αν μ’ αναγκάσεις να επιστρέψω, θα σε κάνω να χύσεις δάκρυα πικρά και να καταλάβεις καλά σε τι θεμέλια στέκει η έπαρσή σου.
Σ’ το ξαναλέω. Αν πάρεις το σωστό τον δρόμο και τιμάς και σέβεσαι του λοιπού τον πατέρα σου, θα σταθώ δίπλα σου όπως στέκομαι και στους άλλους. Και θα κοιτάξω να αποκτήσετε σύντομα ένα κατάστημα καλό. Αν όμως δεν το κάνεις, θα έρθω και θα βάλω τα πράγματα σε μια σειρά όπου θα δεις καθαρά και ξάστερα τι είσαι και τι έχεις και δεν θα το ξεχάσεις ποτέ πια. Αυτά. Στο εξής, όπου δεν πιάνει ο λόγος μου, θα μιλάω με πράξεις.
Μιχαήλ Άγγελος, Ρώμη
Δεν κρατιέμαι να μην σου γράψω λίγες γραμμές ακόμα. Δώδεκα χρόνια τώρα περιπλανιέμαι σαν τον επαίτη σ’ όλη την Ιταλία, ανέχομαι κάθε προσβολή, υπομένω κάθε στέρηση, εξαντλώ το σώμα μου σε κάθε λογής κόπους, βάζω τη ζωή μου σε κίνδυνο μόνο και μόνο για την οικογένειά μου· και το ότι τώρα, που ανεβήκαμε λίγα σκαλιά, έρχεσαι εσύ να τα σωριάσεις όλα και να γκρεμίσεις μες σε μια ώρα όλα όσα έχτισα με τόσα χρόνια σκληρής εργασίας, μα τον Χριστό, δεν θέλω να το ζήσω! Με μύριους ομοίους σου θα τα βάλω αν χρειαστεί! Κάτσε λοιπόν καλά και μην εξοργίζεις έναν άνθρωπο που έχει ήδη πολλούς μπελάδες στο κεφάλι του.
~.~
Στον αδελφό του, Μπουοναρρότο
Ρώμη, 17 Οκτωβρίου 1509
Μπουοναρρότο – έλαβα το εμπόρευμα*· είναι καλό μα όχι αρκετά για πώληση αφού θ’ άφηνε λίγο κέρδος. Έδωσα του παιδιού πέντε ασημένια νομίσματα αλλά δύσκολα θα τα πάρω πίσω. Στο τελευταίο σου γράμμα λες ότι ο Λορέντσο** θα περάσει από τη Ρώμη και να τον καλοδεχτώ. Δεν ξέρεις μου φαίνεται πώς ζω εδώ πέρα. Όμως ετούτη τη φορά σε συγχωρώ και θα κάνω ό,τι μπορώ. Ακούω ότι ο Τζισμόντο*** θέλει να έρθει εδώ να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του. Πες του να μη λογαριάζει σε μένα. Τον αγαπώ βέβαια σαν αδελφό, αλλά δεν μπορώ να τον βοηθήσω διόλου. Χρέος δικό μου είναι να κοιτάζω τον εαυτό μου, όχι τους άλλους, αφού δεν τα βγάζω πέρα ούτε με τις δικές μου ανάγκες. Ζω εδώ πέρα υπό διαρκή πίεση και με μεγάλες σωματικές στερήσεις, δεν έχω ούτε έναν φίλο και ούτε και θέλω να έχω. Δεν έχω καν τον καιρό να τρέφομαι σώστα και γι’ αυτό δεν θέλω ούτε ν’ ακούω για νέα βάρη, δεν είμαι σε θέση μήτε ουγκιά παραπάνω να σηκώσω.
Όσο για τη δουλειά, φροντίστε να είστε επιμελείς. Χαίρομαι που ο Τζιοβανσιμόνε τα πάει καλά. Κοιτάξτε πώς με μέσα θεμιτά θ’ αυξήσετε το κεφάλαιό σας ή έστω πώς να διατηρήσετε όσα έχετε, ωσότου αργότερα να δοκιμάσετε κάτι πιο φιλόδοξο. Ελπίζω, βλέπεις, ότι μέχρι να επιστρέψω θα τα ’χετε καταφέρει να σταθείτε στα πόδια σας, άμα δουλέψετε σκληρά. Πες του Λοντοβίκο πως δεν του απαντώ γιατί δεν βρίσκω καιρό και μην απορείτε όταν δεν το κάνω.
Μιχαήλ Άγγελος, γλύπτης
* Ο Μπουαρρότο εμπορευόταν μαλλί. Στο χειρόγραφο «pane», ψωμί, ίσως «panno», ύφασμα.
** Λορέντσο Στρότσι, Ιταλός αββάς, μετέπειτα καρδινάλιος, από την μεγάλη φλωρεντινή οικογένεια των Strozzi.
*** Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε τέσσερα αδέλφια, τους Λιονάρντο, Μπουοναρρότο, Τζιοβανσιμόνε και Τζισμόντο. Ανάμεσά του ήταν ο δεύτερος πρεσβύτερος.
~ . ~
Μετάφραση-Σημειώσεις ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
~ . ~
*