*
του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ
1.
Όχι για να ’χουμε να λέμε
Η Ιστορία της λογοτεχνίας ως συγκλονισμός, επιφέρει -καθώς δεν αποτελεί παρά απόηχο ορισμένων συναινετικών παραδοχών ή αντιθέσεων- τόσο την ανάγκη νέων διαθηκών όσο και νέων εμπειριών, μα ορισμένες φορές και την αναγκαιότητα απόρριψης μέρους αυτού που ονομάζεται παραδομένο υλικό.
Νέες κρίσεις, νέες αποκρίσεις. Οι τεχνολογίες, η θρησκεία του Τύπου, παίζουν και αυτές ρόλο, πρωτίστως δε όταν δεν έχουν να κάνουν, ή ακόμη κι όταν έχουν να κάνουν, με κάποιον, ειδικά προσαρμοσμένο στις πραγματικές τους βλέψεις, σκοπό.
Εκσυγχρονισμός, η πώληση της πληροφορίας, η διαφήμιση. Η διαχείριση των παγκόσμιων προσωπικών δεδομένων, των ατομικών πληροφοριών, είναι η πολιτική του μέλλοντος. Η μονότονη έκφραση μίας παγκόσμιας είδησης που ανανεώνεται από τις εκκλήσεις για ένα ακόμη τεχνολογικό ή πληροφοριακό θαύμα, οδηγεί σε αδιάκοπη επανάληψη των επτά θαυμάτων των επτά ημερών επί παραγγελία.
Με τα παραπάνω περιγράφεται επαρκώς το σήμερα μα και η χρονική έκταση του εικοστού αιώνα, καθώς και το ενυπάρχον υλικό των περισσότερων, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, τάσεων της λογοτεχνίας.
Την περίοδο των δύο πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο Τύπος ξεκίνησε να αποδεικνύει την ισχύ και την αντοχή του απέναντι στο βιβλίο, απέναντι στη μικρή και στη μεγάλη αφήγηση, απέναντι στην ποίηση, εμφυσώντας ταυτόχρονα στη λογοτεχνική γραφή τα ειδοποιά του γνωρίσματα. Οι υποβολές παρουσιάσεων και προγνώσεων ξεκίνησαν να απολαμβάνουν τα κέρδη της «λογοτεχνικής» τους εμπορευματοποίησης.
Μία, ποσοτικά διόλου ευκαταφρόνητη, μερίδα των μοντερνιστών, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν, λησμόνησαν εντελώς να αποδοθούν. Αυτό τεκμηριώθηκε έκδηλα στα έργα πολύ γνωστών λογοτεχνών, οι οποίοι, από αισθητικής και περιεχομενικής πλευράς, έπαιξαν το παιχνίδι της λεγόμενης «αντεστραμμένης πυραμίδας», της γλώσσας των αρθρογράφων, τουλάχιστον όσον αφορούσε την ηθική εγγύτητα και την ιστορική συνέπεια των κειμένων τους.
Ο μοντερνισμός, όπως έχω προηγούμενα σημειώσει σε άλλο κείμενο, καταγράφηκε με τις όποιες εισαγωγικές εμφανίσεις, μα τεκμηριώθηκε από τους λογοτέχνες που κατάφεραν να θέσουν σε λειτουργία τα μοντερνιστικά ιδεώδη, και όχι απλώς να τα θέσουν ως ρητορικά ερωτήματα μέσα στο έργο τους. Ή, έστω, μη ανατρέχοντας στο τέλος των πεζογραφημάτων ή των ποιητικών τους συνθέσεων, στην αρχική ματαιότητα και στην παγίδα του υποτιθέμενου πρωτόγνωρου καλειδοσκοπικού κατακερματισμού της νεότερης ανθρώπινης Ιστορίας και διάνοιας.
Ο άνθρωπος μα και ο άνθρωπος εμφανίστηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα όπως και στον εικοστό πρώτο αιώνα: αδαής και πρωτόγονος.
Αυτός ο λίαν συμπαθής και εύκολα αποδεκτός μοντερνισμός, λειτούργησε ως παρελκόμενος Τύπος, και εξέπνευσε (αδιανόητες πωλήσεις αντιτύπων, καθολική κριτική απορρόφηση, Νόμπελ, κ.τ.λ.) ως τέτοιος. Την ίδια περίοδο υφίστατο μία, τότε σκιώδης, σήμερα εμφανής, εύνοια, προς τη φιλική για τους προσκαιρινούς ισχυρισμούς, «λογοτεχνία» και παράλληλα ένας βάναυσος υποσκελισμός της λογοτεχνίας η οποία δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις, δεν την απασχολούσε η ετικέτα προέλευσης, δεν μασούσε τα λόγια της. Ισχυρισμός και λογοτεχνικότητα ενάντια στο περιεχόμενο και την δημιουργία. Η κόντρα ετούτη όχι μόνο δεν έχει πάψει στις μέρες μας, μα αντιθέτως, έχει εξασφαλισμένη την πολεμική της ως «αρετή» η οποία βάλλει κατά του οργανικού λόγου, στην προσπάθειά της να τον εκτοπίσει δια παντός από τον χώρο της λογοτεχνίας. Σκοπός και πόθος του διφυούς «ισχυρισμός και λογοτεχνικότητα» ήταν και είναι να παταχθεί η δημιουργία ώστε να επικρατήσει η έκθεση.
Στις μέρες μας αυτό το φαινόμενο επαναλαμβάνεται, πιο σαρωτικά, ενισχυμένο πια με λογοτεχνικές αποβλέψεις οι οποίες υπερέχουν της λογοτεχνικής σημασίας. Η προηγούμενη φράση, είμαι πεπεισμένος πως θα χρειαστεί να επαναλαμβάνεται συχνά.
Ένας από τους απτόητους εκείνης της εποχής, πιθανώς ο πιο σημαντικός, ήταν ο Μπλαιζ Σαντράρ. Ο Σαντράρ που προέκτεινε το βάθος της γραφής και το μετέτρεψε σε ύψος, ο Σαντράρ που ξεμπρόστιασε την αφήγηση, ο Σαντράρ που αποκάλυψε μία, μέχρι πρότινος, απόκρυφη ποιητική διαχρονικότητα, η οποία δεν αναζητούσε λύσεις, αποτελούσε λύση.
Ο Σαντράρ δεν παραβίασε ανοιχτές ή μισάνοιχτες πύλες πιστεύοντας πως ένας ορισμός του απολεσθέντος «κέντρου» θα μπορούσε να αποκαταστήσει το ανθρώπινο δράμα. Ήταν ένας ποιητής που δεν ήρθε για να δώσει, αλλά για να δοθεί.
Παρίσι 2/3/2015
2.
Αναδιοργάνωση στη Λεωφόρο Σαιν Μισέλ
Αγαπητέ φίλε, μία τροπή άλλαξε μερικώς το κείμενο για το οποίο σου είχα μιλήσει. Ξανασκύβω από πάνω, αρνούμενος να επισυνάψω για εκείνη την εργασία υστερόγραφο, γιατί δεν είμαι αγνώμων στις μέρες:
Πριν από οκτώ χρόνια κατηφόριζα τη λεωφόρο Σαιν Μισέλ, ερχόμενος από το Μονπαρνάς με κατεύθυνση τη συμβολή της λεωφόρου με τον Σηκουάνα. Χιόνιζε ενώ τα πάντα ήταν ήδη σκεπασμένα με χιόνι. Τα άλογα της Φονταίν Ντε Λ’ Ομπζερβατουάρ ήταν εγκλωβισμένα σε κρυστάλλους και σταλακτίτες. Περπατούσα στην αριστερή πλευρά και το τσιγάρο μου καιγόταν με δυσκολία σαν κατεψυγμένο μαρούλι.
Τα πόδια μου έτρεμαν από την παγωνιά. Η ώρα πλησίαζε τη δέκατη πρωινή μα η κίνηση στους δρόμους ήταν περιορισμένη. Τα δέντρα κατάμαυρα, γλαφυρά, ανάμεσα στα απαθή, στρογγυλά, χαλαρά φώτα πίσω από βιτρίνες και τζάμια.
Βλέπω, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, πως κάθε απόπειρα περιγραφής του κέντρου του Παρισιού αποβαίνει μοιραία σε διαφήμιση της ομορφιάς αυτής της πόλης. Μιας πόλης που τα βγάζει πέρα περίφημα με όλα αυτά που της συμβαίνουν, μ’ εκείνα που γεννιούνται και εκείνα που χάνονται, μ’ εκείνα που χάθηκαν. Οφείλουμε να μη γινόμαστε δραματικοί με τα χαμένα, ούτε και εγκρατείς. Η ηδυπάθεια αυτών των δρόμων είναι κάτι αμετάβλητο. Οι προσόψεις απόμειναν χαρακτηριστικές μορφές ψυχωσικής σχεδόν απόλαυσης ενός Χρόνου που κατάφερε να αμβλύνει το νόημά του και να μετατραπεί σε κοινότοπο χάρμα οφθαλμών.
Πέρασα, λοιπόν, στη δεξιά πλευρά για ν’ αποφύγω κάπως τον δριμύ άνεμο. Αρκετά μέτρα μπροστά μου είδα έναν άνθρωπο να φτυαρίζει το χιόνι έξω από το μαγαζί του. Χαμηλές τέντες, στο πλάι πλαστικά καλύμματα για το κρύο. Συρόμενες προθήκες. Χτύπησε το φτυάρι κάμποσες φορές πάνω στο κράσπεδο. Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του και σύρθηκε κάτω από την τέντα.
Αρ. 79. Βιβλιοπωλείο. Κυρίως μεταχειρισμένα. Επιλεγμένες εκδόσεις, χρήσιμες αλλά και σπάνιες. Χώθηκα κάτω από την τέντα για να ζεσταθώ. Υπήρχε μία μικρή μα αποτελεσματική θερμάστρα. Όπου γυρνούσα το κεφάλι μου αντίκριζα υπέροχα βιβλία τα οποία έπρεπε να γίνουν δικά μου. Κάμποσα έγιναν. Μάζεψα μια αγκαλιά βιβλία και μπήκα μέσα. Το εσωτερικό ήταν ένας παράδεισος. Ήταν μία κόλαση. Ήταν και τα δύο μαζί και ο ιδιοκτήτης ένας ιδιότροπος, ζοχαδιάρης, πολύ ευχάριστος και λελογισμένος τύπος.
Έμαθα πως έδιωχνε πελάτες, δεν πουλούσε σε όλους. Δεν συμμεριζόταν τη βιβλιοφιλία ορισμένων. Μετά από έναν σύντομο διάλογο κατάλαβα όσα δεν είχα καταλάβει μπαίνοντας. Μέτρησα τα λεφτά μου και ξεχώρισα τα μισά από τα βιβλία. Τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνα την επόμενη μέρα.
Θα περνούσα προς το απόγευμα μια και το πρωί θα βρισκόμουν στην περιφέρεια των Ιβλίν, λίγο πιο έξω από το Παρίσι. Δεν έφερε αντίρρηση. Με ρώτησε τι θα πήγαινα να κάνω στα Ιβλίν. Του εξήγησα πως ενδιαφερόμουν για το νεκροταφείο στο Λε Τραμπλέ συρ Μολντρ. Βγαίνοντας ήρθε ξωπίσω μου και είπε, «δες πάνω στην πόρτα».
Την άνοιξε για μένα και στάθηκε δείχνοντας με τον στραβό ηλικιωμένο του δείκτη: το κεφάλι του Μπλαιζ Σαντράρ, ανφάς, τυπωμένο σε κάρτα, κοσμούσε το τζάμι ακριβώς πάνω από την πετούγια. Η παγωνιά και ο ενθουσιασμός δεν μου είχαν επιτρέψει να την εντοπίσω κατά την είσοδό μου. Χαμογέλασα. Μου είπε πως αυτή ήταν η καλύτερη θέση για μία κάρτα σαν αυτή.
Κι εκεί παρέμεινε. Ο ποιητής καλωσόριζε, ο ποιητής ξέβγαζε.
Έκτοτε ήμουν τακτικός επισκέπτης, είτε αγόραζα είτε δεν αγόραζα βιβλία. Κατά την τελευταία μου επίσκεψη, ενημερώθηκα πως το βιβλιοπωλείο είχε περάσει αμετάκλητα στη σφαίρα με τα κεσάτια. Πωλούσε την καλύτερη ποίηση στην πόλη. Ο ιδιοκτήτης δεν είχε μυαλό. Δεν το χρειαζόταν.
Το βιβλιοπωλείο έκλεισε εδώ και μήνες. Το περίφημο Rim Librairie, δεν υπάρχει πια. Η κάρτα με την κεφαλή παρέμενε στο τζάμι της πόρτας ενός οριστικά κλειστού καταστήματος, ενώ πληκτρολογούσα την εισαγωγή ετούτης της επιστολής.
Σήμερα, το μεσημέρι της 16ης του Δεκέμβρη, περνάω απέξω για να απαθανατίσω την κάρτα με την κεφαλή πίσω από τα τζάμι. Να έχω να σου στείλω παρέα και κάτι συνοδευτικό. Αντικρίζω ένα συνεργείο εργατών να κάνει ολική εκκαθάριση του χώρου, απορροφημένο μέσα στη σκόνη και τη φασαρία. Τα χάνω. Σκέφτομαι βεβαίως πως κάποια στιγμή θα χρειαζόταν να αποκατασταθεί ο χώρος. Έχει περάσει καιρός. Τους ζητάω την κάρτα. Μου τη δίνουν λες και μου χαρίζουν το κατάστημα, που είναι ένα αχούρι με αδειασμένα ράφια. Περισσότερο προβληματίζονται με το κρύο παρά δουλεύουν, κι όλοι τους έχουν χαζέψει εκείνη την ανυπόκριτη φιγούρα που καπνίζει, πάνω στην κάρτα, καθώς κρέμεται στη γυάλινη πόρτα, γερτή, πιασμένη μονάχα με ένα μικρό υπόλειμμα κολλητικής ταινίας.
Είναι χειμώνας κι ο ήλιος φοράει μασέλες. Στέκομαι απ’ έξω και τρέμει η ψυχή μου. Το ξεπάτωμα της τρυφερότητας. Η Φάτα Μοργκάνα των δεδομένων του εφήμερου, όπως αυτό καμιά φορά αφομοιώνεται απ’ τα νευρώδη βήματα κι από ένα πολύ λοξό βλέμμα. Κατηφορίζω προς τους Κήπους και τα εναπομείναντα. Δεν μιλώ για θλίψη. Μιλώ για ανθρωπιά. Το είδος που δεν κατατάσσεται στους δισυπόστατους καταλόγους της εύνοιας. Πρόσωπα, βιβλία, αναχωρούν διηνεκώς παίρνοντας μαζί τους και τα βιβλιοπωλεία στα οποία φιλοξενούνταν και τις μέρες, τις εποχές, που αψήφησαν. Η μοναξιά μου δεν καταλαγιάζει για τούτο ούτε για το άλλο. Παρ’ όλ’ αυτά αγαλλιάζω, κάνω καινούργιο συκώτι.
Η γενιά των ανέμπειρων και των συνεσταλμένων που θα ξεφτιλίσουν τον ποιητή καρμπονάροντας την ιδιοσυστασία του, βρίσκεται ήδη εδώ, σε χρόνο οριακό, ακριβώς τώρα που αποκαταστάθηκε μετά από εκατό χρόνια η, μέχρι πρότινος, αμφισβητούμενη ολκή του.
Το περιβάλλον είναι πια πολύ στενό. Ποια είναι η κλίση της χρονικής ασηψίας; η καλή μοίρα ή η ευτυχία; Η γλώσσα είναι θεματοφύλακας της πιο δραματικής απερισκεψίας. Το άπαντο. Κι όμως ξεροβήχω μια υπόνοια συμπληρώνοντας αυτή την αράδα. Μην το ψάχνεις.
Diem ex die το παράδοξο γαληνεύει δίχως ισχυρισμό.
Παρίσι, 2/3/2014-16/12/2015
Σημ. Και τα δύο κείμενα δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά στο τομίδιο «Μπλαιζ Σαντράρ / Ένα βιογραφικό σκαρίφημα» που κυκλοφόρησε το 2015, εντός δωδεκαμήνου εξαντλήθηκε και κατά την απόφαση του συγγραφέα δεν πρόκειται να επανεκδοθεί. Αυτά τα δύο κείμενα παρουσιάζονται εδώ εκ νέου επιμελημένα σε μία μορφή η οποία μπορεί να θεωρηθεί τελειωτική.
*