*
Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Από παλιά και ιδιαίτερα στις μέρες αυτές έχουν δημοσιευθεί τόσες ενδιαφέρουσες και σημαντικές μελέτες για τον Xάϊνριχ Μαν, ώστε να μη δικαιούμαι να διεκδικώ να τους προσθέσω εδώ μιαν ακόμη ανάλυση του τύπου της ιστορίας της λογοτεχνίας ή της βιογραφίας. Για τούτο στρέφομαι αμέσως προς το κύριο ζήτημα που μου φαίνεται ότι θέτουν στην εποχή μας ο Χάινριχ Μαν, η μορφή και το έργο του, και θα προσπαθήσω να συζητήσω το ζήτημα τούτο. Το ερώτημα αυτό το βρίσκετε να έχει εκτεθεί σαφέστερα και να έχει αναπτυχθεί ερεθιστικότερα στη διάσημη μελέτη του για τον Φλωμπέρ και τη Γεωργία Σάνδη, η οποία, δημοσιευμένη πριν από μερικά χρόνια σε ένα περιοδικό, προκάλεσε αμέσως τον θαυμασμό όλων των αναγνωστών και κυκλοφορώντας τώρα σ’ έναν τόμο δοκιμίων με τίτλο Πνεύμα και Πράξη, που μας χάρισε ο Xάινριχ Μαν για τα γενέθλιά του, παραμένει πάντοτε κάτι ασύγκριτο. Αν σβήσετε από την κορυφή της μελέτης αυτής τα ονόματα, και αν βάλετε στη θέση τους ως τίτλο Η Τέχνη, έχετε το θέμα της μελέτης, που δεν είναι παρά ένας μεγάλος δραματικός μονόλογος του Xάινριχ Μαν για τον εαυτό του και τις εσωτερικές του δυνάμεις· το όνομα του Φλωμπέρ κρέμεται πάνω από τις σελίδες αυτές σαν τον παπαγάλο εκείνο με τα ίσως παραγεμισμένα ήδη, αλλά σμαραγδένια και πορφυρένια φτερά, όμως οι ίδιες οι σελίδες μιλούν για εκείνον που παρέλαβε το δόρυ εκεί που το άφησε ο Φλωμπέρ και ο οποίος έφερε το φαινόμενο της τέχνης σε έναν άλλο λαό και σε μιαν αλλαγμένη εποχή.
Η τέχνη στη Γερμανία, η τέχνη στην εποχή μας. Η τέχνη, στη Γερμανία πάντοτε κάτι ανεπίκαιρο, σήμερα όμως, όπως είπε πρόσφατα στον λόγο του ο Τόμας Μαν, για πολλούς κύκλους κοντά στην κατηγορία του εγκληματικού. Η τέχνη για τον Γερμανό τον περασμένο αιώνα, όπως είναι γνωστό, μόνο στη μουσική, γι’ αυτόν τον ανόητο της Γης, όπως έγραψε ο Χέμπελ[1], αυτόν τον Αδάμ, αλλά σε αλυσίδες, στον κύκλο των ζώων. Η τέχνη στη Γερμανία, πάντοτε μόνο 18ος αιώνας: προστάδιο της επιστήμης, δυνατότητα γνώσης δεύτερης ποιότητας, κατώτερη αισθητηριακή εποπτεία της καθαρής έννοιας. Εδώ δεν υποστηρίζει βέβαια κανείς τις μορφές, τα περιγράμματα, την πλαστικότητα, εδώ πρέπει βέβαια όλα να κυλούν: πάντα ρει[2], η φιλοσοφία των ποτάμιων αλόγων, Ηράκλειτος ο πρώτος Γερμανός, Πλάτων ο δεύτερος Γερμανός, όλοι εγελιανοί, ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Έγελος. Γνωρίζετε βέβαια τον εκτεταμένο αυτόν παραλληλισμό του ελληνικού και του γερμανικού πνεύματος, όλοι μας βέβαια δεν έχομε ύπαρξη παρά μόνο μέσω αυτού του συμφυρμού: μόνο που δεν επιτύχαμε τη νίκη του Έλληνα, τη μαρμάρινη νίκη του που κέρδισε από το Αιγαίο πέλαγος μέχρι την Ανατολή.
Ήταν όμως διαδεδομένη σε μας, η παιδεία με το ένδυμα της τέχνης, η ποιητικότητα με την τάση να ενισχύει, η ανθρωπιστική ιδανικότητα, στην οποία στράφηκε ο 19ος αιώνας με ολόκληρο το βάρος του σε διανοητικό και κοινωνικό αποτέλεσμα, τώρα μπορούσαν ο Χάυζε[3] και ο Νταν[4], τώρα μπορούσαν ο Ράνκε[5] και ο Χαίκελ[6], τώρα μπορούσαν η τέχνη και η επιστήμη να είναι η ακμή της περίκλειας ευημερίας. Τότε ήλθαν, γύρω στα 1900, οι αδελφοί Μαν και φωσφόριζαν. Δίδαξαν σε μια λογοτεχνική γενιά το επικίνδυνο, το κοντινό στη μέθη, την παρακμή η οποία αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο των πραγμάτων της τέχνης, έφεραν από το μικτό τους αίμα – «Εσείς, τα νέγρικα αγόρια του πατέρα μου», τραγουδούσε η Λόλα και έβλεπε τώρα όλα όσα τραγουδούσε, έβλεπε την πατρίδα, πατρίδα αλλά και κρύος τόπος με τον υγρό βορειοανατολικό άνεμο που έφερνε την οσμή από μια βορινή θάλασσα –, έφεραν την τέχνη ως την υψηλή πνευματική διαφθορά, να αισθάνεσαι εκείνο που δεν αισθανόταν κανείς, τις εκλεπτύνσεις που θα έπρεπε πρώτα να επινοηθούν, έφεραν – είστε προετοιμασμένοι για τη λέξη – έφεραν την καλλιτεχνία, ένα φαινόμενο που δεν μπορεί πια ποτέ να το σβήσει κανείς από τη Γερμανία. Πρόδρομο είχαν στη χώρα τούτη μόνο έναν, ο οποίος όμως ήταν πνευματικά χτυπημένος και δεν είχε καμιά ισχύ: τον Νίτσε: η λεπταισθησία και στις πέντε αισθήσεις της τέχνης, τα δάχτυλα για τις αποχρώσεις, η ψυχολογική νοσηρότητα, η σοβαρότητα στην Mise en scène, τούτη η παρισινή σοβαρότητα par excellence, το τραγικό ευαγγέλιο: «η τέχνη ως η αληθινή αποστολή της ζωής, η τέχνη ως η μεταφυσική της δραστηριότητα»[7], αυτά βρίσκομε στη θεωρία του – και την πραγματοποίησή της στο έργο μερικές δεκαετίες αργότερα στο είδος εκείνου τον οποίο εορτάζομε σήμερα.
Η εισβολή της καλλιτεχνίας, η νέα τέχνη! Από τη Δύση το πνεύμα: τον φανατισμό της έκφρασης, το αναλυτικό ένστικτο, ειδικό στις ορμόνες και βαθύ σαν τις ακτίνες Ραίντγκεν· από τον Βορρά την εκρηκτικότητα του μεγάλου υλικού, τα σκοτεινά τραγικά όνειρα.
Η καθαυτό τέχνη: αναρωτιέμαι, λέγεται στη μελέτη μας, μήπως ένα βιβλίο μπορεί να προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα ανεξάρτητα από εκείνο που λέει. Δεν ενυπάρχει στην ακρίβεια των λεκτικών δομών, στη σπανιότητα των συστατικών μερών, στην επίπεδη επιφάνεια, στη συμφωνία του Όλου, δεν ενυπάρχει εκεί μια εσωτερική αρετή, ένα είδος θεϊκής δύναμης, κάτι αιώνιο σαν μια αρχή;
Η απόλυτη τέχνη: Ο ποιητής πίστευε σε νόμους της ομορφιάς, που είναι σαν εντολές ενός Θεού και διαφυλάσσουν μέσα στα δημιουργημένα το Αιώνιο. Το θέαμα μερικών κιόνων τον έκαμε να μαντέψει ποια άφθαρτη ομορφιά θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διάταξη των προτάσεων, των λέξεων, των φθόγγων. Επειδή δεν πίστευε αληθινά ότι υπάρχει κάτι εξωτερικό στην τέχνη.
Η εισβολή της καλλιτεχνίας: Λέξεις, φθόγγοι! Άρα, μάλλον μια τέχνη χωρίς ηθική δύναμη, χωρίς εθνικό υπόβαθρο, ισχυρά διανοητική, ας το πούμε απλά: ελαφρό είδος, καθαρά τεχνικό και συνάμα ούτε καν να αποβλέπει στη διασκέδαση! Τι μυστήριο κρύβεις, ω τέχνη, είπε η Βιολάντε[8], αλλά στη Γερμανία δεν το έβλεπαν έτσι. Το κοινό δεν είχε ακόμη διαισθανθεί τη συνάφεια ανάμεσα στον ευρωπαϊκό μηδενισμό και στη διονυσιακή διαμόρφωση, στην σκεπτικιστική σχετικοποίηση και στο καλλιτεχνικό μυστήριο, ανάμεσα στο εξιδανικευμένο, ονειροπαρμένο, παραφουσκωμένο στοιχείο του γερμανικού πνεύματος και σ’ αυτήν την επιφανειακότητα που οφείλεται στο βάθος, σ’ αυτόν τον Όλυμπο της επίφασης· το κοινό δεν έβλεπε ακόμα από ποια κύματα κατέβηκε στην πραγματικότητα η Βιολάντε, ποιο είδος της ζωής παρέβλεπε το λευκό της πρόσωπο, κατά την εκδημία, ποια μεγάλα όνειρα αιώνων.
Όχι ακόμα. Αλλά δεν ηχεί για μας σήμερα η πρόταση από τη Βούληση για Δύναμη: «Μια αντιμεταφυσική κοσμοθεωρία – καλώς, αλλά τότε μια καλλιτεχνική», πολύ περισσότερο οικεία; Δεν καλύπτει και η πρόταση αυτή τον αγώνα που αγωνίζεται ο σημερινός Γερμανός, τον αγώνα για μια αντιιδεολογική κοσμοθεωρία, μια γήινη, μια οικονομική, εναντίον των μεταφορικών του ελαττωμάτων, του παραφουσκώματός του, της δράσης του στο δάσος, δεν θα έπρεπε λοιπόν να βρίσκεται πίσω από την έννοια τούτη της καλλιτεχνίας κάτι άλλο από τον αισθητικό ιδεαλισμό ή το γαλατικό esprit; Μήπως είδε ίσως ο Νίτσε, μήπως είδαν ίσως οι μεγάλοι συγγραφείς από τους οποίους ξεκινήσαμε να συνάγεται από την έννοια εκείνη της καλλιτεχνίας ένα κίνημα, το οποίο ξεκίνησε φιλοσοφικά αλλά τελείωσε πολιτικά, ενδεχομένως ως ένα νέο ευρωπαϊκό ήθος και εκεί μια τροποποιημένη γερμανική ηθική; Εάν η ουσία του Γερμανού είναι πάντοτε μόνο το γίγνεσθαι, αιώνιο μη παρόν και άμετρη ανάπτυξη, αντίξοη ανεπάρκεια και απέραντη ελπίδα, εάν αυτό είναι εκείνο που τον κάνει σε όλους τους λαούς της γης να φαίνεται τόσο επικίνδυνος, τόσο ύποπτος, τόσο παράλογος-, εάν ο Γερμανός, καθώς κάθε πράγμα αγαπά το όμοιό του, αγαπά τα σύννεφα και όλα όσα είναι ασαφή, ρευστά, μισοσκότεινα, υγρά και σκεπασμένα, και το αβέβαιο, το αδιαμόρφωτο, το μετακινούμενο, το αναπτυσσόμενο κάθε είδους, αυτό το αισθάνεται ως βαθύ, δεν ξεκινά τότε ίσως από εδώ μια αντίδραση, μόνο που δεν επιτυγχάνεται συχνά από μας, όχι το σμήνος των γερανών των διανοουμένων πάνω από τον λαό, αλλά μια κίνηση βοήθειας εναντίον αυτού του άσχημου γερμανικού αισθήματος, πως ο άνθρωπος στηρίζεται στην πλεονεξία, στο αχόρταγο, στο φονικό στοιχείο, μια αντίδραση της τάξης, της χωρικής-πνευματικής τάξης, των επεξεργασμένων μορφών, του σχήματος, του ενθάδε, της λατινικότητας; Εάν ο Γερμανός προτιμά να κατοικεί σε διαδρόμους και ενδιάμεσους διαδρόμους, σε σπηλιές, κρυψώνες, ειρκτές, στην αταξία και σε απόκρυφους δρόμους για το χάος – αν είναι σύμφωνα με τον Λούθηρο το πιο περιφρονημένο έθνος, σύμφωνα με τον Χέμπελ το πιο μισητό, αν είναι σύμφωνα με τον Γκαίτε εκείνο το έθνος, στο οποίο το χυδαίο βρίσκει γενικά την ευκαιρία να υπερισχύει πολύ περισσότερο από όσο σε άλλα έθνη– δεν αυξάνει τότε, εκεί όπου είναι ο κίνδυνος, και η σωτηρία, όταν την γλώσσα τους, τη γλώσσα τούτη της προφητείας μέσα στο ημίφως, τη δουλεύουν οι σαφείς μαιτρ του λόγου, οι οποίοι δεν είναι μόνο βενετσιάνικα βαθείς, αλλά και γενοβέζικα διαυγείς, ίσως εκείνοι ανάμεσα στις φυλές, ίσως οι Δυτικοί, ίσως εκείνοι στον υψηλό ζυγό ανάμεσα σε δύο θάλασσες, όταν μας διδάσκουν να σμιλεύομε μια παλάμη πρόζα σε ολοήμερη δουλειά σαν ένα άγαλμα, χωρίς κενά τη σελίδα, ψυχρή την πρόταση, όταν συναντούν το αμφίρροπο και άγριο του γερμανικού πνεύματος με εκείνες τις στιγμές και τα θαύματα, όπου μια μεγάλη δύναμη σταματούσε προαιρετικά μπροστά από το άμετρο και το απεριόριστο, όπου σε ένα ξεχείλισμα ελεύθερης ηδονής, στην ξαφνική χαλιναγώγηση και απολίθωση, στη σταθεροποίηση και στο στήσιμο πάνω σε ένα τρεμάμενο ακόμη έδαφος δείχνουν την τάξη, τον μεγάλο νόμο; Δεν θα μπορούσε τάχα να εκπαιδευθεί με τούτα ένας λαός στη σαφήνεια, με το χρυσό και το ψυχρό που περιβάλλει τα πράγματα τα οποία έχουν τελειωθεί, δεν θα μπορούσε ένας λαός να αρχίσει να κοιτάζει ψηλά προς τον θετικισμό αυτόν των επεξεργασμένων, σκληρών και απολύτων πραγμάτων, περισσότερο παρά προς τον θετικισμό εκείνο της ανώνυμης αλήθειας, της άμορφης γνώσης, των κυμαινομένων τύπων της επιστημονικής ορθολογικότητας, δεν θα μπορούσε τότε ένας προοπτικά έτσι αλλαγμένος λαός, θα σκεπτόταν μάλλον ο Νίτσε, να δει διαφορετικά και την τέχνη, έτσι όπως την είδε αυτός: ως την έσχατη υπέρβαση του μεγάλου ευρωπαϊκού μηδενισμού, την καλλιτεχνική, τη διονυσιακή τέχνη, που είναι ίσως κι αυτή χωρίς νόημα σαν τον χώρο και τον χρόνο, και αυτό που έχομε σκεφθεί και εκείνο που δεν έχομε σκεφθεί, και μολαταύτα έχει εκείνη την αντανάκλαση της αθανασίας που υψώνεται από τη μορφή ενός αγγείου ή ενός σωσμένου στίχου πάνω από βυθισμένες μητροπόλεις και ξεπεσμένες αυτοκρατορίες, άτρωτο και ολοκληρωμένο -, σε έναν με τον τρόπο αυτόν καλλιτεχνικά αλλαγμένο λαό, ονειρευόταν ίσως εκείνος ο Γερμανός που τον έχομε κιόλας θρηνήσει, στο ερώτημα του Χαίλντερλιν: «Πότε θα εμφανιστείς ολόκληρη, ψυχή της πατρίδας;» δεν θα ακουγόταν τότε η δική του απάντηση: το ότι σε πρόσταξα να τραγουδήσεις, ψυχή μου, δες, αυτό ήταν η έσχατη πράξη μου;
Το έσχατο, λοιπόν, ήταν η τέχνη. Η νέα τέχνη, η καλλιτεχνία, η εποχή μετά τον Νίτσε, όποτε έγινε μεγάλη, αυτό επιτεύχθηκε από την αντίθεση ανάμεσα στη μέθη και την πειθαρχία. Από το ένα μέρος πάντοτε ο βαθύς μηδενισμός των αξιών, αλλά πάνω από αυτόν η υπέρβαση της δημιουργικής ηδονής. Πέρα από αυτήν δεν μας οδήγησε τίποτε, καμιά πολιτική, καμιά μυθική, καμιά φυλετική, καμιά συλλογική ιδεολογία, το βλέμμα μας εξακολουθεί να απλώνεται στο ρίγος του Ecce homo,[9] στα μυθιστορήματα της δούκισσας του Assy. Το ρίγος του Ίδε ο άνθρωπος: Ο μηδενισμός είναι ένα συναίσθημα ευτυχίας, και ο άνθρωπος έχει στην γνώση ένα ωραίο μέσον για την παρακμή του. Η τέχνη: ως καταβολή και μέθοδος κάτι ανώμαλο, για τούτο ο αλλόκοτος λόγος του Φλωμπέρ: je suis mystique et je ne crois a rien.
Θα μπορούσατε ίσως να πιστέψετε ότι, για μια ομιλία σε γενέθλια, έκαμα μια πολύ μεγάλη παρέκβαση και ότι μίλησα για μακρινά πράγματα, αλλά τίποτε δεν ήταν μάλλον περισσότερο καθήκον μου παρά στην εορτή την οποία αφιερώνει η γερμανική συντεχνία των συγγραφέων όχι μόνο σ’ ένα από τα λαμπρότερα, σημαντικότερα, μεγαλειωδέστερα μέλη της, αλλά και στη μεγαλύτερη ποιητική ιδιοφυΐα ανάμεσά μας, να παρακολουθήσω την ουσία του μέχρι εκείνο το σημείο, όπου ενώνεται με τα καθολικότατα στοιχεία της γερμανικής και της ευρωπαϊκής μοίρας. Έχω φυσικά πλήρη επίγνωση ότι ένα τόσο μεγάλο φαινόμενο όπως τον Χάινριχ Μαν μπορεί κανείς να το ερμηνεύσει από πολλές ακόμη πλευρές, ο καθένας κατά την κλίση του: ως πρόοδο, ως παιδεία, ως παιδαγωγική, ως κόμμα, αλλά εγώ τον βλέπω να φωτίζεται βαθύτερα, να φωτίζεται για αιώνες, σε τούτο το φως του Φλωμπέρ και του Νίτσε.
Πανηγυρίζω, λοιπόν, σε αυτόν την τέχνη, το Ναι πάνω από αυτές τις αβύσσους, την ρέουσα, εύτακτη, δημιουργική του ηδονή. Πανηγυρίζω σε αυτόν την προκλητικότερη ποίηση της εποχής, λυρικά μοναδική και επικά με την ίδια πρωταρχική προφάνεια όπως στον Κόνραντ και στον Χάμσουν, την πιο ανεπτυγμένη γερμανική γλωσσική δημιουργία που είδαμε από την ανατολή του αιώνα. Πανηγυρίζω τον μαιτρ που δημιούργησε όλους εμάς. Αυτόν, στον οποίο η τέχνη θα έλεγε σήμερα εκείνο που λέει στη νουβέλα του «Η επιστροφή από τον Άδη» ο Μενέλαος στην Ελένη, απρόσβλητος από όλες τις μάχες, ονειρικά περιτριγυρισμένος από όπλα και αίμα: «Στα βλέφαρά σου, ω Ελένη, κουβαλάς ολόκληρο τον Τρωικό πόλεμο». Στα βλέφαρά του – όσα είδαν από τη γενιά μας εδώ και τριάντα χρόνια τα αστέρια. Ό,τι υψώθηκε σ’ αυτά από έναν λαό, ως προς τη φυλή δύσκολο να αποσπασθεί και σπάνια τελείως από εσωτερική άποψη, ό,τι υψώθηκε μετά τον Νίτσε σε ομορφιά του λόγου, διαυγή τελειότητα του ύφους, ακτίνες δημιουργικής λάμψης: σε αυτά τα βλέφαρα. Ανεμώνες και υάκινθους, δέσμες του μύθου από στάχτη και αίμα στέλνει η Ελλάδα στη Γερμανία για την εορτή τούτη στον μήνα των Αδώνιδων. Για τη νίκη του Έλληνα, άνθη και οίνο!
Κύριε Χάινριχ Μαν, εορτάζομε την τέχνη σας, σας ευχαριστούμε που παραδώσατε την καρδιά σας στη μέθη της ηδονής όπως και στους καταρράκτες της πίκρας και στα υψηλά πάθη, με βαθειά συγκίνηση αναλογιζόμαστε για μιαν ακόμη φορά ένα σημείο του δοκιμίου από το οποίο ξεκινήσαμε, λέει: «Μαντεύει κανείς καμιά φορά, οραματικά από νοσταλγία, πόσο ελαφρά, πόσο ελεύθερα θα είχε κινηθεί κανείς με τη βοήθεια ορισμένων καταβολών που βρίσκονταν ασφαλώς κάποτε εντός μας – νομίζει κανείς πως αισθάνεται την κενή κηλίδα – και οι οποίες χάθηκαν για μας με τρόπο που δεν μπορούμε πια να θυμηθούμε» – δοξάζομε ότι χάθηκαν για σας οι ορισμένες αυτές καταβολές, αντί γι’ αυτές μας χαρίσατε το έργο σας. Ας είστε βέβαιος, ότι φυλάσσομε το έργο σας, όπου και αν το ανοίγομε, διαβλέπομε την πρόταση με την οποία τελειώσατε πρόσφατα μιαν από τις μελέτες σας, όπου και αν ανοίγομε το έργο σας, βλέπομε τη θάλασσα, τη βαθιά της αναπνοή, το πορφυρένιο της μπλε χρώμα και τη λάμψη, τη δική μας λάμψη που πέφτει πάνω της.
ΓΚΟΤΤΦΡΗΝΤ ΜΠΕΝ
Rede auf Heinrich Mann, 1931
© Για το ελληνικό κείμενο:
Κώστας Ανδρουλιδάκης (2022)
Η ομιλία αυτή δόθηκε στις 28.3.1931, στον Σύνδεσμο Γερμανών Συγγραφέων με την ευκαιρία των 60ών γενεθλίων του Heinrich Mann, βλ. G. Benn, Essays, σ. 431-437. Ο Χάινριχ Μαν (1871-1950), πρεσβύτερος αδελφός του Τόμας Μαν (1875-1955), είναι ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς (πεζογράφους, δοκιμιογράφους, αλλά και δραματικούς συγγραφείς) του 20ού αιώνα. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του: Οι θεότητες ή τα τρία μυθιστορήματα της δούκισσας του Άσσυ (1902-3), Καθηγητής «Unrat» (Αργοπορημένος έρωτας) (1905), Η μικρή πόλη (1909), Ο υπήκοος (1911), Οι φτωχοί (1917), Η κεφαλή (1925), Το μεγάλο ζήτημα (1930), Η νιότη του βασιλιά Ερρίκου Δ΄ και Η τελείωση του βασιλιά Ερρίκου Δ΄ (1935-38), Εξουσία και άνθρωπος (1920), Πνεύμα και πράξη (1931), Επιθεώρηση ενός αιώνα (1945). Πρώτη δημοσίευση της παρούσας μετάφρασης Νέα Εστία, τχ. 1794 (Νοέμβριος 2006), Αφιέρωμα στον Γκόττφρηντ Μπεν, σ. 732-738.
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
[1] Friedrich Hebbel (1813-1863), σημαντικός Γερμανός ποιητής και δραματικός συγγραφέας.
[2] Ελληνικά στο πρωτότυπο.
[3] Paul Heyse (1830-1914), επιτυχημένος Γερμανός συγγραφέας.
[4] Felix Dahn (1834-1912), ιστορικός του Δικαίου και συγγραφέας.
[5] Leopold von Ranke (1795-1886), σπουδαίος Γερμανός ιστορικός.
[6] Ernst Haeckel (1834-1919), φυσικός και φιλόσοφος. Γνωστότερο φιλοσοφικό έργο του: Die Welträtsel (Τα αινίγματα του κόσμου).
[7] Πρβλ. Friedrich Nietzsche, Die Geburt der Tragödie (Η Γέννηση της Τραγωδίας), επιμέλεια K. Schlechta, Hanser, Μόναχο 1954, τ. Ι, σ. 20 (ο Μπεν τροποποιεί ελάχιστα το κείμενο).
[8] Violante: ηρωίδα της επηρεασμένης από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία μυθιστορηματικής τριλογίας του Χάϊνριχ Μαν Die Göttinnen (Οι θεές), 1903.
[9] Φ. Νίτσε, Ecce homo (Ίδε ο άνθρωπος).
*
Heinrich Mann (1871-1950)
*