Είναι δυνατό μια εξ ορισμού αντισυστημική πολιτική στάση, όπως αυτή της Άκρας Δεξιάς, να ενταχθεί στον κυρίαρχο λόγο; Αυτή ακριβώς την άποψη υποστηρίζει ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμων και βραβευμένος ακαδημαϊκός, Κας Μούντε, στο τελευταίο του βιβλίο, από τις εκδόσεις Επίκεντρο, με τον τίτλο Η Ακροδεξιά σήμερα (The Far Right today, 2019), όπου αναφέρει ότι με το τέταρτο «κύμα» Ακροδεξιάς, το οποίο κάνει την παρουσία του αισθητή σήμερα, η Ακροδεξιά ουσιαστικά έγινε μέρος της κυρίαρχης τάσης στην Ευρώπη και σε διεθνές επίπεδο. Όταν ξεκίνησε να μελετά το φαινόμενο στο πανεπιστήμιο του Λάϊντεν, λέει ο Μούντε, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Ακροδεξιά ανήκε ακόμη στο πολιτικό περιθώριο. Αντίθετα, μέχρι και την περίοδο ολοκλήρωσης της συγγραφής του παρόντος βιβλίου (Μάιος 2019), τρεις από τις πέντε πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου (Βραζιλία, Ινδία και ΗΠΑ, καθώς εντάσσει και τον Τραμπ στην ίδια κατηγορία) έχουν έναν ακροδεξιό ηγέτη, δύο κυβερνήσεις ελέγχονται από ριζοσπάστες λαϊκιστές (Ουγγαρία, Πολωνία), σε άλλες τέσσερεις συμμετέχουν τέτοια κόμματα στη διακυβέρνηση (Βουλγαρία, Εσθονία, Ιταλία, Σλοβακία) και άλλες δύο στηρίζονται στην ψήφο τέτοιων κομμάτων (Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία). Εξαιτίας της εισόδου της Ακροδεξιάς στη mainstream πολιτική αρένα, καθίσταται όλο και πιο δυσχερής η διάκριση ανάμεσα σε αυτή και την Κεντροδεξιά (ακόμη και την Αριστερά, λέει ο Μούντε, αναφερόμενος σε Τσεχική Δημοκρατία και Δανία), αφού και εκείνες υιοθετούν σε πολλές περιπτώσεις τη δική της agenda και φρασεολογία. Πώς όμως συντελέστηκε μια τέτοια μεταβολή; Σε αυτό ακριβώς το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει το παρόν βιβλίο.
Αρχικά, ο Μούντε ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει “η Ακροδεξιά”, ως ένα κίνημα με ενιαίους στόχους και στρατηγική. Αντίθετα, υφίστανται διαφορετικές ομάδες και τάσεις, που τείνουν να συγκρούονται και μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μούντε διαιρεί την Ακροδεξιά σε δύο κύριες ομάδες: την “εξτρεμιστική” και τη “ριζοσπαστική”. Ενώ η πρώτη είναι διαχρονικά, ρητά και εκ πεποιθήσεως αντιδημοκρατική (μια υποκατηγορία αυτής είναι και ο φασισμός), η δεύτερη δεν αντιτίθεται ευθέως στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά είναι συχνά επικριτική προς ορισμένους βασικούς της θεσμούς, όπως λόγου χάρη το κράτος δικαίου, η διάκριση εξουσιών και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι όχι μονάχα ποσοτική αλλά και ποιοτική, πράγμα που και οι ίδιες χρησιμοποιούν για να αντιπαρατεθούν η μια στην άλλη. Συγκεκριμένα, οι εξτρεμιστές συνηθίζουν να μέμφονται τους ριζοσπάστες ως συμβιβασμένους αστούς και προδότες, και με τη σειρά τους οι ριζοσπάστες κατηγορούν τους εξτρεμιστές ως ακραίους, βίαιους και παρανοϊκούς, με προτάσεις παντελώς ανεφάρμοστες. Ένα παράδειγμα εξτρεμιστικού κόμματος στη χώρα μας θα μπορούσε να θεωρηθεί η (ναζιστική) Χρυσή Αυγή, ενώ τυπικό παράδειγμα ριζοσπαστικού λαϊκίστικου κόμματος, είναι η Ελληνική Λύση. Η εξτρεμιστική Ακροδεξιά αποτελεί μια «ομαλή παθολογία» (δηλ. υποστηρίζεται από μια σταθερή μειονότητα μέσα στο πολιτικό σύστημα), ενώ η ριζοσπαστική μια «παθολογική ομαλότητα» (δηλ. ιδέες που τείνουν να γίνονται κυρίαρχες).
Σύμφωνα με το παρόν βιβλίο, είναι τρεις οι κύριοι παράγοντες που μετέτρεψαν την Ακροδεξιά σε κανονικότητα, είναι: η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και η προσφυγική κρίση. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ο Μούντε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη συντριβή του φασισμού σε αυτόν, εμφανίστηκαν τρία μεγάλα κύματα Ακροδεξιάς. Το πρώτο κύμα (μεταξύ 1945 και 1955), ήταν ολοφάνερα φασιστικό και το αντιπροσώπευε μια ολιγάριθμη ομάδα πιστών οπαδών των ηττημένων στον πόλεμο ιδεολογιών και καθεστώτων. Τα πολιτικά κόμματα αυτής της τάσης κατά κανόνα δε συμμετείχαν σε εκλογές και όσες φορές το επεχείρησαν, τα ποσοστά τους ήταν υπερβολικά χαμηλά για να εισαχθούν στο κοινοβούλιο. Άλλωστε, το σύνθημα με το οποίο ανασυγκροτήθηκε η μεταπολεμική Ευρώπη, ήταν «ποτέ ξανά». Λόγω μάλιστα της νωπής μνήμης του πολέμου, ορισμένα κράτη απαγόρευσαν και την ίδια την ύπαρξη τέτοιων σχηματισμών (π.χ. οι πλέον γνωστές απαγορεύσεις ήταν αυτή του SRP στη Γερμανία, το 1952, και εκείνη για το Εθνικό Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, στην Ολλανδία το 1956). Προκειμένου να ξεφύγουν από την περιθωριοποίηση σε εθνικό επίπεδο, οι νεοφασίστες (για τον Μούντε, ο όρος «νέο» είναι μάλλον περιττός εδώ) ηγέτες, μεταξύ αυτών και οι γνωστοί Όσβαλντ Μόσλεϊ και Φράνσις Πάρκερ Γιόκεϊ, έκαναν κάποιες ανέλπιδες απόπειρες να συσπειρωθούν σε διεθνές επίπεδο, με σημαντικότερο κατόρθωμα το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα (ESM), χωρίς όμως σοβαρά πολιτικά οφέλη.
Το δεύτερο κύμα Ακροδεξιάς (1955-1980) πρέσβευε την υπεράσπιση των αγροτικών περιφερειών, που απαξιώθηκαν μεταπολεμικά, και μια γενικότερη εναντίωση στην έννοια του κράτους δικαίου. Αυτή η τάση βασικά δεν ήταν φασιστική στην ιδεολογία ούτε στα στελέχη της, αν και πολλά από τα κόμματά της είχαν συνδεθεί με πρώην φασίστες. Το σημαντικότερο κίνημά της υπήρξε η Ένωση Άμυνας των Εμπόρων και των Τεχνιτών, με ηγέτη του τον Πιέρ Πουζάντ, εξαιτίας του οποίου καθιερώθηκε στη Γαλλία ο όρος πουζαντισμός, για να περιγράψει τον έντονο λαϊκισμό και αντικοινοβουλευτισμό. Στις ΗΠΑ, ο δεξιός λαϊκισμός έδρασε κυρίως μέσω του αντικομουνισμού, μεγαλύτερο και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του οποίου υπήρξε ο «μακαρθισμός», από τον γερουσιαστή Μακάρθι. Το τρίτο κύμα ακροδεξιών κινημάτων έκανε την εμφάνισή του γύρω στη δεκαετία του 1980 στη Δυτική Ευρώπη, αλλά απέκτησε σημαντική παρουσία (σημαντικότερη από τα δύο προηγούμενα) κατά τη δεκαετία του 1990 ως το 2000, τροφοδοτούμενο από την ανεργία και τη μαζική μετανάστευση. Μάλιστα, μετά την πτώση του κομουνισμού το 1989, ακροδεξιά κινήματα αναπτύχθηκαν περιφερειακά σε διάφορες πρώην κομουνιστικές χώρες, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις συνδυασμού ακροδεξιών ιδεολογημάτων με κομουνιστική νοσταλγία (π.χ. το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας). Τέλος, το τέταρτο κύμα της Ακροδεξιάς έκανε τη δυναμική του εμφάνιση στον 21ο αιώνα και την έβγαλε από το πολιτικό περιθώριο, καθιστώντας τη μια σημαντική, υπολογίσιμη και μερικές φορές αναγκαία δύναμη για το σχηματισμό κυβερνήσεων, σε συνεργασία με Δεξιά ή ακόμη και Αριστερά κόμματα. Συγκεκριμένα, στην πρώτη δεκαετία του 2000 τα διάφορα ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν κατά μέσον όρο ένα ποσοστό ψήφων της τάξης του 4.7%, ενώ την επόμενη δεκαετία το ποσοστό αυτό έφτασε το 7.5%. Πρόκειται για κόμματα λαϊκίστικα και ριζοσπαστικά. Ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης Ακροδεξιάς είναι η ετερογένειά της, ακόμη και εντός του ίδιου κόμματος. Αυτό σημαίνει πως εξίσου περιπτωσιολογική πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή της από τη δημοκρατική πολιτική.
Αν και το ακροδεξιό κίνημα απευθύνεται πρωτίστως σε άνδρες, προβάλλοντας μάλιστα έμφαση τη βία και την παραδοσιακή πατριαρχική αρρενωπότητα ως αξίες, προσελκύει όλο και περισσότερες γυναίκες στους κόλπους του. Μετά τη Λε Πεν, όλο και πιο πολλές γυναίκες ηγούνται τέτοιων κομμάτων. Και όχι μόνο γυναίκες: ακόμη και άτομα ομοφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού συμμετέχουν σε αυτά και καταλαμβάνουν ενίοτε σημαντικές θέσεις. Φυσικά, αυτά είναι όπλα της Ακροδεξιάς ενάντια στην “απειλή του Ισλάμ” ενάντια στις συγκεκριμένες μειονότητες, για την οποία απειλή η Ακροδεξιά δε σταματά να προειδοποιεί. Η ισλαμοφοβία παίζει τον ρόλο που έπαιζε παλιότερα για τους ακροδεξιούς ο αντισημιτισμός, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο τελευταίος έχει εξαλειφθεί εντελώς. Αυτός είναι ίσως και ο κύριος λόγος που πολλά ακροδεξιά κινήματα προβάλλουν προς τα έξω μια χριστιανική ταυτότητα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «πολιτισμικά» χριστιανικά και μόνον, στην καλύτερη περίπτωση, όταν δε θεωρούν τον Χριστιανισμό ως κάτι ξενόφερτο και “εβραϊκό”. Πάντως, η σύνδεση των εκκλησιών με τον εθνικισμό είναι μεγαλύτερη στις ορθόδοξες χώρες, δεδομένου ότι αυτές έχουν “εθνικές” εκκλησίες.
Στον ειδικό πρόλογο που προσέθεσε για την ελληνική έκδοση, τον Οκτώβριο του 2020, ο Μούντε αναφέρεται λίγο περισσότερο στην ελληνική περίπτωση. Συγκεκριμένα, παρατηρεί ο Μούντε, η Ελλάδα είχε αρκετά μέτρια εκλογική στήριξη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ως προς τα υπόλοιπα όμως, βρίσκεται γενικά στον μέσο όρο: το δεξιό κόμμα της, η Νέα Δημοκρατία, κανονικοποίησε ακροδεξιά κόμματα και θέσεις (π.χ. η βραχύβια συγκυβέρνηση με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, που οδήγησε στη δική του περιθωριοποίηση και την άνοδο της Χρυσής Αυγής) συγκυβέρνηση όπως αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αλλά σε αντίθεση με εκείνα, δέχτηκε στους κόλπους της ορισμένους υψηλά ιστάμενους ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Μάκης Βορίδης. Σύμφωνα με τον Μούντε, αυτό που ξεχωρίζει την ελληνική ακροδεξιά από τις ευρωπαϊκές, είναι ο κατακερματισμός και η αστάθεια των κομμάτων της: πραγματικά, κάθε δεκαετία γίνεται “εξέχον” ένα διαφορετικό ακροδεξιό κόμμα, επιβιώνει για μερικές εκλογικές αναμετρήσεις και τελικά εξαφανίζεται στην πολιτική λήθη. Η δύναμη της Ακροδεξιάς είναι ιδιαίτερα μικρή και ούτε την τελευταία δεκαετία κατόρθωσε να υπερβεί αυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πάντως, ο ελληνικός πολιτικός χώρος εμπεριέχει ένα ισχυρό εθνικιστικό ρεύμα, το οποίο, κατά τον Μούντε, ενισχύουν ισχυροί θεσμοί όπως το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και η Ελλαδική Εκκλησία. Όσον αφορά μάλιστα τη χώρα μας, ο Μούντε χαρακτηρίζει «σοκαριστικό» γεγονός την είσοδο της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στην ελληνική Βουλή, το 2012, τονίζοντας παράλληλα ότι η Ελλάδα θυμίζει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η πρόβλεψη του συγγραφέα είναι ότι στο κοντινό μέλλον θα δούμε την ανάδυση ενός νέου ακροδεξιού ριζοσπαστικού κόμματος, το οποίο όμως θα είναι εξίσου βραχύβιο και ανεπαρκώς οργανωμένο με τα προηγούμενα, οπότε οι θεσμοί θα πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση. Σε κάθε περίπτωση, η Ακροδεξιά δεν προβλέπεται να εξαφανιστεί στο άμεσο μέλλον, ούτε στην Ελλάδα, ούτε και στον υπόλοιπο κόσμο.
ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ