Φωτεινή Βασιλοπούλου, Παραμύθια χωρίς αύριο

Κόκκινη κλωστή

Κρεμόταν απ’ τον ουρανό
από μια κόκκινη κλωστή
από της Νύχτας το σπασμένο χέρι.

Πάνω απ’ το δάσος των ανθρώπων
χέρια κλαδιά και δόντια κοφτερά
αχ, και πώς την πεινούσαν!

Φεγγάρι από πάνω της δρεπάνι
χλωμό ξεματωμένο διψούσε για κορίτσι.
Ήθελε να το πιει και να χορτάσει
αίμα και παραμύθια

~.~

Μαγεμένη κουρούνα

Με μάγια τιμωρείται η ομορφιά.
Σκληρά. Με δυο μαύρα φτερά κουρούνας
κρωγμούς, αδακρυσιά.

Όνειρο μαύρο της φραγκοσυκιάς, ολημερίς φτεροκοπάς.
Σαν πέφτει ο ήλιος το πέταγμά σου βασιλεύει
και ξαναπαίρνεις την ανθρώπινη μορφή.

Νομίζεις σε λυπήθηκαν σαν είπαν:
Θέλεις τα μάγια να λυθούν;
Ρίξ’ τα φτερά σου στη φωτιά και κάψ’ τα!

Το έκανες. Και τώρα είσαι ελεύθερη.
Ελεύθερη να μην πετάς
το πριγκιπόπουλο να παντρευτείς
παιδιά να ταχταρίσεις.

Και κάθε μέρα στο παλάτι τριγυρνάς
τον περιμένεις ώς αργά το βράδυ
να επιστρέψει απ’ το κυνήγι.
Σκύβεις τού φέρνεις τις παντόφλες
προσφέρεις το ζεστό πρώην πουλιού κορμί
αίμα σε φλιτζανάκι του καφέ.
Πριγκίπισσα σωστή!

Μονάχα όταν σου πετάει στην ποδιά
μια δέσμη με πουλιά να ζεματίσεις
να μαδήσεις
σου πιάνεται η καρδιά.

Θρηνείς καθώς θυμάσαι τον απέραντο ουρανό
κλαις τις σφαγμένες πτήσεις
και νοσταλγείς την πρωινή δροσιά
που στα φτερά σου πια δε θα ξανακυλήσει.

~.~

Χωρίς Χέρια

Απλώνεις βλέμμα βελούδο απέραντο
ήχους κολυμπάς σιωπής
με τα μάτια ζυμώνεις ψωμί της ανάγκης
βράχια με τη γλώσσα σηκώνεις
δέντρα σκύβουν, σε ταΐζουν φρούτα της λύπης τους
στους κομμένους καρπούς σου δυο πέρδικες
αίμα θρόμβους ραμφίζουν δεν ξεδιψούν

τα κομμένα σου μέλη πεταμένα στο χώμα
περιστέρια μηνύματα ανεμπόδιστα στέλνουν
την αγάπη σου

καλοσύνη, η θλίψη σε κάνει πιο όμορφη

και βλασταίνει ζωή.

Πώς αγκαλιάζεις το μωρό σου, Χωρίς
Χέρια, κάθε μέρα πώς ντύνεσαι
τον καινούργιο σου θάνατο;

Εφτά ρούχα πληγές στο κορμί
κι εσύ διάφανη

Χωρίς Χέρια, επαίτης στη σκόνη της πόλης
πώς απλώνεις τα Χέρια Χωρίς
πώς τα μάτια καλύπτεις σε βλέμμα λεπίδες
με τι Χέρια τη μέρα σου σπρώχνεις Χωρίς
στο πηγάδι πώς ρίχνεις κουβά
πώς σφουγγίζεις τη νύχτα
πώς θερίζεις τις πίκρες με δρεπάνι στο στόμα;

Δείξε μου, Χωρίς Χέρια, δείξε μου πώς μπορείς!

~.~

Η γριά δούλα

Όταν τον πλησιάζει στο άσπλαχνο φως
καθρεφτίζονται στις φολίδες του τα χρόνια της.
Το αυλακωμένο με ρυτίδες πρόσωπο.
Τα σταχτιά μαλλιά, το γελοίο σαγόνι.

Πληγώνει η ασχήμια.

Πού πήγε το κορίτσι-λευκή καμέλια;
Αναμμένο νύχτες ολόκληρες
περίμενε να λιώσει στη φλόγα της ανάσας του.
Μ’ αυτός επέστρεφε κάθε φορά με νέο πλάσμα
που πότε τρώει πότε μαρμαρώνει και φυλά
στην κάμαρή του διπλοκλειδωμένο.

Με την απάτη, τα φιλιά τής ρούφηξε όλες τις χλωρασιές.
Ο έρωτάς του δηλητήριο στη φλέβα.
Τώρα κατάξερη ώς το μελούδι.
Το κατοικίδιο-γυναίκα εξημερώθηκε άγριο πολύ.
Παραμονεύει αθώα θύματα στις παρυφές του δάσους.
Σκυμμένη στη φωτιά τού ετοιμάζει φρέσκια σάρκα για το δείπνο
κρυφακούει πυρετικά πίσω απ’ την πόρτα
γλείφει τους ολονύχτιους τριγμούς απ’ τα σανίδια

χαϊδεύοντας του πύργου το κλειδί ανάμεσα στα στήθη.

~.~

Η γυναίκα του πρωτομάστορα

Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες

Λαχταρούσες το χάδι του.
Χέρια από την πέτρα όλο γκρίθια.
Πόθου στεναγμούς.
Μωρού κλάμα για το γάλα σου.
Μια ήσυχη ζωή λαχταρούσες.

Όχι. Ποτέ δεν πέρασαν από τον νου σου
καμάρες μονότοξες, δίτοξες
θρύλοι, τραγούδια, μοιρολόγια.
Κανείς να μη σ’ έκλαιγε. Ούτε ένα αχ.

Ποιος πρωτομάστορας σ’ έχτισε
και δεν άφησε απέξω ούτε ένα δάχτυλο ν’ αγγίζεις το μωρό σου
μια ίριδα να το βλέπεις να μεγαλώνει
μισή πατούσα να κουνάς την κούνια του
μισό στήθος να το θηλάζεις;

Ολόχτιστη.
Ποιό γιοφύρι στεριώνει τώρα το κορμί σου;

~.~

Η νέα κυρία Στάρκιν

Δεν ξέρω γιατί μ’ έφερε στο παλάτι του.
Είχε ήδη τη μικρή του πριγκίπισσα με
χείλη κεράσια, ενώ εγώ δυο λεπτές περισπωμένες
—χρώμα σκοτωμένο αίμα— γεμάτες απορίες.
Πώς να παραβγώ μαζί της;
Είχε χιονόδερμα. Είχα ρυτίδες.
Είχα κυτταρίτιδα. Είχε προζυμένιες γάμπες
όταν έβαζε το σκαμνάκι της
να πιάσει το βάζο με το γλυκό στο πάνω πάνω ράφι.
Της ζητούσε γλυκό κεράσι πρωί απόγευμα.
Είχε μάτια μόνο για κείνη.
Είχα μάτια σε προστάδιο καταρράχτη, ωχρά κηλίδα
αιμορραγία στα τριχοειδή. Προχωρημένη ουλίτιδα
και αλωπεκία. Εξού το μαύρο τουρμπάνι
τα σουβλερά δόντια, τα κόκκινα μάτια
σε όλες τις εικαστικές απεικονίσεις του παραμυθιού.
Ήταν ο γονιμοποιημένος του έρωτας.
Ήμουν η προσωποποίηση της αγονίας, της αγωνίας.
Όχι τόσο για την ομορφιά.
Η απόρριψή του μ’ ένοιαζε, η κατακραυγή της κοινωνίας.
Ήταν λάθος αυτός ο γάμος.
Πνιγόμουν απ’ τα στενά φορέματα, τους κορσέδες
το έντονο μακιγιάζ.
Λάθος ακόμα κι ο καθρέφτης μου
ραγισμένος, πολλαπλασιαστής ασχήμιας, δυσφορίας
σκονισμένος, αραχνιασμένος.
Πόσες φορές ήθελα να ξεκολλήσω το πιο αιχμηρό θραύσμα του
και να σκίσω τις φλέβες μου ή να της αφαιρέσω την καρδιά.
Όχι πως μ’ εκνεύριζαν τα καλά κορίτσια
αλλά ο ομοιοπαθητικός μού είχε συστήσει
συκώτι και καρδιά φρεσκοσφαγμένου κοριτσιού
για την προχωρημένη αναιμία μου.
Μα πώς θα καταπολεμούσα τον μεγαλύτερό μου τρόμο;
Την αιμοφοβία.

Γι’ αυτό κατέφυγα σε ασφυξία από κορσέ, σε δηλητηριασμένες χτένες, μήλα.

Για πες μου, έχω άδικο, καλέ μου υπηρέτη;
Μα έλα λιγάκι πιο κοντά και μίλα μου για μήλα.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ

Advertisement