Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
4. Οι αποδόσεις του Γιάννη Δάλλα
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes. Για ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς εδώ.
«Ο Ρωμανός είναι ολόκληρος μια καθαρή γραμμή, η λαλιά μιας φυλής. Σε μια οικουμένη, που η περίσκεψη έβριθε, αυτός έφερε τη δωρεά του λαγαρού ενστίκτου». Έτσι εύγλωττα, ακαριαία κι επιγραμματικά ξεκινά το επίμετρό του στη μετάφραση του ρωμανικού ύμνου «εἰς τὰ ἅγια νήπια», ο Γιάννης Δάλλας και το οποίο εξίσου εύγλωττα τιτλοφορεί «Ο Ρωμανός εγκάθειρκτος του σώματος». Και συνεχίζει αναγνωρίζοντας τη μεταιχμιακή στιγμή της παρουσίας του Ρωμανού ως άνθηση μιας πρώιμης και δύσκολης εφηβείας του ‘μεσαιωνικού μας πολιτισμού’: «Στης μεσαιωνικής ράτσας μας το κατώφλι καμπανοκρουσία εωθινή […] Την ιδέα την πιο απογειωμένη και ασώματη, που ανακάλεσε ποτέ η μεταφυσική αγωνία μας, αυτός την προσγείωνε, την ενσάρκωνε, μπορούσε να τη χωρέσει ακέραιη στο σώμα του πλησίον του». Επικεντρώνει λοιπόν ο Δάλλας τη δική του θεώρηση και πρόσληψη της ποίησης του Ρωμανού στην ανάδειξη εκ μέρους του Μελωδού μιας ‘ζεστής ανθρωπολογίας’, «αφού κατέβασε τη θεότητα και όλη τη χορεία των αγγέλων και των μαρτύρων ώς τα μέτρα της ανθρωπιάς μας, τη σκόρπισε στα πρώτα φύτρα […] στη διάσταση ενός αναβαπτισμένου παγανισμού». Σε συνέχεια της ανάγνωσης μιας τέτοιας ανθρωπολογίας λογιάζει για δεύτερο –μέγιστο– κατόρθωμα ρωμανικό την παρουσία της αγωνιζόμενης κι εναγώνιας πίστης του ποιητή μαζί με την ανάδυση της σύναψής της με το σώμα. «Ο Ρωμανός έτσι, αφού πρώτα έκανε την υπερβατικότητα βατή, υπόθεση του ενόργανου κόσμου, καθήρεσε τώρα, με την πνευματικήν αγωνία του, τη στατικήν αντίληψη της πίστης […] Το σώμα και η ψυχή του έγινε σταυροδρόμι της αμαρτίας […] Εκεί μέσα, στη λάσπη της δοκιμασίας του, είναι έτοιμος να δεχτεί το θάμβος. Καθαρμένος, γίνεται άξιος να πλησιάσει το θαύμα […] Το σώμα γι’ αυτόν είναι μια προβλήτα δυσμάχητη, που αντιστέκεται στη φουσκοθαλασσιά του θείου, στα έργα της θεομηνίας, σε κάθε επιβολή της πιο απρόοπτης θεουργίας». Κατόπιν τούτων λοιπόν δεν φαίνεται δυσεξήγητη κι η επιλογή του συγκεκριμένου ύμνου προς μετάφρασιν, από τον Γιάννη Δάλλα το 1999.
Κορφολογώ εδώ στιγμές ετούτης της μεταφραστικής προσέγγισης, από τον ύμνο Εἰς τὰ ἅγια νήπια, μετάφραση που αφιερώνει στα τόσα και τόσα ίσαμε τις μέρες μας σφαγιασθέντα νήπια. Εξάλλου, καταπώς θυμίζει ο ίδιος στο αρκτικό του σημείωμα, εισάγοντάς μας στην εργασία του, «Μεγάλωσα σ’ εποχές παιδοκτονίας…», σημείωμα που άκρως δηλωτικά επιγράφει: «ΛΗΚΥΘΟΣ».
~·~
Σημείωση ύστερη για ζητήματα πρότερα
Ξεκινώντας αυτή την –ούτως ή άλλως– εισαγωγική αποτύπωση της υποδοχής της βυζαντινής ποίησης στη νεοελληνική γλώσσα αρχικά στηρίχθηκα σε όσες γνωστές καταγραφές είχα ήδη υπ’ όψιν μου. Και στη συνέχεια φυσικά προχώρησα και προχωρώ με προσωπική έρευνα στα όσα εμφανή ή καταχωνιασμένα κι άδηλα σημεία της παρουσίας των νεοελληνικών αποδόσεων βρίσκονται διασκορπισμένα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Αναμενόμενες σε αυτή την περίπτωση οι νέες ανακαλύψεις (για όσα άγνωστα ή βαθιά κρυμμένα και λησμονημένα παραμένουν και περιμένουν), και οι συνεπακόλουθες εκπλήξεις, το ξάφνιασμα μα κι ανατροπές.
Μια τέτοια –μετά του Καρούζου τις αδημοσίευτες αποδόσεις– στάθηκε λοιπόν κι η πρόσφατη έκπληξη και ανατροπή που δοκίμασα και η οποία κάλλιστα, λόγω και του θέματος, θα μπορούσε να έχει ως μόττο τη γνωστή βιβλική ρήση «ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Διορθώνω και επιτροχάδην εξηγούμαι. Σήμερα παρουσιάζεται η έως χθες σχεδόν –πέρυσι για την ακρίβεια– τελευταία ποιητική απόδοση ύμνων του Ρωμανού στη νεοελληνική, του Γιάννη Δάλλα. Η ανατροπή όμως, για την οποία ήμουν παντελώς ανύποπτος και ανυποψίαστος, καθότι δεν είχα βρει ως ώρας ούτε μία αναφορά, ούτε μία τοσηδά μνεία, έγκειται στο ότι σε μια πρόσφατη περιήγησή μου σε παλαιότερα έντυπα διαπίστωσα ότι ο Δάλλας είναι ταυτόχρονα και ο πρώτος Νεοέλληνας (ποιητής ή μη) που αποπειράθηκε να αποδώσει τον Ρωμανό στα νεοελληνικά· και μάλιστα δεκαπέντε σχεδόν χρόνια νωρίτερα από την πρώτη καταγεγραμμένη απόδοση του Π. Α. Σινόπουλου, το 1956 (και αυτή είναι και η διόρθωση). Και όχι μόνο. Επιπλέον κατέθεσε (πάλι δική του κι αυτή η πρωτιά!) σε ένα δοκίμιό του την ερμηνευτική του προσέγγιση στον Ρωμανό και την ποίησή του (το ίδιο που συνοδεύει την έκδοση της κερκυραϊκής «αποστρόφου» το 1999) μόλις το 1958, στη συναγωγή δοκιμίων του Υπερβατική συντεχνία, η οποία και επανεκδόθηκε πρόσφατα ως ‘μία επανανάγνωση’ (εκδ. Έρασμος 2018).
Αφανής, κρυφή κι ασυζήτητη, αμνημόνευτη, παρέμεινε εντέλει η μεταφραστική κι η δοκιμιακή του πρωτοπόρα εργασία στον Ρωμανό. Συλλογίζομαι όμως πως ίσως η επανεπεξεργασία κι η ολική πλέον απόδοση του ύμνου, σαράντα τόσα χρόνια αργότερα, (μα κι η επαναδημοσίευση του δοκιμίου του) έσβησε αχνά τα χνάρια και αποσιώπησε διακριτικά την ύπαρξη αυτής της πρόδρομης απόπειρας, καινοποιώντας την. Ο Γιάννης Δάλλας είχε λοιπόν αποδώσει τμήματα του σήμερα ανθολογούμενου ύμνου στα άγια νήπια στη Νέα Εστία, τχ. 689 (15 Μαρτίου 1956), σ. 362-364· ενός ύμνου, ας σημειωθεί, που η πρώτη έντυπη (και κριτική) έκδοση είχε μόλις παρουσιαστεί τέσσερα χρόνια πριν από τον Τωμαδάκη. Στη μεταγενέστερη απόδοση του 1999 μεταφράζει πια ολόκληρο τον ύμνο κι επιλέγει ως πηγή του την έκδοση Maas-Trypanis. Από εκείνη την πρώτη του απόπειρα, αποσπώ και μεταφέρω εδώ δυο οίκους (ι΄ & ιδ΄, που έχω παρακάτω ανθολογήσει και από την παρατιθέμενη νεώτερη απόδοση), τιμής και μνήμης πρόσφορο στον ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Δάλλα, μα και χνάρι ελάχιστο της πορείας του προς την τελική απόδοση του ύμνου δεκαετίες αργότερα.
Ἡ ἠχὼ τῶν λυπημένων
γιὰ τὰ νήπια μοιάζει, ὡς πέφτει
ἐπὶ γῆς βροντή.
Κορυφὲς καὶ φάραγγες,
τῶν ὀρέων κοιλώματα,
ἀντηχεῖα ποὺ ὠλόλυζαν
μιὰ οἰμωγή, σὰ νὰ ἔπασχαν
συναλλήλως ἐν χορῷ
συγκοπτόμενα.
Ἀπ᾽ τὸ ὕψος των ἡ γῆ
ἐπιπλέει στὸ αἷμα,
κ᾽ ἐπὶ τῆς ἐρήμου ἀκόμη
τ᾽ ἀκατοίκητα, ὑπερφίαλος,
κι᾽ ἄνομος ἐξάπλωσε
τὴν ὀργή του. Τίς μητέρες
πρόλαβε κι᾽ ἁρπάζει
τοὺς καρπούς τους, σὰν στρουθιὰ
μὲ γλυκὺ κελάδισμα.
Καὶ τὰ σφάζει. Εἶναι ἀνεπίγνωστος,
ποὺ ὅ,τι ἂν κάνει πιὰ ἡ δική του δύναμη
ἔχει ξεγραφθεῖ.
~•~
Μάχαιρες τώρα, ἐν σχήματι
φόνου, ἀνελέητα στὰ ἄσπιλα
βρέφη.
Λογχισμένα ἐπάγωσαν, μὲ μέλη
διάσπαρτα, κι᾽ ἀποκεφαλισμένα,
τοὺς μαστοὺς τραβώντας, γάλα ἀκόμη
νὰ ποτίζονται.
Ἀπ᾽ τὰ στήθη κρέμονται
τὰ σεπτὰ νήπια κρανία,
μὲ κατασκισμένη τὴ θηλὴ
μὲς στὸ στόμα καὶ στὰ τρυφερώτατα
μέσα δόντια τους.
Πόνος δίδυμος στὶς μάννες τὶς βυζάχτρες·
ἀπ᾽ τὰ δίχρονά τους λάβωμα στὸ σῶμα τους,
κι᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ὀρφάνισμά τους ― ἔργα βασιλέως.
Μὰ θὰ πληρωθεῖ γι᾽ αὐτά,
γιατὶ ἡ δόξα του αὐθωρεὶ
θὰ καταρρεύσει.
~.~
ΥΜΝΟΣ ΣΤ´
( «κοντάκιον εἰς τὰ ἅγια νήπια» XV – 3 )
Προοίμιο
Στὴ Βηθλεὲμ γεννήθη βασιλέας,
μάγοι ἐκ Περσίας ἔρχονται μὲ δῶρα
καὶ ἀπὸ τὰ ὕψη τοὺς χειραγωγεῖ ἕν᾽ ἀστέρι·
ταράσσεται ὁ Ἡρώδης καὶ σὰν στάχυα
τὰ νήπια θερίζει κι ὀλολύζει
ἄχ, ἡ ἐξουσία του ὅπου νά ᾽ναι θὰ καταλυθεῖ.
[…]
Οἶκος γ΄.
Ὑπνώθη εἰρηνικὰ καὶ ἠγέρθη ξαφνιασμένος
καὶ ταραχὴ τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ δείλιασμα·
ὁ φόβος τὸν κατεῖχε κι ἔτρεμεν ὁ Ἡρώδης
τ᾽ ὄνομα τοῦ νεογέννητου·
σὰν ἔμαθε ἀπ᾽ τοὺς μάγους τὴ δύναμη τοῦ βρέφους
τὰ γέλια μὲ τὸ κλάμα ἐσύσμιξε κι ἐβόησε:
«Ὢ ἀνέλπιδα δεινά, νὰ μὲ πτοεῖ ἕνα βρέφος,
ὢ τρέλα, ἕνα μωράκι
νὰ τρέμω ποὺ οὔτε τό ᾽δα·
στεριᾶς καὶ πόντου ἐδέσποσα κι ἕνα παιδὶ μὲ τρόμαξε·
πῶς νὰ ἐνεργήσω τώρα κι αὔριο τί νὰ πράξω;
ποὺ αἰφνίδια ὅλη τὴ γῆ καταύγασε ἕν᾽ ἀστέρι
κι ἐκεῖνον βασιλέα
κήρυξε κραταιὸν ποὺ ἦρθε νὰ καταλύσει
τὴ βασιλεία τὴ δική μου, καὶ θρηνῶ
ποὺ ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου ὅπου νά ᾽ναι θὰ καθαιρεθῶ».
Οἶκος δ΄.
Τά ᾽χε χαμένα καὶ τὰ λόγια αὐτὰ ξεφώνιζε,
τὸν νοῦ του ἀνάδευε καὶ μέσα του στοχάζοταν.
πῶς θὰ ἐξοντώσει τὸ παιδὶ ποὺ οἱ μάγοι
τὸ διακηρύξαν βασιλέα.
Καλεῖ τὸ στράτευμα, τοῦ δίνει ἀσυδοσία,
τράχυνε τὴ φωνὴ κι ἔτσι τοὺς πρόσταξε:
«Τραβᾶτε ἀμέσως σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες
γαῦροι, ὣς τὰ δόντια ἀρματωμένοι,
τὴν ἀσπλαχνία περιβλημένοι,
τῆς Βηθλεὲμ νὰ σφάξετε ὅλα τ᾽ ἀρτιγέννητα·
καμιὰ φοβία ἢ δυσκολία τέτοιος πόλεμος·
σὲ νήπια δυὸ χρονῶν σᾶς στέλνω τρυφερά, καὶ ποιός,
ποιός θὰ προβάλει ἀντίσταση;
βασιλικὴ διαταγή, ὅλοι τὴν τρέμουν οἱ λαοί,
μὴν τύχει κι εἰπωθεῖ ποτέ
πὼς ἡ δική μου βασιλεία μέλει νὰ καταλυθεῖ».
Οἶκος ε΄.
Αὐτὲς τίς προσταγὲς τί ἦταν ν᾽ ἀκούσει
κι εὐθὺς ἀπάντησε ὁ στρατὸς πρὸς τὸν Ἡρώδη:
«Ὅ,τι μᾶς διάταξες δειλιάζομε νὰ πράξομε
μὴ γίνομε γιὰ περιγέλια·
ποιός ἀπ᾽ τοὺς ἄφρονες θνητοὺς δὲν θὰ γελάσει·
ἀκοῦς ἐκεῖ, κατὰ νηπίων νὰ ἐκστρατεύσομε!
Μὰ ἂν εἶν᾽ ἡ Βηθλεὲμ ὁ τόπος τοῦ νεογέννητου,
δῶσε μας ἐντολὴ κι ὅλα ἄνω-κάτω
σπίτια κι αὐλὲς ἐμεῖς θὰ τ᾽ ἀνασκάψομε.
Κανεὶς δὲ σοῦ ᾽πε βασιλιὰ γι᾽ αὐτὰ μὴ γνιάζεσαι,
κανεὶς δὲν σὲ κακίζει ποὺ ἐρευνᾶς γιὰ ὅσα ἄκουσες·
τρέξε, κατάτρεξε σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ ἐπὶ γῆς
ἦρθε οὐρανόπεμπτος·
παράδοση εἶναι ἡ Βηθλεὲμ νὰ βγάζει βασιλιάδες·
μὴ συγκρουστεῖς ποτὲ μ᾽ αὐτήν,
γιατὶ τὸ κράτος σου γιὰ πάντα θὰ καταλυθεῖ».
[…]
Οἶκος ζ΄.
Εὐθὺς τὰ λόγια αὐτὰ ἀπ᾽ τοὺς στρατιῶτες
μόλις ποὺ τ ἅρπαξε τ᾽ αὐτί του ὁ παιδοκτόνος
κόρωσε ὁλόκληρος καὶ σὰν βολίδες τίναζε
τοὺς μύδρους τῆς ὀργῆς του,
ὄχι σὰν βάτος ἡ φλεγόμενη, ἀλλὰ μόλυνε
τὴ γὴ μὲ τὸ αἷμα τῶν βρεφῶν ποὺ αἱματοκύλησε·
ὁ νοῦς του σάλεψε κι ὁ λογισμὸς σκοτίστηκε
ὄχι ἀπὸ μέθη, ὁ φθόνος τὸν φαρμάκωσε
κι ὁ ἴδιος ἔγινε βότρυς πικρίας·
Τὰ ἄλλα κλωνάρια λιάνισε ἀντὶ τοῦ ἑνὸς ὁ ἄδικος·
ὅλα τὰ κλάδεψε μὰ ἐκεῖνον δὲν τὸν ἔφθασε.
Θυμὸς σφοδρὸς τὸν συνεπῆρε, μόλις ἄκουσε
δυσοίωνη φωνὴ ποὺ τοῦ ᾽λεγε
πὼς καθαιρεῖται ἀληθινὰ ἀπ᾽ τὴ βασιλεία του·
κι ἀπόμεινε ἔτσι νὰ θρηνεῖ
ποὺ ἡ ἐξουσία του τώρα μέλει νὰ καταλυθεῖ.
Οἶκος η΄.
Ἰχνηλατώντας τὴ φωλιὰ ἑνὸς λιονταρόπουλου
τ᾽ ἄγρια σκυλιὰ ἡ ἀλεποὺ ἔστρεψε ἀπάνω του
τὴ Βηθλεὲμ νὰ περιτρέχουν μέσα κι ἔξω
μὴ βροῦν τὸ θήραμα·
μὰ αὐτὴ σπαράζει τοὺς ἀμνοὺς κι ὄχι τὸν λέοντα,
τὸ βλέμμα ἐκείνου δὲν κοτᾶ νὰ τ᾽ ἀντικρύσει.
Τὸν ἀετὸν οἱ γύπες στὰ ὄρη ἀναζητοῦσαν,
μὰ αὐτὸς ἐν ἀποκρύφῳ μὲ τὶς δυὸ φτεροῦγες του
ἔσκεπε κι ἔθαλπε κρυμμένος τὴ φωλιά του
ποὺ ἔχτισε ὁ ἴδιος πρὸ αἰώνων μὲ τὰ χέρια του
κι ἂς τὸν γεννᾶ τώρα παρθένα μάνα ἀνύμφευτη·
εἶναι πατέρας της ὁ ἴδιος ποιητὴς τοῦ σύμπαντος
καὶ φυτουργὸς εἰρήνης.
Τὸν μάχεται ὁ Ἡρώδης μὰ κοπιάζει ἀνώφελα
καὶ θὰ θρηνήσει γιὰ καλά,
γιατὶ ἡ ἐξουσία του κοντεύει νὰ καταλυθεῖ.
[…]
Οἶκος ι΄.
Ὁ ἦχος τῶν θρηνούντων γιὰ τοὺς νέους βλαστούς τους
σὰν τὴ βροντὴ στὴ γὴ τότε ἀντιχτύπησε:
βουνὰ καὶ φάραγγες, κοιλάδες κι ὀροπέδια
μὲ ὀλολυγμοὺς ἀντήχησαν·
τὴν οἰμωγὴν ἐκείνη μέσα τους χωνεύοντας
συμπάσχαν συναλλήλως συγκοπτόμενα.
Τότε νὰ δεῖς τὴ γὴ νὰ πλέει στὰ αἵματα,
νὰ δεῖς τίς ἐρημιὲς καὶ τ᾽ ἀκατοίκητα·
σ᾽ αὐτὰ καὶ ἀκόμα πέρα τὴν ὀργή του
ξεσποῦσε ὁ ἄνομος ἐκεῖνος κι ὑπερφίαλος·
πρόφταινε κυνηγώντας τὶς μητέρες κι ἅρπαζε
τοὺς νεοσσοὺς μέσα ἀπ᾽ τοὺς κόρφους σὰν στρουθία
ποὺ γλυκολαλοῦσαν
καὶ τὰ ἐξολόθρευε μὴ ξέροντας ὁ δύστηνος
πὼς τέτοια κάνοντας
ἡ ἐξουσία του ἦρθε ἡ ὥρα νὰ καταλυθεῖ.
Οἶκος ια΄.
Ὑψῶναν στὶς μητέρες τὰ ξίφη οἱ στρατιῶτες
μ᾽ ὁλόγυμνη τὴν κόψη κι αὐτὲς βρεφοκρατοῦσες
πετοῦσαν χάμω πτοημένες κι ἔντρομες
αὐτὰ ποὺ μὲ λαχτάρα θήλαζαν.
Λιπόψυχη εἶναι πάντα τῶν γυναικῶν ἡ φύση,
κι ἂς δείχνει πότε-πότε προπετὴς κι ἀπόκοτη.
Ἄλλες λοιπὸν τοὺς φονευτὲς ἐκλιπαροῦσαν
κι ἔκλιναν τοὺς αὐχένες τους ποθώντας
νὰ τελευτήσουν πρῶτες, νὰ μὴ σώσει
τὰ ἴδια τὰ τέκνα τους νὰ δοῦν κρεουργημένα·
ὅποια ἔγινε μητέρα ἂς μαρτυρήσει.
Κι ἄλλες ξεφώνιζαν πικρά: «Ἐμπρὸς σκοτῶστε τα,
μὰ τοῦ Ἀβραὰμ ὁ κόλπος
τοὺς ἑτοιμάζει ὑποδοχὴ σὰν τοῦ πιστοῦ τοῦ Ἄβελ·
ἐνῶ ὁ Ἡρώδης θὰ θρηνεῖ
γιατὶ ἡ ἐξουσία του τώρα μέλει νὰ καταλυθεῖ».
[…]
Οἶκος ιγ΄.
Ὢ λύσσα καὶ ὢ κακία τοῦ βασιλέως,
ὢ ἀνελέητοι τρόποι, ποὺ ἐναντίον νηπίων
μάχη ξεσήκωσε· τὴν τύχη τὴ δική του
μὰ κι ὅλης τῆς γενιᾶς του δὲν λυπήθηκε.
Δὲν σκέφθηκε τὰ ἴδια τὰ παιδιά του τότε
οὔτε καὶ πὼς ἡ φύση γιὰ ὅλους εἶναι μία·
ἄκαρδος στοὺς γονεῖς μέθυσε ἀπ᾽ τὴν ὀργή του,
τὴν ἴδια τὴ ζωή του δὲν λογάριασε,
οὔτε καὶ πόνεσε τὴ φύση τοῦ ἴδιου φύλου.
Ρίχτηκε ἀπάνω μὲ μιὰ λύσσα ἄγριου θηρίου
περίκλειστου ἀπὸ κυνηγοὺς κι ἀπὸ παγίδες·
πατέρες κλαῖγαν τὰ παιδιά, μοιρολογοῦν οἱ μάνες
κι ἐκεῖνος ὁ ἀναίσχυντος,
τίποτε δὲν τὸν ἔνοιαζε, μονάχα ὁ ἑαυτός του·
μιὰ μόνη σκέψη τὸν κατεῖχε, νὰ θρηνεῖ
ποὺ ἡ ἐξουσία του ἦρθ᾽ ἡ ὥρα νὰ καταλυθεῖ.
Οἶκος ιδ΄.
Μὲ τὴ ρομφαία σκληρὰ μαχαιρωμένα,
ἐν σχήματι σφαγῆς τ᾽ ἄμωμα βρέφη·
ἄλλα λογχίστηκαν φρικτὰ κι ἔτσι ξεψύχησαν
κι ἄλλα διαμελισμένα
ἢ μὲ κομμένες κεφαλὲς τὸ στῆθος τῆς μητρός τους
τραβώντας το, μὲ γάλα νὰ ποτίζονται·
κι ἔβλεπες τότε ἀπ᾽ τοὺς μαστοὺς νὰ κρέμονται
σεπτὰ κρανία τῶν νηπίων
προσθηλιασμένα, μὲ τὴ ρόγα τῶν βυζιῶν πιασμένη
στὸ στόμα μέσα ἀπὸ τὰ τρυφερὰ δοντάκια τους.
Κι ἦταν ἡ συμφορὰ διπλὴ κι ἀφόρητη:
μάνες ποὺ θήλαζαν μὲ στήθη σπαραγμένα
ἀπὸ παιδάκια δυὸ χρονῶν, καὶ τέκνα
ποὺ ξεκληρίστηκαν κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ βασλέως·
γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Ἡρώδης θὰ θρηνεῖ,
ποὺ ἡ ἐξουσία του τώρα μέλει νὰ καταλυθεῖ.
Οἶκος ιε΄.
Ἄγουρον βότρυ ἀναζητοῦσε γιὰ ν᾽ ἀρχίσει
πρῶτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἡρώδης νὰ τρυγᾶ παράωρα,
γιατὶ χειμώνας ἦταν τότε ποὺ ἀγεώργητος
βλάστησε ὁ βότρυς τῆς Μαρίας·
τὸν βότρυ ἀναζητοῦσε, μὰ ἀγουρίδες τρύγησε.
Γιατὶ ὁ καρπὸς τῆς μόνης πάναγνου παρθένου
κι ἡ ἄμπελος φεύγει γιὰ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου
ἐκεῖ νὰ φυτευτεῖ καὶ νὰ καρπίσει·
φεύγει μακριὰ ἀπ᾽ τὴ γὴ τῶν Ἰουδαίων
ποὺ ἔμεινε ἄδεια ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ χέρσεψε·
τὸν Νεῖλον ἔπιασε, τὸν μέγαν καρποδότη,
ὄχι ὅπως ὁ Μωϋσῆς ριχτὸς σὲ καλαμόπλεχτη
κούνια στὸ ἕλος, κι ἔτσι σώθηκε,
μὰ ρίχνοντας στὸν ποταμὸν ὅλα τὰ εἴδωλα
αὐτὰ ποὺ λάτρευε ὁ Ἡρώδης, καὶ γι᾽ αὐτὸ
ἡ βασιλεία του τώρα μέλει νὰ καταλυθεῖ.
[…]
Οἶκος ιζ΄.
Ὁ φεύγων πάντα φεύγει, τὴν ἀναγνώρισή του
ἀπ᾽ ὅσους τὸν ζητοῦν γιὰ ν᾽ ἀποφύγει.
Ἰησοῦ μου εὐσπλαχνικὲ Σωτῆρα, ἐσὺ μονάχα
σωματικὰ ἔχεις φύγει,
μὰ στὰ ἔργα εἶσαι ἀπὸ ὅλους ἐσὺ ἀναγνωρισμένος.
Σὰν πάτησε τὸ χῶμα τῆς Αἰγύπτου
ἐσείστηκαν εὐθὺς τὰ χειροποίητα <ὅλα>·
αὐτὸς ποὺ στὸν Ἡρώδη τρόμον ἔβαλε
αὐτὸς σεισμὸν ἐποίησε καὶ στὰ εἴδωλα·
κρυμμένος στῆς μητρός του τοὺς κόλπους θεουργοῦσε·
στὴν Αἴγυπτον ὁδεύει καὶ ἐξ ὕψους τὴ φυγή του
ἄγγελος διακονοῦσε, θέλησε κι ἐξορίστη
σὰν πενιχρούλι βρέφος,
μὰ πλούσιος διαλαλήθη σὲ κάθε τί, γιὰ τοῦτο
θρηνεῖ τώρα ὁ Ἡρώδης,
ἀφοῦ ἡ ἐξουσία του ὅπου νά ᾽ναι θὰ καταλυθεῖ.
Οἶκος ιη΄.
Ὑπὲρ ἐμοῦ ἀδελφοί μου δῶστε κι ἐσεῖς συγχώρηση
ἂν ἐραθύμησα κι ἐλᾶτε ἂς ἐγερθοῦμε
αὐτὸν ποὺ λύτρωσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
νὰ προσκυνήσομε.
Πονᾶ ἡ καρδιά μου στὸν δεσπότη ἂς ἀνακράξομε
ἀπὸ ἀνθρωποκτονία νὰ μᾶς φυλάξει
κι ἀπὸ τίς ἁμαρτίες γοργὰ ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε.
Τῆς μετανοίας τὸ μονοπάτι
ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ νὰ ὁδεύσω πρῶτος·
πολλὰ κακούργησα ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ μου,
τὸν θεὸν ἐξόργισα μὲ τὰ ἔργα μου τ᾽ ἀκάθαρτα·
γι᾽ αὐτὸ σᾶς ἱκετεύω ἐλᾶτε παραστάτες μου
κι ὅλοι ἐν χορῷ μὲ θέρμη νὰ βοήσομε:
«Μὲ τὶς πρεσβεῖες ὁ θεὸς τῆς ἄχραντης μητρός σου
καὶ τῶν ἁγίων σου νηπίων
Χριστέ, μὴ μ᾽ ἀποκλείσεις ἀπ᾽ τὴ βασιλεία σου».
Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, Εἰς τὰ ἅγια νήπια, μτφρ. καὶ ἐπίμετρο Γιάννη Δάλλα, ἀπόστροφος, Κέρκυρα, 1999.
~•~
ΥΜΝΟΣ ΣΤ´
(«κοντάκιον εἰς τὰ ἅγια νήπια» XV – 3)
Μηνὶ τῷ αὐτῷ κθ΄, κοντάκιον τῶν ἁγίων νηπίων, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ο ῦ τ α π ε ι ν ο ῦ Ῥ ω μ α ν ο ῦ
ἦχος πλ. β´, πρός· Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Προοίμιον
Ἐν τῇ Βηθλεὲμ τεχθέντος τοῦ βασιλέως,
μάγοι ἐκ Περσῶν σὺν δώροις ἐπιδημοῦσι
δι’ ἀστέρος ἐξ ὕψους ὁδηγούμενοι·
ἀλλ’ Ἡρώδης ταράσσεται καὶ θερίζει τὰ νήπια ὥσπερ σῖτον, ὀδυρόμενος
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.
[…]
(3) Ὑπνώσας ἐν εἰρήνῃ ἄφνω ἠγέρθη,
καὶ ἦν τεταραγμένος ὑπὸ δειλίας·
φόβῳ γὰρ συνείχετο ὁ Ἡρώδης, καὶ ἔτρεμεν τοῦ τεχθέντος τὸ ὄνομα.
Μαθὼν γὰρ ἐκ τῶν μάγων τὴν δύναμιν τοῦ βρέφους,
τῷ γέλωτι συμμείξας πένθος ἐκβοᾷ·
«Ὢ τῶν ἀδοκήτων κακῶν, ὅτι βρέφος πτοοῦμαι.
Ὢ τῶν ἀθλίων λογισμῶν, ὅτι παιδίον τρέμω ὅπερ οὐκ εἶδον.
Πόντου καὶ γῆς ἐδέσποσα, καὶ νήπιον ταράττει με·
τί οὖν τελέσω σήμερον; τί πράξω εἰς τὴν αὔριον;
Ἐξαίφνης πᾶσαν τὴν γῆν κατεφώτισεν ἀστήρ, καὶ ἐκήρυξεν αὐτὸν
βασιλέα ἰσχυρὸν καθαιροῦντα τὴν ἐμὴν βασιλείαν, καὶ θρηνῶ
ὅτι τὸ κράτος μου καθ<αιρεῖται ταχύ.»>
(4) Τούτους τοὺς λόγους ἀπορῶν ἀπεφθέγγετο,
καὶ κινῶν τοὺς λογισμοὺς ἐνεθυμεῖτο
πῶς καθαιρεθήσεται διὰ τάχους τὸ νήπιον ὅπερ μάγοι ἐκήρυξαν·
καὶ τὸν στρατὸν καλέσας, παρέχει παρρησίαν
βοήσας πᾶσιν οὕτως τραχείᾳ φωνῇ·
«Πορεύεσθε ταχὺ ἐπὶ τὰς πόλεις καὶ χώρας
καθωπλισμένοι, γεγαυρωμένοι καὶ ἀσπλαγχνίαν ἐνδεδυμένοι,
καὶ πάντα ἀποκτείνατε τῆς Βηθλεὲμ τὰ ἔκγονα·
οὐκ ἔχει οὖν δυσκολίαν, οὐ δειλίαν ὁ πόλεμος·
πρὸς βρέφη πέμπω ὑμᾶς διετῆ καὶ τρυφερά· ὁ κωλύων οὐδεὶς
πρόσταγμα βασιλικόν· πάντες τρέμουσι λαοὶ καὶ οὐ λέγουσί ποτε
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.»
(5) Ἀκούσας ὁ στρατὸς τὰ εἰρημένα,
ἀπεκρίθη παρευθὺς πρὸς τὸν Ἡρώδην·
«Ταῦτα ἃ προσέταξας ἐκτελέσαι δεδοίκαμεν, μήπως γέλως γενώμεθα.
Ποῖος γὰρ τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων οὐ γελάσει
ὅτι κατὰ νηπίων στρατευόμεθα;
Εἰ Βηθλεέμ ἐστι <γῆ> τοῦ τεχθέντος παιδίου,
κέλευσον ἡμᾶς, καὶ ὅλην τάχος διερευνῶμεν, βάρεις καὶ οἴκους.
Οὐδείς σοι λέγει, δέσποτα· Μὴ φρόντιζε τοῦ πράγματος·
οὐδείς σοι καταμέμφεται· ἐρευνῶν ἅπερ ἔμαθες,
κατάδραμε, κατάδραμε τὸν ἐλθόντα ἐπὶ γῆς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ.
Ἔθος ἦν τῇ Βηθλεὲμ προφέρειν βασιλεῖς· μὴ οὖν προσκρούσης αὐτῇ
ὅτι τὸ κράτος σου καθαιρεῖται ταχύ.
[…]
(7) Εὐθὺς ἐνωτισθεὶς τὰ εἰρημένα
παρὰ τῶν στρατιωτῶν, ὁ παιδοκτόνος
<ὥσπερ> πῦρ ἐγένετο καὶ βολίδας ἐξέπεμπεν τῆς ὀργῆς τὰ ὁρμήματα,
οὐ φλέγων ἐν ἀκάνθαις, ἀλλὰ φονεύων βρέφη
καὶ καταμολύνων αἵμασι τὴν γῆν·
ἐσείσθη γὰρ τὸν νοῦν καὶ ἐσκοτίσθη τὰς φρένας,
οὐκ ἀπὸ μέθης, ἀλλ’ ἀπὸ φθόνου· βότρυς πικρίας αὐτὸς ὑπάρχων,
τοὺς νέους κλάδους ἔτεμεν ὑπὲρ ἑνὸς ὁ ἄδικος,
καὶ τούτους μὲν ἀπέκοψεν, ἐκεῖνον δὲ οὐκ ἔφθασεν·
καὶ διὰ τοῦτο θυμοῦ ἐνεπλήσθη χαλεποῦ, ὅτι ἤκουσεν φωνῆς
καθαιρούσης τὴν αὐτοῦ βασιλείαν ἀψευδῶς, καὶ διέμενε θρηνῶν
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.
(8) Ἰχνεύσας ἡ ἀλώπηξ τὸν μέγαν σκύμνον,
διεγείρει κατ’ αὐτοῦ τοὺς κακοὺς κύνας
ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν Βηθλεὲμ περιτρέχοντας καὶ ζητοῦντας τὸ θήραμα·
τοὺς ἄρνας δὲ σπαράττει, οὐχὶ δὲ τὸν λέοντα·
τῷ βλέμματι γὰρ τούτου οὐκ ἀντοφθαλμεῖ.
Τὸν ἀετὸν γῦπες ἐπὶ τὰ ὄρη ἐζήτουν·
ἦν δὲ ἐκεῖνος ἐν ἀποκρύφῳ, σκέπων καὶ θάλπων ταῖς αὐτοῦ πτέρυξι
τὴν νοσσιὰν ἣν ἔκτισε χειρὶ ἰδίᾳ πρότερον,
κἂν ἄρτι τοῦτον τέτοκε παρθένος, μήτηρ ἄνανδρος·
αὐτὸς γὰρ ταύτης πατὴρ καὶ τοῦ κόσμου ποιητὴς καὶ εἰρήνης φυτουργός·
κἂν Ἡρώδης πολεμῇ κοπιῶν ἀνωφελῶς, θρηνήσει δὲ ἀψευδῶς
ὅτι τὸ κράτος αὐ<τοῦ καθαιρεῖται ταχύ.>
[…]
(10) Ὁ ἦχος τῶν θρηνούντων τοὺς νέους παῖδας
ὡς βροντὴ ἐπὶ γῆς κτύπον ἐποίει·
βουνοὶ γὰρ καὶ φάραγγες καὶ κοιλάδες τῶν ὀρῶν ἀντηχοῦντες ὠλόλυζον·
τὴν οἰμωγὴν ἐκείνην ὥσπερ ἀφομοιοῦντες,
συνέπασχον ἀλλήλοις συγκοπτόμενοι.
Ἦν δὲ ἰδεῖν τότε πλήρης αἱμάτων τὴν γαῖαν,
τὴν ἔρημόν τε καὶ ἀοικήτους, ὅτι καὶ μέχρι τούτων ἐκτείνει
τὸν θυμὸν ὁ παράνομος καὶ ὄντως ὑπερήφανος·
τὰς μητέρας γὰρ ἤλαυνεν, καὶ φθάνων ταύτας ἥρπαζεν
ἐκ τῶν ἰδίων ἀγκαλῶν ὡς στρουθία νεοσσοὺς μέλος ᾄδοντα γλυκύ,
καὶ κατέσφαζεν αὐτά, μὴ νοῶν ὁ δυσμενὴς ὅτι καὶ ταῦτα ποιῶν
τὸ κράτος αὐτοῦ καταλυθήσεται ταχύ.
(11) Ὑπήντων ταῖς μητράσι γυμνῷ τῷ ξίφει
βασταζούσαις τὰ βρέφη οἱ στρατιῶται·
φόβῳ δὲ πτοούμεναι, ἃ ἐβάσταζον ἔρριπτον ἅπερ πόθῳ ἐθήλαζον·
δειλὸν γὰρ φύσει ἐστὶν τὸ γένος τῶν θηλείων,
εἰ καὶ προπετὲς πέλει καὶ θρασύτατον.
Ὅθεν αἱ μὲν αὐτῶν τοὺς φονευτὰς ἐλιπάρουν
καὶ τοὺς αὐχένας αὐτοῖς παρεῖχον, προτελευτῆσαι ἐπιθυμοῦσαι
τῶν τέκνων ἤπερ ὄψεσθαι αὐτὰ κατασφαζόμενα·
καὶ μάρτυς τούτου ἄξιος ἥτις μήτηρ ἐγένετο·
ὅθεν ἐβόων πικρῶς· «Ἀποκτείνετε αὐτά, ἀλλ’ ὁ κόλπος Ἀβραὰμ
ὑποδέξεται αὐτὰ ὡς τὸν Ἄβελ τὸν πιστόν· ὁ Ἡρώδης δὲ θρηνεῖ
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖ<ται ταχύ.>»
[…]
(13) Ὢ κακία, ὢ μανία τοῦ βασιλέως.
Ὢ ἀνοίκτιστος τρόπος, ὅτι νηπίοις
πόλεμον ἐξήγειρε, καὶ τὸ γένος τὸ ἴδιον οὐδὲ ὅλως ᾠκτείρησε.
Τῶν τέκνων τῶν ἰδίων οὐχ ὑπεμνήσθη τότε,
οὐδ’ ὅτι μία φύσις τοῖς πᾶσίν ἐστιν·
οὐκ ᾤκτειρεν γονεῖς, ἀλλ’ ὀργισθεὶς ἐμεθύσθη
καὶ ἑαυτόν τε πρῶτον ἠγνόει, καὶ τότε πάντας τοὺς ὁμοφύλους,
ἐπιδραμὼν τοῖς ἅπασιν ὥσπερ θηρίον ἄγριον,
ὅταν φεύγῃ τοὺς βάλλοντας παγίδας καὶ διώκοντας.
Πατέρες ἔκλαιον υἱοὺς καὶ μητέρες σὺν αὐτοῖς, καὶ οὐδὲν τὸν ἀναιδῆ
ἔμελε περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ἢ μόνον αὐτὸς τοῦτο ἐφρόντιζε θρηνῶν
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖ<ται ταχύ.>
(14) Μαχαίραις ἀνηλεῶς ἀπεκτάνθησαν,
ὡς ἐν σχήματι φόνου, ἄμεμπτα βρέφη.
Τὰ μὲν ἐκεντήθησαν ἀπρεπῶς καὶ ἀπέψυξαν, τὰ δὲ διεμερίσθησαν·
ἄλλα κάρας ἐτμήθη, τοὺς μασθοὺς τῶν μητέρων
καθέλκοντα καὶ γάλα ποτιζόμενα,
ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ἐν τοῖς μασθοῖς κρεμασθῆναι
τὰ τῶν νηπίων σεπτὰ κρανία, καὶ τὰς θηλὰς δὲ κατασχεθῆναι
ἔνδον αὐτῶν τοῦ στόματος τοῖς ὀδοῦσι τοῖς τρυφεροῖς.
Διπλαῖ τότε γέγοναν ὀδύναι καὶ ἀφόρητοι
ταῖς θηλαζούσαις γυναιξὶ διασπωμέναις φυσικῶς ὑπὸ παίδων διετῶν,
στερουμέναις δὲ αὐτῶν, ὡς φησὶν ὁ βασιλεύς· διὰ τοῦτο καὶ θρηνεῖ
ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.
(15) Ἄωρον βότρυν ἐζήτει, δι’ ὃν ἐποίει
οὐκ εὐκαίρως τρυγητὸν ὁ Ἡρώδης·
χειμὼν γὰρ καθέστηκεν ὅτε τὸν ἀγεώργητον βότρυν Μαρία τέτοκεν,
καὶ σταφυλὴν οὐχ εὗρε, τοὺς ὄμφακας τρυγᾷ δέ.
Ὁ γὰρ καρπὸς τῆς μόνης παρθένου ἁγνῆς
μετὰ τῆς ἀμπέλου μέλλει εἰς Αἴγυπτον φεύγειν
καὶ φυτευθῆναι καὶ καρπὸν δοῦναι· φεύγει δὲ χώραν τῶν Ἰουδαίων
χερσεύουσαν καὶ ἄμεστον <παντὸς> καλοῦ ὑπάρχουσαν·
τὸν Νεῖλον δὲ κατέλαβε τὸν καρποδότην πέλοντα,
οὐχ ὡς Μωσῆς ἐν ποταμῷ καὶ τῷ ἕλει προσριφεὶς καὶ ἐν θίβει φυλαχθείς,
μᾶλλον δὲ ῥίψας ἐκεῖ ἅπαν εἴδωλον αὐτῶν, ὧν Ἡρώδης φίλος ὢν
τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.
[…]
(17) Ὁ φεύγων φεύγει πάντως ἵνα λανθάνῃ
εἰς τὸ μὴ γνωρισθῆναι τοῖς ἐκζητοῦσι·
ἀλλ’ ὁ μόνος εὔσπλαγχνος, Ἰησοῦς ὁ σωτὴρ ἡμῶν, τῷ μὲν σχήματι ἔφυγε,
τοῖς ἔργοις δὲ τοῖς πᾶσι γνώριμος ἀνεδείχθη.
Ἡνίκα γὰρ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἐσείσθησαν εὐθὺς τὰ χειροποίητα <πάντα>·
ὁ ἐμβαλὼν γὰρ Ἡρώδῃ τρόμον καὶ τοῖς εἰδώλοις σεισμὸν εἰσάγει.
Κόλποις μητρὸς ἐκρύπτετο καὶ ὡς Θεὸς εἰργάζετο·
εἰς Αἴγυπτον ἐβάδιζε καὶ διηκόνει ἄγγελος
ἐξ ὕψους τῇ φυγῇ αὐτοῦ· ἀπηλαύνετο ἑκὼν ὣσπερ βρέφος πενιχρόν,
καὶ ὡς πλούσιος παντὶ ἐκηρύττετο, διὸ καὶ ὁ Ἡρώδης θρηνεῖ
<ὅτι τὸ κράτος αὐτοῦ καθαιρεῖται ταχύ.>
(18) Ὑμεῖς οὖν, ἀδελφοί, δότε συγγνώμην
τῇ ἐμῇ ῥαθυμίᾳ, καὶ ἀναστάντες
δεῦτε προσκυνήσωμεν τῷ ἐλθόντι καὶ σώσαντι γένος ἅπαν ἀνθρώπινον,
βοῶντες μετὰ πόνου καρδίας τῷ δεσπότῃ
ἐκ τοῦ ἀνθρωποκτόνου ῥυσθῆναι ἡμᾶς
καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἀπαλλαγῆναι συντόμως
καὶ μετανοίας εὑρεῖν τὴν τρίβον, ἐγώ τε πρῶτον ὁ λέγων ταῦτα·
πολλὰ γὰρ ἐπλημμέλησα ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ μου,
καὶ τὸν Θεὸν παρώξυνα τοῖς ἀκαθάρτοις ἔργοις μου·
καὶ διὰ τοῦτο δυσωπῶ ὅπως στῆτε σὺν ἐμοί, καὶ βοήσωμεν θερμῶς·
«Ταῖς πρεσβείαις, ὁ Θεὸς, τῆς ἀχράντου σου μητρός, καὶ τῶν ἁγίων βρεφῶν,
μή με χωρίσῃς τῆς βασιλείας σου, Χριστέ.»