Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
1. Οι αποδόσεις του Νίκου Καρούζου (2/3)
Στο περιοδικό Εποπτεία (φθινόπωρο 1977), όπου και δημοσιεύτηκε η απόδοση του Ύμνου ΛΓ΄ του Ρωμανού από τον Νίκο Καρούζο, στη στήλη «Οι συγγραφείς του τεύχους», διαβάζουμε μεταξύ άλλων για τον Ν. Κ.: «Αποσπάσματα του δημοσιευόμενου μεταφράσματος, και άλλων μεγαλοβδομαδιάτικων ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού, διαβάστηκαν απ’ τον ηθοποιό Πέτρο Φυσσούν στις 9 Απριλίου τούτης της χρονιάς, Μεγάλο Σάββατο, σε σχετική με τον υμνογράφο γιορταστική εκπομπή της ΕΡΤ».
Τύχῃ ἀγαθῇ, το συγκεκριμένο τηλεοπτικό ντοκουμέντο Ρωμανός ο Μελωδός και το Θείο Δράμα, παραγωγής του Γιώργου Σγουράκη, 1977 ΕΡΤ, προβλήθηκε πάλι πρόσφατα από τη δημόσια τηλεόραση και ‘ανέβηκε’ στον ιστότοπο του αρχείου της ΕΡΤ. (Εδώ και εδώ μπορεί κανείς να δει την εκπομπή από το αρχείο της ΕΡΤ). Εκεί, όπως λιτά αναφέρει το σημείωμα του περιοδικού (η γλώσσα του προδίδει μάλλον τον συντάκτη Ν. Κ.), διαπιστώνει κανείς πως ο ποιητής είχε αποδώσει/μεταφράσει αποσπάσματα από διάφορους ύμνους (κοντάκια) του Ρωμανού (πέντε για την ακρίβεια). Αυτό το μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων, όπως το ονόμασε ο Καρούζος, αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο που συνένωσε τη μουσική και εικαστική παρουσίαση των Παθών της εκπομπής και αποδόθηκε με την ερμηνευτική στιβαρότητα και αφηγηματική καθαρότητα της φωνής του Πέτρου Φυσσούν.
Καταρχήν μετέγραψα, με μεγάλη προσοχή και επαναλαμβανόμενες αντιπαραβολές, όλο το Καρουζικό μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων. Έπειτα αφού εσύναξα τα διασκορπισμένα στην τηλεοπτική αφήγηση τροπάρια (οίκους), τα ταύτισα προς το πρωτότυπο, και τα κατέταξα ανά ύμνο (κοντάκιο). Από αυτά, αφαίρεσα το μετάφρασμα του ύμνου ΛΓ΄ στη Βαϊφόρο˙ από αυτό το σχεδίασμα ο Καρούζος απόσπασε τα μόλις τρία τροπάρια (οίκους) από τον ΛΓ΄ ύμνο και ξαναδουλεμένο, συμπληρωμένο και αποδοσμένο ολόκληρον πλέον τον παρέδωσε για δημοσίευση στο περιοδικό Εποπτεία το φθινόπωρο του 1977. Στη συνέχεια, αντιπαρέβαλα το δημοσιευμένο πλέον κείμενο με τα μεταγραμμένα αποσπάσματα από την προφορική απαγγελία του Πέτρου Φυσσούν ώστε να ξεδιακρίνω σαφέστερα –το κατά δύναμιν– πιθανές επιλογές στην αμφίβολη εκφορά ορισμένων λέξεων, την ακολουθούμενη ορθογραφία στο ήδη δημοσιευμένο κείμενο (αν και δηλωμένος οπαδός του μονοτονικού ο Ν. Κ.), αλλά κυρίως και πρωτίστως στη διευθέτηση των στίχων ― πράγμα που ήταν και το δυσκολότερο. Τον καρπό αυτής της προσπάθειας τον καταθέτω σήμερα εδώ, προς δόξαν της ποίησης του Ρωμανού μα και του ΝικοΚαρούζου. Ευνοήτως, τα όποια λάθη, στη μεταγραφή και τη μεταφορά αφορούν τον υπογράφοντα και μόνον.
Σημ.: Το μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού από τον Νίκο Καρούζο, ανέκδοτο και αδημοσίευτο μέχρι σήμερα παρουσιάζεται εδώ στο Νέο Πλανόδιον για πρώτη φορά.
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που σε δεξιά στοίχιση παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση εκάστου αποσπάσματος προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes. Το πρώτο μέρος των μεταφράσεων του Καρούζου που περιλάβαμε στην παρούσα ανθολογία καθώς επίσης ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βρίσκονται αναρτημένα εδώ.
~·~
Α. ΥΜΝΟΣ ΜΒ´
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLIV-26 )
Ἀπόδοση: Νίκος Καροῦζος
α. Ὅπως ἡ γῆ τὸν ὄμβρο τοῦ οὐράνιου Θεοῦ
ὁλάνοιχτη προσμένει, ἔτσι κι ὁ δύστυχος Ἀδάμ,
Χριστέ, ἐσένα πρόσμενε στὸν Ἅδη,
τοῦ κόσμου τὸ λευτερωτὴ καὶ τῆς ζωῆς τὸν ἄχραντο δοτῆρα.
Καὶ πρὸς τὸν Ἅδη ἔλεγε: «γιατί ἀλαζονεύεις;
κάνε λιγάκι ὑπομονή, περίμενέ με λίγο,
νὰ δεῖς τὸ μέγα κράτος σου σὲ γρηγοράδα χρόνου
πραγματικὰ συντρίμματα κι ἐμένα ἀναστημένο.
Τώρα τὸ γένος μου κι ἐμὲ μᾶς ἔχεις στὰ δεσμά σου,
μὰ ὅμως λίγο θέλω πιὰ στὰ ὕψη νὰ διαλάμψω,
γιατὶ γιὰ μένα ὁ Χριστὸς θὰ φτάσει στὰ δικά σου ἔγκατα.
Κι ὅπως ὁ τρόμος ὅλη σου τὴν ὕπαρξη θὰ τὴ συνέχει
τὴν τυραννίδα σου μ’ ἀνάσταση γιὰ πάντα θὰ τὴν καταλύσει».
β. «Τὴ δύναμή μου δὲν εὐτύχησε ποτὲ κανένας ν’ ἀποχτήσει
γιατὶ τῶν ὅλων εἶμαι ὁ ἄρχοντας», λέει τοῦ Ἀδὰμ ὁ Ἅδης.
«Λοιπὸν ποιὸς ἄλλος πρόκειται νὰ φτάσει καὶ τὴ θέση μου νὰ πάρει;
Δικό μου τὸ βασίλειο, διάδοχο δὲν ἔχω.
Καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ
ἐγὼ τοὺς ἔχω, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς προφῆτες,
δέσμιους στὸ κράτος μου τοὺς ἔχω
καὶ σένα δέσμιο κρατῶ μ’ ὅλη τὴ δύναμή μου
γιατὶ τὸ πρῶτο λάφυρο εἶσαι ἀνάμεσά τους.
Πῶς τὸ λοιπόν μοῦ λὲς πῶς ἔρχεται αὐτὸς
ποὺ ἐμένα θὰ καταπατήσει;
Εἶναι λοιπὸν ἀνώτερος ἀπὸ ἐτούτους ὅλους,
τὴν τυραννίδα μου ὡς εἶπες μ’ ἀνάσταση γιὰ πάντα νὰ τὴν καταλύσει;»
γ. Τὸν Ἅδη ἄκουσ’ ὁ Ἀδὰμ ἔτσι ν’ ἀλαζονεύει
κι ἀμέσως λέει πρὸς αὐτὸν ὁ πρῶτος τῶν ἀνθρώπων:
«Ἄκουσε Ἅδη σκοτεινὲ τὰ λόγια μου καὶ μὴν κομπάζεις
γιατὶ στὴν ἐξουσία σου λίγο θὰ μὲ κρατήσεις.
Ἀπ’ τὸν παράδεισο ὁ Θεὸς μ’ ἐξέβαλε κάποτε γιὰ τὸ δόλιο ἐσένα
καὶ μὲ τιμώρησε ἐδῶ σὲ ἐσένα νά ’μαι πιὰ δεσμώτης.
Ὡστόσο σὺ δὲν τὸ μπορεῖς ἐμένα ν’ ἀφανίσεις·
ὁ ἡγεμόνας μου ἔρχεται στὸν θάνατο
πανίσχυρος γιὰ νὰ σὲ καταλύσει.
Σ’ αὐτὸν ἐγὼ στρατεύτηκα κι αὐτὸς
ἐμένα θὰ σηκώσει στὰ οὐράνια.
Τὴν τυραννίδα σου μ’ ἀνάσταση γιὰ πάντα θὰ τὴν καταλύσει».
[…]
στ. Ἔτσι ἂς μάθουμε ἀδέλφια μου ὁ Κύριος τί πράττει.
Ἀφοῦ τὸ ξύδι γεύτηκε κατάμονος ἀπάνω στὸ σταυρὸ
καὶ τὴ χολὴ τὴ γεύτηκε τῶν παρανόμων,
εἶπε πὼς ἤτανε αὐτὰ τὸ τέλος, τὰ μεγάλα του παθήματα,
καὶ κλίνοντας τὴν κεφαλή, τὸν ἄχραντον αὐχένα,
εἰρηνικὰ παράδωσε ὁ ἔρημος τὸ πνεῦμα.
Ἥλιος, φεγγάρι, τ’ οὐρανοῦ τ’ ἀρίθμητα τ’ ἀστέρια
τὴν προσβολὴ δὲν ἄντεξαν καὶ κρύφτηκαν στὸ σκότος·
βουνὰ καὶ ὅρη φύγαν ἀπ’ τὴ θέση τους
καὶ τοῦ Ναοῦ μεσοραγίστηκε τὸ καταπέτασμα τὸ θεῖο,
καθὼς ὁ δύστυχος μὲ γόους προπάτορας
τοῦ Ἅδη ὁ δεσμώτης ὁ Ἀδὰμ ἀνέκραζε:
«τὴν τυραννίδα τοῦ θανάτου μ’ ἀνάσταση γιὰ πάντα νὰ τὴν καταλύσεις».
~•~
ΥΜΝΟΣ ΜΒ΄
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLIV-26)
Ἕτερον κοντάκιον ἀναστάσιμον, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε:
ᾠδὴ Ῥωμανοῦ
[…]
α΄. Ὥσπερ οὐρανοῦ ὑετὸν ἡ γῆ ἀπεκδέχεται,
οὕτως ἐν τῷ Ἅιδῃ Ἀδὰμ κρατούμενος ἔμενέν σε
τὸν τοῦ κόσμου σωτῆρα καὶ ζωῆς τὸν δοτῆρα
καὶ ἔλεγε τῷ Ἅιδῃ· «Τί μέγα φρονεῖς;
Μεῖνόν με, μεῖνον μικρόν, ἵν’ ὄψει μετὰ μικρὸν
τὸ κράτος σου λυθέντα καὶ ἐμὲ ἀνυψωθέντα.
Νῦν με κατέχεις καὶ γένος μου δέσμιον,
μετ’ ὀλίγον δὲ ὄψει ἀπὸ σοῦ ἐκλυτρωθέντα·
δι’ ἐμὲ γὰρ ἥξει ὁ Χριστός, καὶ σὺ φρίξεις
καὶ τὴν τυραννίδα σου καταλύσει διὰ τῆς ἀναστάσεως.
β΄. —Δύναμιν τοιαύτην οὐδεὶς οὐδέπω ηὐπόρησε·
πάντων γὰρ εἰμὶ βασιλεύς», ὁ Ἅιδης εἶπε τῷ Ἀδάμ.
«Τίς οὖν ἕτερος ἥξει καὶ ἐμὲ ὑπερέξει
καὶ διαδέξηταί μου βασίλειον;
Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ
καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῷ κράτει μου κατέχω·
σοῦ δὲ κατάρχω ὡς πάντων πρωτεύοντος·
πῶς οὖν ἔρχεσθαι ἔφης τὸν ἐμὲ καταπατοῦντα;
Ἆρα τούτων πάντων ἀνώτερός ἐστιν
ἵνα ἐκλυτρώσῃ σε, ὥσπερ ἔφης, διὰ τῆς ἀναστάσεως;»
γ΄. Ἤκουσε τοῦ Ἅιδου Ἀδὰμ τοιαῦτα κομπάζοντος
καὶ εὐθύς φησι πρὸς αὐτὸν ὁ πρωτοπλάστης τῶν βροτῶν·
«Ἄκουσόν μου ῥημάτων καὶ μὴ μάτην ἐπαίρου·
ἐμὲ γὰρ ὃν κατέχεις οὐ δύνῃ κρατεῖν·
παραδείσου τῆς τρυφῆς διὰ σὲ τὸν δολερὸν
ἀπόβλητος ἐδείχθην <καὶ> πρὸς σὲ νῦν κατεπέμφθην·
φύλαξ μου πέλεις, οὐ δύνῃ ὀλέσαι με·
βασιλέα γὰρ ἔχω ὃς ἐκλύσει σου τὸ κράτος•
<βοηθῷ ἀνθρώπων> αὐτῷ ἐστρατεύθην
ἵνα ἀναγάγῃ με ἐν ὑψίστοις διὰ τῆς ἀναστάσεως.
[…]
στ΄. Μάθωμεν λοιπόν, ἀδελφοί, τί πράττει ὁ Κύριος·
ὄξος γὰρ αὐτὸς καὶ χολὴν γευσάμενος ἐν τῷ σταυρῷ
ἔφη· «Τέλος ὑπάρχει τῶν ἐμῶν παθημάτων»,
καὶ κλίνας τὸν αὐχένα ἔδωκε ψυχήν.
Ἥλιος καὶ σελήνη καὶ ἀστέρες οὐρανοῦ,
μὴ φέροντες τὴν ὕβριν, κατεκάλυπτον τὸ φέγγος·
βουνοὶ καὶ ὄρη φυγὴν ἐμελέτησαν·
τοῦ ναοῦ δὲ τὸ τέμβλον καὶ αὐτὸ ἐρράγη μέσον·
ὁ πρωτόπλαστος δὲ ἐκ βάθους ἐβόα·
«Ὁ Θεός μου, ῥῦσαί με ἐκ τοῦ Ἅιδου διὰ τῆς ἀναστάσεως.»
~•~
Β. ΥΜΝΟΣ Λ΄
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLIII-28 )
Ἀπόδοση: Νίκος Καροῦζος
[…]
ε. Δείχνοντας ἄγνοια γιὰ σένα
τὸν πανάγαθο χτίστη τοῦ παντὸς
πὼς ἔχτισες τὸν ἄναρχο ἑαυτό σου μὲς στὸ σῶμα
ὁ Ἰούδας μηχανεύτηκε δόλο φρικαλέο
κι ἀπ’ τὴ μεγάλη του τὴ βδελυρὴ φιλαργυρία,
Ἐσένα πούλησε, τὸν ἄχραντο θησαυρό,
στοὺς ἀνόμους τὸν πολυτιμώτατο,
μὴν μπορώντας τὸ θεῖο θέλημα ν’ ἀποκρύψει.
Μεταλαβαίνοντας κι αὐτὸς ἀπ’ τὸ δικό σου ἀθάνατο σῶμα
στὸ θάνατο σὲ παραδίδει δίχως καθυστέρηση,
πράμα ποὺ δὲ γινόταν νὰ σοῦ ξεφύγει ἐσένα τοῦ παντογνώστη
καὶ τὸν ἔλεγχο δὲν τὸν ἄντεξε, δυσώδης ὄντας καὶ πλάνος
καὶ ρέποντας ὁλάκερος στὸ ἔγκλημα,
συνωμοτεῖ γιὰ τὸν χαμό σου μὲ τοὺς βλάστημους Ἰουδαίους.
Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ ἀπύθμενη ἀγάπη παραδόθηκες στὸ Πάθος
δίχως νὰ κάμεις ἄμυνα καμιὰ ἐνάντια στὸ δόλο,
ἐσὺ ποὺ τὰ θρυμμάτισες τὰ βέλη τοῦ Βελίαρ
ἐσὺ ποὺ σύντριψες τοῦ Ἅδη τὴ νίκη τὴν προσωρινὴ
καὶ τοῦ θανάτου τὸ ἀπαίσιο φαρμακερὸ κεντρί.
[…]
θ. Τὸ θεϊκό τὸ νόμο πίστευε πὼς ἱερὰ φυλάχνει
τὸν ποιητὴ τοῦ νόμου κατακρίνοντας
τὸ πλῆθος τῶν παρανόμων, κράζοντας στὸν Πιλάτο:
«Σταύρωσέ τον, ἐκεῖνον ὅπου ἀσεβεῖ συχνὰ στὴν πάψη τοῦ Σαββάτου
κι ὅπου τὸν νόμο τὸ Μωσαϊκὸ τὸν διαστρέφει».
Ὢ ἀπουσία τῆς ντροπῆς κι ἀπανθρωπιὰ ποὺ δὲν εἶν’ ἄλλη!
Αἰσχύνη δὲν αἰσθάνονται στὴν ἀτίμωση τοῦ σταυροῦ σὰν τὸν καρφώσουν
ἐκεῖνον ὅπου μακρόθυμος καὶ μ’ ἀνοχὴ στὸ θέλημα τῆς ἀπιστίας
τὸ σῶμα του στὸ θάνατο σιωπηλὰ προσφέρει
τὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει, ὑπογράφοντας τὴν ἄφεση
γιὰ τὸν πεσμένο ἀπ’ τὸ φῶς προπάτορα,
ὅπου θρυμμάτισε τὰ βέλη τοῦ Βελίαρ,
ὅπου τοῦ Ἅδη σύντριψε τὴ νίκη τὴν προσωρινὴ
καὶ τοῦ θανάτου τὸ ἀπαίσιο φαρμακερὸ κεντρί.
ι. Τότε ποὺ τὸ σῶμα σου τὸ σταύρωσαν οἱ ἄνομοι
στὸ ξύλο καρφώνοντας ἐσένα
ποὺ καὶ γῆ κι οὐρανὸ ἔχεις ἱδρύσει,
ὁ ἥλιος βλέποντας γινότανε μιὰ ἄγρια μεγάλη σκοτεινιὰ
κι ὁ οὐρανὸς τὰ μάτια του τὰ κλείνει·
ὁλόιδιος μὲ νύχτας ἄβυσσο φαινόταν ὁ αἰθέρας.
Κοπῆκαν τοῦ παντὸς τὰ ἥπατα ἀπ’ τὸν μεγάλο φόβο
τόσο ποὺ σκίστηκαν ὀλάξαφνα κι οἱ πέτρες
καὶ τοῦ Ναοῦ τὸ μυστικὸ στὰ δυὸ ξεσκίστηκε τὸ καταπέτασμα.
Μὰ ὅμως διόλου δὲν ταράχτηκε μ’ αὐτὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπίστων.
Ἔτσι λοιπὸν ἀσύνετα σοῦ κράζαν ἀπὸ κάτω:
«ἂν εἶσαι τοῦ Θεοῦ ὁ γιὸς σῶσε τὸν ἑαυτό σου,
ἐσὺ ποὺ τὰ θρυμμάτισες τὰ βέλη τοῦ Βελίαρ
ἐσὺ ποὺ σύντριψες τοῦ Ἅδη τὴ νίκη τὴν προσωρινὴ
καὶ τοῦ θανάτου τὸ ἀπαίσιο φαρμακερὸ κεντρί».
~•~
ΥΜΝΟΣ Λ΄
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLIII-28 )
Ἕτερον κοντάκιον ἀναστάσιμον, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ αἶνος εἰς τὸ πάθος
ἦχος πλάγιος β΄, ἰδιόμελον.
[…]
ε΄. Ἀγνοήσας σε κτίστην τῶν ὅλων τὸ κτιστὸν λαβόντα,
δόλον Ἰούδας ἐξειργάσατο
καὶ φιλάργυρον τρόπον κτησάμενος τοῖς ἀνόμοις πωλεῖ τὸν καλὸν θησαυρόν,
θείαν δὲ βουλὴν ἀποκρύπτειν οὐκ ἴσχυσε·
σῶμα γὰρ τὸ σὸν μεταλαμβάνων εἰς βρῶσιν
τῷ θανάτῳ εὐθὺς προδιδοῖ, ἀλλ’ οὐκ ἔλαθέ σε τὸν γνώστην τῶν κρυπτῶν,
καὶ ἐλεγχθεὶς οὐκ ᾐδέσθη γνώμην ὡς πλάνος προφέρων,
μᾶλλον δὲ ῥέπων πρὸς φόνον τοὺς ἀπειθεῖς προσκαλεῖται·
ὅθεν φίλτρῳ δολίως ἐξεδόθης πρὸς τὸ πάθος,
<ὁ λύσας τοῦ Βελίαρ τὰ βέλη, τοῦ Ἅιδου τὸ νῖκος καὶ Θανάτου τὸ κέντρον>.
[…]
θ΄. Νόμον θεῖον φυλάττειν ἐνόμιζε παρανόμων πλῆθος
[καὶ κα]τακρίνει τὸν νόμου ποιητήν·
τῷ Πιλάτῳ γὰρ ἔκραζεν· «[Σταύ]ρωσον τὸν ἀεὶ βεβηλοῦντα τὸ σάββατον
καὶ τοῦ Μωϋσῆ [τὰς] φωνὰς παρατρέψαντα.»
Ὢ τῆς ἀναιδοῦς καὶ ἀπανθρώπου πράξεως·
οὐκ αἰδοῦνται ἐκδοῦναι σταυρῷ ὃν προφῆται σαφῶς [προηγό]ρευσαν·
ἀλλ’ ὡς μακρόθυμος φέρων τὰς τῶν ἀπί[στων ἐν]νοίας
σωματικῶς θανατοῦται, ἵνα τὸν κόσμον [λυτρώσ]ῃ,
ἄφεσιν ὑπογράφων τῷ πεσόντι πρωτοπλάστῳ
ὁ λύσας τοῦ Βελίαρ <τὰ βέλη, τοῦ Ἅιδου τὸ νῖκος καὶ Θανάτου τὸ κέντρον>.
ι΄. [Ὅτε δὲ] κατὰ σάρκα ἐσταύρωσαν προσηλώσαντες ξύλῳ
τὸν [πόλο]ν καὶ γαῖαν πλαστουργήσαντα,
θεωρῶν ἐσκοτίζετο [ἥλιος], οὐρανὸς δὲ καλύπτει τὰ ὄμματα,
ὅμοιος νυκτὶ ὁ αἰ[θὴρ] ἀπεδείκνυτο·
φόβου ἐκτομὴ πέτρας εὐθέως διέρρη[ξε]·
καταπέτασμα δὲ μυστικὸν διεσχίσθη εἰς μέσον ἔνδον τοῦ [ναοῦ]·
καὶ τῶν ἀπίστων ὁ δῆμος βλέπων οὐδὲν κατενύγη,
[ἀλλὰ] προσέφερον λόγους ἀσυνέτους βοῶντες·
«Εἰ υἱὸς Θεοῦ πέλει, [ἑαυτ]ὸν ἐλευθερώσει
ὁ λύσας τοῦ Βελίαρ τὰ βέλη, τοῦ Ἅιδου τὸ νῖκος
<καὶ Θανάτου τὸ κέντρον>.»
~•~
Γ. ΥΜΝΟΣ ΜΔ΄
( «κοντάκιον σταυρώσιμον» XXXVIII-22 )
Ἀπόδοση: Νίκος Καροῦζος
α. Στὸ Γολγοθὰ τρεῖς οἱ σταυροὶ ποὺ ἔμπηξε ὁ Πιλάτος.
Οἱ δυὸ σταυροὶ γιὰ τοὺς ληστὲς κι ὁ τρίτος γιὰ τὸν Ζωοδότη,
ποὺ ὁ Ἅδης τὸν ἀντίκρισε κι εἶπε στὸν κάτω κόσμο:
«Ὢ τοῦ κακοῦ διάκονοι, τοῦ κράτους μου δυνάμεις,
ποιὸς εἶν’ αὐτὸς ποὺ ἔμπηξε καρφὶ μὲς στὴν καρδιά μου;
Μὲ κέντησε ὀλάξαφνα μιὰ λόγχη ἀπὸ ξύλο
κι ὁ πόνος τὰ ἐνδόμυχα μοῦ ἔχει σμπαραλιάσει.
Πόνος μεγάλος στὴν κοιλιά,
ἡ αἴσθηση τὸ πνεῦμα μου τὸ συνταράζει
καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀντάμα μ’ ὅλους τους ἀπόγονους,
ὅπου μοῦ παραχώρησε τὸ παραδείσιο ξύλο,
ποὺ μοῦ ἀνῆκαν ἀπὸ μιὰ αἰωνιότητα,
πρέπει νὰ τοὺς ξεράσω.
Ἕνα ξύλο καινούργιο τώρα πάλι στὸν παράδεισο τοὺς φέρνει».
ι. Ὅταν τ’ ἄκουσε ὅλα τοῦτα ὁ δράκοντας
ὁ τόσο πολυμήχανος ἀσθμαίνοντας ὁρμᾶ
καὶ τὰ λεγόμενα συναντικρύζει.
Καὶ εἶδε πλάι στὸ μάρτυρα Χριστὸ τὸ μάρτυρα ληστὴ νὰ ἀνασαίνει.
Γιὰ ὅλα τοῦτα νιώθοντας κατάπληκτος,
ὁ διάβολος τὸ στῆθος τύπτει καὶ λογιέται:
«μ’ ἕνα ληστὴ συγκουβεντιάζοντας ἐγκάρδια
στοὺς κατηγόρους του ἀπάντηση δὲ δίνει,
ἐκεῖνος ὅπου του Πιλάτου τὸ διάλογο τὸν ἀπαξίωσε ἀθῶα σιωπώντας,
τώρα μιλεῖ καὶ τρυφερὰ μ’ ἕνα στυγνὸ κακοῦργο λέγοντας:
“ἔλα, ἔλα ἐσὺ στὴ θεία εὐφροσύνη”.
Τί νὰ συνέβη ἄραγε;
Τί εἶδε στὸν σταυρὸ γιὰ τὸ ληστὴ καλὸ καὶ ἅγιο;
Ἔργα ἢ ρήματα;
Γιὰ ποιὰν αἰτίαν ἀξεδιάλυτη πάλι στὸν παράδεισο τὸν φέρνει;»
ια. Ὕψωσε μάλιστα γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ φώναγμα ὁ δαίμων,
ἀλλόκοτα κραυγάζοντας κι ἀπορημένος:
«Δέξου μὲ Ἅδη ποὺ ἐγὼ σὲ σένα καταφεύγω.
Τὰ ὅσα ἔπαθες ἐσὺ κι ἐγὼ τώρα παθαίνω,
στὰ δικά σου παθήματα ποὺ δὲν ἔδωσα πίστη.
Εἶδα κι ἐγὼ τὸ ξύλο ποὺ φριχτὰ τὸ τρόμαξες
πλημμυρισμένο ἀπ’ τὸ αἷμα κι ἀπ’ τὸ ὕδωρ,
τρομάζοντας κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.
Τρόμαξα ὄχι ἀπ’ τὸ αἷμα,
τὸ νερὸ μὲ τρόμαξε,
γιατὶ τὸ αἷμα εἶναι τῆς σφαγῆς τοῦ Ἰησοῦ
μὰ τὸ νερὸ τῆς ἄναρχης αὐτὸ εἶναι ζωῆς του.
Ἄ! τί ζωὴ πηδάκισε ἀπ’ τὴν πλευρά του τὴν τρωμένη!
Ὄχι ὁ πρῶτος ὁ Ἀδὰμ ἀλλὰ ὁ δεύτερος ἐτοῦτος
ὅπου των ζώντων ὅλων τὴ μητέρα ξαναβλάστησε τὴν Εὔα
πάλι στὸν παράδεισο».
~•~
ΥΜΝΟΣ ΜΔ΄
( «κοντάκιον σταυρώσιμον» XXXVIII-22 )
Τῇ τετράδι τῆς μεσονηστίμου, κοντάκιον σταυρώσιμον,
φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τ ο ῦ τ α π ε ι ν ο ῦ Ῥ ω μ α ν ο ῦ
ἦχος βαρύς, ἰδιόμελον.
[…]
α΄. Τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθὰ ὁ Πιλᾶτος,
δύο τοῖς λῃστεύσασι καὶ ἕνα τῷ ζωοδότῃ·
ὃν εἶδεν ὁ Ἅιδης καὶ εἶπε τοῖς κάτω·
«Ὦ λειτουργοί μου καὶ δυνάμεις μου,
τίς ὁ ἐμπήξας ἧλον τῇ καρδίᾳ μου;
Ξυλίνη με λόγχη ἐκέντησεν ἄφνω καὶ διαρρήσσομαι·
τὰ ἔνδον πονῶ, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ·
τὰ αἰσθητήριά μου· μαιμάσσει τὸ πνεῦμά μου,
καὶ ἀναγκάζομαι ἐξερεύξασθαι
τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς Ἀδὰμ ξύλῳ δοθέντας μοι·
ξύλον τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς τὸν παράδεισον.»
[…]
ι΄. Ὅτε τούτων ἤκουσεν ὁ πολυμήχανος δράκων,
ὥρμησε τρυχόμενος καὶ ἅπερ ἤκουσεν εἶδε,
λῃστὴν μαρτυροῦντα Χριστῷ μαρτυροῦντι·
ὅθεν πρὸς ταῦτα ἐκπληττόμενος,
τύπτει τὸ στῆθος καὶ διαλογίζεται·
«Λῃστῇ ὁμιλεῖ, καὶ τοῖς κατηγοροῦσιν οὐκ ἀποκρίνεται·
Πιλᾶτόν ποτε οὐδὲ λόγου ἀξιῶν,
νῦν προσφωνεῖ τῷ φονεῖ λέγων· ‘Δεῦρο τρύφησον.’
Τί τὸ γενόμενον; Τί ἑώρακεν
ἐν σταυρῷ πρὸς τὸν λῃστήν, ἔργα ἢ ῥήματα,
διὰ ποῖον λαμβάνει τοῦτον εἰς τὸν παράδεισον;»
ια΄. Ὕψωσε δὲ δεύτερον φωνὴν ἰδίαν ὁ δαίμων
κράζων· «Ἅιδη, δέξαι με, πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφή μου·
τὰ σὰ γὰρ ὑπέστην τοῖς σοῖς μὴ πιστεύσας.
Εἶδον τὸ ξύλον ὅπερ ἔφριξας
πεφοινιγμένον αἵματι καὶ ὕδατι
καὶ ἔφριξα, οὐκ ἐκ τοῦ αἵματος λέγω, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὕδατος·
τὸ μὲν γὰρ δηλοῖ τὴν σφαγὴν τοῦ Ἰησοῦ,
τὸ δὲ τὴν τούτου ζωήν· ἡ ζωὴ γὰρ ἔβλυσεν
ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ· οὐχ ὁ πρῶτος γάρ,
ἀλλ’ ὁ δεύτερος Ἀδὰμ Εὔαν ἐβλάστησε,
τὴν μητέρα τῶν ζώντων, πάλιν εἰς τὸν παράδεισον.»
~•~
[ Το τρίτο μέρος θα αναρτηθεί στις 30.4.2021 ]