Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ
1. Οι αποδόσεις του Νίκου Καρούζου (3/3)
Όπως και στην προηγούμενη ανάρτηση, το μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού από τον Νίκο Καρούζο που ακολουθεί, είναι ανέκδοτο και αδημοσίευτο μέχρι σήμερα και παρουσιάζεται εδώ στο Νέο Πλανόδιον για πρώτη φορά.
Η αρίθμηση των ύμνων με ελληνικά στοιχεία παραπέμπει αντίστοιχα στην αθηναϊκή έκδοση (Τωμαδάκης 1952-1961), με λατινικά στοιχεία στην έκδοση του Grosdidier de Matons (1964-1981), και με αραβικoύς αριθμούς στην έκδοση Maas and Trypanis (1963). Το πρωτότυπο κείμενο που σε δεξιά στοίχιση παραθέτουμε αμέσως μετά την απόδοση εκάστου αποσπάσματος προέρχεται από την έκδοση Grosdidier de Matons, Romanos le Mélode: Hymnes.
Το πρώτο μέρος των μεταφράσεων του Καρούζου που περιλάβαμε στην παρούσα ανθολογία καθώς επίσης ένα γενικό εισαγωγικό σημείωμα στο ποιητικό έργο του Ρωμανού και τη δεξίωσή του στη νεώτερη Ελλάδα βρίσκονται αναρτημένα εδώ.
~•~
Δ. ΥΜΝΟΣ ΚΘ΄
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLII-25 )
Ἀπόδοση: Νίκος Καροῦζος
β. Μὲ τὴν ἀγάπη στὴν καρδιὰ ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔχει
τὴν τσιγκουνιὰ τὴν ἀγνοεῖ κι ὅλα τὰ μεγαλύνει.
Μὰ κεῖνος ὅμως ποὺ τὸ μίσος τὸν ἀρδεύει ἀδιάκοπα
αὐτὸς κι ἀθέλητά του λέει τὴν ἀλήθεια,
καθὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
κι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἐμᾶς μισοῦντες
εἶναι γραμμένο: Σωτηρία θέλει νά ’ρθει.
Λέγε λοιπὸν ὢ Ἅδη ἐσὺ πρῶτος,
ἐσὺ ὁ προαιώνιος τοῦ γένους μου ὁ ἐχθρός,
πῶς μπόρεσες καὶ κράτησες στὴν παγωνιὰ τοῦ τάφου
κεῖνον ὅπου τὸ γένος μου ἀγάπησε μὲ πάθος;
Ἄραγε τί νὰ πίστευες γι’ αὐτὸν ὅταν στὰ ἔγκατα τὸν εἶχες;
Μήπως τὸν πίστεψες κοινὸ θνητὸ σὰν ὅλους μας ταλαίπωρε;
Τὴν ὥρα τούτη μάλιστα καὶ φτωχεμένε Ἅδη,
ὅσους κρατοῦσες στὰ δεσμὰ τοὺς ἔχασες γιὰ πάντα
κι ἐκεῖνον ὅπου ἔλεγες πὼς εἶχες νικημένο
στὰ σωθικά σου δὲν τὸν ηὗρες γιατὶ μάθε το,
μάθε τὴν ὕψιστη ἀλήθεια τῆς ζωῆς,
Ἀνέστη ὁ Κύριος.
γ. «Θέλεις νὰ ξέρεις ἄνθρωπε πῶς ἔγινε καὶ μὲ θανάτωσε ὁ Χριστός;
Πῶς ἔγινε ὁ φονιάς μου;
Συντρίφτηκα, εἶν’ ἀλήθεια, δὲν τ’ ἀρνιέμαι
κι ἀκόμη θάμπος μὲ κρατεῖ.
Νομίζω πὼς τὸ βλέπω μπρός μου.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ὢ ἄνθρωπε ποὺ ἔβλεπα τὸ λείψανό του νὰ σαλεύει
κι ἀπ’ τὸ μνῆμα ὡσὰν τὴ φλόγα νὰ τινάζεται ἔξω, νὰ ἀνασταίνεται,
τὰ χέρια του ὅπου γερὰ ἐγὼ τά ’χα δεμένα
τὰ βάζει στὸ λαιμό μου
κι ὅλους ὅσους ἐγὼ τοὺς εἶχα καταπιεῖ
τοὺς ξέρασα ἐλεύθερους νὰ κράζουν:
Ἀνέστη ὁ Κύριος.
[…]
η. Ἤτανε νύχτα ὅταν πάθαινα ὅλα τοῦτα
Κοντὰ στὸν ὄρθρο πιὰ φανῆκαν ἄλλα.
Ἔβλεπα ἀγγέλους πύρινους μεγάλη συνοδεία
Νὰ τρέχουν στὴ δική του τὴν ἀπάντηση.
Φόβοι μὲ περικύκλωναν ἀπ’ ἔξω
κι ἀπὸ μέσα μὲ πολεμοῦσαν οἱ νεκροὶ μὲ πλήγματα χιλιάδες.
Κουράγιο πιὰ δὲν ἔβρισκα τὸ βλέμμα νὰ σηκώσω σὲ κανέναν·
ἤτανε ὅλοι οἱ νεκροὶ μιὰ ἀπειλὴ γιὰ μένα.
Γι’ αὐτὸ βυθίζοντας τὸ πρόσωπο στὰ γόνατα
μὲ δακρυσμένα μάτια, νικημένος φωνασκοῦσα:
“Ὢ ἐσὺ πού μοῦ σύντριψες τοῦ κράτους μου τὶς πύλες
καὶ τοὺς μοχλοὺς τῆς ἐξουσίας μου τοὺς ἔχεις κομματιάσει
Ἔβγα πιά, ἔβγα ἀπ’ τὸ θάνατο ἴνα κράζω Ἀνέστη ὁ Κύριος”.
θ. Τότε λοιπὸν ἐκεῖνος χαμογέλασε, ἀκούγοντας τοῦ θρήνου μου τὰ λόγια
καὶ σ’ ὅσους πίσω του ἔτρεχαν λέει: “ἀκολουθεῖτε”.
Καὶ σ’ ὅσους μπρὸς πορεύονταν λέει πάλι: “προχωρεῖτε,
γιατὶ γι’ αὐτὸ πεθάνατε, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖτε”.
Καὶ ξαφνικὰ σ’ ὁλάκερη τὴ χτίση ἡσυχία
καὶ τρόμος ἀπερίγραφτος ἁπλώθηκε τριγύρω,
γιατὶ ὁ Κύριος τοῦ παντὸς ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μνῆμα.
Ὅλοι οἱ προφῆτες τώρα θὰ ξανάλεγαν τὸ ὅπου ’χαν προφητέψει,
λέγοντας: νὰ ὁ νικητὴς ποὺ πάει ἐθελούσια στὸν Ἅδη,
ἰδοὺ λοιπὸν ποὺ ἀπ’ τὸν τάφο ἐθελούσια ἀνέστη ὁ Κύριος.
ι. Μεγαλόφωνα ἔκραζε στὸν Ἀδὰμ ὁ ἀρχαῖος Σοφονίας:
Ἐτοῦτος εἶναι ὅπου περίμενες γιὰ νὰ σὲ ἀναστήσει
Καθὼς ἐγὼ σοῦ τὸ προεῖπα καὶ προφήτεψα.
Κι ὕστερα ὁ Ναοὺμ ὅπου χαρούμενη
στὸν πάμφτωχο τὸν Ἰσραὴλ ἔδινε εἴδηση:
Νάτος! ἀνέβηκε ἀπ’ τὴ γῆ
πρὸς τ’ οὐρανοῦ τὰ δυσθεώρητα τὰ ὕψη,
ἀφοῦ γιὰ πάντα ἀπ’ τὴ θλίψη σὲ ἐξαίρεσε,
φυσώντας σου στὸ πρόσωπο πνεῦμα τῆς σωτηρίας.
Κι ὕστερα ὁ χαρούμενος κι ἐκεῖνος ὁ Ζαχαρίας κράζοντας:
Ἦρθες ὁ μεγάλος μας Θεὸς μὲ ὅλους τους ἁγίους σου συνοδευμένος.
Κι ὁ Δαβὶδ ποὺ ἔμελπε γιομάτος διαφάνεια:
Ὡς ἰσχυρὸς ἐγέρθηκε καὶ σὰν ἀπ’ τὸν τρυφερότατο ὕπνο ἀνέστη ὁ Κύριος.
ια. Κι ὅταν αὐτοὶ ραπίσματα μοῦ δίναν τόσα κατὰ πρόσωπο,
μὲ τόσες προφητεῖες καὶ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους,
φανῆκαν καὶ γυναῖκες ποὺ προφήτευαν
κι ὀρχοῦνταν γιὰ νὰ μὲ χλευάσουν.
Κι ἡ ἀδελφὴ τοῦ Μωϋσῆ ἡ κορυφαία ἤτανε, ἡ πρώτη ἀνάμεσά τους,
ποὺ χόρευε ἀνάλαφρα μὲ τὸ πάλευκό της χέρι·
χτυποῦσε ἁπαλὰ τὸ τύμπανο ποὺ τὸ κρατοῦσε καὶ τ’ ἀρχαῖα ἐκεῖνα χρόνια.
Κι ἀφοῦ, σὰν τότε τὴ μεγάλη θάλασσα τὴν Ἐρυθρά, διέσχισε τὰ δώματά μου,
χαρμόσυνα τὸ τύμπανο καὶ τώρα τὸ χτυποῦσε:
Ψαλμοὺς ἂς ψάλλουμε χαρᾶς στὸν ὕψιστο Θεό μας
ποὺ μὲ μιὰ δόξα μέγιστη εἶν’ τοῦτος δοξασμένος,
τὸν Ἅδη τὸν κατάμαυρο γκρεμίζοντας ἀνέστη ὁ Κύριος!
ιβ. Ὢ ποιῶν κακῶν καὶ συμφορῶν μιὰ νύχτα στάθηκε μητέρα!
Καὶ πόσων ἀναρίθμητων δεινῶν πατέρας ἕνας ὄρθρος!
Ἡ νύχτα εἶναι ἐκείνη ποὺ τὰ γέννησε
κι ὁ ὄρθρος ὅταν ἦρθε,
στὸν πόνο μου τὸν ἄφατο ὄνομα ἔχει δώσει.
Ἀνάσταση, τί τραγικό! τὴ λένε τὴν ἡμέρα τῆς θανῆς μου·
καὶ πανηγύρισμα τρανὸ ὁ χρόνος τοῦ χαμοῦ μου.
Ἀλίμονο τί ἔπαθα, ἀλὶ καὶ τρισαλί μου!»
Τέτοια σὲ μένα ἔλεγε ὁ Ἅδης ποὺ ἐγὼ ρωτοῦσα
κι ἀπ’ αὐτὸν περίμενα ἀπόκριση.
Δὲν εἶναι ἀπ’ τὰ λόγια σου ποὺ πίστεψα ὢ Ἅδη
μὰ ἀπ’ τὴν ἴδια σου ζημιὰ καὶ ἐξαφάνιση.
Στὸν κόσμο φανερώθηκε ἡ δύναμη τοῦ θείου,
ποὺ σ’ ἄφησε στὴ γύμνια σου καὶ μὲς στὴν ἐρημιά σου
τὰ σύμπαντα φωνάζοντας: Ἀνέστη ὁ Κύριος.
[…]
κβ. Ἐσὺ λοιπὸν ὢ Ἄναρχε καὶ ποὺ δὲν ἔχεις τέλος,
Ὢ ποιητὴ τοῦ κόσμου μας καὶ ὠκεανὲ ἀλήθειας,
ὅπου μὲ θάνατο ἐσὺ τὸν θάνατο τὸν ἔχεις πιὰ πατήσει,
στὸν ἄνθρωπο χαρίζοντας φωτὸς ἀθανασία,
ὅταν θὰ φτάσει ἡ ἔσχατη τῆς Κρίσεως ἡμέρα,
ὅπου δὲ θά ’ρθεις ἀπ’ τὸ ἔρεβος
τοῦ μνήματός σου ὅπως τώρα
μὰ θά ’ρθεις ἀπ’ τὸ πάμφωτο στερέωμα τῆς δόξας·
θυμήσου πὼς μὲ ἔπλασες ὡσὰν δική σου εἰκόνα
καὶ σ’ ἀγαποῦσα ἐσαεὶ φιλάνθρωπε καὶ πράε.
Μὴ μὲ χωρίσεις ὅταν θά ’ρθει ἡ ὥρα ἀπ’ τὰ πρόβατα
ἐσὺ φιλάνθρωπε καὶ πράε,
γιὰ νὰ μπορῶ νὰ κράζω πορευόμενος,
ὄχι στὴ μαύρη κόλαση
μὰ στὴν ἀσύνορη ἀλήθεια τοῦ φωτός:
Ἀνέστη ὁ Κύριος!
~•~
ΥΜΝΟΣ ΚΘ΄
( «κοντάκιον ἀναστάσιμον» XLII-25 )
Ἕτερον κοντάκιον ἀναστάσιμον, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ αἶνος
ἦχος πλάγιος β´, ἰδιόμελον … πρός· Τὴν πολλὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνομίαν.
[…]
β΄. [Ὁ] φιλῶν γὰρ ὡς φίλον μεγαλύνει· ὁ μισῶν καὶ μὴ θέλων ἀληθεύει,
καθὼς γέγραπται· «Σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν μισούντων ἡμᾶς.»
Εἰπὲ οὖν πρῶτος, Ἅιδη, ὁ ἀεὶ ἐχθρὸς τοῦ γένους μου,
πῶς εἶχες ἐν τῷ τάφῳ τὸν ποθήσαντα τὸ γένος μου; Τίς σοι οὗτος λελόγιστο;
Πάντως ὡς πάντες οἱ ἐκ γῆς ἐλογίσθη σοι, ταλαίπωρε,
λοιπὸν δὲ καὶ ἄπορε· οὓς γὰρ εἶχες ἀπώλεσας,
καὶ ὃν κατέχειν ἔλεγες οὐχ εὗρες· ἀληθῶς γὰρ
ἀνέστη ὁ Κύριος.
γ΄. «Ὑπ’ ἐμοῦ θέλεις, ἄνερ, διδαχθῆναι πῶς ἐμοὶ κατεπέβη ὁ φονεύς μου;
Διαλέλυμαι καὶ οὐκ ἰσχύω σοι [ἐρεύξα]σθαι· ἀκμὴν γὰρ τεθάμβημαι
αὐτὸν νομίζων [βλέ]πειν τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ἄνθρωπε,
ἐν ᾧ κατανοήσας [ἐθεώ]ρουν σαλευόμενον τοῦ κειμένου τὸ λείψανον·
καὶ με[τ’ ὀ]λίγον δυνατῶς ἐξαλλόμενον ἀνίστατο
καὶ χεῖρα[ς ἃς] ἔδησα τῷ λαιμῷ μου ἐπέθηκε,
καὶ πάντας οὓς κατέπιον ἐξέμεσα βοῶντας·
‘Ἀνέστη ὁ Κύριος.’
[…]
η΄. Νὺξ μὲν ἦν ὅτε ταῦτα ἐκαρτέρουν, πρὸς τὸν ὄρθρον δὲ ἄλλο ἐθεώρουν,
ὡς ἐπείχθησαν εἰς τὴν τούτου ὑπαπάντησιν αἱ πύρινοι σύνοδοι·
καὶ ἔξωθεν μὲν φόβοι, ἔσωθεν δὲ μάχαι εἶχόν με·
τὸ βλέμμα μου δὲ πέμπειν οὐδ’ ἑτέρῳ κατεθάρρησα, ὅτι πάντες ἠπείλουν μοι.
Διὸ ἐγκρύψας τὴν μορφὴν ἀνὰ μέσον τῶν γονάτων μου,
δακρύων ἐβόησα· ‘[Ὁ] τὰς πύλας συντρίψας μου
καὶ τοὺς μοχλοὺς συνθλάσας μου, πορεύου ἵνα κράζω·
Ἀνέστη ὁ Κύριος’.
θ΄. [Ὁ μὲ]ν οὖν ἐπὶ τούτοις μειδιάσας τοῖς ὀπίσω φησίν· ‘Ἀκολουθεῖτε’
τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἔφη πάλιν· ‘Προηγεῖσθέ μου, διὸ καὶ κατήλθατε.’
Καὶ ἄφνω ἡσυχία καὶ δειλία κατεκράτησε
τῆς κτίσεως ἁπάσης· ὁ δεσπότης γὰρ τῆς κτίσεως τῶν μνημάτων ἐξήρχετο·
προφῆται πάντες πρὸ αὐτοῦ δευτεροῦντες ἃ προέφησαν
καὶ πᾶσι γνωρίζοντες ὅτι οὗτος αὐτός ἐστιν
ὁ γνώμῃ καταβὰς εἰς γῆν· καὶ γνώμῃ νῦν ἐκ ταύτης
ἀνέστη ὁ Κύριος.
ι΄. Ὑψηλῇ τῇ φωνῇ ὁ Σοφονίας τῷ Ἀδὰμ ἀνεβόα· ‘Οὗτός ἐστιν
ὃν ὑπέμεινας εἰς ἡμέραν ἀναστάσεως ὃν τρόπον προεῖπόν σοι.’
Ναοὺμ δὲ μετὰ τοῦτον τὸν πτωχὸν εὐηγγελίζετο,
‘ἐκ γῆς ἀνέβη, λέγων, ἐμφυσῶν σου εἰς τὸ πρόσωπον ἐξαιρούμενος θλίψεως’,
καὶ Ζαχαρίας χαριεὶς κράζων· ‘Ἦλθες ὁ Θεὸς ἡμῶν
μετὰ τῶν ἁγίων σου’, καὶ Δαυὶδ ψάλλων εὔσημα·
‘Ὡς δυνατὸς ἐγήγερται καὶ ὥσπερ ἀπὸ ὕπνου
ἀνέστη ὁ Κύριος.’
ια΄. Ῥαπιζόντων δὲ τούτων τὴν μορφήν μου προφητείαις, ψαλμοῖς καὶ ὑμνῳδίαις,
ἀνεφύησαν καὶ γυναῖκες προφητεύουσαι, ἐμοῦ κατορχούμεναι·
καὶ τούτων μὲν ἡ πρώτη Μωϋσέως ἦν ἡ σύγγονος
σκιρτῶσα καὶ δονοῦσα τῇ χειρὶ αὐτῆς τὸ τύμπανον ὃ καὶ πρώην ἐπέφερε,
καὶ ὥσπερ ἄλλην ἐρυ[θρὰν διελ]θοῦσά μου τὰ δώματα
τερπνῶς ἐτυμπάν[ιζεν· ‘Ἄι]σωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν·
ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· [τὸν Ἅι]δην ἐδαφίσας
ἀνέστη ὁ Κύριος.’
ιβ΄. Ὢ τοιούτων κακῶν μία νὺξ μήτηρ καὶ τοσούτων δεινῶν [πατὴρ] εἷς ὄρθρος·
ἡ μὲν ἔτεκεν, ὁ δὲ φθάσας προστέθεικε τ[ῷ ἄλ]γει μου ὄνομα·
ἀνάστασιν καλοῦσι τὴν ἡμέραν μ[ου τῆς] πτώσεως,
πανήγυριν τελοῦσι τὸν καιρὸν τῆς ἀπωλεί[ας] μου· οἴμοι οἴμοι, τί ἔπαθον.»
Τοιαῦτα Ἅιδης πρὸς ἐ[μὲ] ἐρωτήσαντα ἐφώνησεν,
οὐ ῥήμασι πείσας με, ἀλλὰ πράγμασι δείξας μοι
ὅτι γυμνὸν καὶ ἔρημον παντόθεν [αὐ]τὸν δείξας
ἀνέστη ὁ Κύριος.
[…]
κβ΄. Σὺ οὖν, ἄναρχε, τέλος <ὁ> μὴ ἔχων, ποιητὰ καὶ Θεὲ τῆς [ἀληθεί]ας,
ὁ τὸν θάνατον θανατώσας, τὸν δὲ ἄνθρωπον ποιήσας [ἀ]θάνατον,
ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ ὅταν ἔρχῃ ἀναστῆσαί [με]
—ἐλεύσῃ γάρ, σωτήρ μου, οὐχ ὡς ἄρτι ἐκ τοῦ μνήματος, ἀλλ’ [ἐκ] τοῦ στερεώματος—,
διὸ καὶ τότε ἑαυτὸν βλέπων ἐν [ἐμοί], φιλάνθρωπε,
—φιλῶν σε γὰρ ἔχω σε—, μὴ οὖν κρίνῃς με δέ[ομαι],
ἵν’ εἴπω· «Οὐκ εἰς κόλασιν, ἀλλ’ εἰς τὸ ῥύσασθαί με
ἀνέστη ὁ Κύριος.»