Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτίσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΚΑΣΣΙΑΝΗ, ΚΑΣΙΑ ή ΕΙΚΑΣΙΑ
Ανάρτηση δεύτερη
Για μια γενική εισαγωγή στην ποίηση της Κασσιανής και την δεξίωσή της στη νεώτερη Ελλάδα, βλ. την πρώτη ανάρτηση της σειράς. Εκεί παρουσιάστηκαν και οι τρεις πρώτες χρονολογικά νεοελληνικές μεταφράσεις του περίφημου Ιδιομέλου της που μας παραδίδονται, η αποδιδόμενη στον Ι. Πολέμη και εκείνες του Κ. Παλαμά και του Στ. Σπεράντσα. Στην παρούσα δεύτερη ανάρτηση ανθολογούνται οκτώ ακόμη μεταφράσεις του τροπαρίου, κατά σειρά των: Ά. Κόρακα, Θ. Βορέα, Π. Μάγνη, Φ. Κόντογλου, Α. Κυριαζή, Π. Σινόπουλου, Γ. Χειμωνά και Γ. Μπλάνα.
~·~
ΙΔΙΟΜΕΛΟΝ ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ ΤΗΣ Μ. ΤΕΤΑΡΤΗΣ
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
~·~
ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Κύριε, ἡ γυναίκα, ποὺ ἔπεσε
σὲ πλῆθος ἁμαρτίες,
τὴ θεότητά Σου ὡς ἔννοιωσε
στὴν ἄθλια της ψυχή,
μιὰ Μυροφόρα ἐγίνη,
καὶ μῦρα φέρνει Σου, προτοῦ
στὸν τάφο Σ’ ἀποθέσουν,
καὶ κλαίει καὶ δέρνεται ἡ φτωχή.
Ὠϊμέ, λέει, ἡ νύχτα μέσα μου,
μὲ δέρνει ἡ ἀκολασία
κι’ ἡ ἁμαρτία,
σκοταδερὴ κι’ ἀφέγγαρη!
Δέξου τὰ δάκρυά μου, Ἐσύ,
ποὺ κάνεις νέφη τὸ ἁλμυρὸ
τῆς θάλασσας νερό.
Στοὺς στεναγμούς μου τῆς καρδιᾶς
κάμψου Ἐσύ, ποὺ ἔχεις κάνει
μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Σου τὴν ἄφραστη
νὰ γείρη ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ.
Τὰ πόδια τὰ ἄχραντα
φιλιά θὰ Σοῦ γεμίσω,
καὶ μὲ τὰ πλούσια μου ὕστερα μαλλιὰ
θὰ τὰ σκουπίσω,
τὰ πόδια, ποὺ ἡ Εὔα, ὡς ἄκουσε
τὸ δεῖλι νὰ σιμώνουν
μέσ’ στὸν Παράδεισο, ἡ φτωχὴ
ἀπὸ τὸ φόβο ἐκρύφτη.
Σωτήρα, ψυχοσώστη μου,
ποιὸς τῶν ἁμαρτιῶν μου
τὸ πλῆθος θὰ μετρήση,
καὶ θὰ βυθοσκοπήση
τὴν ἄβυσσο τῆς κρίσης σου;
Μὴ μ’ ἀποδιώξης τὴ φτωχὴ
τὴ δούλη σου Ἐσύ,
ποὺ ἄμετρο ἔχεις τὸ ἔλεος.
ΑΡΓΗΣ ΚΟΡΑΚΑΣ (Α. Άργης)
(Θρακικά, τ. 22ος, Ανθολογία Θρακών ποιητών, 1936, σ. 103-104).
~•~
ΚΑΣΣΙΑΝΗ
Τὴ θεϊκή σου δύναμη σὰν ἔνοιωσεν ἐκείνη,
ποὺ σὲ ἁμαρτίαις ἄπειραις ἤτανε βυθισμένη,
ἐπῆρε μύρα, Κύριε, λίγο πρὸ τῆς ταφῆς σου
καὶ ἔπεσε ἐμπρὸς σ’ τὰ πόδια σου σ’ τὰ δάκρυα πνιγμένη.
Ἄχ! Θεέ μου, ἔλεγε μὲ λυγμούς, νύκτα μὲ τριγυρίζει,
ἄγρια μανία τῆς ψυχῆς, οἶστρος ἀκολασίας·
σὲ μύρια μύρια κρίματα μὲ ἐβύθισεν ὁ πλάνος
ὁ σκοτεινὸς καὶ ἀφώτιστος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Σὺ τὰ θερμά μου δάκρυα δέξου, ποὺ τῆς θαλάσσης
γνωρίζεις τἄπειρα νερὰ σὲ σύννεφα νὰ ὑψώσῃς·
λυπήσου, θεέ μου, μιὰ καρδιά, ποὺ ἀπὸ βαθειὰ στενάζει,
Σύ, ποὺ σ’ τὴ γῆ κατέβασες τὰ οὐράνια νὰ μᾶς σώσῃς.
Τὰ πόδια, Κύριε τἄχραντα θέλω νὰ σοῦ φιλήσω·
μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς νὰ τὰ σκουπίσω πάλι·
τὰ πόδια, ποὺ σὰν τἄκουσε τὸ δειλινὸν ἡ Εὔα,
ἐκρύφθη ἀπὸ τὸ φόβο τῆς μέσ’ σ’ τῆς Ἐδὲμ τὴ ζάλη.
Τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂχ Θεέ μου, ψυχοσώστη,
ποιὸς θὰ μετρήσῃ; Ποιὸς θὰ βρῇ τῆς θείας κρίσεώς σου
τὴν ἄβυσσο; Τὴ δούλη σου, μὴ μὲ καταφρονήσῃς,
Σύ, ποὺ γιὰ μᾶς ἀμέτρητο ἔχεις τὸ ἔλεος σου.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΒΟΡΕΑΣ
(Ρυθμοὶ ἀθανάτων, τ. 3ος, Αθήνα 1937, σ. 77-78).
~•~
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Γροικῶντας τὴ Θεότητά σου, Κύριε,
γυναῖκα ἐγώ, ἡ χιλιοκολασμένη,
σὰν ἄλλη Μυροφόρα, δέρνομαι,
καὶ μῦρα ἐντάφια, φέρνω Σου προώρας.
Ἀλλοίμονό μου, καὶ νυχτιὰ σκοταδερή,
στὰ βάθεια τῆς ψυχῆς μου βασιλεύει,
κι᾽ Ἔρωτας μὲ φλογίζει ἁμαρτωλός,
κι’ ἀκολασίας δέρνει με μανία.
Τῆς θάλασσας σὺ ποὺ ἀνασέρνεις τὰ νερά,
καὶ τὶς πηγές μου δέξου τῶν δακρύων.
Συμπόνα τῆς καρδιᾶς μου τοὺς καϋμοὺς
σὺ ποὔγειρες τὰ Οὐράνια σὰ γεννιώσουν.
Τὰ πόδια σου θὲ νὰ φιλήσω τ’ ἄχραντα,
κι εὐθὺς μὲ τὰ μαλλιά μου θὰ σφουγγίσω.
Στὸν κρότο τους ποὺ κάποιο δειλινό,
λαφιάστηκε τοῦ Παραδείσου ἡ Εὔα.
Πολλὲς οἱ ἁμαρτίες μου, Σωτῆρα μου,
Κι᾽ ἀπύθμενο τῆς κρίσης σου τὸ βάθος.
Μὰ μὴν περιφρονῇς τὴ δούλη σου,
ἀμέτρητο μιὰ κ᾽ εἶνε τὸ ἔλεός σου.
GIRGA 1944
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΓΝΗΣ
(Τὰ Ἅπαντα, Αλεξάνδρεια, 1944, τ. 1ος, σ. 175).
[Σημειώνεται στα Ἅπαντα, τ. 1, σ. κγ΄: «Λίγο πρὶν κυκλοφορήσουνε οἱ Πασχαλιὲς καὶ Χειμωνάνθια, ὁ Π. Μάγνης τύπωσε σ’ ἕνα δισέλιδο φυλλάδιο “Τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς”, μεταφρασμένο ἔμμετρα στὴν νεοελληνική. Ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὴ μετάφραση καὶ τ’ ἀρχαῖο κείμενο. Εἶναι μιὰ σοβαρὴ ἐργασία ποὺ ἀποδίδει τὸ πρωτότυπο μὲ συνέπεια».]
~•~
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη. Ἀλλοίμονο σὲ μένα,
γιατὶ μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾽ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου•
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν τ᾽ ἄκουσε ἡ Εὔα νὰ περπατᾶνε
κατὰ τὸ δειλινό, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾽ ἀμέτρητο ἔλεος.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(Ελευθερία, 28/4/1948).
~•~
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, ἡ γυναῖκα σ’ ἁμαρτίες πολλὲς ὁπούειχα περιπέσει,
τώρα, τὴ θεότη Σου ποὺ νοιώθω, μιᾶς μυροφόρας πῆρα θέση.
Καὶ μὲ τὸ σπαραγμό, τὸ θρῆνο, τὴν πλάση ὅλη ξυπνόντας γύρα,
Σοῦ φέρνω, Κύριε, πρὶν σὲ θάψουν, ἡ πόρνη ἐγώ, τὰ ἐντάφια μῦρα!
Κι’ ὠϊμέ! Μιὰ νύχτα εἶναι γιὰ μένα μουγγή, βαθειά, χωρὶς φεγγάρι.
Οἶστρος ἀκολασίας! ὁ ἔρως τῆς ἁμαρτίας! Μὰ κάμε χάρη·
Καὶ δέξου τῶν δακρύων τὶς βρύσες, πηγὲς ποὺ ὁ πόνος μου τὶς τρέφει,
Σύ, ποὺ ἀπ’ τὴ θάλασσα ἀνεβάζεις καὶ τὸ νερὸ ψηλὰ σὲ νέφη.
Γεῖρε ἐδῶ πάνω στῆς καρδιᾶς μου τοὺς στεναγμούς, ποὺ Σὲ καλοῦνε,
Σύ, ποὺ ἔκλεινες στὴ γῆ τὰ Οὐράνια καὶ σάρκα πῆραν καὶ μιλοῦνε.
Κι᾽ ἄσε μὲ τ’ ἄχραντά Σου πόδια νὰ τὰ γεμίσω ἀπ’ τὰ φιλιά μου.
Νὰ τὰ σφουγγίσω ἐγὼ καὶ πάλι, τὰ πόδια αὐτά, μὲ τὰ μαλλιά μου.
Ποὺ στὸν Παράδεισο ἕνα δεῖλι ξάφνιασε, ἀχός, τὸ πέρασμά τους
τὸ αὐτὶ τῆς Εὔας κι’ ἄπ’ τὸ φόβο, πουλάκι κρύφτηκε στοὺς βάτους.
Τὶς ἁμαρτίες μου ποιός –τὸ πλήθος– Κύριε, μπορεῖ νὰ τὶς μετρήσῃ;
Ποιὸς θὰ ἐξιχνιάσῃ, Ψυχοσώστη, τὴν ἄβυσσο, δική Σου κρίση;
Ὅμως, μὴ μοῦ καταφρονέψῃς σκλάβα Σου, Κύριε, τὴν ψυχή!
Κύριε! ποὺ τ’ ἄπειρο ἔλεός Σου δὲν ἔχει τέλος, μήτε ἀρχή!…
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
[Ακολουθώ το κείμενο της μετάφρασης όπως το δημοσίευσε ο Δημ. Παντελοδήμος στο άρθρο του «Τὸ τροπάριον τῆς Κασίας εἰς τὴν νεοελληνικὴν ποίησιν», Ἡπειρωτικὴ Ἑστία, τ. 241-242 (Μάϊ.-Ιουν. 1972), σ. 340-341, στο οποίο όμως δεν αναφέρει πού βρήκε τη συγκεκριμένη μετάφραση. Το σωζόμενο στα κατάλοιπα τού ποιητή –ανέκδοτο– κείμενο φαίνεται να παρουσιάζει διαφορές αλλά δεν στάθηκε εφικτό να το ελέγξω μέχρι τώρα.]
~•~
ΙΔΙΟΜΕΛΟ ΣΤΗ Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ*
Κύριε,
μὲς σὲ πολλὲς ἁμαρτίες
αὐτὴ ποὺ εἶχε συρθῆ,
καθὼς τὴ θεότη σου αἰστάνθηκε,
μυροφόρας
ἦρθε νὰ πάρη θέση
καὶ μ᾽ ὀδυρμὸ μῦρα γιὰ σὲ
πρὶν τὸν ἐνταφιασμὸ προσφέρει·
ὠιμέ, λέγοντας,
γιὰ μὲ νύχτα ὑπάρχει,
ἔξαψη ἀσωτίας,
θεοσκότεινος καὶ άφέγγαρος
ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου
τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μου
σὺ ποὺ φέρνεις σὲ νεφέλες
τὸ νερὸ τοῦ πελάγου.
Σκύψε, Θέ μου,
πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μου,
σὺ ποὺ ἔγειρες τοὺς οὐρανοὺς
μὲ τὴν ἐνανθρώπισή σου.
Θὰ καταφιλήσω τ’ ἄχραντά σου πόδια,
θὰ τ’ ἀποστεγνώσω καὶ πάλι
μὲ τῶν μαλλιῶν μου τὶς πλεξίδες,
πού, μὲς στοῦ Παραδείσου
ἡ Εὔα τὸ δειλινό,
τὸν κρότο τους σὰν ἄκουσε στ’ αὐτιά της
ἐκρύφτηκε ἀπὸ φόβο.
Οἱ ἁμαρτίες μου πλήθη
καὶ οἱ κρίσεις μου ἄβυσσοι·
ποιὸς τὰ ξεδιαλύνει
ψυχοσώστη, Σωτήρα μου;
Τὴ δούλη σου ἐμὲ μὴν παραβλέψης
σὺ ποὺ ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος.
Π. Α. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Νέα Εστία, τ. 931, 15 Απριλίου 1966, σ. 576).
(*) Η μετάφραση έγινε στο μέτρο του πρωτότυπου, για να μπορεί να ψέλνεται. Σχετικά κοίτ.: Π. Α. Σινόπουλου, «Το μεταφραστικό πρόβλημα στους Βυζαντινούς ύμνους», περιοδ. Ακτίνες, Ιανουάριος 1966.
[Η μεταφραστική απόπειρα του Π. Α. Σινόπουλου συμπεριλήφθηκε σε αυτή την ανθολόγηση κυρίως και πρωτίστως γιατί συνιστά μία από τις ελάχιστες –παρότι επίμονες– προσπάθειες νεοελληνικής απόδοσης των εκκλησιαστικών ύμνων, κρατώντας το ρυθμικό ύφος τους, ώστε να μπορούν να ψέλνονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (προσπάθειες που εντέλει δεν τελεσφόρησαν).]
~•~
ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ
Κύριε
Έγὼ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν
στὰ σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τὴν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Μὲ ὀδυρμοὺς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν τάφο σου
Ἂ
Τὰ σπλάχνα μου ἡ νύχτα τὰ κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καὶ θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας
Πάρε τὰ μάτια μου μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά τους εσὺ
ποὺ ὅρισες ἡ θάλασσα νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ σύννεφα
Κλίνε πάνω ἀπὸ τὸν ἀναστεναγμὸ
τὸν πιὸ βαθὺ τῆς καρδιᾶς μου
Ἐσὺ ποὺ ἔκαμψες τοὺς οὺρανοὺς
γιὰ νὰ χωρέσει τὸ ἄφατο
Θέλω νὰ φιλήσω τὰ πόδια σου τὰ ἀνέγγιχτα
καὶ νὰ τὰ προστατεύω
μέσα στὶς θηλειὲς τῶν μαλλιῶν μου
Στὸ σούρουπο τοῦ παραδείσου ἡ Εὔα
τοὺς κρότους ἐκούει καὶ ταράζεται
τρόμαξε καὶ ἐκρύφτη
Σωτῆρα μου καὶ τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιὸς τὸ κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου
θὰ ἔρθει νὰ ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τὴν ἄβυσσο
ποιὸς πῶς νὰ κρατηθεῖ
Μὴν ἀποστρέφεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ πάνω μου
Βλέπε με. Τὴν δούλη σου
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἔλεος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
(χάρτης, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, τ. 21,22,23, Νοέμβριος 1986, σ. 475).
~•~
ΤΡΟΠΑΡΙΟ
Κύριε, αυτή που έριξε το θηλυκό σκαρί της
στην ξέρα της αποτυχίας,
σε είδε Θεό και τράπηκε
με κλάματα να ενταχθεί
στη μυρωμένη τάξη της ταφής σου.
Νύχτωσα μέσα μου, η τρελή.
Πού πάω, δίχως φεγγάρι,
μες στα σκοτάδια του έρωτα
τρεκλίζοντας μανία;
Δέξου το δάκρυ μου: πηγή
-δεν λέω- κι εσύ τα πέλαγα
στα σύννεφα μαζεύεις.
Μα γείρε πάνω στην καρδιά
που αναστενάζει· έγειρες
τους ουρανούς κι ήρθες εδώ…
πώς να το πω, δεν λέγεται.
Άσε με να φιλήσω
τα πόδια σου τ’ ατίμητα,
άσε με να φωτίσω
με των μαλλιών μου την πλοκή
τα πόδια αυτά τα δειλινά,
που άκουσε η Εύα κάποτε
στον Παράδεισο και τρόμαξε
και κρύφτηκε απ’ τον τρόμο.
Πόσες φορές απέτυχα και πόσες
η άβυσσός σου μ’ έκρινε,
ποιος θα μετρήσει και θα βρει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μην προσπερνάς τη δούλη σου
με το αμέτρητο έλεός σου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
(Αναρτήθηκε στο ιστολόγιό του, στις 19/4/2008, 3:31 μ.μ. Σήμερα συμπεριλαμβάνεται στο: Γιώργος Μπλάνας (επιλογή-μετάφραση), Δύστηνος έγκειμαι πόθω: Ένα ανθολόγιο ερωτικής ποίησης, Βακχικόν, 2014).
~·~
[ Συνέχεια στο τρίτο μέρος της ανθολογημένης Κασσιανής ]