Μετα-γράφοντας με όραμα και τόλμη την κυπριακή συνθήκη

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Λουίζα Παπαλοΐζου, Το Βουνί, Το Ροδακιό, 2020.

Στο ερώτημα ποιο νυχτολούλουδο ευωδιάζει τους κόλπους της νύχτας απαντώ ευθέως: η λεμονιά.[1]

Μία δεκαετία μετά το πρώτο και βραβευμένο της βιβλίο διηγημάτων (Απειλουμενα είδη, Λεμεσός, Εκδόσεις Αφή, 2010: Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας της Κύπρου), η Κύπρια Λουίζα Παπαλοΐζου μάς δίνει το πολυαναμενόμενο επόμενο έργο της, το εκτενές μυθιστόρημα Το Βουνί (Αθήνα, Το Ροδακιό, 2020). Η μεγάλη χρονική απόσταση δεκαετίας προδίδει μάλλον από μόνη της τον στόχο. Πρόκειται για ένα έργο, όπως υποψιάζεται ο αναγνώστης, αφενός από την έκταση, αφετέρου από το σημείωμα της συγγραφέως, χρόνιας μελέτης και συγγραφής, όπου αφηγήσεις, μαρτυρίες και επιστολές στήνουν έναν πολυφωνικό κόσμο, καθρέφτη ενός άκρως πολυφωνικού τόπου, τιμώντας το μυθιστορηματικό είδος με τον πιο έντιμο τρόπο: επεκτείνοντας τα στιγμιότυπα της ιστορίας σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν πιο πραγματικό και από το πραγματικό.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη διαφορετικού ειδολογικού πλαισίου, υφολογικής δομής και διαφορετικής αισθητικής, παρότι το καθένα συμπληρώνει αρμονικά το άλλο σε αυτό το σπονδυλωτό έργο, όπου οι τρεις διαδοχικοί βίοι των αφηγητών γίνονται και παράλληλοι. Στο Α΄ Μέρος ο Ξένιος, μετά από χρόνια στην Αγγλία και στα καράβια επιστρέφει στο χωριό του, στην ακριτική περιοχή της Τηλλυρίας, όπου οι άνθρωποι, παρότι δυο δρασκελιές από τη θάλασσα, παραμένουν ουσιαστικά βουνίσιοι. Ο βυθός του νησιού βρίσκεται στις κορφές των βραχωδών βουνών του και όχι στα βάθη της θάλασσας· και αυτή είναι μια παραγνωρισμένη ιδιαιτερότητα της εναλίας κυπριακής γης μέχρι και σήμερα, η οποία ίσως και να δίνει όλες τις απαντήσεις:

Είχαμε και χαιρέκακους στα χωριά, δεν αληθεύει πως ζούσαμε όλοι μονιασμένοι, πως ήταν όλα πλασμένα αγγελικά. Και καλοθελητές είχαμε και ψεύτες είχαμε και κλέφτες είχαμε.
     Πιο παλιά δε, όταν ζούσαμε ακόμα στα βουνά, γιατί αργότερα κατέβηκαν τα δικά μας χωριά στη θάλασσα και από ορεινά έγιναν παραθαλάσσια —με τις δουλειές στα γειτονικά μεταλλεία—, πιο παλιά οι άνθρωποι για ψύλλου πήδημα πιάνονταν στα χέρια. Χωριανοί εν βρασμώ ψυχής έβγαζαν μαχαίρι. Για το νερό, τα βοσκοτόπια, τα μάτια καμιάς ομορφονιάς. Έβαζε και το ποτό το χεράκι του. Είχαμε και μέθυσους στα χωριά.
     Γεωγραφικά δε, ανήκαμε στη χερσόνησο της Τηλλυρίας. Το χωριό μας ήταν κοντά στη μεθόριο γραμμή, τα ανατολικά προπύλαια τρόπον τινά της Τηλλυρίας. Εξαιτίας δε της μορφολογίας του εδάφους, το οποίο είναι ιδιαίτερα λοφώδες και κρημνώδες προς τα δυτικά —πώς είναι οι λόφοι εκεί στα Κόκκινα που κατεβαίνουν σαν αίλουροι από ψηλά— ενώ στα ανατολικά απλώνεται η ανοιχτοσύνη του κάμπου της Μόρφου, ανέκαθεν είχαμε το βλέμμα στραμμένο προς την ανατολή.
     Δεν νιώθαμε Τήλλυροι. Χώρια που Τήλλυρος την τότε εποχή ισούνταν με βρισιά. Οι Τήλλυροι ήταν ξακουστοί καρβουνιάρηδες, μεγάλοι τεχνίτες, γύριζαν μέρα νύχτα τα χωριά και πωλούσαν κάρβουνο για να βγάλουν τα προς το ζην. Μέσα στα σακιά όμως ελέγετο πως έβαζαν και πέτρες —ούτε καν άνθρακας ο άνθρακας δηλαδή— και είχαν βγάλει όνομα πως ήταν μεγάλοι παραπόττες. Τα χρόνια εκείνα δεν ήθελες πολλά για να σου βγει το όνομα. Ένα-δυο περιστατικά ήταν αρκετά για να διασύρουν συλλήβδην ολόκληρα χωριά. (σ. 21)

Ο Ξένιος επιστρέφει από την ξενιτειά με δύο πολύτιμα εφόδια. Πρώτον, διαφυλάσσει τη μνήμη, η οποία ευλαβικά συντηρείται και αναγνωρίζει τα σημάδια που φέρει για πάντα ο τόπος:

Από τη θέση μου έβλεπα τον τοίχο του γιοφυριού. Ήταν γεμάτος γράμματα, συνθήματα, ασυναρτησίες. Τα περισσότερα ήταν μισοσβησμένα. Με δυσκολία ξεδιάλυνα ένα απόγευμα ένα όνομα σε κύκλο και από πάνω ένα μεγάλο Χ, δυο αρχικά μέσα σε μια καρδιά. Όποιοι και αν τα είχαν γράψει, είχαν να τα ανανεώσουν χρόνια. Μόνο ένα σύνθημα στη μέση του τοίχου, αν και είχε χάσει αρκετά γράμματα, διαβαζόταν με την πρώτη: ΖΗ Η ΣΙΣ (σ. 104)

Δεύτερον, μεταφέρει τη γνώση της ανοιχτοσύνης του κόσμου, ένα “πολεμοφόδιο” που στις άγριες πλαγιές της Τηλλυρίας, αλλά και του νησιού ολόκληρου άξιο λόγου δεν λογιέται. Ο Ξενής, ο Ξένιος, μοιάζει στον τόπο του να είναι ένας ξένος, ακριβώς όπως τον αποκαλούσαν οι Άγγλοι στο λονδρέζικο fish & chips που κάποτε δούλευε, αφού δεν κατάφερναν να προφέρουν σωστά το όνομά του. Για τους συντοπίτες του, ο Ξένιος ο φιλομαθής, με τη σιωπηρή ευγένεια και το φροντισμένο ντύσιμο είναι ο «κοκέτας», ο πρόδοτης, ο γιος του κομμουνιστή, o επαναπατρισθείς που όλοι κοιτάνε παράξενα, ο γνωστός άγνωστος που απαρνήθηκε τη θάλασσα για τον τόπο του, αλλά ο τόπος του τον απαρνιέται. Αν και το χωριό έχει αλλάξει άρδην από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο ήρωας επιστρέφει, αυτό που δεν αλλάζει ποτέ είναι η στενότητα του τόπου. Ο Ξένιος είναι ο φιλήσυχος Κύπριος, ο οξυδερκής και ο απονήρευτα δοτικός συνάμα – ένα ιθαγενές μεν είδος, ανέκαθεν δε προς εξαφάνιση. Γι’ αυτόν ο κίνδυνος γίνεται εύκολα ορατός, ειδικότερα μέσα στον θύλακα, όχι μόνο της καινούριας χαρτογράφησης και της πράσινης γραμμής, αλλά της πολιτικής διαίρεσης, της αγκύλωσης, της απομόνωσης:

Πέρασε κανένα λεπτό. Τους άκουσα να ψουψουρίζουν στα τούρκικα, μα εμένα δεν μου έλεγαν τίποτε, σαν να μην έβρισκαν το θάρρος, ώσπου το βρίσκει ο ένας και γυρίζει καταπάνω μου:
«Είσαι πατριώτης;»
Δεν αντέδρασα.
«Χάτε, πε μας, μεν φοάσαι.»
«Είμαι», απάντησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Ξαναμιλούν κάτι στα τούρκικα σαν να λογομαχούν, να ανταλλάζουν γνώμες πριν με ξαναρωτήσουν.
«Γρίβας οξά Μακάριος;»
Είδα τον Σοφούλλη να πλησιάζει από μακριά συνοδευόμενος από τους δύο γνωστούς του. Μόλις τους είδαν, οι νταήδες σώπασαν. Είδα τον έναν από τους δύο γνωστούς να νεύει προς το μέρος τους, σαν να ήθελε να τους πει «τι γυρεύετε εσείς εδώ, αφήστε τους ανθρώπους ήσυχους». Ο ένας σηκώθηκε. Ήταν ψηλός, κορμαλιάς.
«Ρωτούμεν τον φίλον σου, μα αλώπως φοάται να μας πει.»
«Ρωτήστε με εμέναν που έν φοούμαι!» μπαίνει στη μέση ο Σοφούλλης.
Ξαφνιάστηκα. Φοβήθηκα μήπως έπαιζε με τη φωτιά.
«Γρίβας οξά Μακάριος;»
«Ρέ κοπέλια, εμείς εμάθαμεν πως κάμνετε ωραιότατες κούπες τζαι ήρταμεν να φάμεν στο χωρκόν σας τζιαι εσείς αρωτάτε μας πελλάρες!»
Ψιλογέλασαν όλοι με το αστείο του Σοφούλλη, μα εγώ το βρήκα εξαιρετικά παράτολμο. Έριξα ένα αγριεμένο βλέμμα στον Σοφούλλη σαν να ήθελα να του πω να σωπάσει γιατί θα μας έβαζε σε μεγάλους μπελάδες, μα εκείνος μου χαμογέλασε. Ηρέμησε, σαν να μου έλεγε, ξέρω καλά τι κάμνω.Πέρασε κανένα λεπτό. Τους άκουσα να ψουψουρίζουν στα τούρκικα, μα εμένα δεν μου έλεγαν τίποτε, σαν να μην έβρισκαν το θάρρος, ώσπου το βρίσκει ο ένας και γυρίζει καταπάνω μου:
«Είσαι πατριώτης;»
Δεν αντέδρασα.
«Χάτε, πε μας, μεν φοάσαι.»
«Είμαι», απάντησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Ξαναμιλούν κάτι στα τούρκικα σαν να λογομαχούν, να ανταλλάζουν γνώμες πριν με ξαναρωτήσουν.
«Γρίβας οξά Μακάριος;»
Είδα τον Σοφούλλη να πλησιάζει από μακριά συνοδευόμενος από τους δύο γνωστούς του. Μόλις τους είδαν, οι νταήδες σώπασαν. Είδα τον έναν από τους δύο γνωστούς να νεύει προς το μέρος τους, σαν να ήθελε να τους πει «τι γυρεύετε εσείς εδώ, αφήστε τους ανθρώπους ήσυχους». Ο ένας σηκώθηκε. Ήταν ψηλός, κορμαλιάς.
«Ρωτούμεν τον φίλον σου, μα αλώπως φοάται να μας πει.»
«Ρωτήστε με εμέναν που έν φοούμαι!» μπαίνει στη μέση ο Σοφούλλης.
Ξαφνιάστηκα. Φοβήθηκα μήπως έπαιζε με τη φωτιά.
«Γρίβας οξά Μακάριος;»
«Ρέ κοπέλια, εμείς εμάθαμεν πως κάμνετε ωραιότατες κούπες τζαι ήρταμεν να φάμεν στο χωρκόν σας τζιαι εσείς αρωτάτε μας πελλάρες!»
Ψιλογέλασαν όλοι με το αστείο του Σοφούλλη, μα εγώ το βρήκα εξαιρετικά παράτολμο. Έριξα ένα αγριεμένο βλέμμα στον Σοφούλλη σαν να ήθελα να του πω να σωπάσει γιατί θα μας έβαζε σε μεγάλους μπελάδες, μα εκείνος μου χαμογέλασε. Ηρέμησε, σαν να μου έλεγε, ξέρω καλά τι κάμνω. (σ. 145)

Καθώς ο αναγνώστης περνά από το ένα μέρος στο άλλο, τα είδη στο Βουνί εναλλάσσονται: μονολογική αφήγηση στο Α΄ και στο Β΄ μέρος, ημερολόγιο και επιστολή στο Γ΄ Μέρος (όπου πηγή έμπνευσης, όπως αναφέρει η συγγραφέας, αποτελούν οι δημοσιευμένες επιστολές ενός εκ των Σουηδών αρχαιολόγων, οι οποίες μεταπλάθουν –ή αναπλάθουν– την κυπριακή συνθήκη ως ένα τρίτο μάτι). Η φροντισμένη γλώσσα και η κορυφούμενη δομή του βιβλίου αντανακλά τον αριστοτεχνικά πελεκημένο λόγο, σαν τις πέτρες του Σολή και το ομοίωμα του αγάλματος της Αφροδίτης των Σόλων (το οποίο στην πραγματικότητα ανευρέθη όντως από χωρικούς της περιοχής στις αρχές του 20ου αιώνα). Το θέαμα της τελειότητας σταματά να θαυμάσει νοερά και ο ίδιος ο αναγνώστης, ειδικότερα ο Κύπριος, που έχει δει το εν λόγω διάσημο άγαλμα-σύμβολο αμέτρητες φορές στη ζωή του, αλλά πολύ πιθανόν να μην το έχει προσέξει στην πραγματικότητα (ή να μην το έχει δει από κοντά) ποτέ:

Μια γεναίκα με ξαπόλυτα μαλλιά καραολιά ώς την μέσην τζιαι θκυο τρουλλωτά βυζιά στέκεται τζιαι θωρεί μας. Που την μέσην τζιαι πάνω γυμνή, που την μέσην τζιαι κάτω ντυμένη, μα έσιει τιτσίρες περίτου ντυμένες που τούτην· το ρούχον εν’ φτανόν, διάφανον όπως το τούλιν. Φεντζιάζει το πουττίν της.
Θωρεί μας μες στα μμάθκια έτοιμη να μας συντύσιει.
Μούζαν να έσιει ο τράουλλος κοντά της! (σ. 216)

Η ζωντάνια και η αθωότητα του λόγου της νεαρής Ροδούς του Β΄ Μέρους προσκρούει συνεχώς στην ευταξία της μητέρας και την αγριότητα του πατέρα, ενός άντρα που αγαπά περισσότερο τα χτηνά, τα ζώα του, παρά τους ανθρώπους, εξευτελίζοντας και χτυπώντας βάναυσα σύζυγο και γιο, γιατί ο δεύτερος ερωτεύτηκε μια Τουρκάλα πραματευτού. Η τραχύτητα του βράχου και η φτώχια του βουνού αυλακώνουν τα πρόσωπα των ενήλικων αγροτών με μια χαρακτηριστική σκληρότητα, η οποία σιγοντάρεται και από τη μη ανοχή του άλλου:

Η μάνα μου κουκκουφά με που το πρωίν ώς την νύχταν. Σχολείον έν επήεν μα αρέσκει της να κάμνει την δασκάλαν.

«Αν ήσουν παντρεμένη, έν ήτουν να βάλλεις έτσι σκέψεις με τον νουν σου. Ούτε να υποφέρεις, να γεμώννεις κοτσινίλλες. Αν είσιες άντραν τζιαι κοπελλούθκια έν θα έβρισκες αθκειάσην. Ψώραν έν έσιεις, μα κάτι σε τρώει, κάτι λιώννει το πετσίν σου. Ίντα πάει να πει να καύκεται, κόρη, το πετσίν σου; Ίντα βάσανον καύκεται μέσα σου; Γιατί έν πνάζεις;» (σ. 272)

Η Κύπρια μάνα, θρησκόληπτη αλλά και πιστή, καταφέρνει όμως να γιατρέψει με τα γιατροσόφια της την κόρη:

«Επαράντζιειλα σου σίλιες φορές για ψύλλου ππήδημαν την Παναγίαν να μεν την φωνάζεις. Έσιει τους ούλλους, έσιει σε τζιαι εσέναν πάνω στην τζιεφαλήν της. Ο Θεός έδωκεν του αθρώπου νουν για να πνάσει που λλόου του, μα με τούτον τον νουν περίτου ήβρεν τον πελάν του. Η μάνα σου εννά σε γιάνει. Μήτε την Παναγίαν να κουκκουφάς, μήτε γιατρόν θέλεις, μήτε άλλην πέτσαν. Η μάνα σου εν’ μισή γιατρός. Ακούεις που σου μιλώ;» (σ. 204)

Ωστόσο, η μητέρα της Ροδούς δεν θα καταφέρει το ίδιο για τον άντρα της, ο οποίος θα λυγίσει, όπως τόσοι άλλοι μεταλλωρύχοι της περιοχής, από τη νόσο του άνθρακα, το λεγόμενο καρβούνι. Η αγρότισσα και εργάτρια μάνα θα φέρει όμως πάντα μια κάποιου είδους πρωτόγονη ή αρχέτυπη περηφάνια των χωρικών· ανημποριά και αλαζονεία μαζί, και κάματο και πειθαρχία:

Πάνω στο τρανόν ένας κάλλος κορτωτός. Η μάνα σσύφκει τζιαι παρατηρά τον κάλλον που κοντά σάμπου τζιαι ποθαυμάζει τα πλουμιά της βούφας. Τρίφκει τον γυρόν-γυρόν, τσιλλά τον πύον να φκαιρώσει, τρέχουν οι πύοι, τα γαίματα, ακκάνει τα σιείλη της να μεν ξεβεί η φωνή της, μα πόσσω παουρίζει. Έν το χωρεί ο νους μου πως τούτον εν’ πόδιν αθρώπου που κόμα στέκει. Η μάνα μου ούτε που το παραδέχεται ούτε που το πολοΐζει. Ξαναφορεί την κλάτσαν της, βάλλει το παπούτσιν της να μεν θωρεί τον κάλλον της κανένας. Ώραν-ώραν κουτσανίσκει, μα κανένας άλλος έν φαντάζεται πως μέσα στο παπούτσιν το κρέας της σαπίζει.

Ώς το δείλις, τα ρούχα εν’ διπλωμένα, μοσκοραντισμένα μέσα στο σεντούτζιν. (σ. 195)

Πάντως, στο αγνό πρόσωπο της Ρουδούς, που μαθαίνει το αλφάβητο στον αδερφό της Ττιμή, που κουβαλά «έναν έλλειμαν που γεννησιμιού του», (σ. 218) που γυρνάει ακόμα να θαυμάσει την ομορφιά της μυστηριώδους θάλασσας και του εκθαμβωτικού χρώματός της, βρίσκει κανείς την τρυφερότητα, την εργατικότητα, την επιθυμία, την καλοσύνη. Πολλά εκ των τριάντα και πλέον κεφαλαίων του Β΄ Μέρους, γραμμένο εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, σφύζουν από λυρισμό και ποιητικότητα – κάποια μάλιστα είναι δυνατό να λειτουργήσουν αυτόνομα ως πεζά ποιήματα. Η ευρηματικότητα των ρητορικών μέσων και ειδικότερα της μεταφοράς αναδεικνύει όχι μόνο το πολιτικό πλαίσιο και τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα του νησιού, όχι μόνο το φυσικό τοπίο, αλλά και την ανόθευτη καρδιά ενός παιδιού, μιας κόρης που κοιτάζει βαθιά προς την ίδια της την ύπαρξη αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της ως ζωντανό κύτταρο του κόσμου:

Πόθθεν αναβρύζει τούτη η δίψα, που ποιαν πηγήν τρέσιει, που ποιαν δεξαμενήν; Τούτον μόνον θέλω να μάθω. Πόθθεν αναβρύζει τούτον το λαμπρόν, που ποιαν φωθκιάν, που ποιον καμίνιν τρέσει; Μόνον για τούντην κάψαν να μου πει, αν ι-γνωρίζει δηλαδή, το σιόνιν που κατεβαίννει πόψε αχάπαρον που τα πάνω κάτω. (σ. 277)

Το Γ΄ Μέρος, η επιστολή και ημερολογιακή ως επί το πλείστον αφήγηση του «Σουηδού», του νεαρού αρχαιολόγου στις ανασκαφές του Ανακτόρου του Βουνού, απηχεί εν μέρει την αμφίθυμη στάση των ξένων απέναντι στους ντόπιους, οι οποίοι είναι άλλοτε φιλόξενοι, άλλοτε περίεργοι και επιφυλακτικοί, άλλοτε δοτικοί και άλλοτε «κουτοπόνηροι, θρασύδειλοι, γλείφτες»: (σ. 446)

Σπάνια ταξιδεύουμε χωρίς παρατράγουδα. Σκηνές λατρείας και μίσους μάς συνοδεύουν όπου πάμε. Άλλοι μας υποδέχονται ως ευεργέτες του τόπου, άλλοι ως σωτήρες του έθνους και άλλοι μας βρίζουν και μας μηνύουν με δικηγόρους για τα χωράφια τους. Σαν να μην μας έφταναν οι ντόπιοι, μας έγιναν στενός κορσές κι οι Άγγλοι.
Δόθηκε η λάθος εντύπωση στους κατοίκους του νησιού, λέει η αγγλική κυβέρνηση, και οι Σουηδοί οφείλουν να ξεδιαλύνουν τις παρανοήσεις. Γιατί πριν από τους Έλληνες στο νησί είχαν εγκατασταθεί οι Φοίνικες, οι Αιγύπτιοι, και μετά από τους Έλληνες ήρθαν οι Ρωμαίοι, οι Φράγκοι, οι Ενετοί, οι Οθωμανοί. Πριν από την ιστορία υπήρξε η προϊστορία και μετά από την ιστορία πάλι η ιστορία. Η συνεχιζόμενη ιστορία, αυτή που γράφεται συνεχώς και συνέχεια, γιατί το παρελθόν από μόνο του δεν αποδεικνύει τί-πο-τα!
Το φυσούν και δεν κρυώνει οι Άγγλοι με την γκάφα που έπαθαν να μας επιτρέψουν να σκάψουμε τα χώματα του νησιού. Αλήθεια, τι ήλπιζαν ότι θα ξεθάβαμε; Απολιθώματα δεινοσαύρων;
Ιδέα δεν έχω πώς θα καταφέρουμε να απεμπλακούμε από τα πλοκάμια αυτού του παμφάγου που ονομάζεται πολιτική. Αργά η γρήγορα θα μας κατασπαράξει όλους. Να το θυμηθείτε! (σ. 443)

Και διά του λόγου το αληθές του τελικού συμπεράσματος του Σουηδού, στην ανεπίσημη συνάντησή με τον Άγγλο κυβερνήτη, μετά κρασιού και κυπριακών εδεσμάτων, ολόκληρη η ιστορική αλήθεια θα εκστομιστεί σε ένα μη ιστορικό μυθιστόρημα, από τον Άγγλο κυβερνήτη, ο οποίος ομολογεί:

Και μετά την Ιερουσαλήμ εδώ, στην Κύπρο. Μάλλον δυσμενής μετάθεση μοιάζει, δεν συμφωνείς; Τα πάντα ωχριούν εδώ σε σχέση με την Ιερουσαλήμ. Όλα έχουν πάρει μια επικίνδυνη κλίση, σαν να γλιστρώ συνεχώς. Η καριέρα μου, η ζωή μου, ο γ-ά-μ-ο-ς μου (το σχόλιο που σας έλεγα!!!), εγώ. Όλα γερμένα τα βλέπω: Τους Έλληνες που μου τρίβουν ολημερίς τις γαλανόλευκες στη μούρη, τους Τούρκους που καιροφυλακτούν άγρυπνοι μήπως και ενδώσω. Το Λονδίνο φταίει για όλα, που δεν τους έκοψε εξαρχής τον λώρο με τη μητέρα πατρίδα, που δεν ξερίζωσε τον ομφαλό εξαρχής, και αυτός τώρα κοντεύει να γίνει θηλιά και να πάρει το κεφάλι ολωνών μας. (σ. 432)

Σε αυτό τον τόπο, στο Βουνί, σε αυτό το βιβλίο μοιάζει να μετα-γράφεται η ιστορία των κυπριακών ιδεών, αν μας επιτρεπόταν η παραφραστική και καταχρηστική ιδεολογία, ή των ιδεών που στιγμάτισαν και ακόμα σηματοδοτούν την ιστορία της Κύπρου. Ο Κύπριος βοηθός του Σουηδού στην ανασκαφή Χρίστος, εμφανώς πιο προοδευτικός από τους άλλους βουνίσιους, οπαδός της ανεξιθρησκίας και πολέμιος του θρησκευτικού φανατισμού, προσάπτοντας «καλοπροαίρετη μαλθακότητα» (σ. 363) στους Σουηδούς και στους Άγγλους «όλη τη ραδιουργία της οικουμένης», (σ. 363) παρατηρεί τα αρχαιολογικά ευρήματα με σκεπτικισμό, φοβούμενος πως αυτά θα παρερμηνευθούν, θα ταυτιστούν επιπόλαια με ό,τι αιώνες καρτερούσε το νησί ολόκληρο –ή ό,τι λέγεται πως όλο το νησί καρτερούσε– το οποίο συνεχίζει ωστόσο τη ζωή και την ιστορία μέσα στη ρευστότητα των ανολοκλήρωτων πραγμάτων:

«Τα αγγεία και τα αγάλματα είναι τα τεκμήρια για να μην μιλάμε αυθαίρετα περί ανέμων και υδάτων για το παρελθόν. Το παρελθόν, αυτό μας ενδιαφέρει.»
«Μόνο αυτό;»
«Αν αναφέρεσαι στους Σουηδούς, σε διαβεβαιώ πως μόνο αυτό μας ενδιαφέρει. Και για να γίνω ακόμα πιο σαφής, μας ενδιαφέρει να χρονολογήσουμε την αρχαιολογία του νησιού από τη νεολιθική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο.»
Υπόκειμαι σε ιερά εξέταση, δεν χωρεί καμία αμφιβολία.
Ο Χρίστος εφαρμόζει τη σωκρατική μέθοδο για να εκμαιεύσει κάτι που δεν ξέρω ακόμα ότι γνωρίζω. Δεν του κάνω τη χάρη να τον διευκολύνω.
«Μα, αν το παρελθόν έχει αποδημήσει εις Κύριον εδώ και κάτι αιώνες, τότε γιατί όποτε ξεκινούν να σκάβουν οι Σουηδοί οι παπάδες χτυπούν τις καμπάνες σάμπως να γίνεται γάμος;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω.»
«Σουηδέ, ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλώ, έχεις ακούσει τις καμπάνες με τα αυτιά σου!» μου θυμώνει.
«Πολύ καλά λοιπόν, τι θέλετε όλοι εσείς να ξεθάψουμε από το χώμα;»
«Την Ένωση!» (σσ. 364-365)

Ενώπιον της περίτεχνης γραφής της Παπαλοΐζου, της λογοτεχνικής και ιστορικής βαρύτητας που φέρει το μυθιστόρημά της, το οποίο κυλάει στην ανάγνωση σαν γάργαρο νερό, ο αναγνώστης που απολαμβάνει να σχηματοποιεί, να θεωρητικοποιεί, επί της ουσίας να βλέπει το δάσος και όχι το δέντρο, ή μάλλον το δέντρο μέσα στο δάσος, αναπόφευκτα θα υποκύψει στον μεγάλο πειρασμό. Όντως, θα ήταν μάλλον αδόκιμο να επιχειρήσει κανείς να κάνει λόγο για το “μεγάλο κυπριακό μυθιστόρημα”, καθώς αφενός η συζήτηση περί της κυπριακής γραμματείας και του ανήκειν της φαίνεται να μη βρίσκει προσανατολισμό ή κοινώς αποδεκτή απάντηση, ενώ αφετέρου ο όρος μάλλον προκαλεί αμηχανία ενώπιον της απουσίας ενός κοινώς αποδεκτού μεγάλου ελληνικού μυθιστορήματος –κατά το πρότυπο βεβαίως του the great American novel– όπου ένα μυθιστόρημα θα περιέκλειε αξιοτίμητα και αντιπροσωπευτικά τη νεοελληνική συνθήκη. Το βιβλίο της Παπαλοΐζου μοιάζει να ακολουθεί τη γραμμή παρόμοιων εγχειρημάτων ενός “μεγάλου κυπριακού μυθιστορήματος” του κοντινού αλλά και του μακρινού παρελθόντος. Εύκολα θα συσχετίσει κανείς το φιλόδοξο και τολμηρό εγχείρημα της συγγραφέως με τους Πρωτόπλαστους του Σωφρόνη Σωφρονίου (Αθήνα, Το Ροδακιό, 2015), όπου επίσης διασταυρώνονται οι βίοι αληθινών και φανταστικών προσώπων με μια δράση που ταξιδεύει στον χρόνο και στην ιστορία, όπου προβάλλονται ζητήματα όπως η εθνική ταυτότητα, η αέναη διχόνοια αλλά και η δικοινοτική αλληλεγγύη, ακόμα και με την Ανατολική Μεσόγειο (1969· επανέκδοση σε επιμέλεια Λ. Παπαλεοντίου, Λευκωσία, Αρμίδα, 2010) της Ήβης Μελεάγρου, ένα βιβλίο τόσο αναγνωστικά αδικημένο, καίτοι τόσο σημαντικό για τη νεότερη ιστορία της λογοτεχνίας του νησιού, το οποίο αποτολμούσε από πολύ νωρίς να διαγράψει μυθοπλαστικά τη νέα μορφή του τόπου, τη διάσπαση της ενότητας, τη σύγχυση, μια ανάσα πριν από την απειλή της εκπληρούμενης καταστροφής.

Παρακάμπτοντας λοιπόν ή βάζοντας στην άκρη τις όποιες θεωρητικές και γραμματολογικές συντεταγμένες, το μυθιστόρημα της Παπαλοΐζου πράγματι μοιάζει να επιχειρεί θαρραλέα αυτό ακριβώς, να δομήσει το “μεγάλο κυπριακό μυθιστόρημα”. Το τολμηρό εγχείρημα είναι μάλλον επιτυχημένο, καθώς ενώ αποδεικνύει την ύπαρξη της κυπριακής λογοτεχνίας, σαφώς διαφοροποιημένης από τη νεοελληνική ένεκα της ιδιότυπης γεωγραφικής, πολιτισμικής και βεβαίως ιστορικής της συγκυρίας, την ίδια στιγμή αναδεικνύει την ελληνική (ή ελληνόφωνη) κυπριακή λογοτεχνία σε ζωοδότρα ρίζα που τροφοδοτεί ουσιαστικά και πάντα τη νεοελληνική λογοτεχνία, παραμένοντας αναπόσπαστο κομμάτι της. Το Βουνί συγχωνεύοντας τις αφηγηματικές φωνές σε έναν γραμμικό αντίστροφο ορίζοντα, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του ’70  και πηγαίνοντας προς τα πίσω, μέχρι το 1928, κατά την ανασκαφή της Σουηδικής αποστολής στο νησί (που έφερε στο φως το Ανάκτορο του Βουνίου και το φημισμένο ρωμαϊκό θέατρο των Σόλων), προβάλλει σφαιρικά την κυπριακή συνθήκη των νησιωτών που είναι κατά βάθος ευάλωτα και άγρια βουνίσιοι, των διχαστικών ιδεολογιών τους και του πόθου της Ενώσεως απέναντι στην ανάγκη και στον φόβο της ελευθερίας, της ρευστής και αμφισβητούμενης ταυτότητας των αιώνιων υποδουλωμένων, μιας εύφλεκτης “κυπριακότητας”, η οποία όμως ορίζεται πρωτίστως από τα γηγενή συστατικά του τόπου: τα γήινα χρώματα, τους βράχους πάνω από τη θάλασσα, τους λεμονανθούς και τους ζίζιρους, τα σύκα που πέφτουν τον Αύγουστο στο στόμα, το κολασμένο καλοκαίρι και τη μάστιγα της ανομβρίας – όλα στοιχεία που οι ντόπιοι διαχρονικά τείνουν να υποτιμούν και να ξεχνούν, γενετικά εντούτοις χαρακτηριστικά καταγωγής και εντόπιας βίωσης της κοινής ζωής, τα οποία ορίζουν εν τέλει την οικουμενικότητα της ξεχωριστής εμπειρίας.  Με άλλα λόγια, το έργο κατορθώνει να συνθέσει αυτό που μένει βαθιά αγνοημένο: τη μεγάλη κυπριακή εικόνα.

Όλα τα παραπάνω, που υπονοούνται στα δύο πρώτα μέρη από τους ντόπιους, τα κατονομάζει, διόλου τυχαία, η τρίτη φωνή του μυθιστορήματος, ο αφηγητής του Γ΄ Μέρους, ο Σουηδός, ο ξένος. Όταν όλοι καίγονται της δίψας και ανομβρία σημαίνει ψόφος, (σ. 253) ο ολοκόκκινος από τον ήλιο Σκανδιναβός μετουσιώνει στον λόγο του την πιο γνήσια κυπριακή συνθήκη, την πιο ανεκτίμητη κυπριακή εντύπωση, όπως αυτή παρασέρνει και κατακτά και τις πέντε αισθήσεις, οι οποίες παρά την αιώνια απειλή αιώνια ευφραίνονται· αφή, όραση, γεύση, όσφρηση, ακοή:

Η Β. επιμένει. Πρέπει να μείνω μακριά από το βουνό ολόκληρο τον Αύγουστο. Αν υπάρχει κόλαση στη γη, ονομάζεται κυπριακός Αύγουστος. Μα εγώ θα είμαι στον παράδεισο. Το εξοχικό στον Μαχαιρά είναι ένα ησυχαστήριο σε μια πευκόφυτη βουνοπλαγιά του Τροόδους, σε υψόμετρο οκτακοσίων μέτρων. Την Παρασκευή θα έρθει ο οδηγός να με πάρει. Θα οδηγήσουμε δώδεκα ώρες μέχρι τον προορισμό μας. Θα ταξιδέψουμε στους πιο κακοτράχαλους δρόμους που μπορεί να διανοηθεί ο νους με τις ρόδες του αυτοκινήτου να μαρσάρουν πάνω από απύθμενους γκρεμούς. Η διαδρομή έχει ως εξής: Λουτρός, Γαληνή, Κάμπος Τσακίστρας, Τρόοδος, Μαχαιράς. Θα ταξιδέψουμε κατά μήκος του ποταμού ενάντια στο ρεύμα.
Η Β. λέει θα υπάρχει μια αιώρα δεμένη στα πεύκα για τον κάθε Σουηδό. Το μενού θα περιλαμβάνει αγαπημένα φαγητά, ένα μείγμα από σουηδικά και κυπριακά εδέσματα. Έχω ήδη παραγγείλει ψητή πέρδικα και κοκκινιστό κολοκάσι με χοιρινό κρέας.
Ο ποταμός ξεκινά από τα βουνά του Τροόδους για να ξεχυθεί στον κάμπο με τις μπανανιές και τις συκιές. Τον κάμπο που τσακίζει κόκαλα.
Για τρεις βδομάδες δεν πρόκειται να μιλά κανείς. Μόνο οι κούκοι και τα αηδόνια. (σσ. 381-382)

Το μυθιστόρημα της Παπαλοΐζου αναμετρώμενο με τον χρόνο ξανακοιτάζει τον τόπο με γενναιότητα, βλέποντας ψηλά στο βουνό και χαμηλά στη θάλασσα – καθώς λάμπει και συνάμα τυφλώνει επικίνδυνα ο ήλιος σε κάθε σημείο του νησιού, σε κάθε σημείο της ιστορίας. Ας μη διστάσει ο αναγνώστης μπροστά στη μεγάλη έκταση του βιβλίου – το αποτέλεσμα θα τον ανταμείψει στο πολλαπλάσιο. Αναλογικά, αναγνωρίζοντας στην άλλη όψη του φωτός το παντοτινό βάσανο και την κακομοιριά του τόπου, τον «έξαλλο» (σ. 409) ήλιο, ο Σουηδός θα συμπυκνώσει μέσα στο λιοπύρι και κάτω από το φως την πιο μεγάλη κυπριακή αλήθεια, σφραγίζοντας μυθιστορηματικά την πιο κυπριακή εικόνα:

Κατοικώ σε ένα σκάμμα στην κορυφή μιας ξεροκαυκάλλας. Πίνω νερό μέσα σε πήλινα όστρακα, περιδιαβαίνω τα βουνά με τη μαγκούρα μου και όταν κουραστώ πάντα κάποιος καλοπροαίρετος χωρικός προσφέρεται να με ανεβάσει ώς το βουνό με το συμπαθέστατο γαϊδουράκι του. Αν δεν είμαι εγώ ο βασιλιάς της Τηλλυρίας, τότε ποιος είναι; (σ. 407)

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ


[1] Λουίζας Παπαλοΐζου, Το Βουνί, Αθήνα, Το Ροδακιό, 2020, σ. 410. [Στο εξής οι αναφορές στις σελίδες του κειμένου γίνονται εντός ενδοκειμενικών παρενθέσεων]

Μικρό γλωσσάρι αντλημένο από την έκδοση:
αθκειάση: ανάπαυλα, ελεύθερος χρόνος
αχάπαρος: ανήξερος
βούφα: αργαλειός
ζίζιρος: τζίτζικας
κουκκουφώ: ενοχλώ
κούπα: είδος αραβικού κεφτέ από πλιγούρι και κιμά
μούζαν να έσιει: τύφλα να έχει
παουρίζω: ουρλιάζω
παραπόττης: παγαπόντης
περίτου: περισσότερο
πνάζω: αναπαύομαι
πόσσω της: από μέσα της
πουττίν: αιδοίο
σάμπου: λες και
σσύφκω: σκύβω
συντυχάννω: μιλάω, κουβεντιάζω
τιτσίρα: γυμνή
τρανόν: χόνδρος
τσιλλώ: πιέζω, πατάω