Per Jannis
Μιλάνο, 18 Μαρτίου 2020
Είμαστε στη δεύτερη εβδομάδα.
Περίμενα πώς και πώς την άνοιξη, όταν επιτέλους η γρίπη θα έπαιρνε τον δρόμο της ύφεσης, για να ξαναβρώ το κέφι μιας παρέας, ενός χαρούμενου τραπεζώματος στην εξοχή. Είμαι κλεισμένη στο σπίτι απ’ τον Οκτώβριο, όταν άρχισε ο πυρετός που με ειδοποιούσε ότι το ανοσοποιητικό μου σύστημα απαιτούσε, επειγόντως, βοήθεια.
Ήμουν στην Λισσαβώνα εκείνες τις μέρες και στην Λισσαβώνα θα επιστρέψω μόλις βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Οι θεραπείες άρχισαν τον Δεκέμβριο, αλλά οι γιατροί ήδη από το τέλος του Οκτωβρίου μου συνέστησαν προσοχή κι άμεσο αυτοπεριορισμό στις μετακινήσεις και στις συναναστροφές .
Ήμασταν γύρω στις 10 Φεβρουαρίου. Τα πρώτα κρούσματα του αόρατου εχθρού δεν ανησυχούσαν κανέναν. Η Κίνα φάνταζε ακόμα μακριά. Βλέπαμε τις εξελίξεις στις ειδήσεις κι αναρωτιόμασταν τι θα γινόταν με τους χιλιάδες Κινέζους μόνιμους κατοίκους Ιταλίας ή σπουδαστές στα εδώ Πανεπιστήμια που αναγκαστικά θα μετακινούνταν προς κι από τη χώρα τους δεδομένου και του καινούργιου κινεζικού χρόνου και των σχετικών εορτασμών που επέκειντο. Κάπου εκεί απαγορεύτηκαν οι απευθείας πτήσεις από και προς την Κίνα, έμειναν όμως ανοιχτές οι πτήσεις που μετακινούσαν κόσμο από την Κίνα με ενδιάμεσο σταθμό σε άλλη χώρα. Παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος ήταν τόσο μακρινός (αυτή ήταν η επίσημη πολιτική αφήγηση) που διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής έσπευσαν να φάνε ανοιξιάτικο ρολό και ραβιόλια στον αχνό, ακολουθούμενοι από τις κάμερες της τηλεόρασης, φυσικά, στη μιλανέζικη Τσαινατάουν. Εστιάτορες εκεί, δήλωναν ―τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια στην τηλεόραση―, ότι οι κρατήσεις για τους εορτασμούς ίσχυαν, ότι κανείς δεν ακύρωνε τραπέζι κλπ.

Στο σπίτι…
Όμως το αντικινεζικό κλίμα φούντωνε, αδίκως, εννοείται, όπως φούντωνε κι ο φόβος. Οι εορτασμοί στην Κίνα είδαμε πως απαγορεύτηκαν τελικά, και τότε, φυσικά, απαγορεύτηκαν κι εδώ.
Από τις 25 Φεβρουαρίου και μετά, μάθαμε ότι υπήρχαν εστίες εδώ, έξω απ’ το σπίτι μας σχεδόν, στο Κοντόνιο και στο Λόντι. Αμέσως αναζητήθηκε ο Κινέζος που κόλλησε τον πρώτο Ιταλό ασθενή· τον ονόμασαν δε, Ασθενή Μηδέν. Φυσικά δεν βρέθηκε ποτέ ο φασματικός Κινέζος ασθενής μηδέν, ενώ ο 38χρονος Ιταλός πολιτικός μηχανικός, που ονομάσθηκε ασθενής νούμερο 1, νοσηλεύθηκε αμέσως με βαριά πνευμονία. Σιγά-σιγά τα μήντια έπαψαν να μιλάνε για τον άγνωστο κύριο Μηδέν και μάλιστα κάποιος γιατρός ανακοίνωσε επιτέλους ότι καμμία σημασία δεν είχε να βρεθεί εκείνο το άτομο, γιατί πλέον η επιδημία είχε εξαπλωθεί ευρέως, επιπλέον ψιθυρίστηκε ότι το νοσοκομείο του Κοντόνιο είχε μολυνθεί γιατί αρχικά είχε δεχθεί ύποπτες πνευμονίες χωρίς την κατάλληλη προφύλαξη – μέχρι και για μετάλλαξη του κινέζικου ιού σε αυτόχθονα μίλησαν και ξεκίνησαν οι διάφορες καραντίνες σε Λομβαρδία και Βένετο.
Έμαθα πως ανήκω στην ομάδα υψηλού κινδύνου, σαν ογκολογικός ασθενής, από την πρώτη λίστα που ανακοίνωσαν στην τηλεόραση. Κατάλαβα ότι η άνοιξη θα αργούσε ακόμα.
Στη χημειοθεραπεία του Φεβρουαρίου που, όπως με ειδοποίησαν με μέηλ οι γιατρίνες που με κουράρουν, θα γινόταν τελικά 2 και 3 Μαρτίου γιατί επρόκειτο να απεργήσουν οι νοσοκόμοι (απεργία που φυσικά ανεστάλη λόγω των ραγδαίων εξελίξεων σχετικά με τον κορονοϊό), είδα όλο το προσωπικό να φορά μάσκα, αλλά συνάμα πρόσεξα την απουσία τους εκεί που πριν αφθονούσαν, στο καροτσάκι της προϊσταμένης με τα σύνεργα, δηλαδή… Ακόμα πάντως, όλα, σχετικά, υπό έλεγχο.
Ο Μάρτης είχε μπει αγριωπός, με άσχημες διαθέσεις και στον τύπο άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο “πανδημία”. Οι δύο κωμοπόλεις έξω απ’ το Μιλάνο έγιναν το παράδειγμα συμπεριφοράς και επαγρύπνησης για όλη την περιοχή .
Τα Νοσοκομεία άρχισαν να έχουν πρόβλημα συμφόρησης από την προσέλευση ατόμων με συμπτώματα, οι σταθμοί Πρώτων Βοηθειών δηλώνουν το αδιαχώρητο, οι γιατροί είναι λίγοι, οι νοσοκόμοι λίγοι, οι εντατικές μονάδες ανεπαρκείς, οι νεκροί πληθαίνουν, σ’ αυτούς που γίνονται καλά δε δίνει κανείς μεγάλη σημασία… Σημασία έχει ότι ο αριθμός των προσβεβλημένων ανεβαίνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Όλοι μιλάνε για τον ιό και μάλιστα για αυτόχθονα, μεταλλαγμένο και ο,τι άλλο και φυσικά κανείς δεν ψάχνει πια για τον Κινέζο… Ένας καθηγητής τέχνης με εξαιρετική δημοτικότητα μαγνητοσκοπεί ένα βίντεο στο οποίο ισχυρίζεται ότι πρόκειται για ιό «του κώλου» που καταπολεμάται με ένα ζεστό τσάι….
Ένα ατυχές Σάββατο, εκείνο της 7ης Μαρτίου 2020, ο πρωθυπουργός Τζουζέππε Κόντε δήλωνε το κλείσιμο της Λομβαρδίας και την ανάδειξή της σε Κόκκινη Ζώνη, σα να λέμε κανείς δε μπαίνει, κανείς δε βγαίνει απ αυτήν. Χιλιάδες κόσμου συνωστίστηκαν εκείνο το βράδυ στους σιδηροδρομικούς σταθμούς για να ξεφύγουν από τον κλοιό και για να μεταφέρουν, άθελά τους τον ιό και αλλού.
Την επόμενη μέρα η Κόκκινη Ζώνη αφορούσε ολόκληρη τη χώρα.
Ξυπνάω κάθε πρωί γύρω στις εννιά, όπως πάντα. Σκοπός μου είναι να μη δημιουργήσω κατάσταση που θα μπορούσε να με στείλει στο Πρώτων Βοηθειών. Μόλυνση, αιμορραγία, κάταγμα κλπ. Φυσικά αυτά ισχύουν για όλους, αλλά για όσους αντιμετωπίζουν έναν καρκίνο και χημειοθεραπείες ισχύουν ακόμα περισσότερο και αποτελούν πηγή μεγαλύτερου άγχους.
Ξυπνάω λοιπόν, κάνω την τουαλέτα μου, περνάω τις ενυδατικές μου κρέμες, ντύνομαι κόσμια και παίρνω τον καφέ μου με τον σύντροφό μου, το Βάλτερ που διαβάζει εφημερίδα από το ipad. Εγώ ανοίγω ραδιόφωνο προσπαθώντας να αποφύγω την πρωινή σύγκρουση με τις ειδήσεις.
Μένοντας στο σπίτι όλη μέρα αποφάσισα να κάνω λίγο στρέτσινγκ και κοιλιακούς, γιατί η ανία φέρνει πείνα και η πείνα φέρνει κιλά παραπανίσια σε χρόνο μηδέν. Γυμναστική αλλά με ρέγουλα, μη πάθουμε καμμία θλάση ή στραμπούληγμα γιατί, είπαμε οι γιατροί, ΟΛΟΙ οι γιατροί, έχουν άλλα πράγματα πολύ σπουδαιότερα να ασχολούνται τώρα. Ξέχωρα που αυτή τη στιγμή όσο μακρύτερα μένουμε από τα νοσοκομεία τόσο το καλύτερο.
Μετά, με το σύντροφό μου, καθαρίζουμε σχολαστικά το σπίτι όπως δεν κάναμε ποτέ. Σφουγγάρισμα με χλωρίνη (με ανοιχτά τα παράθυρα, βέβαια) και πέρασμα όλων των επιφανειών και των πόμολων από δω κι απὀ κει. Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσα πόμολα έχει ένα σπίτι!
Ακολουθεί η ιεροτελεστία του φαγητού. Τα ψώνια τα παραγγείλαμε στο διαδίκτυο αλλά κάτι ψιλά που μας λείπουν πετάγεται και τα παίρνει ο Βάλτερ από ένα εμπορικό εδώ στη γωνία, με μάσκα, γάντια, γυαλιά, εννοείται. Στην τσέπη, η υπεύθυνη δήλωση που έχουμε κατεβάσει από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών στην οποία δηλώνεις πού πας και τι κάνεις και ότι δεν έχεις τεθεί σε καραντίνα.
Στο γυρισμό, απολυμαίνουμε τα παπούτσια του με ειδικό πανί ποτισμένο στη χλωρίνη, πετάμε τα γάντια και τη μάσκα (έχουμε κάποια αποθέματα αλλά αν μας τελειώσουν θα φτιάξουμε με λαδόκολλα φούρνου!). Ακολουθεί πλύσιμο χεριών για σαράντα δευτερόλεπτα.

Υπεύθυνη δήλωση μη συμπερίληψης σε καθεστώς υποχρεωτικής καραντίνας – χρήσιμη για αγορά απαραίτητων προϊόντων.
Στις τρεις το μεσημέρι βλέπουμε μέσω διαδικτύου καμμιά παλιά ταινία. Φυσικά ξεκινήσαμε την καραντίνα με τι άλλο, με το Δεκαήμερο του Παζολίνι…
Στις πέντε, πίνουμε τσάι. Δυστυχώς το σπίτι μας δεν έχει θέα της προκοπής, ένα σούπερ μάρκετ και τους πελάτες που περιμένουν στημένοι στην ουρά σε απόσταση ενάμισι μέτρου μεταξύ τους, τίποτε άλλο.
Στο δρόμο βασιλεύει μια παράξενη ηρεμία, ελάχιστα αυτοκίνητα, ελάχιστα λεωφορεία. Οι Μιλανέζοι που έχουν εξοχικά στις κοντινές λίμνες ή σε άλλες γύρω περιοχές, παρ’ όλα αυτά έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Τώρα η κυβέρνηση παρακολουθεί τις μετακινήσεις των πολιτών από τα κινητά τηλέφωνα. Περιορισμός της ελευθερίας μας; Μα είμαστε σε πόλεμο, το έχουμε συνειδητοποιήσει;
Μια ματιά στα social media, facebook επιβεβαιώνει την άποψή μου ότι σχεδόν τίποτα το σοβαρό δε συμβαίνει εκεί μέσα.
Απ’ την Ελλάδα αναρτήσεις λουλουδιών, κατοικιδίων, τοπίων. Απ’ τις ιστοσελίδες σχετικές με τέχνη υποθετικές και εντελώς αδιάφορες εκθέσεις η εκκλήσεις για εκθέσεις από φορείς ιδιωτικούς που τρέμουν μη χάσουν την πελατεία τους, κάποιοι που αναρτούν φανταστικές καταστροφικές μαρτυρίες για τον ιό και σχετικές οδηγίες, κάποιοι που προωθούν διάφορες «χαριτωμένες» πρωτοβουλίες όπως τραγούδια ή χειροκροτήματα στα μπαλκόνια, κάποιοι συνεχίζουν να πουλάνε κάποιο προϊόν…
Δε συμμετέχω στα τραγούδια ούτε στα χειροκροτήματα.
Τριάντα χιλιάδες κρούσματα. Δεν έχω διάθεση για τραγούδια. Ούτε για τον Εθνικό Ύμνο.
Στο Μπέργκαμο, μια πανέμορφη, νοικοκυρεμένη πόλη που κάποτε ανήκε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, δεν προλαβαίνουν να θάψουν τους νεκρούς τους.
Ουρά οι νεκροφόρες έξω από το νεκροταφείο.
Στο Μεράτε, κωμόπολη στην οποία έζησα είκοσι-δύο χρόνια, τριάντα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Μιλάνου, ουρά τα ασθενοφόρα έξω από το νοσοκομείο, οι ασθενείς και οι νοσοκόμοι περιμένουν ώρες και ώρες να αδειάσει κάποιο κρεβάτι.
Σκέπτομαι ότι πρέπει να κάνω μια δωρεά σε κάποιο νοσοκομείο.
Διαβάζω μόνο αργά το βράδυ, ένα βιβλίο της Έλσας Μοράντε, «Η ιστορία».
Κατά τις εφτά ακούμε τις ειδήσεις και στη συνέχεια κάποια εκπομπή για την επικαιρότητα. Τον περισσότερο χρόνο λαγοκοιμόμαστε στην πολυθρόνα.
Ανταλλάσσουμε μηνύματα με φίλους. Κάθε μέρα και λιγότερο. Τι το ενδιαφέρον άξιο να το αφηγείσαι καθημερινά μπορεί να έχει αυτή τη στιγμή η ζωή μας; Οι περισσότεροι ζούμε την αγωνία μας μέσα σε μια αξιοπρεπή μοναχικότητα.

Ουρές στους δρόμους του Μιλάνου
Σταμάτησα να απαντώ στα τηλεφωνήματα από Ελλάδα. Όλοι έχουν μια εκδοχή γι’ αυτό που συνέβη στην Ιταλία και στη Λομβαρδία, συγκεκριμένα. Όλοι εκτός από εμάς που ζούμε εδώ. Κάποιος μού συνέστησε να παίρνω βιταμίνη Ντε, μα την παίρνω ήδη άπαξ το μήνα κατόπιν εντολής των ογκολόγων που με παρακολουθούν.
Κάποιος άλλος μου συστήνει ριγανέλαιο.
Να μη πέσει το Μιλάνο, η μεγαλούπολη, να αποφύγουμε αυτή την τραγωδία. Ενάμισι εκατομμύριο κόσμος.
Τη νύχτα ακούμε τα ασθενοφόρα που τρυπούν τη σιωπή και το σκοτάδι.
Περιμένουμε το απόγειο της επιδημίας στις 25 Μαρτίου.
Να μη πέσει το Μιλάνο!
Μείνετε σπίτια σας, επιτέλους! Οκτώ χιλιάδες άτομα την ημέρα καταγγέλλονται για παραβίαση του Κοινωνικού Αυτοπεριορισμού. Καινούργιος όρος για καινούργιο εφιάλτη.
Στις 30 Μαρτίου θα κάνω την πέμπτη θεραπεία και θα περάσω έξι ώρες στην μπλε πολυθρόνα της πτέρυγας Αριάδνη. Αν όλα πάνε καλά.
Τώρα, καλή δύναμη σε όλους!
Νατάσα
Via Crescenzago 24
20134 Milano
[Ἡ Νατάσα Ρουχωτᾶ, δημοσιογράφος καὶ συγγραφέας, ζεῖ τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν Ἰταλία, στὸ Μιλάνο τῆς Λομβαρδίας, μὲ τὸν σύντροφό της Βάλτερ. Παραχώρησε τὸ κείμενό της ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ἀντιμετώπισης τῆς ἐπιδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ στὴν Ἰταλία στὸν Γιάννη Πατίλη, προκειμένου νὰ προωθηθεῖ στὸ ἑλληνικὸ κοινό. Παρουσιάζουμε τὸ κείμενο μὲ ἐλάχιστες ἀλλαγὲς στὴ στίξη καὶ στὴν ὀρθογραφία, διατηρῶντας τὴν αὐθεντικὴ διάσταση τῶν πραγμάτων. Παρακάτω, δημοσιεύουμε κι ἕνα σύντομο ἐργοβιογραφικὸ σημείωμα τῆς συγγραφέως.]