Συντάκτης: Περιπλανόδιος
Για την υπεράσπιση της Δύσης
του ΡΟΤΖΕΡ ΣΚΡΑΤΟΝ
(Μετάφραση: Γ. Καλογερόπουλος)
Δεν πιστεύω πως θα κατανοήσουμε την αντιπαράθεση μεταξύ της Δύσεως και του ριζοσπαστικού Ισλάμ εάν δεν αναγνωρίσουμε την τεράστια πολιτισμική αλλαγή που συνέβη στην Ευρώπη και την Αμερική μετά το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Οι πολίτες των Δυτικών κρατών έχουν χάσει κάθε όρεξη για ξένους πολέμους· έχουν αποσείσει την ελπίδα σημείωσης οποιαδήποτε νίκης πέραν των προσωρινών· και έχουν χάσει την εμπιστοσύνη στον τρόπο ζωής τους, και πράγματι δεν είναι πλέον σίγουροι ως προς το τι ζητά απ’ αυτούς αυτός ο τρόπος ζωής.
Την ίδια στιγμή οι λαοί τους αντιμετωπίζουν έναν νέο αντίπαλο, που πιστεύει ότι ο Δυτικός τρόπος ζωής είναι βαθειά ελαττωματικός, και ίσως προσβλητικός εναντίον του Θεού. Σε μιαν «απουσία του νου» οι Δυτικές κοινωνίες έχουν επιτρέψει σε αυτόν τον αντίπαλο να βρεθεί ανάμεσά τους, κάποιες φορές, όπως στην Γαλλία, την Βρετανία και την Ολλανδία, σε γκέτο που έχουν μόνο ανίσχυρες και αρκετά ανταγωνιστικές σχέσεις με την περιβάλλουσα πολιτική τάξη. Και στην Αμερική και την Ευρώπη παρατηρείται μια αυξανόμενη επιθυμία κατευνασμού: καλλιεργείται η δημόσια μετάνοια, η αποδοχή, αν και με βαριά καρδιά, των περιοριστικών διαταγμάτων των Μουλάδων, και η περαιτέρω κλιμάκωση της επίσημης αποκήρυξης της πολιτισμικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς. Είκοσι χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητο ένας Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι να εκφωνήσει δημόσια μιαν ομιλία υποστηρίζοντας την ενσωμάτωση του νόμου της Σαρία στο νομικό σύστημα της Αγγλίας. Σήμερα, πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως κάτι τέτοιο είναι ένα θέμα προς συζήτηση, κι ενδεχομένως το επόμενο βήμα προς έναν ειρηνικό συμβιβασμό.
Για μένα, όλα αυτά σημαίνουν πως η Δύση θα διανύσει μια επικίνδυνη περίοδο κατευνασμού, κατά την οποία το νόμιμο δικαίωμα της κουλτούρας και της κληρονομιάς μας θα αγνοείται ή θα υποβαθμίζεται, σε μια προσπάθεια απόδειξης των ειρηνικών μας προθέσεων. Θα περάσει λίγος καιρός έως ότου η αλήθεια να διαδραματίσει τον σημαντικό της ρόλο, να διορθώσει τα τωρινά μας λάθη, προετοιμάζοντας τον δρόμο για ο,τι επίκειται. Αυτό σημαίνει ότι είναι παραπάνω από αναγκαίο για μας, η επανάληψη της αλήθειας και η αντικειμενική κατανόηση του τιθέμενου θέματος. Για αυτό τον λόγο θα παραθέσω μερικά κρίσιμα χαρακτηριστικά της Δυτικής κληρονομιάς, τα οποία θα πρέπει να κατανοηθούν και να υποστηριχθούν εν προκειμένω. Καθένα απ’ αυτά, τονίζει κι ένα σημείο αντίθεσης, πιθανώς και σύγκρουσης, με την παραδοσιακή ισλαμική οπτική της κοινωνίας. Και κάθε ένα έχει παίξει ζωτικής σημασίας ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου. Η ισλαμική επιθετικότητα πηγάζει από το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι δεν βρίσκουν ασφαλές μέρος στον κόσμο, αναζητώντας καταφύγιο σε κανόνες και αξίες που είναι σε σύγκρουση με τον Δυτικό τρόπο ζωής. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να αποκηρύξουμε ή να απαρνηθούμε τα διακριτά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας, όπως πολλοί θα έλεγαν να κάνουμε, αλλά ότι θα πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή για την υπεράσπισή τους.
Το πρώτο εκ των χαρακτηριστικών που έχω κατά νου είναι η ιδιότητα του πολίτη. Η κοινή συναίνεση ανάμεσα στους Δυτικούς λαούς είναι πως ο νόμος νομιμοποιείται από τη συναίνεση αυτών που θα πρέπει να τον υπακούσουν. Η συναίνεση προκύπτει μέσω μιας πολιτικής διαδικασίας διά της οποίας κάθε άνθρωπος συμμετέχει στην διαμόρφωση και εφαρμογή του νόμου. Με την έννοια του «πολίτη» εννοούμε το δικαίωμα στη (και το καθήκον για) συμμετοχή, ενώ η διάκριση μεταξύ πολιτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί να συνοψιστεί στο ότι οι πολιτικές κοινωνίες αποτελούνται από πολίτες, οι θρησκευτικές από υποκείμενα – απ’ αυτούς που έχουν «υποταχθεί» (το οποίο είναι το κύριο νόημα της λέξης ισλάμ ). Και αν θέλουμε έναν απλό ορισμό της Δύσης όπως είναι σήμερα, θα ήταν σοφό να ξεκινήσουμε από την έννοια του πολίτη. Αυτό αναζητούν εκατομμύρια μεταναστών που γυρνούν ανά τον κόσμο: μια τάξη που να αποδίδει ασφάλεια και ελευθερία με αντάλλαγμα τη συναίνεση.
Παραδοσιακά, η Ισλαμική κοινωνία βλέπει τον νόμο ως ένα σύστημα εντολών και συστάσεων καθορισμένων απ’ τον Θεό. Οι εντολές αυτές δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή τους περιλαμβάνει νομολογικές διαφωνίες. Ο νόμος, όπως τον βλέπει το Ισλάμ, απαιτεί την υπακοή μας, ενώ δημιουργός του είναι ο Θεός. Κατά μία έννοια αυτό αντιτίθεται στην έννοια του νόμου που έχουμε κληρονομήσει μέσω της έννοιας του πολίτη. Ο νόμος για εμάς αποτελεί μιαν εγγύηση των ελευθεριών μας. Δεν δημιουργείται απ’ τον Θεό, αλλά από τον άνθρωπο, ακολουθώντας το κληρονομικό στην ανθρώπινη συνθήκη ένστικτο περί του δικαίου. Δεν πρόκειται για σύστημα ιερών εντολών· αντιθέτως, αποτελεί κατάλοιπο ανθρώπινων συμφωνιών.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους Βρετανούς και Αμερικανούς πολίτες, οι οποίοι απολαμβάνουν τα ανυπολόγιστα κέρδη από την ύπαρξη ενός κοινού νόμου – ένα σύστημα το οποίο δεν έχει προκύψει από την κρατική εξουσία, αλλά αντιθέτως διαμορφώθηκε από τα δικαστήρια στην προσπάθειά τους να αποδώσουν δικαιοσύνη σε ατομικές διαμάχες. Ο νόμος μας είναι ένα σύστημα «από τα κάτω», το οποίο απευθύνεται στο κράτος με τον ίδιο τόνο που απευθύνεται στον πολίτη – επιμένοντας, δηλαδή, αναφορικά με το ότι θα επικρατήσει η δικαιοσύνη, κι όχι η εξουσία του ισχυρού. Γι’ αυτό είναι αποδεδειγμένο ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια ότι ο ίδιος ο νόμος, ακόμα κι αν η εφαρμογή του εξαρτάται από τον κυβερνήτη, μπορεί να εκθρονίσει τον τελευταίο, αν εκείνος προσπαθήσει να τον καταλύσει.
Όπως έχει διαμορφωθεί ο νόμος μάς έχει επιτρέψει την ιδιωτικοποίηση της θρησκείας, και μεγάλου μέρους της ηθικής. Για εμάς είναι απλώς αδιανόητη και καταπιεστική η ύπαρξη ενός νόμου που τιμωρεί τη μοιχεία. Ασφαλώς, δεν τν εγκρίνουμε · αλλά την ίδια στιγμή, δεν πιστεύουμε ότι είναι υπόθεση του νόμου η τιμωρία της αμαρτίας, απλά και μόνον επειδή είναι αμαρτία. Στη σαρία, ωστόσο, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ ηθικής και νόμου: και τα δύο πηγάζουν από τον Θεό, κι εφαρμόζονται από τις θρησκευτικές αρχές, εν υπακοή της δεδηλωμένης θέλησης του Θεού. Η σκληρότητα αυτή μετριάζεται ώς έναν βαθμό από την παράδοση, η οποία επιτρέπει συστάσεις, όπως επίσης και υποχρεώσεις ως αποφάσεις του Ιερού Νόμου. Όπως και να ’χει όμως, στη σαρία δεν υπάρχει περιθώριο ιδιωτικοποίησης των ηθικών, και ακόμα λιγότερο των θρησκευτικών, πτυχών της ζωής. (περισσότερα…)
Ο Roger Scruton, ο Συντηρητισμός και η Newspeak της σύγχρονης Αριστεράς
του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Τι είναι Αριστερά, και τι Δεξιά; Ζούμε σε μια εποχή όπου οι πολιτικές διαμάχες έχουν λάβει έναν ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα και όμως οι περισσότεροι δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε αυτή τη στοιχειώδη ερώτηση. Με μια σύντομη περιήγηση στην ελληνική Βικιπαίδεια, μπορεί να δει κανείς ότι εκεί ορίζονται ως «Αριστερές», οι αντιλήψεις που:
«α) Αντιμάχονται την αδικία, τις βαθιές ανισότητες και τις διακρίσεις που απορρέουν από την ταξική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας, β) Προωθούν την κοινωνική ισότητα, την φιλία και την συνεργασία ανάμεσα στα έθνη και τους λαούς, με σεβασμό στην κουλτούρα κάθε λαού, γ) Αγωνίζονται για ουσιαστική παιδεία και μόρφωση που να αφορά όλα τα μέλη της κοινωνίας, εναντίον του σκοταδισμού είτε εθνικιστικού, είτε θρησκευτικού».
Αντίθετα, ο όρος «Δεξιά»:
«αναφέρεται στις πολιτικές που προωθούν την ιδέα της συντήρησης. Η ιδεολογία της δεξιάς ασπάζεται την προάσπιση των θρησκειών και των εθνικών παραδόσεων, γιατί αποτελούν, κατ’ αυτή, αναπόσπαστο στοιχείο κάθε κοινωνίας, απαραίτητο για την μετεξέλιξη και τη διαρκή πρόοδό της. Η δεξιά εμφανίζεται υπέρμαχη μόνο του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενώ αντιτίθεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό, τις πολιτικές ελευθερίες, στην ανεξιθρησκία και το διαφορετικό».
Με λίγα λόγια, έχουμε μια Αριστερά που κατέχει ένα ολοφάνερο ηθικό πλεονέκτημα (δικαιοσύνη, φιλία, συνεργασία, σεβασμό, διαφωτισμό) εναντίον μιας Δεξιάς που είναι συνδεδεμένη με όλα τα κακά (ανελευθερία, μη ανεκτικότητα, μίσος στο «διαφορετικό»). Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο κακοί και διεφθαρμένοι άνθρωποι που να στηρίζουν αυτή την πολιτική τάση που λέγεται «Δεξιά»; Και αν τελικά η διαφορά ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά είναι τόσο απλή και σαφής, γιατί μας είναι τόσο δύσκολο (τουλάχιστον σε όσους από μας δεν αναμασάμε κομματικά συνθήματα) να πούμε κάτι πιο συγκεκριμένο από το παραπάνω; Μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει λοιπόν. Κάτι που ενώ το διαισθανόμαστε, μας είναι δύσκολο να το προσδιορίσουμε. Μια σύντομη ιστορική επισκόπηση κρίνεται αναγκαία.
Ο αιώνας που πέρασε έχει δίκαια ονομαστεί «εποχή των ιδεολογιών», καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ κρατών έλαβαν χαρακτηριστικά ιδεολογικών συγκρούσεων.
Ωστόσο, πρώτη η Γαλλική Επανάσταση του 1789 ήταν που άνοιξε τα μάτια των θεωρητικών της πολιτικής και τους έκανε να συλλάβουν τις δυνατότητες για μια μαζική πολιτική εκμετάλλευση των ιδεολογιών. Ήταν αυτή που εδραίωσε οριστικά τις αξίες της Νεοτερικότητας, βάση των οποίων αποτελεί η βεβαιότητα πως ο κόσμος μας βρίσκεται σε συνεχή πρόοδο. Τότε καθορίστηκαν οι θεμελιώδεις όροι του πολιτικού φάσματος. Συγκεκριμένα, στις 11 Σεπτεμβρίου, οι Γάλλοι βουλευτές της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης συνήλθαν προκειμένου να αποφασίσουν σχετικά με το βασιλικό βέτο. Όσοι από αυτούς τάχθηκαν υπέρ, τοποθετήθηκαν δεξιά από τον πρόεδρο της συνεδρίας, ενώ όσοι ήταν κατά, αριστερά. Έκτοτε ο συντηρητισμός ονομάστηκε «Δεξιά», ο σοσιαλισμός «Αριστερά», ενώ ο φιλελευθερισμός φαίνεται ότι εκπροσωπούσε το «Κέντρο», μια μεσολάβηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Αυτή η διαφοροποίηση αντικατόπτριζε το πώς αντιλαμβανόταν καθεμιά την κοινωνική μεταβολή: ο συντηρητισμός επεδίωκε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιβράδυνση και ομαλή μετάβαση, ο φιλελευθερισμός αποσκοπούσε σε ήπιες αλλά και σταθερές μεταρρυθμίσεις, και τέλος, ο σοσιαλισμός επεδίωκε να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία. Ωστόσο, με την επικράτηση της αστικής τάξης και την εδραίωση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο συντηρητισμός της παράδοσης (δηλαδή ο οποίος αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως ένα ιεραρχικό σύστημα που στηρίζεται στη θεϊκή τάξη και υποστήριζε τα δικαιώματα της κληρονομικής αριστοκρατίας των φέουδων) ουσιαστικά παρήκμασε και εξαφανίστηκε.
Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα έκανε την εμφάνισή της μια (άκρα) Δεξιά με εθνικιστικό πρόσημο, που πλέον δεν επεδίωκε την παλινόρθωση αλλά την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής τάξης. Διαφορετική από τον συντηρητισμό-νοσταλγό του μεσαιωνικού και χριστιανικού παρελθόντος, ήταν ριζοσπαστική και αντιλαμβανόταν την πολιτική ως δαρβινική πάλη για την «επιβίωση του ισχυρότερου». Ο πόλεμος του 1870 ήταν η πρώτη διεθνής σύγκρουση που ερμηνεύτηκε με δαρβινικούς όρους. Αυτός ο νέος συντηρητισμός με τον εθνικιστικό, ιμπεριαλιστικό, κρατικιστικό και βίαια αντιαριστερό του λόγο, ουσιαστικά υπήρξε η γέφυρα μετάβασης από τον παραδοσιακό συντηρητισμό του 19ου αιώνα στον εθνικιστικό ριζοσπαστισμό του 20ού.
Συγκεκριμένα, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη είδε τη σύγκρουση αυτών των τριών μεγάλων ιδεολογιών: ο φιλελευθερισμός αποσκοπούσε στην εθνική αυτονομία και αυτοδιάθεση των λαών, ο (νέος) συντηρητισμός επεδίωκε την εθνική, στρατιωτική κυριαρχία, ενώ ο σοσιαλισμός ήθελε να εγκαταστήσει μια παγκόσμια κομουνιστική κοινωνία, πέρα από τα όρια των εθνικών κρατών. Η ιδεολογική διαμάχη ενσαρκώθηκε σε διαμάχη ανάμεσα σε κράτη. Εκμεταλλευόμενος λοιπόν το πνευματικό κλίμα της Ευρώπης στον 20ό αιώνα, ο φασισμός, γέννημα του (νέου) συντηρητισμού, έκανε τη δυναμική του εμφάνιση προωθώντας έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος μπορούσε να κατευθύνει τις μάζες μέσα από λέξεις και σύμβολα και να ωθήσει σε έναν νέο πόλεμο. Ο νέος πόλεμος, που έφερε και την οριστική συντριβή του φασισμού, άνοιξε τον δρόμο στο ψυχροπολεμικό τοπίο: η αντιπαράθεση πλέον ήταν ανάμεσα στα φιλελεύθερα κράτη της Δύσης και τον ρωσικό σοσιαλισμό. Μετά την εσωτερική αποσύνθεση και την πτώση των μεγάλων σοσιαλιστικών καθεστώτων, απέμεινε πρακτικά ο φιλελευθερισμός ως ο απόλυτος κυρίαρχος στο διεθνές γίγνεσθαι. Ο 20ός αιώνας έκλεισε έτσι με την τριπλή νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας: πρώτα έναντι των μεγάλων αυτοκρατοριών, έπειτα εναντίον των διάφορων φασισμών, και τέλος εναντίον του κομουνιστικού σοσιαλισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία, οι δύο σημαντικότερες πολιτικές τάσεις της εποχής μας, δεν είναι στην πραγματικότητα δύο αντιτιθέμενα συστήματα, αφού κανένα από τα δύο δεν επιδιώκει την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά περισσότερο ως διαμάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκδοχές του φιλελευθερισμού, η μια από τις οποίες δίνει έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη (σοσιαλδημοκρατία-Αριστερά), ενώ η άλλη στην ατομική ελευθερία και την οικονομική ανάπτυξη μέσω επενδύσεων (νεοφιλελευθερισμός-Δεξιά). Μάλιστα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η Αριστερά εστιάζει την κριτική της στην υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας (κράτος πρόνοιας) υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα, δεδομένης της διασφάλισης της δημοκρατίας, το ερώτημα (που λαμβάνει κυρίως οικονομικό χαρακτήρα) είναι αν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ελευθερία ή στην ισότητα. Σχηματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σύγκρουση νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας έγκειται στην προτίμηση ενός από τα δύο στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας: ο νεοφιλελευθερισμός επιμένει σθεναρά υπέρ του φιλελεύθερου στοιχείου, επιζητώντας τη διευρυμένη επάνοδο των αρχών του κλασικού φιλελευθερισμού του laissez-faire, ενώ οι πολυποίκιλες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας επιδιώκουν την υπέρβαση των ανισοτήτων, και σε τελική ανάλυση του ίδιου του καπιταλισμού, απορρίπτοντας το δίλημμα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση» υπέρ του προτάγματος «επανάσταση μέσω μεταρρύθμισης», το οποίο προβάλλουν ως ένα περαιτέρω βήμα εκδημοκρατισμού.
Αυτά για το Κέντρο και την Αριστερά. Τι σημαίνει όμως Δεξιά σήμερα; Πώς εμπλέκεται ο σύγχρονος συντηρητισμός με τη διαμάχη σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού; Αρχικά, ο σημερινός συντηρητισμός ελάχιστη σχέση έχει με τον νέο συντηρητισμό, ο οποίος όπως είδαμε προέβαλε έναν επιθετικό και αντιφιλελεύθερο εθνικισμό. Πρόκειται έτσι για την τρίτη, κατά σειρά, μορφή συντηρητισμού, η οποία έχει κοινό με τις προηγούμενες την έμφαση στην υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών. Σήμερα, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία τείνουν να ζητούν μια όλο και μεγαλύτερη διεθνική συνεργασία στο πλαίσιο της Παγκοσμιοποίησης, επιδιώκοντας ισχυρές αλλαγές στην οικονομία και την πολιτική, ο σύγχρονος συντηρητισμός επιδιώκει να διασώσει ορισμένες αξίες του παρελθόντος: έθνος, θρησκεία, παράδοση, αλλά και τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντίθετα λοιπόν με τη σύγχρονη Αριστερά που τονίζει την κρατική δράση απέναντι στο άτομο και με το φιλελεύθερο Κέντρο, που δίνει το προβάδισμα στην ατομική πρωτοβουλία, η Δεξιά θέτει την κοινωνία υπεράνω και του κράτους και του ατόμου. Ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του πολιτικού Συντηρητισμού ήταν ο Βρετανός φιλόσοφος και συγγραφέας, Sir Roger Scruton. Εδώ θα ασχοληθούμε με την παρουσίαση και τον σχολιασμό του βιβλίου του Τρελοί, Τσαρλατάνοι, Ταραχοποιοί: διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς (2015), που αποτελεί συνέχεια και επανεπεξεργασία του προηγούμενου έργου του, Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς (1985). Ο Scruton ασκεί εδώ κριτική σε μια πλειάδα σύγχρονων διανοουμένων, από τους Sartre, Althousser και Foucault, ως τους Horkheimer, Adorno, Gramsci, Lucacs, Badiou και Zizek. Το βιβλίο διαπνέεται από μια κεντρική ιδέα: πρέπει να απελευθερώσουμε τον πολιτικό διάλογο από την κατάσταση στην οποία τον έχει εγκλωβίσει η Αριστερά και η κληρονομιά της, από την εποχή του Marx. Σε αυτό, πάντα σύμφωνα με τον Scruton, καλείται σήμερα να διαδραματίσει καίριο ρόλο η συντηρητική Δεξιά.
Τι ακριβώς είναι όμως η Αριστερά; Τι σημαίνει Αριστερός; Σύμφωνα με τον Scruton, ο Αριστερός σήμερα είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται και συμπεριφέρεται σαν να τον έχει προδώσει σύσσωμη η κοινωνία στην οποία ζει. Είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να βρει τον εαυτό του στην περίφημη φράση του Μεφιστοφελή του Faust: «είμαι το πνεύμα που πάντα αρνείται», καθώς μόνιμη επιδίωξή του είναι η άρνηση και ο υποβιβασμός του υπαρκτού χάρη του ιδεατού. Αυτό που υποβιβάζει όμως η Αριστερή σκέψη δεν είναι τίποτε άλλο από τα μεγάλα επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού: το κράτος δικαίου, ο διαχωρισμός των εξουσιών, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κ.λ.π. Σύμφωνα με τον Scruton, ο Marx, ίσως ο μεγαλύτερος Αριστερός διανοητής όλων των εποχών, εμπνεόταν από μια μεγάλη πηγή, που δεν είναι άλλη από το μίσος για όσους κατέχουν ιδιοκτησία και δύναμη. Συνάμα, ο Marx υπήρξε ένας πρώτης τάξεως πολιτικός προπαγανδιστής. Ένα από τα σπουδαιότερα όπλα του, σύμφωνα με τον Scruton, ήταν η διάκριση της επιστήμης από την ιδεολογία. Συγκεκριμένα, προσφέροντας μια συστηματική φιλοσοφία της ιστορίας και μια θεωρία της εργασιακής αξίας, η σκέψη του Marx κατόρθωσε να περιβληθεί με τον μανδύα της επιστήμης, εκτοπίζοντας (ακόμη και τους σοσιαλιστές) αντιπάλους του ως απλούς «ιδεολόγους». Σε αυτό συνέδραμε σημαντικά η “Newspeak” (όρος του George Orwell), μια ειδική μορφή γλώσσας, που αντί να περιγράφει την πραγματικότητα, επιχειρεί να ασκήσει έλεγχο πάνω της. Η Newspeak συνεχίζει να ευδοκιμεί και σήμερα, στα χείλη των πάσης φύσεως Αριστερών διανοητών.
Μάλιστα, η μεγαλύτερη απόδειξη της επιτυχίας της, κατά τον Scruton, είναι ότι έπεισε τόσους ανθρώπους ότι ο φασισμός και ο κομουνισμός είναι απόλυτα αντίθετοι, παρά την ιστορική εμπειρία. Μέχρι σήμερα, ταλαντούχοι ιστορικοί όπως ο Hobsbawm, ο Thompson και ο Perry Anderson δε διστάζουν να μεταχειρίζονται μαρξιστικά σχήματα για να αναδείξουν την ανωτερότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ στοχαστές και φιλόσοφοι όπως ο Zizek ή ο Badiou, πασχίζουν να μας πείσουν ότι ο ολοκληρωτισμός των κομμουνιστικών κρατών υπήρξε κάτι θετικό και αυτόχρημα καλύτερο από τον ακροδεξιό ολοκληρωτισμό. Έτσι, σχεδόν κάθε αντιπαραβολή του φασισμού με τον κομουνισμό είναι αναγκασμένη να τονίζει την απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στον κόλαση της φασιστικής πράξης και την υπόσχεση για επίγειο παράδεισο της προδομένης κομουνιστικής θεωρίας. Οι όροι δεν είναι τυχαίοι: εκτός από συμπάθεια σε ολοκληρωτικές τάσεις, μεγάλες μερίδες της Αριστεράς έχουν κατά καιρούς εκδηλώσει μια εσχατολογία και έναν μεσσιανισμό (όσον αφορά τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου), πίσω από τους οποίους εύκολα ανιχνεύει κανείς έναν ψευδοθρησκευτικό ζήλο. Επιπλέον, εξαιτίας της επιμονής του στην «ολική» σύλληψη (και μεταβολή) της κοινωνίας, ο μαρξισμός πλησιάζει όχι μονάχα τις παραδοσιακές θρησκείες αλλά και με τον «υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του και ομόαιμο αδελφό του», τον φασισμό. «Η ρητορική της ολότητας κρύβει την άδεια θέση στην καρδιά του συστήματος, εκεί που θα έπρεπε να είναι ο θεός» γράφει ο Scruton. Σε αυτό συνηγορεί η τάση για αίρεση και διχασμό, διαρκώς παρούσα στον Αριστερό χώρο:
«υπάρχει στην Αριστερά ένας αξιοσημείωτος φόβος για τις αιρέσεις, μια επιθυμία να διαφυλαχθεί η ορθοδοξία και να κυνηγηθεί ο αντιφρονών μαρτυρούν περί αυτού η απάντηση του Αλτουσέρ στον μαρξιστικό ανθρωπισμό, οι επιθέσεις του Άντερσον στον Ε.Π. Τόμσον, η καταγγελία από τον Μπαντιού εκείνων που ακολουθούν το “simulacrum” αντί για το αληθές Συμβάν, η κολσμενη αναζήτηση του Λούκατς των κακοήθων “-ισμών” της ημέρας, και η καταγγελία των ‘δευψο-διανοουμένων” από τον Σαρτρ» (σ. 321)
Βέβαια, ομολογεί ο Scruton, η Αριστερά έχει βγάλει πλέον τα μαρξιστικά γυαλιά. Η σύγχρονη αποδομητική Αριστερά, κατά Scruton, τείνει στην υποβάθμιση της έννοιας της αντικειμενικότητας, του ορθολογισμού και κάθε παράδοσης χάρη ενός προγράμματος που δεν έχει καν σαφείς πολιτικές επιδιώξεις. Ποίες είναι όμως οι επιδιώξεις της; Σύμφωνα με τον Scruton, η σύγχρονη Αριστερά έχει δύο κυρίως στόχους σήμερα: όλο και μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα με κάθε τρόπο αφενός, και ατομική χειραφέτηση από το αστικό σύστημα αφετέρου (θα μπορούσε εδώ κανείς να φέρει στο μυαλό του τη σεξουαλική απελευθέρωση του Μάη του ’68). Όπως λέει ο ίδιος:
«Η ίδια συλλογιστική που έχει στόχο να καταστρέψει τις ιδέες της αντικειμενικής αλήθειας και της απόλυτης αξίας, επιβάλλει την πολιτική ορθότητα ως απολύτως δεσμευτική και τον πολιτιστικό σχετικισμό ως αντικειμενική αλήθεια» (σελ. 268).
Παρά το γεγονός ότι τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας είναι ουσιαστικά ασύμβατα, η Αριστερή εμμονή επιβιώνει και αναπαράγεται ασταμάτητα. Αντίθετα, οι Δεξιές προσεγγίσεις βρίσκονται κατά κανόνα στο περιθώριο του εκπαιδευτικού συστήματος και περιφρονούνται από τα μέσα επικοινωνίας (σ. 320). Εύκολα να το διακρίνει κανείς μέσα στα Πανεπιστήμια, όπου:
«σχεδόν όλοι όσοι ασπάζονται τις σχετικιστικές “μεθόδους” που εισήχθησαν στις ανθρωπιστικές επιστήμες από τους Φουκώ, Ντεριντά και Ρόρτυ, είναι σφοδροί υποστηρικτές ενός κώδικα πολιτικής ορθότητας που καταδικάζει την απόκλιση με απόλυτους και αδιάλλακτους όρους. Η σχετικιστική θεωρία υπάρχει για να στηρίζει ένα απολυταρχικό δόγμα […]Η επίθεση στο νόημα που ανέλαβαν οι αποδομιστές δεν είναι επίθεση στα “δικά μας” νοήματα, που παραμένουν ακριβώς αυτό που πάντα ήσαν: ριζοσπαστικά, εξισωτικά και παραβατικά. Είναι επίθεση στα νοήματά “τους”-τα νοήματα που διαφυλάχθηκαν από μια παράδοση καλλιτεχνικής σκέψης και πέρασαν από γενιά σε γενιά με τις παλιές μορφές λογιοσύνης» (σελ. 266-267).
Παρά την απαγκίστρωσή τους από τον μαρξισμό και την παταγώδη αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι Αριστεροί διανοούμενοι δεν πτοήθηκαν. Αντίθετα, ανέλαβαν την υποχρέωση να επικρίνουν το καπιταλιστικό σύστημα: ο Foucault αφιέρωσε το έργο του στην αναγωγή κάθε στοιχείου της κοινωνίας των πολιτών σε μυστικές σχέσεις εξουσίας, η Σχολή της Φραγκφούρτης εξαπέλυσε επιθέσεις ενάντια στην παρακμή της τέχνης με τη μαζική κουλτούρα και αιρετικοί στοχαστές όπως ο Veblen και ο Galbraith προσπάθησαν τόσο επίμονα να μας πείσουν ότι ο καταναλωτισμός δεν είναι αναγκαία συνέπεια της δημοκρατίας αλλά μια παθολογική μορφή της. Με έναν λόγο, η νέα αριστερά έκανε αυτοσκοπό της την άνευ όρων κριτική του καπιταλιστικού συστήματος και την επινόηση διαρκώς νέων μορφών «απελευθέρωσης» από τις συνέπειές του. Παράλληλα όμως ενυπάρχει μέσα της και η επιθυμία της να μας δείξει πως η διαφορά ανάμεσα στα ολοκληρωτικά κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης δεν είναι και τόσο μεγάλη. Είτε μιλάμε για τον Sartre, τον Lucacs, τον Adorno, τον Hobsbawm, ή τον Badiou, η στάση είναι κοινή: το έγκλημα δε συνιστά έγκλημα αν ο στόχος του είναι η ουτοπία.
Συνοψίζοντας, τα διάφορα Αριστερά οράματα, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, έχουν ένα σημαντικό κοινό στοιχείο: την απορρόφηση όλων των εξουσιών της κοινωνίας από το κράτος (σ. 313). Σε αυτό ακολουθούν κατά πόδας τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα. Σε τελική ανάλυση, όλες οι επιμέρους εκδοχές αριστερίστικου λόγου (ιδιαίτερα μετά τον γαλλικό Μάη) όχι απλώς δε στηρίζουν ουσιαστικά τους κοινωνικά καταπιεσμένους υπέρ των οποίων κόπτονται, αλλά εκφράζουν τις ονειρώξεις ορισμένων επηρμένων διανοούμενων, που εκμεταλλεύονται την «αστική δημοκρατία» και την οικονομική άνεση που τους προσφέρει το καπιταλιστικό σύστημα για να το επικρίνουν. Όταν ο κομουνιστής διανοούμενος μιλάει για «ταξική συνείδηση» του προλεταριάτου δεν τον απασχολεί η αληθινή αντίληψη της πραγματικού προλεταριάτου (αφού θεωρεί κάθε έκφρασή της «οπορτουνισμό»). Αυτό που τον νοιάζει είναι η ιδεατή και αφηρημένη σύλληψη που έχει κατασκευάσει ο ίδιος. Πότε έκανε κάποια χειρωνακτική εργασία ο Lucacs, o Lenin, O Engels και σε τελική ανάλυση, ο ίδιος ο Marx; Τι γνώριζαν οι συγκεκριμένοι για την αληθινή εξαθλίωση των ανθρώπων; Στο μυαλό τους, οι εργάτες αποτελούν μονάχα μια απλή αφαίρεση για την επίτευξη των διανοουμενίστικων Αριστερών ονειρώξεων, καταλήγει ο Scruton. Αυτή η αδιαφορία για τα πραγματικά ανθρώπινα όντα που αποτελούν την εργατική τάξη καθιστά δυνατή την εξόντωσή τους στον εμπειρικό κόσμο των κομουνιστικών καθεστώτων (σ. 115).
Φαίνεται πως ο Scruton θεωρεί εδώ (και το έχει πει ρητά αλλού) ότι ο κύριος λόγος που η πλειονότητα της διανόησης ανήκει στην Αριστερά, είναι η ανάγκη της να διαφοροποιηθεί από τον απλό λαό, υποστηρίζοντας ριζοσπαστικές ιδέες που διαπνέονται από φλογερό μεταρρυθμιστικό ζήλο. Οι διανοούμενοι είχαν την τάση να πιστεύουν σε ουτοπίες ήδη από την εποχή του Πλάτωνα, ακριβώς επειδή πίστευαν πως θα έπρεπε οι ίδιοι να έχουν τον καθοδηγητικό ρόλο μέσα σε αυτές. Το μεγαλύτερο ψέμα της η Αριστερής διανόησης, συμπεραίνει, ήταν η ιδέα ότι όλα τα προβλήματα της ζωής μπορούν να λυθούν με την πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο απλώς υπέτασσαν την κοινωνία στο κράτος. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να εξαφανίσουμε κάθε πηγή κακού στον κόσμο μας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ορισμένες μικρές αλλαγές, προς όφελος της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς. Αυτό όμως δεν γίνεται μονάχα με την πολιτική: η υψηλή τέχνη, η θρησκευτική λατρεία και οι γνήσιες κοινωνικές συναναστροφές μπορούν να πετύχουν περισσότερα πράγματα από τις διαμαρτυρίες και τις πολιτικές επεμβάσεις. Οι σκοποί της ζωής προκύπτουν από τις ελεύθερες ενώσεις μας και όχι από την καταναγκαστική πειθαρχία μια εξισωτικής ελίτ. Αυτό είναι που η Αριστερά αδυνατεί να καταλάβει και γι’ αυτό δε θα δει κανένας στα γραπτά συγγραφέων όπως ο E.P. Tompson εγκωμιασμό για τις γιορτές, τις ομάδες κρίκετ, τις χορωδίες, τις λέσχες χορού και την πλούσια αγγλική κοινωνική ζωή, όσο και αν ο τελευταίος εγκωμιάζει με πάθος και λυρισμό την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης στις πόλεις (σ. 314). Η κριτική του Scruton απέναντι στον πολιτικό μεσσιανισμό και την ουτοπία, ο Scruton τόνιζε την ανάγκη για ομορφιά, ελεύθερες ενώσεις και πολιτισμό. Η λύση που αντιπροτείνει ο Scruton στα Αριστερά οράματα δεν είναι λοιπόν άλλη από τη διάκριση κράτους και κοινωνίας των πολιτών (σ. 315).
Παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τους πλατωνικούς Νόμους, (να σημειωθεί ότι ο Scruton φαίνεται να θεωρεί τον Πλάτωνα ως έναν διανοούμενο που ανένηψε από τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού), εξηγεί ότι το onus probandi στην πολιτική συζήτηση δεν ανήκει στους συντηρητικούς υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αντίθετα στους ίδιους τους Αριστερούς ριζοσπάστες διανοητές. Εδώ θυμάται κανείς τα σύντομα videos από τον οργανισμό Prager U, όπου συντηρητισμοί σαν τον Dennis Prager και τον Jordan Peterson εξηγούν γιατί θεωρούν τη σύγχρονη Αριστερά είναι κίνδυνος για τη δημοκρατία. Θα υποτιμούσε βέβαια κανείς τον Scruton αν παραβλέποντας την αξιοσημείωτη ευρυμάθεια, τη διεισδυτικότητα και το βρετανικό χιούμορ του, τον τοποθετούσε απροβλημάτιστα στον χώρο του συντηρητισμού, ως έναν ακόμη εκπρόσωπό του. Ο πειρασμός να παραβλέψει κανείς τις ατέλειες του βιβλίου του είναι λοιπόν μεγάλος. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι ο Scruton δεν είναι αμερόληπτος: αν και αναγνωρίζει την ευφυΐα των Sartre και Foucault, συχνά ταυτίζει την Αριστερά με τις ακραίες εκδηλώσεις της. Το βιβλίο του είναι σε τελική ανάλυση έργο αγανάκτησης και ό,τι κερδίζει από αυτό σε γλαφυρότητα το χάνει σε κριτική ανάλυση. Λόγω της επιθυμίας του να καταδικάσει, ο Scruton αφιερώνει λιγότερο χρόνο στο να κατανοήσει: τόσο τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε Αριστερού ρεύματος όσο και τις ιστορικές αιτίες ανάδυσής του. Με αποτέλεσμα το παρόν βιβλίο του συχνά να διαβάζεται, λόγω της γλαφυρότητάς του, από άτομα που δεν έχουν την ευστροφία και την ωριμότητα του Scruton και ως εκ τούτου είναι πολύ λιγότερο πρόθυμα να διακρίνουν οτιδήποτε θετικό στην Αριστερή σκέψη.
Εδώ αξίζει μια παρατήρηση. Όπως είναι γνωστό, κάθε οργάνωση των ανθρώπινων όντων συνεπάγεται άσκηση εξουσίας. Στη μαζικοδημοκρατική κοινωνία που ζούμε όμως οι έννοιες της ιεραρχίας και της παράδοσης έχουν πέσει σε κάποια δυσμένεια. Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ίσοι μεταξύ τους και να μη δεσμεύονται από κανενός είδους αυθεντία ή έθιμο. Γι’ αυτό και οι νέες μορφές κοινωνικής εξουσίας τείνουν στην ισοπέδωση της ιεραρχίας και προχωρούν σε (φαινομενικά) ηπιότερους τρόπους άσκησης της εξουσίας. Οι πολιτικοί σήμερα, στην πλειοψηφία τους, μιλούν εξ ονόματος του λαού αλλά και αυτοπροβάλλονται ως γνήσια τέκνα του, οι μοντέρνοι εργοδότες προσπαθούν να κάνουν τους εργαζομένους τους να νιώθουν μάλλον ως ισότιμοι συμμέτοχοι στη λύση προβλημάτων παρά ως «υφιστάμενοί» τους, ενώ όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί των ημερών μας τονίζουν την ισότητα μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, η σχέση των οποίων δεν πρέπει κατ’ αυτούς να είναι μια σχέση μετάδοσης πληροφοριών από τον γνώστη στον αμαθή αλλά «κατασκευή» της πραγματικότητας μέσα από την κοινή εμπειρία και των δύο (κονστρουκτιβισμός). Οι Αριστεροί διανοητές που περιγράφονται στο βιβλίο επιδιώκουν ακριβώς αυτό: αφενός την απαγκίστρωση από την παράδοση, αφετέρου τη διάλυση της ιεραρχίας και την καθιέρωση ισότητας με κάθε δυνατό τρόπο.
Επομένως, μάλλον ο Scruton δεν είναι εντελώς ακριβής σε αυτό: δεν είναι η ανάγκη των διανοουμένων για διαφοροποίηση από τη «μάζα» που τους ωθεί σε Αριστερές τάσεις, αλλά αντίθετα, η ανάγκη τους να παριστάνουν ότι βρίσκονται εγγύς σε αυτή και ότι είναι ίσοι και όχι ανώτεροί της. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς, η Αριστερά είναι μια πολιτική τάση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της μαζικοδημοκρατικής εποχής μας. Ωστόσο, ας μην το κρύβουμε, το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα, μια σύγχρονη εκδοχή της “trahison des clercs” που έχει πολλά να πει και στη χώρα μας. Σε τελική ανάλυση, ο Scruton έχει διττό στόχο: τόσο την απαγκίστρωση των διανοουμένων από τις ουτοπικές (και συχνά ολοκληρωτικές) πολιτικές τάσεις, όσο και την ουσιαστική κάλυψη του χάσματος ανάμεσα σε διανοούμενους και απλούς πολίτες, πράγματα που στην ουσία αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
Ελένη Χαϊμάνη, Οι ποιητές της κρίσης
Οι ποιητές της κρίσης
Κάμποσα χρόνια διεύθυνση δεν είχαμε ποτές
στιχάκια, μόνο, γράψαμε στην εποχή της κρίσης,
άξιοι παίχτες της ζωής, αφού κι οι αρπαχτές
ομόρριζες μάς δίνανε τις ηδονές της χρήσης∙
μας ξελόγιασαν οι μορφές που βλέπαμε στην ύλη
σκαρώνοντας τους στίχους μας, πάντοτε prima vista,
σε ό,τι είπαμε, λοιπόν, σαφώς θα πουν κι οι φίλοι:
απ’ όλα αυτά που έγραψες, πάρ’ τα μισά και σβήσ’ τα!
Πώς μόνιασαν τα βλέμματα μ’ αυτά της οροφής:
― Θα πάς αύριο για δουλειά; Θα σηκωθείς να λάμψεις;
και έπεφτεν απάνω μας, μιας θλίψης μας κρυφής,
το κάλεσμα, σαν τη βρισιά: Οι ποιητές της κάμψης!
Κι αν είν’ η τύχη και για μας ίδια με του Φιλύρα,
αν είναι μοίρα της ζωής όπως του Καρυωτάκη,
θα μαραζώσουμε κι εμείς απ’ του τρελού την ψείρα;
― Σήκω, τράβηξε για δουλειά, μικρό μου εμποράκι!
Όμως τις ώρες τις βαριές που σταματάν οι ήχοι,
π’ όλη τη μέρα ήμασταν, σαν την ανεμοδούρα
από το πάλεμα του νου, ακέραιοι βγαίναν στίχοι
και φάνταζαν τόσο πολύ ίδια καρικατούρα
παραμορφώνοντας καλά την πίκρα μας, σε γέλιο
στραβοί, κουτσοί να τρέχουμε, παιδί κυνηγημένο,
ώς να πιαστεί η ανάσα μας το βάζαμε θεμέλιο
σαν άθεοι που μπήκανε σε τόπο… ευλογημένο.
ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ
Οι παλιοί δάσκαλοι
*
του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ
Πολλά από τα τεχνικά στοιχεία που παίζουν καθοριστικό δομικό ρόλο στις σύγχρονες αφηγήσεις μας είτε μιλάμε για τη λειτουργία τους στο μυθιστόρημα είτε στο θεατρικό κείμενο είτε στο σενάριο, υπάρχουν εν σπέρματι σε έργα του απώτερου ή και του πιο πρόσφατου παρελθόντος. Με την εδραίωση του μυθιστορήματος ως αφηγηματικού είδους, από τον 17ο αιώνα και μετά τα εν λόγω στοιχεία γίνονται εργαλεία εκ των ων ουκ άνευ για την κατασκευή του κειμένου. Οι καλοί μάστορες του λόγου ξέρουν να τα χειρίζονται και να τα προσαρμόζουν στα γραπτά τους εκουσίως ή και ακουσίως.
Μια τέτοια περίπτωση είναι βεβαίως αυτή του Τόμας Χάρντυ. Ο βικτωριανός συγγραφέας εμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο μια εποχή που το βρετανικό μυθιστόρημα βρίσκεται στις δόξες του. Τρόλλοπ, Ντίκενς, Σέλλεϋ, Τζωρτζ Έλλιοτ, Γουίλκυ Κόλλινς, αδελφές Μπροντέ και τόσοι άλλοι παραδίδουν τα χορταστικά, πολυσέλιδα μυθιστορήματά τους, πολλά από τα οποία γράφονται αποσπασματικά και δημοσιεύονται σε συνέχειες σε περιοδικά και εφημερίδες. Το κοινό καταναλώνει με βουλιμία τις ιστορίες τους. Οι συστροφές της πλοκής προκαλούν αναγνωστικό παραλήρημα. Τα παθήματα των ηρώων ερεθίζουν την ενσυναίσθηση. Λόγω της αποσπασματικής δημοσίευσης σχεδόν κάθε κεφάλαιο τελειώνει με πολύ ισχυρό cliffhanger. Με ένα ερώτημα δηλαδή να αιωρείται, με το σασπένς σε εκκρεμότητα, με τη μοίρα των ηρώων σε αμφίβολη κατάσταση. Οι αναγνώστες πρέπει να συνεχίσουν πάση θυσία το διάβασμα. Τα σύγχρονα σήριαλ χρωστάνε πολλά σε αυτή την τεχνική.
Το μυθιστόρημα του Χάρντυ, Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου με χαρακτήρα (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδόσεις Gutenberg) δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Τα σύντομα κεφάλαιά του τελειώνουν κατά κανόνα με τρόπο που σε κάνουν να θες να συνεχίσεις την ανάγνωση. Άλλο ένα βικτωριανό page turner λοπόν. Όμως στη φαρέτρα του Χάρντυ κρύβονται και άλλα όπλα. (περισσότερα…)
Ο τραγικός θάνατος του γελωτοποιού Πιέτρο Γκονέλα
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ
Ο άνωθι εικονιζόμενος Πιέτρο Γκονέλα ήταν γελωτοποιός στην αυλή του Νικολό ντ’ Έστε στη Φερράρα. Το πορτραίτο του Γκονέλα φιλοτέχνησε ο διάσημος Γάλλος ζωγράφος και μικρογράφος Ζαν Φουκέ μεταξύ 1447 και 1450, και σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη. Ο Φουκέ είχε ταξιδέψει στην Ιταλία γύρω στα 1447 και εκεί έμαθε για τον γελωτοποιό, που είχε πεθάνει λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1441. Το ωραίο πορτραίτο του Γκονέλα φιλοτεχνήθηκε είτε στην Ιταλία είτε στη Γαλλία, όπου ο Φουκέ επέστρεψε το 1450.
Οι διαστάσεις του πορτραίτου είναι 36,3 x 25,9 εκατοστά και είναι ζωγραφισμένο με λάδι σε ξύλο βελανιδιάς. Τα ρούχα του Γκονέλα είναι βαμμένα με εραλδικά χρώματα, κίτρινο, κόκκινο και πράσινο, και ο σκούφος του είναι σύμφωνος με τη μόδα που ήταν διαδεδομένη εκείνη την εποχή στη Γαλλία. Το κεφάλι του είναι γερμένο στο πλάι και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Είναι πολύ κοντά στον θεατή και μοιάζει να σκύβει και να κοιτά απ’ το παράθυρο. Η θέση των χεριών και η κλίση του σώματός του δε συνηθίζονταν σε πορτραίτα αριστοκρατών της εποχής· ίσως με αυτό τον τρόπο ο ζωγράφος υποδηλώνει την κατώτερη κοινωνική θέση του γελωτοποιού ή, σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, παρωδεί την imago pietatis, την εικόνα του πάσχοντος Χριστού. Ο Γκονέλα κοιτάζει καλοκάγαθα τον θεατή μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο. Το βλέμμα του είναι διεισδυτικό, το μέτωπο ρυτιδιασμένο, το πρόσωπο τελικά παίρνει μια κάπως μελαγχολική έκφραση.
Ο Γκονέλα γεννήθηκε γύρω στα 1390, κατά πάσα πιθανότητα στη Φλωρεντία. Είχε ταπεινή καταγωγή, αλλά έγινε διάσημος για τα πνευματώδη αστεία και τις φάρσες του, κι έτσι προσλήφθηκε ως επίσημος γελωτοποιός στην αυλή των Έστε στη Φερράρα. Είναι από τους πρώτους γελωτοποιούς της Αναγέννησης που αρχίζουν να διακρίνονται καθαρότερα μέσα στην αχλύ του μύθου. Στο εξής οι γελωτοποιοί αποκτούν σιγά σιγά όνομα και βιογραφία· παύουν να είναι ανώνυμοι, ίδιοι κι αξεχώριστοι μέσα στην ασημότητά τους. Ο Γκονέλα μάλιστα φαίνεται ότι απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη: αναφέρεται και στις Τριακόσιες νουβέλες (II Trecentonovelle, 1392-1400) του Φράνκο Σακέτι και στα Ανέκδοτα (Facetiae, 1438-1452) του Πότζιο Μπρατσιολίνι και στις Νουβέλες (Novelle, 1554, 1573) του Ματέο Μπαντέλο. Το 1762 δημοσιεύτηκε και μια ανώνυμη Vita di Pietro Gonnella Buffone (Βίος του μπουφόνου Πιέτρο Γκονέλα).
Καθώς φαίνεται, ο Γκονέλα ίππευε ένα άλογο εξαιρετικά ισχνό και κωμικά λιπόσαρκο· εγκαινιάζει έτσι τη μακρά κωμική παράδοση των αστείων ηρώων που καβαλικεύουν άλογα αδύναμα κι ετοιμόρροπα. Ο Θερβάντες μάλιστα αναγνωρίζει ρητά αυτή την οφειλή του στον Γκονέλα, όσον αφορά το παρουσιαστικό του Ροσινάντε. Στο πρώτο κεφάλαιο του Δον Κιχώτη διαβάζουμε:
Ύστερα πήγε [ο Δον Κιχώτης] να δει το ψωραλέο του άλογο που, μολονότι είχε περισσότερες αγκωνές κι από ρεάλι και πιότερα κουσούρια κι από το άλογο του Γκονέλα, το οποίο tantum pellis et ossa fuit [ήταν όλο πετσί και κόκκαλα], εκείνου του φάνηκε πως ούτε ο Βουκεφάλας του Αλεξάνδρου ή ο Μπαμπιέκα του Θιδ δεν συγκρίνονταν μαζί του.[1]
Νεότεροι μελετητές προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον πραγματικό βίο του Γκονέλα απ’ το μύθο του, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί οι γελωτοποιοί είχαν πάντα μια ρευστή ύπαρξη, όπως άλλωστε όλοι οι πλανόδιοι λαϊκοί καλλιτέχνες. Η πρώτη σοβαρή εργασία πάνω στο γενικότερο ζήτημα των γελωτοποιών, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στον Γκονέλα, είναι η Ιστορία των αυλικών γελωτοποιών του Τζον Ντόραν.[2] Σημαντικότερη και πιο αξιόπιστη είναι η μνημειώδης μελέτη της Ένιντ Γουέλσφορντ Ο γελωτοποιός: Η κοινωνική και λογοτεχνική ιστορία του.[3] Από αυτές τις εργασίες αντλήσαμε και τα ανέκδοτα που ακολουθούν.
* * *
Κάποτε η μαρκησία ήταν άρρωστη και ο μαρκήσιος διέταξε τον τότε νεόνυμφο Γκονέλα να στείλει τη γυναίκα του να διασκεδάσει την εκλαμπρότατη κυρία. Ο Γκονέλα δεν ήθελε να στείλει τη γυναίκα του και είπε ψέματα στον μαρκήσιο πως είναι εντελώς κουφή. «Πρέπει να ουρλιάζεις μ’ όλη σου τη δύναμη, αν θες να σε ακούσει». Ο μαρκήσιος επέμεινε να έρθει ούτως ή άλλως, και ο Γκονέλα αναγκάστηκε να υπακούσει. Είπε λοιπόν στη γυναίκα του, καθώς την έστελνε στο παλάτι: «Ο μαρκήσιος είναι εντελώς κουφός. Αν θες να σ’ ακούσει, πρέπει να φωνάζεις με φωνή που θα μπορούσε να ξυπνήσει τους επτά κοιμώμενους παίδες. Πήγαινε, και να φωνάζεις μ’ όλη σου τη δύναμη!» Όταν η γυναίκα τού γελωτοποιού συνάντησε τον μαρκήσιο στο προσκεφάλι της άρρωστης μαρκησίας, ακολούθησε ένας διάλογος που ακούστηκε χιλιόμετρα μακριά. Φώναζαν ο ένας στον άλλο, μέχρι που το κεφάλι της άρρωστης άρχισε να πονάει και ικέτεψε τον άντρα της να μιλά πιο χαμηλόφωνα. «Δε γίνεται», της είπε ο μαρκήσιος, «αυτή η γυναίκα είναι εντελώς κουφή». «Κάθε άλλο», απάντησε η γυναίκα του Γκονέλα, «εσύ είσαι ο κουφός».
* * *
Τρεις τυφλοί ζητιάνοι στέκονταν έξω απ’ την εκκλησία και παρακαλούσαν φωναχτά τους περαστικούς να τους ελεήσουν. Ο Γκονέλα, που περνούσε δίπλα τους για να πάει στη λειτουργία, τους είπε: «Φτωχοί φίλοι μου, να ένα φλορίνι! μοιράστε το μεταξύ σας!» Και δεν τους έδωσε τίποτα. «Ο Θεός να σ’ ανταμείψει στον παράδεισο», απάντησαν οι τρεις τυφλοί εν χορώ. Κι έπειτα κάθισαν να μοιράσουν μεταξύ τους αυτό που γενναιόδωρα τους προσφέρθηκε. Καθώς όμως κανένας δεν είχε το φλορίνι, και κανένας δεν πίστευε ότι δεν τον έκλεψαν οι άλλοι, άρχισαν να βρίζονται, κι από τις βρισιές περάσαν στις ξυλιές, κι άρχισαν να χτυπάνε άγρια ο ένας τον άλλο με τα δεκανίκια τους, μέχρι που έσπασαν τα κεφάλια τους κι αιμορραγούσαν. Και τότε ο Γκονέλα μπήκε ανάμεσά τους και προσπάθησε να τους ηρεμήσει λέγοντας: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί!»
* * *
Κάποιο αστείο του πείραξε τόσο πολύ τη μαρκησία, που έστειλε να τον φέρουν στο δωμάτιό της. Εκεί εξόπλισε μια ντουζίνα απ’ τις καμαριέρες της με ραβδιά, με την εντολή να πέσουν πάνω στον γελωτοποιό χωρίς έλεος αμέσως μόλις εμφανιζόταν. Ο Γκονέλα, ωστόσο, κατάλαβε, όταν του άνοιξαν την πόρτα, τι τον περίμενε, κι άρχισε αμέσως να φωνάζει: «Κυρίες μου, η ράχη μου είναι στη διάθεσή σας! Η μόνη χάρη που ζητώ είναι εκείνη που θα φιλήσω τελευταία ν’ αρχίσει να με δέρνει πρώτη, κι η πιο αδιάντροπη τσούλα ανάμεσά σας να με χτυπήσει πιο δυνατά απ’ όλες!» Εκείνες έμειναν άναυδες και, μέχρι να προλάβουν να δράσουν, ο Γκονέλα το είχε βάλει στα πόδια, ενώ πίσω του αντηχούσε το γέλιο της μαρκησίας.
* * *
Ο Γκονέλα έβαλε στοίχημα με τον αφέντη του ότι υπήρχαν πιο πολλοί γιατροί στη Φερράρα απ’ όσα τα μέλη οποιασδήποτε άλλης συντεχνίας. «Τρελέ», είπε ο μαρκήσιος, «δεν υπάρχει ούτε μισή ντουζίνα γραμμένη στο ληξιαρχείο της πόλης». «Θα σου φέρω έναν πιο αξιόπιστο κατάλογο σε τρεις τέσσερις μέρες», απάντησε ο γελωτοποιός. Και πήγε, με το σαγόνι δεμένο, κι έκατσε στην είσοδο της εκκλησίας. Και όταν τον ρωτούσε κάποιος τι έχει, απαντούσε «Πονόδοντο». Και όλοι του συνταγογραφούσαν κι από ένα αλάνθαστο φάρμακο. Ο Γκονέλα έγραφε το όνομα και τη διεύθυνση, αντί για τη συνταγή. Τελικά, εμφανίστηκε, με το σαγόνι ακόμα δεμένο, στο τραπέζι του αφέντη του. Εκείνος, μόλις άκουσε από τι έπασχε, ανακοίνωσε ότι η μοναδική θεραπεία ήταν η εξαγωγή. Αμέσως ο γελωτοποιός πρόσθεσε το όνομα του μαρκησίου στον κατάλογο των γιατρών της Φερράρας, και τους μέτρησε και τους υπολόγισε ακριβώς τριακόσιους. Ο μαρκήσιος γέλασε και διέταξε να του δώσουν το ποσό που είχαν στοιχηματίσει.
* * *
Ο θάνατος του Γκονέλα ήταν κι αυτός αποτέλεσμα μιας φάρσας. Ο αφέντης του, Νικολό ντ’ Έστε, αρρώστησε για μέρες κι ο πυρετός δεν έπεφτε. Οι γιατροί πρότειναν ως θεραπεία να βουτήξει σε παγωμένο νερό, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να εξαναγκάσει τον μαρκήσιο να υποστεί την αναγκαία ψυχρολουσία. Ο μόνος που είχε το θάρρος και το θράσος να το κάνει ήταν ο Γκονέλα, ο οποίος έσπρωξε τον Νικολό και τον έριξε στο ποτάμι, καθώς εκείνος περπατούσε δίπλα του. Ο μαρκήσιος θεραπεύτηκε, αλλά ήταν τόσο εξοργισμένος με τη συμπεριφορά του γελωτοποιού, ώστε αποφάσισε να του κάνει μια αγριότερη φάρσα: τον καταδίκασε σε δημόσιο αποκεφαλισμό. Ο Γκονέλα δέθηκε πισθάγκωνα, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο ειδικό κούτσουρο. Ακολουθήθηκε όλη η τελετουργία της δημόσιας εκτέλεσης. Και την ώρα που ο δήμιος σήκωσε το τσεκούρι του πάνω απ’ τον κακόμοιρο γελωτοποιό κι ετοιμάστηκε να το κατεβάσει στο λαιμό του, του έριξαν απλά έναν κουβά νερό στο πρόσωπο. Όλοι γέλασαν και περίμεναν απ’ τον Γκονέλα να κάνει το ίδιο. Εκείνος όμως δεν αντέδρασε καθόλου. Ο άμοιρος γελωτοποιός είχε πεθάνει απ’ το σοκ που του προκάλεσε η επικείμενη εκτέλεσή του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ
[1] Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα. Μέρος Ι: Ο ευφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2009, σελ. 69. Όπως εξηγεί σε σχετικό σχόλιο η μεταφράστρια, τα ισπανικά ρεάλια είχαν ακανόνιστο σχήμα και γι’ αυτό οι πολλές γωνιές που αναφέρει ο συγγραφέας.
[2] John Doran, The History of Court Fools, εκδ. Richard Bentley, Λονδίνο 1858, σελ. 358-363.
[3] Enid Welsford, The Fool: His Social and Literary History, Farrar and Rinehart, Νέα Υόρκη 1935, σελ. 128-130. Το βιβλίο του Ντόραν είναι ιστοριοδιφικό, χωρίς ιδιαίτερες επιστημονικές αξιώσεις, αλλά έχει μεγάλες αφηγηματικές αρετές. Αντίθετα, το βιβλίο της Γουέλσφορντ είναι μια μελέτη με τεράστια επιστημονική αξία· ερευνά το αντικείμενό της σε βάθος και κάνει μια συνθετική κοινωνική και ιστορική ερμηνεία.
Ευσταθία Δήμου, Σατιρικά γυμνάσματα
Θάνος Γιαννούδης, Ατλαντίδα
Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Ποιητική βραδιά
Ποιητική βραδιά
Τάκης Κουφόπουλος, Το δωμάτιο
[Το διήγημα «Το δωμάτιο» του Τάκη Κουφόπουλου που αναδημοσιεύουμε εδώ προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Εκδοχές (Κέδρος, Αθήνα 1973), σελ. 23-31. Το Νέο Πλανόδιον κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Τάκη Κουφόπουλου, που έφυγε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμβρίου 2019. Προηγήθηκε μια ανασκόπηση από τον Γιώργο Πινακούλα, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν ένα κείμενο του Θανάση Γαλανάκη για τον ποιητή Τάκη Κουφόπουλο και μια ανθολόγηση από το ποιητικό του έργο. Ν.Π.]
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
του ΤΑΚΗ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ
Το δωµάτιο –όπως όλα τα δωµάτια– είναι στρογγυλό. Χωρίς έπιπλα. Μονάχα µε τις δυο βαθιές πολυθρόνες στο κέντρο του, τη µια ακριβώς απέναντι στην άλλη.
Το δωµάτιο –όπως όλα τα δωµάτια– είναι πολύ καθαρό. Ο αέρας µυρίζει απολυµαντικό. Το πάτωµα γιαλίζει. Οι πολυθρόνες, πατώντας στα ανάποδα είδωλά τους, αιωρούνται στο κενό.
Είναι κι οι δυο χωµένοι στις πολυθρόνες. Τα κεφάλια τους στηρίζονται στα ερεισίνωτα. Τα πόδια τους τεντωµένα µπροστά σχεδόν ακουµπούν. Τα χέρια τους, στα πλάγια, κρέµουνται προς τα κάτω, µε τα δάχτυλα κλεισµένα.
Δεν κινούνται. Μόνο εκείνος ανοίγει πότε-πότε τα µάτια, αλλά αµέσως τα ξανακλείνει. Εκείνη δεν ανοίγει τα µάτια ποτέ. Μόνο το στόµα, κάθε τόσο, και αναπνέει.
Ο κυλινδρικός τοίχος είναι κόκκινος. Ένας µακρύς επίδεσµος τον επιδένει. Αρχίζει από το πάτωµα και ανεβαίνει κυκλικά, επικαλυπτόµενος κάθε φορά, µέχρι το ταβάνι. Ο επίδεσµος είναι νοτισµένος.
∆εν υπάρχουν πόρτες ή άλλα ανοίγµατα. Μονάχα ένα τζάµι παραθύρου, κρεµασµένο. Στο ύψος στήθους. Πάνω του είναι ζωγραφισµένο ένα κλαδί.
Ξαφνικά ανασηκώνονται κι οι δυό ανοίγουνε τα µάτια κοιτάζονται ανοίγουνε τα στόµατα…, γέρνουνε λίγο ο ένας προς τον άλλον ανοίγουν περισσότερο τα στόµατα…, βάζουνε τις παλάµες στα γόνατα τα σφίγγουν ανοίγουν όσο παίρνει τα στόµατα…, µαζεύουνε τα πόδια –τα παπούτσια ακουµπούν στις πολυθρόνες οι αστράγαλοι ενώνονται– βήχουν καθαρίζουν το λαιµό τους ανοίγουν πάλι τα στόµατα…, πετάγονται όρθιοι πλησιάζουν σκουπίζουν τις παλάµες µέσα έξω από το έγκληµα τις φέρνουνε χωνί µπροστά στα στόµατα…
Το ταβάνι ολόκληρο είναι µια πλάκα ρολογιού. Χωρίς αριθµούς ή διαιρέσεις. Στο κέντρο της, οι δύο δείχτες –ο ένας των λεπτών ο άλλος των δευτερολέπτων–, δύο µακρόστενες µεταλλικές λεπίδες πολύ καλά ακονισµένες, περιστρέφονται µε σταθερή ταχύτητα. Κάθε φορά που συναντιώνται, οι κόψεις τους σέρνουνται η µία πάνω στην άλλη, βγάζοντας διαπεραστικό ήχο. Η υπόλοιπη διαδροµή τους είναι αθόρυβη.
Εκείνη είναι ξαπλωµένη στην πολυθρόνα, το κεφάλι της προς τα πίσω. Κοιτάζει το ταβάνι. Εκείνος είναι σκυµµένος προς το µέρος της, της λέει. Τα χείλη του κινούνται ρυθµικά, λόγια άφωνα βγαίνουν. Σε λίγο σηκώνεται, σκύβει πάνω της, το στόµα του ακουµπά το δικό της, τα χείλη του εξακολουθούν να κινούνται. Εκείνη κάθε τόσο καταπίνει. Ξαφνικά γυρίζει στο πλάι και κάνει εµετό.
Ο δείχτης των λεπτών δεν φτάνει τον επίδεσµο. Ο δείχτης των δευτερολέπτων, που είναι πιο µακρύς, χώνεται µέσα του, γυρίζει στις ελικώσεις του, βιδώνει, από πάνω προς τα κάτω. Το ταβάνι σιγά-σιγά κατεβαίνει.
Εκείνος είναι καθισµένος στο πάτωµα δίπλα στην πολυθρόνα της. Το χέρι του απλωµένο µπροστά, µε το δάχτυλο τεντωµένο, δείχνει. Εκείνη, ανασηκωµένη, µε το βλέµµα προς την κατεύθυνση, παρακολουθεί. Το χέρι του σε λίγο στρέφεται δεξιότερα και πάλι δείχνει. Εκείνη πάλι παρακολουθεί. Το χέρι του εξακολουθεί να στρέφεται κατά διαστήµατα γύρω να δείχνει. Εκείνη πάντα παρακολουθεί. Τέλος ο κύκλος κλείνει, το χέρι του που τρέµει αρχίζει να λυγίζει και να κατεβαίνει. Εκείνη κλείνει τα μάτια παύει να παρακολουθεί. Ξαφνικά το χέρι του σταµατά, ξανασηκώνεται µε δύναµη, τεντώνεται –τα κόκαλά του τρίζουν– και δείχνει –εκείνη ανοίγει διάπλατα τα µάτια– δείχνει, ακριβώς εκείνη· στο στήθος· εξ επαφής. Οι λεπίδες ξύνονται µια φορά δυο φορές. Εκείνη κλείνει αργά τα µάτια και σωριάζεται στο πλάι της πολυθρόνας.
Το ταβάνι συνεχώς κατεβαίνει, το ύψος του δωµατίου λιγοστεύει, η πίεση του αέρα αυξάνει.
Εκείνος είναι γονατισµένος µε το πρόσωπο χωµένο ανάµεσα στα γόνατά της. Εκείνη έχει γείρει, το κεφάλι της βρίσκεται πάνω απ’ το δικό του. Τα µακριά µαλλιά της ριγµένα γύρω του τον σκεπάζουν τελείως µέχρι τους ώµους. Κάτω απ’ τα µαλλιά τα δάχτυλά της, τυλιγµένα στο λαιµό του, σιγά σιγά τον πνίγουν.
Περπατούν πέρα δώθε πολύ γρήγορα. Οι τροχιές τους συναντώνται τα σώµατά τους χτυπούν µε δύναµη πέφτουνε κάτω σηκώνονται αρχίζουν πάλι να περπατούν ξαναχτυπούν ξαναπέφτουν ξανασηκώνονται –ο βρυγµός των κόψεων ακούγεται κατά ορισµένα διαστήµατα– αυτοί εξακολουθούν να περπατούν όλο και πιο γρήγορα και να συγκρούονται όλο και πιο δυνατά, µια αιµάτινη γραµµή πίσω απ’ τον καθένα σηµαδεύει την πορεία του πάνω στο παρκέ, οι πορείες είναι ζικ-ζακ, εκεί που διασταυρώνονται, τα δύο αίµατα ανακατεύονται, αφρίζουν, απ’ τους αφρούς σχηµατίζονται παιδιά, αυτοί όπως περπατάνε τα πατούν, τα παιδιά ακρωτηριασµένα τρέχουνε προς τους τοίχους, σκαρφαλώνουν στους επιδέσµους, σηκώνουνε τους επιδέσµους µπαίνουνε από κάτω και κρύβονται. Οι τοίχοι γεµίζουν.
Το ταβάνι συνεχώς κατεβαίνει, οι µουσκεµένοι επίδεσµοι στάζουν, το πάτωµα πληµµυρίζει.
Εκείνος είναι ξαπλωµένος κάτω ανάσκελα. Εκείνη τον πατά µε το πέλµα στο στήθος. Με τις παλάµες της κρύβει το πρόσωπο. Κλαίει. Στον τοίχο, τα παιδιά, ανασηκώνουν τους επιδέσµους, βγάζουνε τα κεφάλια την κοιτούν, βγάζουν και τα µικρά τους χέρια τεντωµένα –τα χέρια είναι από µέταλλο µυτερά– την δείχνουν. Εκείνη βλέπει τα κεφάλια, τρέχει, πέφτει πάνω στον τοίχο κι αρχίζει ένα-ένα να τα φιλά. Τα µυτερά µεταλλικά χέρια µπήγονται στο στήθος της κάθε φορά. Εκείνη ξεκαρφώνεται από τη µια θέση και καρφώνεται φιλώντας στην επόµενη.
Ο δείχτης των δευτερολέπτων που βιδώνει στους επιδέσµους κόβει ένα-ένα τα κεφάλια των παιδιών. Η στάθµη του αίµατος στο πάτωµα ανεβαίνει.
Εκείνος είναι καθισµένος. Έχει γυρίσει την πολυθρόνα του προς το τζάµι. Κοιτάζει. Τα φύλλα του κλαδιού είναι κίτρινα. Σε κάθε ξύσιµο των κόψεων κουνιούνται έπειτα αρχίζουν ένα ένα και πέφτουν. Σε λίγο το κλαδί μένει γυμνό. Αυτός εξακολουθεί να κοιτάζει.
Εντωµεταξύ το ταβάνι κατεβαίνει, ο δείχτης των δευτερολέπτων φτάνει στο πάνω µέρος του τζαµιού κι αρχίζει να το κόβει σε οριζόντιες φέτες πολύ λεπτές. Εκείνος τότε πετάγεται αµέσως όρθιος, πιάνει το τζάµι µε προσοχή και το ξεκρεµάει. Από κάτω δεν υπάρχει επίδεσµος, έχει σαπίσει. Αυτός φέρνει το τζάµι απέναντι, σκύβει και προσπαθεί να το κρεµάσει πιο χαµηλά. Ξαφνικά, ένα απότοµο κατέβασµα του ταβανιού, που έγινε µε κρότο, τον σταµατά. Ο δείχτης των δευτερολέπτων, που συγκρατούσε το ταβάνι πατώντας στις ελικώσεις των επιδέσµων, φτάνοντας τώρα στο µέρος του τζαµιού, βρίσκεται στο κενό. Το ταβάνι αµέσως, µε όλο του το βάρος, πέφτει. Ο δείχτης των δευτερολέπτων µόλις προφταίνει πάλι να το σταµατήσει πιάνοντας απέναντι, δυο τρεις ελικώσεις πιο κάτω. Το πήδηµα του ταβανιού επαναλαµβάνεται, αυτός γυρίζει γρήγορα πίσω και προσπαθεί να βάλει το τζάµι στην ίδια θέση, το τζάµι δεν µπαίνει, οι πτώσεις του ταβανιού εξακολουθούν, αυτός προσπαθεί, το τζάµι ραγίζει σπάζει, το ταβάνι πλησιάζει, αυτός πετάει τα υπολείµµατα του τζαµιού –πλέουν για λίγο στην επιφάνεια του αίµατος και έπειτα βουλιάζουν– τρέχει σ’ εκείνην που είναι στην πολυθρόνα την αρπάζει από το χέρι τη σηκώνει όρθια και την αγκαλιάζει. Τα κόκαλά της διαλύονται και σκορπίζουν.
Το ταβάνι πέφτει πάνω στην επιφάνεια του αίµατος που ανεβαίνει, µε παφλασµό.
ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ