του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΥ
Επιβλητικός και παχουλός, ο Οιδίποδας Μαχραμής βγήκε από το αυτοκίνητό του και πλησίασε τον άνθρωπο που σφάδαζε πεσμένος ανάσκελα στους θάμνους. Λίγα μέτρα δίπλα του, μια αναποδογυρισμένη μοτοσυκλέτα είχε πάρει φωτιά. Ο τραυματισμένος, ένας ηλικιωμένος άντρας με χρυσαφί παλτό, κρατούσε το σπασμένο του πόδι.
«Θα με σκότωνες ρε παλικάρι, βοήθα με, τι κοιτάς».
«Έχει ιατρείο εδώ κοντά;» ρώτησε ο Οιδίποδας.
«Στον Ορχομενό».
«Νόμιζα ότι δεν ζει κανείς εκεί».
Ο τραυματισμένος προσπάθησε να σκίσει ένα κομμάτι από το πουκάμισό του. «Καμιά τριανταριά, όλοι κι όλοι. Βιάσου όμως, έχω χάσει αίμα».
«Μην αγχώνεσαι, δεν θα πεθάνεις από αυτό».
Ο ηλικιωμένος κοίταξε τον άνδρα. «Πονάω, φίλε».
Ο Οιδίποδας πέταξε το τσιγάρο του στο χώμα. Μπήκε στο αυτοκίνητο και άνοιξε το ράδιο στη διαπασών. Καλύτερα να μην ακούς τα ουρλιαχτά, σκέφτηκε. Ύστερα πάτησε με δύναμη το γκάζι, πέρασε με τους δεξιούς τροχούς πάνω από το κορμί του γέρου και έκανε όπισθεν για να τον ξαναπατήσει.
Να βεβαιωθεί ότι η δουλειά έγινε σωστά.
«Του έλιωσα τον μηρό, μαλακία μου! Το πιο κρεατωμένο σημείο».
Τα μάτια του ηλικιωμένου κοίταζαν το κενό.
Ο Οιδίποδας τύλιξε το πτώμα στη ζελατίνη αυτόματης ψύξης θηράματος και το στρίμωξε στο πορτ μπαγκάζ. Τρεις ποιήτριες, ένας πεζογράφος και μια γριά μυθιστοριογράφος. Διακόσιες κορώνες, μέχρι στιγμής καλά. Ψαχούλεψε τα χαρτιά του νεκρού. Λάιος λεγόταν, εβδομήντα τριών ετών. Ιδού και το τελευταίο του βιβλίο. Ένα βιογραφικό που κάλυπτε τα δυο αυτιά και το οπισθόφυλλο. Κυρίως διακρίσεις σε ασήμαντους διαγωνισμούς και συμμετοχές σε ηλίθιες ημερίδες.
«Πέσαμε μέσα». (περισσότερα…)