Στις ερήμους του μεταμοντερνισμού

Σονόρα

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Δυο βιβλία σταθμοί του μεταμοντερνισμού, οι Άγριοι Ντετέκτιβ του Ρομπέρτο Μπολάνιο και Η Σκούπα και το Σύστημα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας συνδέονται με ένα κοινό στοιχείο: τελειώνουν αμφότερα σε μια έρημο. Στην έρημο Σονόρα του Μεξικού το πρώτο και στην φανταστική Θ.Ε.Ο. (Θρυλική Έρημος Οχάιο) το δεύτερο. Επίσης και στα δύο, οι κεντρικοί ήρωες αναζητούν μια γηραιά γυναικεία φιγούρα που έχει χαθεί. Την ποιήτρια Σεσάρεα Τιναχέρο στους Άγριους Ντετέκτιβ, τη Λινόρ Μπίντσμαν στη Σκούπα. Μια αναζήτηση που φυσικά έχει προσχηματικό χαρακτήρα και γίνεται απλά η αφορμή για την ανάπτυξη διακλαδωτών υποπλοκών. Μια τρίτη ομοιότητα είναι ότι και τις δυο αφηγήσεις διαπερνά μια αίσθηση τρελού, διαβρωτικού και καταλυτικού χιούμορ, ενώ η έλλειψη σοβαροφάνειας είναι πανταχού παρούσα. Τέλος μια κοινή συνιστώσα είναι η πολυεστιακή αφηγηματική οπτική (που φτάνει σε σημεία έξαρσης και παροξυσμού στον Μπολάνιο): παρακολουθούμε την εξέλιξη της κάθε ιστορίας μέσα από το πρίσμα ποικίλων και διαφορετικών αφηγητών.

Έχει ειπωθεί επανειλημμένως, με κάποια αμηχανία βεβαίως (την αμηχανία που μας διακατέχει όταν διατυπώνουμε κάτι αυτονόητο), ότι ο Γουάλας με το μυθιστόρημά του Η Σκούπα και το Σύστημα σατιρίζει τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Ασφαλώς και το κάνει. Αλλά η λέξη σάτιρα είναι λίγο περιοριστική για να χαρακτηρίσουμε ένα τόσο πολύπλευρο και πολυσήμαντο μυθιστόρημα όσο η Σκούπα.

Ο Γουάλας δυναμωμένος από λογοτεχνική θεωρία και μελέτη καθώς ήταν και παίζοντας στα δάχτυλα τις αρχές και τους κανόνες του storytelling εξαπολύει μια δριμεία επίθεση στο ίδιο το concept “μυθιστόρημα”.

Τα χτυπήματα που καταφέρνει είναι πολλαπλά και καθοριστικής σημασίας.

Αρχικά εμπαίζει, κοροϊδεύει και αντιστρέφει όλα τα στοιχεία της τεχνικής που πρεσβεύει με τόσο ζήλο το αμερικάνικο story theory. Αν λοιπόν μια απόλυτη αρχή των δασκάλων δημιουργικής γραφής είναι ότι ο κεντρικός ήρωας πρέπει να έχει έναν στόχο, ένα πολύ συγκεκριμενο “θέλω”, μια επιθυμία που τον κινητοποιεί και παράγει από μόνη της πλοκή, ο Γουάλας κάνει στην κεντρική του ηρωίδα την Λινόρ Μπίτσμαν, μια ψευδο-αστυνομική ανάθεση: να βρει τη συνονώματη, εξαφανισμένη προγιαγιά της. Όπως σημειώσαμε η εν λόγω αναζήτηση δεν έχει παρά επιφανειακή σημασία και λειτουργεί ως αφηγηματικό άλλοθι για όσα είναι να γίνουν. Εντούτοις δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας περίεργα οδυσσεϊκής πορείας της ηρωίδας προς αναζήτησην του εαυτού της. Και αυτό βέβαια υπονομεύεται με τη σειρά του. Το άτομο που ψάχνει η ηρωίδα λέγεται, Λινόρ Μπίντσμαν, όπως ακριβώς και η ίδια. Ποια είναι η Λινόρ; Ποια η προγιαγιά της; Μήπως στην ουσία αναζητά τον εαυτό της; Το αίνιγμα είναι τόσο αυτονόητο που αυτοκαταργείται.

Η σκούπα και το σύστημα

Ο Γουάλας μοιάζει να λέει κρυφογελώντας: σε σένα, αναγνώστη, που ζητάς πάντα κάποιο νόημα και χαίρεσαι όταν πιστεύεις ότι το κατέχεις, θέτω ένα αίνιγμα. Η απάντηση όμως είναι από την αρχή γνωστή, άσχετα αν ο αναγνώστης αυθυποβάλεται και νομίζει ότι την βρίσκει καθ’οδόν καθώς γυρίζει σελίδες. Η ταύτιση της Λινόρ με τη φασματική και απισχνασμένη μορφή της προγιαγιάς της είναι δεδομένη.

Κάθε συγγραφέας είναι και ένας απατεώνας. Το ίδιο το γράψιμο γίνεται συχνά η τέχνη της απάτης. Στους συγγραφείς του μεταμοντερνισμού όμως αυτό λαμβάνει ακόμα πιο βαρύνουσα σημασία. Γιατί δεν εμπαίζουν μόνο τον αναγνώστη, αλλά και την ίδια την τέχνη τους.

Ο Μπολάνιο χρησιμοποιεί επίσης ένα ψευδο-μυστήριο ως προπέλα της αφηγηματικής του μηχανής. Εδώ η “απάτη” λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη αισθητική αίγλη γιατί ταιριάζει και με τον χαρακτήρα των κεντρικών ηρώων που είναι πλάνητες, μποέμ και τυχοδιώκτες. Ο Ουλίσες Λίμα και ο Αρτούρο Μπολάνο (τόσο εξόφθαλμα το alter ego του συγγραφέα που καθίσταται αδύνατον να μη δούμε την ειρωνική διάσταση – ο Μπολάνιο επίσης κοροϊδεύει τις γνωστικές ικανότητες του αναγνώστη και την εγγενή τάση του να εξηγεί και να κατανοεί πράγματα) είναι δυο φιγούρες οριακές. Δυο πρόσωπα του περιθωρίου που διακατέχονται από μια ανάγκη. Θέλουν να βρουν τη μέντορά τους, την ηλικιωμένη ποιήτρια που συνέθεσε το μανιφέστο του λογοτεχνικού ρεύματος στο οποίο ανήκουν, του περιβόητου ενστικτορεαλισμού. Φημολογείται ότι η ποιήτρια βρίσκεται στην έρημο, όπως και η προγιαγιά της Λινόρ άλλωστε. Στο τέλος πάνε εκεί για να τη συναντήσουν.

Η έρημος και στα δύο μυθιστορήματα μοιάζει να ενεργοποιεί κεντρομόλους δυνάμεις. Έλκει τους πρωταγωνιστές και συνεπώς τις ιστορίες τους στην επικράτειά της. Βρίσκεται στις παρυφές της αφήγησης, στις ακρώρειες του μυθιστορήματος και από κει ρυθμίζει όλη τη δράση, όλο το δραματικό γίγνεσθαι. Κυρτώνει τον μυθοπλαστικό χωροχρόνο και τραβάει τα πάντα προς το μέρος της. Διαθέτει μια σχεδόν μεταφυσική παρουσία (εξ ου και το αρκτικόλεξό της στη Σκούπα) που ορίζει τη μοίρα και τις πορείες των ηρώων, οι οποίοι εκόντες άκοντες είναι παγιδευμένοι στην αναπόδραστη βαρυτική της δύναμη.

Άγριοι ντετέκτιβ

Κατά μία έννοια όλο το μυθιστόρημα του Μπολάνιο εξελίσσεται μέσα στην έρημο Σονόρα. Τα τοπωνύμια, οι πόλεις και οι περιοχές που αναφέρονται (ακόμα και αν κάποια από αυτά βρίσκονται πολύ μακριά, στην Ευρώπη) δεν είναι παρά διάσπαρτα σημεία μιας κολοσιαίων διαστάσεων ερήμου. Η επίδραση της ερήμου είναι ορατή στον ψυχικό κόσμο των ηρώων, στα άδεια εσωτερικά τους τοπία, στην άνυδρη και αδιέξοδη πνευματική τους κατάσταση. Το ίδιο και στη Σκούπα. Εκεί οι διαδρομές των ηρώων δεν είναι τόσο μεγάλες και η έρημος βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην πόλη, έτοιμη να την καταβρωχθίσει.

Οπωσδήποτε και οι δυο αυτές έρημοι του μεταμοντερνισμού δημιουργούν τέτοια ποικιλία και ένταση αντικατοπτρισμών που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι στην ουσία αποτελούν μια αχανή και εύφορη όαση “το κέντρο της οποίας βρίσκεται παντού και η περιφέρειά της πουθενά”.

Η χλωρίδα που αναφύεται εκεί δεν είναι τίποτε άλλο από διακλαδώσεις πιθανοτήτων και αφηγηματικών δυνατοτήτων.

Κατά μία (μπορχεσιανή) έννοια όλες οι έρημοι αποτελούν μία και μοναδική έρημο. Η Σονόρα και η Θ.Ε.Ο. είναι διαφορετικές περιοχές μιας αχανούς έκτασης. Επικοινωνούν μεταξύ τους κατά τρόπο παράδοξο και μυστικό και συνιστούν ένα συμβολικό όριο πέρα από το οποίο θεωρητικά δεν μπορεί να περάσει κανείς.

Το μυθιστόρημα, όμως, το storytelling, η ανάγκη μας να ακούμε και να αφηγούμαστε ιστορίες – ευτυχώς – δεν τελειώνουν σε καμία έρημο. Η μεγάλη προσφορά του μεταμοντερνισμού στη λογοτεχνία είναι το απαύγασμα των δομών, μέσα από τη διαστροφή τους, την υπονόμευση και την άρνηση προς αυτές. Το μυθιστόρημα φτάνει στο τέλος του, στο συμβολικό του τέλος, για να πετύχει μια νέα επανεκκίνηση, με τους εσωτερικούς του μηχανισμούς, τα τεχνικά του μέσα, τους αφηγηματικούς του κανόνες να είναι πιο επίκαιροι και αναγκαίοι από ποτέ.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ