Σοφία Κολοτούρου

Σοφία Κολοτούρου, Φτωχικός λόγος

ellin stavromenos

Φτωχικός λόγος

Στον Ευριπίδη Γαραντούδη

Α΄

Ρόδο της μοίρας γύρευες να μας αποτελειώσεις,
με του Κοέλιο δόγματα και τον Αλχημιστή.
Κι ήταν ωραίο το σύμπαν σου, που υπόσχονταν με δόσεις
σε κάθε επιθυμία μας πως θα συνωμοτεί.

Της ευτυχίας το ανέβασμα γινόταν με το χάπι
-της πλάκας σεμινάρια και διαλογισμός-
κι η τσέπη μας πως στέναζε για να βρει λίγη αγάπη!
Ο κόσμος είναι δύσκολος αν γεννηθείς φτωχός.

~.~

Β΄

Τους πόνους απ’ τη φτώχεια μας ξεχνάς με λίγα φράγκα
και λησμονιούνται μονομιάς με μερικά ευρώ.
Λάμπουνε ξάφνου τα χρυσά, που τα ’τρωγε η μαρμάγκα…
Ω, να προσέξεις… κοίταξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

κουδούνισμά τους… Τ’ άγγιξες μέσα στο πορτοφόλι
το χέρι απλώθη κι άλλο κέρμα τώρα πάει να βρει…
Ω το πεντακοσάευρο, που το γυρεύουμ’ όλοι
πολύ θα μας ξελάσπωνε ετούτη τη στιγμή!

Τις ώρες του αποχωρισμού, νέα ευρώ να ξαναβγαίνουν
από την τσέπη ανθίζοντας, ως μάννα εξ ουρανού.
Να φέγγουνε τα μάτια μας και λίγο να γλυκαίνουν
στη σκέψη πια της θέρμανσης, μα και του φαγητού…

Ο νηστικός να έκλεισε τα μάτια; Μένει πάλι
σαν το παιδάκι με τα σπίρτα, μόνο και φτωχό
σε μια γωνιά στην άκρη εκεί, μες την ανεμοζάλη,
του πλούσιου το παράθυρο βλέποντας το κλειστό.

Ρόδο της μοίρας γνώριζες, δεν γύρισες το βλέμμα
την ώρα που του πόνου μας θέριζε ο σπαραγμός.
Μας έμπλεξες στα βάσανα, μας έπνιξες στο αίμα
κι απόκαμε κι η μέρα μας, χαμήλωσε το φως.

~.~

Γ΄

Ω σκοτεινό αναρρίγημα μπρος στ’ άδειο πορτοφόλι!
κρατάει ωστόσο – ελπίζουμε – κι άλλο η πιστωτική,
γιατί αν δεν γίνεται δεκτή, πλέον τη βάψαμε όλοι.
Την Mastercard που έχασε, πως θα την ξαναβρει

εκείνος που την άγγιζε κρυφά μες την παλάμη
με κάποιον πόθο του βαθύ, θαρρείς ερωτικό
που αίφνης, τον πλημμύριζε – ορμητικό ποτάμι –
από την μέσα τσέπη του σπρώχνοντας το παλτό.

Χαμήλωνε το βλέμμα του, σχεδόν χαμογελούσε
λες κάποια πόζα έπαιρνε για selfie ή ζωγραφιά.
Λησμονημένα μοιάζουν πια τα χρόνια αυτά που ζούσε
το βίο του ανάλαφρα∙ λέει λόγια σαν κι αυτά:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου που ήρθε κι ισοπέδωσε
και την ψυχή μου έχει μαυρίσει, σαν κατράμι.
Παλιά κοιτούσαμε τον ουρανό, που πίκρες έδωσε
και πήγανε τα χρόνια μας σιγά σιγά χαράμι.

Μες του μυαλού το ξάφνιασμα, μες του κορμιού τα βάσανα
δεν με κρατούνε πια τα πόδια και τα χέρια
Κι έχω ξεχάσει από καιρό τον τρόπο που ανάσανα
δεν βρίσκω πια στον ουρανό τα πεφταστέρια.

Στη θύμησή μου βρέθηκαν μιας μνήμης λίγα θραύσματα,
μακρινές φαινόταν απ’ το βάθος εικόνες
κι ήταν στιγμές που τα παλιά ξανάβλεπα φαντάσματα
εορτών σε καλοκαίρια και ζεστούς χειμώνες.

Σαν να είχα πάλι ωραία ντυθεί, σαν μια καλή διαφήμιση
σαν να ’ταν στην ντουλάπα μου και τα Σανέλ μου
που τα φορούσα κάποτε – με πιάνει κι η συγκίνηση –
στην πίστα που χορεύαμ’ όλοι μας, στου Ρέμου…»

Το φως της μέρας φίλοι μας λιγόστεψε και σβήνει
και μοιάζει αστείο να ζητάς τα δώρα του καιρού.
Μίκρυνε και τ’ απόθεμα. Του επιτοκίου η οδύνη
μας έζωσε και ο φόβος μας, του νέου λογαριασμού.

…Μες το ταμιευτήριο, πως πάει και λιγοστεύει
ευρώ ευρώ το όνειρο, παλιάς ανεμελιάς
μέσα στις νέες τράπεζες, ποιος δάνεια γυρεύει
και ποιόν θα κοροϊδέψουνε στα πλαίσια της δουλειάς…

~.~

Δ΄
Χίλια ευρώ στα ξαφνικά, του πλούτου τα σημάδια
ζητούνται και γυρεύουνται για τους λογαριασμούς
για ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ, σ’ ανεύρετα συρτάρια
μήπως και τους πληρώσουμε, με διακανονισμούς.

Με νόμους και ψηφίσματα, η αχόρταγή τους σκέψη
γυρνά, πιέζει, σφίγγει σε μια πρέσα την ψυχή.
Μας κυβερνούν αμίλητοι και -ποιος να το πιστέψει-
μας βάζουν να πληρώνουμε «δι’ ασήμαντη αφορμή».

Στέκει η Βουλή πολύ ψηλά∙ στο περιστύλιό της
κυκλοφορούν διατάγματα, νόμοι, πολιτικοί.
Έξω διχάζεται ο λαός, μα πάντα η ανθρωπότης
στο τέλος υποτάσσεται, στρατιώτες στη γραμμή.

Ξάφνου συλλαλητήριο συμβαίνει ή πορεία
που ήσυχα διαλύεται, στην ξαφνική βροχή.
Κι αποσταμένοι βλέπουμε την ίδια ιστορία,
που σαν ταινία πολύ παλιά, λες θα ξαναπαιχτεί.

Στην φαντασία γυρίζουνε τα χίλια ευρώ μας τώρα
και λάμπουνε τα μάτια μας στους υπολογισμούς.
Πως, λέει, θα ξεχρεώναμε, θα φεύγαμ’ απ’ την χώρα,
νύχτα, μ’ ένα ελικόπτερο, ψηλά στους ουρανούς.

~.~

Ε΄

Που πήγε η μέρα η όμορφη, που παίζαμε στο λόττο;
Δεν θα βρεθεί στην τσέπη μας να πέσει ένας λαχνός
κι εκείνος που στο σύστημα θα βάλει ένα μπουρλότο
μήπως γυρίσει και για μας της μοίρας ο τροχός;

Στα χρόνια της υπομονής ασπρίσαν τα μαλλιά μας
και λέγαμε πως θα ’ρθουνε τα θαύματα σε μας
μ’ αγγέλους που θ’ ακούγανε, λοιπόν, τα δάκρυά μας
καθώς ο ήλιος θα ’γερνε και πάλι προς δυσμάς,

στη θάλασσα… Ρόδο και σύμβολο αμάραντο της τύχης,
να που δεν μας ευνόησες. Κι αν γύρισε ο τροχός
τ’ αγκάθια μόνο έδειξες∙ δεν χαμηλώνει ο πήχης
λιγάκι, να περάσουμε, να ζήσει κι ο φτωχός.

 

Advertisement

Για τον Ααρών Μνησιβιάδη

symbolo

~.~
της ΣΟΦΙΑΣ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ
~.~

Τον Ααρών Μνησιβιάδη τον γνωρίζω επί επτά χρόνια και επί σχεδόν 25 ποιήματα. Τόσα μπόρεσα να συγκεντρώσω, από σκόρπιες αναφορές εδώ κι εκεί. Η έκφραση «τον γνωρίζω» στην περίπτωσή του είναι αρκετά καταχρηστική, κι ας έχω μελετήσει μανιωδώς όσα έχει γράψει, κι ας ευτυχήσαμε να βγάλουμε μέχρι και βιβλίο μαζί. Πρόκειται για την Τρίλιζα, ένα μικρό βιβλιαράκι εκτός εμπορίου σήμερα, που εκδόθηκε το 2012 και περιείχε τρία ποιήματα από τρεις ποιητές: δικά μου, του Θάνου Γιαννούδη και του Ααρών Μνησιβιάδη.

Αυτά τα τρία ποιήματα είναι και τα μόνα δημοσιευμένα μέχρι σήμερα σε έντυπο υλικό. Άλλα είκοσι περίπου βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο διαδικτυακό του μπλογκ – ένα μπλογκ που εμείς οι φίλοι του τον πιέσαμε να κάνει και που σπάνια το ανανεώνει. Αλλά ποιος είναι ο Ααρών Μνησιβιάδης, και γιατί η ποίηση αυτού του τόσο ολιγογράφου, που αποφεύγει τη δημοσιότητα και την προβολή, μας αγγίζει τόσο βαθιά, που κυνηγάμε μετά μανίας αυτά που γράφει, που του ανταπαντάμε, που στήνουμε μαζί του ποιητικά παιχνίδια στην μπλογκόσφαιρα;

Κατ’ αρχάς ο Μνησιβιάδης δεν είναι ένας μονάχα. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, συμπαγής και στέρεος όσο τα λιγοστά δείγματα της ποίησης που μας έχει δώσει. Αλλιώς, με τα δικά του λόγια, αφιερωμένα βέβαια σε βασιλείς: «Ἐσεῖς, καὶ μόνο ἐσεῖς, ἀδιαπέραστοι / πιὸ συμπαγεῖς ἀπ’ ὅσο τὸ ἀτσάλι / τῆς νύχτας ἡγεμόνες ἀξιέραστοι / τῆς μέρας στρατηλάτες πιὸ μεγάλοι» (Δοξάζω τ’ όνομά σας Υψηλότατοι).

Μα τι σχέση έχει με τους βασιλείς κάποιος που οι μόνες πληροφορίες που έχουμε γι αυτόν (από το βιογραφικό του στην Τρίλιζα) είναι ότι : «γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά». Τελεία. Πρόκειται, άραγε για έναν δικηγόρο, που περιπλανιέται τις νύχτες στα βασίλεια της φαντασίας και της ποίησης; Σήμερα μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα πως πρόκειται για κάποιον που ονειροπολεί και τις ημέρες. Δεν ονειροπολεί απλώς, ζει μέσα στο όνειρο. Δεν γράφει για αυτά που σκέφτεται ή φαντάζεται, αλλά για όσα ζει. Το επάγγελμά του: Ιππότης.

«Ήταν Ιππότης / κάτι έπρεπε να ’ναι…» , όπως έλεγε κι ένας, μάλλον ξεχασμένος σήμερα ποιητής του μεσοπολέμου, ο Μίνος Ζώτος. Κι αυτό το ποίημά του, με άψογο μέτρο και ομοιοκαταληξία, είναι σαν να περιγράφει πρωθύστερα τον Μνησιβιάδη. Έναν ποιητή που αγαπά το παραδοσιακό μέτρο γραφής, και χρησιμοποιεί τα σονέτα, τις μπαλάντες, τα τετράστιχα και τα οκτάστιχα, ακόμα και την λησμονημένη σεστίνα, για να γράψει.

Ιππότης, γεννημένος και μεγαλωμένος κάτω από τα κάστρα της Θεσσαλονίκης, ζει σε όλους τους τόπους και τις εποχές, αλλά πιο πολύ στον αγαπημένο του Μεσαίωνα. Έναν Μεσαίωνα αλλιώτικο από αυτόν που έχουμε κατά νου. Έναν Μεσαίωνα φωτεινό, όπου δεν συνέβη ποτέ το σχίσμα, όπου η βασιλεύουσα Πόλη απλώνεται κραταιά σε όλη την Ευρώπη. Έναν Μεσαίωνα όπου εκείνος –ιππότης και φεουδάρχης συνάμα– υμνεί τους βασιλείς του και υπόσχεται αιώνια αφοσίωση. «Στ’ ἀπέραντα ποὺ ἱδρύσατε βασίλεια / ὑπάκοος ὑπήκοος γιὰ πάντα / θὰ εὐφραίνωμαι μονάχα μὲ κειμήλια / τὰ πρότερα θυμούμενος συμβάντα» (Δοξάζω τ’ όνομά σας Υψηλότατοι).

Έναν Μεσαίωνα με ηγεμόνες, βασίλεια, τάξεις υπηκόων που όμως ζουν αρμονικά και με εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ηγεμόνα. Με πίστη στη γήινη και την ουράνια βασιλεία. Η πίστη, ως ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα πηγάζει αβίαστα από τον Μνησιβιάδη: «Ψηλὰ περνοῦσαν τῶν ἀγγέλωνοἱ οὐλαμοὶ / κι ἦταν τὰ πάντα ἀπὸ ἥλιο καμωμένα / μ’ ὅλο τὸν χρόνο σ’ ἕνα βλέμμα νὰ ἐκκρεμῇ / ἡ μέρα ἐκείνη ἀποφθεγγόταν πεπρωμένα» (Δευτέρα απουσία). Ομοίως και στο «Κάποιου ἀγγέλου τὰ φτερὰ θά ’χες ἀκούσει / κι οἱ ἦχοι μου στοιβάχτηκαν βουβοὶ ἐκτός σου / σὰν μιὰ ὁμίχλη συμπαγής, σὰν ἕνα ποῦσι / ποὺ θάμπωνε δυσοίωνα τὸ ἄσπρο φῶς σου» (Απόφασις).

Ο Μνησιβιάδης περιδιαβαίνει με άνεση το φράγμα του ιστορικού χρόνου, καθώς και του υλικού και του επουράνιου κόσμου. Με την ίδια άνεση και τηρώντας το πολυτονικό σύστημα χρησιμοποιεί λέξεις από την ελληνική γλώσσα σε όλο το ιστορικό της φάσμα. Τόσο από την σύγχρονη όσο και από την αρχαία, όσο και από την καθαρεύουσα και από τα πατερικά κείμενα. Στη «Νέκυια», ποίημα που αγαπώ ιδιαίτερα αφού μου το έχει αφιερώσει, συνομιλεί και ακόμα και με τους νεκρούς: «Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἐγγύησι, / καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες, / ἐγείρω ἀπ’τοὺς τάφους σας τὴν ποίησι, / σωρεύω τὰ συντρίμμια σὲ μπαλλάντες».

Όσο στέρεος όμως και συμπαγής κι αν είναι ο κόσμος που προσπαθεί να χτίσει, τόσο διαλύεται εκ θεμελίων από τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία δεν θέλει αλλά αναγκάζεται κάποιες φορές να αντικρύσει: «ὁ κόσμος σαραβάλιασε, νταλίκες / θὰ ἔρθουν τὸ πρωὶ νὰ τὸν φορτώσουνε, / ὁ κόσμος ποὺ ἀνῆκα καὶ ἀνῆκες / πρὶν ἄλλον μὲ ἐγκύκλιο ἐκδώσουνε / καὶ στείλουνε τὸνπρῶτο στὶς ἀντίκες» (Νέκυια).

Το ίδιο συναίσθημα διάλυσης και αποσύνθεσης παρατηρούμε και στο Σάββατο: «Πλατφόρμες, γερανοί, ἀλυσοπρίονα· / ξεστήνουνε τῆς νύχτας τὴν ἐξέδρα, / τὸν χρόνο αἰωρούμενη δυσοίωνα / μετρᾷ σὰν ἐκκρεμὲς ξανὰ ἡ Φαίδρα».

Είναι άραγε μια γενικότερη κατάρρευση του κόσμου, όπως την περιγράφει για μια ακόμα φορά στο: «Ὅλα μετριοῦνται καὶ μετροῦνε ποσοστά: / μήκη καὶ πλάτη, βάθη, σκόρ, αἰῶνες, χρέη, / κάτι ψιλὰ καὶ κάτι ῥέστα ποὺ χρωστᾷ / ἕναςἸούλιος ποὺ ἀκόμη καταρρέει…» (Σεπτέμβριος 2015 μ.Χ.) ή μήπως μια προσωπική αίσθηση ήττας ενός βαθιά ρομαντικού ποιητή, που δεν μπορεί να αντέξει τον πραγματικό κόσμο γύρω του, και δραπετεύει στην ασφάλεια άλλων κόσμων μέσα από την θρησκεία, την ιστορία και τα βιβλία του;

Είναι, ακόμα περισσότερο, ένα αφόρητο βάρος της ύπαρξης, μιας ύπαρξης που φέρει το προπατορικό αμάρτημα και αισθάνεται την έκπτωση από τον Παράδεισο; Αν έπρεπε να διαλέξω ένα μονάχα στίχο του για να περιγράψω τον Μνησιβιάδη, θα ξεκινούσα από το «ὅμως ἐμένα μ’ ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα».

Ὅμως ἐμένα μ’ ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα
κι ἔμεινα ἐγκάθειρκτος νὰ θέλω τὴν ἁγνὴ
μορφή σου ποὺ ἕνωνε τυχαῖα γεγονότα
μέσα σὲ σήραγγες κι ὑπόγεια ἀχανῆ,
ἐκεῖ ποὺ μύριζαν τοῦ θάνατου τὰ χνῶτα…

(Δευτέρα Απουσία)

Πράγματι, αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο φως της ύπαρξης, κι ακόμα πιο πριν, στο επουράνιο φως, και στο σκοτάδι που βιώνει ο εκπεπτωκός άνθρωπος, αυτή η αντίθεση βιώνεται έντονα από τον Μνησιβιάδη, όπως και από κάθε ποιητή με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα. Ο Μνησιβιάδης, αίφνης γίνεται πιο γήινος και πιο προσιτός, όταν μοιράζεται μαζί μας τον πόνο της θνητής και αμαρτωλής ύπαρξης.

Στο αυτοβιογραφικό «Γενέθλια 2011″, η αγωνία του κορυφώνεται: «ἀκοῦστε τὴν εὐχὴ ποὺ ἕνας τρελὸς / καὶ πρόβατο μονάχο, ἀπολωλός, / σὰν δέησι ἀναπέμπει φευγαλέα: / νὰ μείνῃ αἰωνίως σιωπηλὸς / ἀπόψε, στοῦ Ὀκτώβρη τὶς ἐννέα».

Τι παράδοξο, ένας ποιητής που κραυγάζει μέσα από την ποίησή του, να εύχεται «να μείνει αιωνίως σιωπηλός». Πρόκειται για τη Νοσταλγία των Ουρανών του Καρυωτάκη; Η για κάτι ακόμα πιο σκοτεινό; «Τον Άδη, νοσταλγός αναγνωρίζω…» του ανταπάντησα σε κάποιο από τα πολυάριθμα ανταπαντητικά μου ποιήματα.

Πιστεύω το δεύτερο. Ο Μνησιβιάδης, αν και προσφεύγει στους ουρανούς, αν και ονειρεύεται και χτίζει κόσμους γύρω του, αν και περιπλανιέται στον ιστορικό χρόνο, αν και έχει βαθιά μέσα του το θρησκευτικό συναίσθημα, εν τούτοις δεν φαίνεται να ελπίζει και να προσδοκά Παραδείσους. Βαθιά πεπεισμένος πως στο τέλος αυτής της ζωής προσμένει μονάχα ο Άδης, προσπαθεί και χτίζει τον παράδεισό του εδώ και τώρα, όσο μπορεί πιο ακέραιο. «Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα; / Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε μέλλον· / πετοῦνε, φτερουγίζουν ἑξαπτέρυγα/ τριγύρω μου, σὲ τάγματα ἀρχαγέλλων» (Λευκονόη). Ο Μνησιβιάδης φωνάζει με όλους τους τρόπους τα θέλω του: « Ὅ,τι θελήσαμε: τὸ Ἀναλλοίωτο, / τὸ Ἕνα αὐτοπροσώπως καὶ τὸ ἐν γένει, / αὐτὸ τὸ κι ἀπ’ τὴν Ἱστορία ἀδῄωτο, / μιὰ ἀρχὴ στὸ τέλος της Ἀρχὴ νὰ μένῃ …» ( Ό,τι θελήσαμε).

Κι έρχεται πάλι εδώ η φωνή του Μίνου Ζώτου, κοντά εκατό χρόνια πριν, να μας τον περιγράψει, σαν να συνομιλούν οι δυο τους προσωπικά: «Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του, / κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε, / ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε / πλατύτερος, να πάει στον ουρανό». Θα μπορέσει να βρει τον κόσμο που αναζητεί ο Μνησιβιάδης; Ο ίδιος έχει απαντήσει και σ’ αυτό το ερώτημα, καταλαβαίνοντας και μόνος του πως αυτά που ψάχνει είναι ουτοπικά, και ακριβώς αυτή η επίγνωση υπογραμμίζει την τραγικότητα της ποίησης που εν συνόλω –αν και με μόλις 25 ποιήματα–, ήδη μας παραδίδει :

Τὸ ἐντὸς τοῦ χρόνου ἄχρονο στὸ σήμερα,
μία ἀφήγησι συνισταμένη∙
ὅ,τι θελήσαμε ἐξ ἀρχῆς μιὰ χίμαιρα:
τὸ ἀβέβαιο ποὺ βέβαιο προβαίνει…

ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

Κώστας Κουτσουρέλης: Μορφή και προφορικότητα

κολοτούρου
Σοφία Κολοτούρου, 
Η τρίτη γενιά, 
Τυπωθήτω 2015

Έως πρόσφατα ακόμη, οι κριτικογραφούντες γύρω από την ελληνική ποίηση συνήθιζαν να μας την αρμαθιάζουν σε γενιές ή δεκαετίες: πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μεταπολεμική γενιά, και πάει λέγοντας. Σήμερα μου φαίνεται ότι και αυτοί οι ληξίαρχοι της ποίησής μας σαν να ’χουν βουβαθεί. Για τη γενιά του 2000 όλο και κάτι πρόλαβα ν’ ακούσω, για τη γενιά του 2010 ωστόσο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, τίποτα.

Ευτυχώς, θα πρόσθετα. Διότι η ελληνική ποίηση σήμερα είναι αδύνατο να ταξινομηθεί με βάση την ηλικία των πρωταγωνιστών ή δευτεραγωνιστών ή τριταγωνιστών της. Αν έχουμε έναν τρόπο να την βάλουμε σε μια σειρά, ώστε να την καταλάβουμε καλύτερα, αυτόν τον τρόπο πρέπει να τον αναζητήσουμε στα θέματα και τη μορφή των ίδιων των ποιημάτων. Με βάση αυτές τις κατηγορίες, τη θεματική και τη μορφική, μπορούμε μέσα στο ασύντακτο πλήθος να διακρίνουμε σαφή μεμονωμένα χαρακτηριστικά, διαγενεακές ομάδες, ρεύματα, φυλές ποιητικές με μεταξύ τους συγγένειες όχι αμελητέες.

Η Σοφία Κολοτούρου όπως όλοι μας ανήκει κι αυτή σε μερικές απ’ αυτές τις φυλές, συγγενεύει με ομοτέχνους της και διακρίνεται από άλλους με βάση τα θεματικά και μορφικά γνωρίσματα της δουλειάς της. Μορφικά, λ.χ., είναι προφανές, η Σ.Κ. είναι νεοφορμαλίστρια, μετέχει σε εκείνο το ρεύμα της ελληνικής ποίησης (κατά τη γνώμη μου το μόνο των τελευταίων δεκαετιών που συνεισέφερε κάτι καινούργιο), το οποίο πρεσβεύει τη δημιουργική επιστροφή στον έμμετρο στίχο και την αναγέννηση των αυστηρών μορφών.

Η Σ.Κ. γράφει πάνω στο στροφικό ομοιοκατάληκτο σύστημα, συνήθως το τετράστιχο, αλλά έχει δοκιμάσει και φόρμες όπως το σονέτο, η μπαλάντα ή το επωδικό ποίημα που προσομοιάζει με τραγούδι. Είναι αξιοσημείωτη δε η ικανότητά της να ξεδιπλώνει τα θέματά της κρατώντας τη ρίμα της άλλοτε ανεπαίσθητη εντελώς, όπως τη θέλει ο αφηγηματικός στίχος, κι άλλοτε –σπανιότερα– εντυπωτική, σχεδόν φανταιζίστικη, όπως ο λυρισμός το έχει κάποτε ανάγκη.

Θεματικά, η Σ.Κ. είναι ποιήτρια «περιστασιακή», με την έννοια που έδωσε στον πολύχυμο αυτόν όρο ο Γκαίτε. Δεν γράφει από τον αέρα, aus der Luft, όπως έλεγε ο μεγάλος Βαϊμαρινός, αλλά πατώντας γερά στο έδαφος των πραγμάτων, ιδιωτικών και δημόσιων. Το ιδεώδες της προγραμματικής, θεματικά αδέσμευτης, «απόλυτης» ή «καθαρής» ποίησης κάποιων ρομαντικών,  των συμβολιστών και πολλών νεωτερικών ποιητών, δεν είναι δική της υπόθεση. Άλλωστε αυτού του είδους η ποίηση, λόγω ακριβώς της αποστειρωμένης καθαρότητας και της αυτοαναφορικότητάς της, έχει τόσο πολύ ξεπέσει στις μέρες μας, ώστε να προκαλεί στον κακοπαθημένο αναγνώστη έκπληξη κάθε φορά που πιάνει στα χέρια του ένα ποίημα που ασχολείται με κάτι απτό, συγκεκριμένο, και όχι, για μια ακόμη φορά, με τις «λέξεις», τη «γλώσσα», τη «σιωπή» ή, φυσικά, την ίδια την… ποίηση. Η Σ.Κ. γράφει όταν έχει κάτι να πει – και το λέει με τη μεγαλύτερη δυνατή ευθύτητα, χωρίς γρίφους, χωρίς πόζες, χωρίς μορφασμούς. Και επειδή αυτά που την παρακινούν να γράψει είναι ποικίλα, από την πολιτική και κοινωνική μας ζωή ώς τις μυχιότερες προσωπικές και εξομολογητικές της στιγμές, εξίσου ποικίλη (και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα) είναι η θεματογραφία της.

Ειδολογικά, η Σ.Κ. είναι ποιήτρια συγχρόνως λυρική και αφηγηματική. Τα ιαμβικά ποιήματά της έχουν μια ρυθμική αμεσότητα που τα φέρνουν πολύ κοντά στο τραγούδι. Έχουν άλλωστε μελοποιηθεί κάποια. Σε κάθε περίπτωση, έχουν έντονο το ακροαματικό στοιχείο, είναι φτιαγμένα για να διαβάζονται δυνατά, για ν’ ακούγονται. Στο σημείο αυτό θα ανοίξω μια παρένθεση, γιατί νομίζω παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όταν η νεώτερη ποίηση πέρασε από τον έμμετρο, ομοιοκατάληκτο στίχο στον ελεύθερο, οι δημιουργοί της έχω την εντύπωση ότι δεν συνειδητοποίησαν τις συνέπειες του τολμήματός τους εκείνου. Ενθουσιασμένοι από την πρωτόγνωρη ελευθερία που κέρδισαν να διατάσσουν τις λέξεις κατά το δοκούν, χωρίς να λογοδοτούν σε καμιά δοσμένη από τα πριν φόρμα, δεν αντιλήφθηκαν ότι το νέο τους κέρδος έφερνε μαζί του και απώλειες σημαντικές. Η σημαντικότερη ήταν η έκπτωση αυτής ακριβώς της ακουστικής, ακροαματικής διάστασης του λόγου. Το τυπικό μοντέρνο ποίημα είναι γραμμένο για να διαβάζεται σιωπηρά, όχι για να απαγγέλλεται. Ήδη λόγω του σκοτεινού, ερμητικού του περιεχομένου, πρέπει κανείς να το διαβάσει πολλές φορές για να το καταλάβει. Δεν γίνεται να αποστηθιστεί, και αν το πετύχει κανείς ξεχνιέται εύκολα, του λείπει εκείνη η ρυθμική δομή που διευκολύνει την απομνημόνευση. Το κυριότερο: το μοντέρνο ποίημα δεν τέρπει συνήθως παρά μόνο μέσω του νοήματος και της εικονοπλασίας του, η καθαρά ρυθμική-μελωδική απόλαυση που μας προσφέρει το δημοτικό τραγούδι ή ο Ερωτόκριτος λ.χ, έργα που είναι σε θέση να τέρψουν το μικρό παιδί όσο και τον ενήλικα, τον φανατικό φιλαναγνώστη όσο και τον ολιγογράμματο, τον άνθρωπο που δεν έχει σχέση με τα βιβλία και τα γραψίματα εντατική, αυτή η ρυθμική, μελωδική διάσταση του ποιήματος στην μοντέρνα ελευθερόστιχη ποίηση έχει χαθεί. Γιατί; Γιατί από το ελευθερόστιχο ποίημα λείπει το στοιχείο της τακτής επανάληψης, της επαναφοράς ενός μοτίβου ή ενός σκοπού που αιχμαλωτίζει την ακοή και την εθίζει. Ο ελεύθερος στίχος, επειδή είναι ατομική υπόθεση του καθενός ποιητή, δεν διαπαιδαγωγεί, δεν καλλιεργεί μορφικά τον αναγνώστη, δεν τον παρακινεί να επιστρέψει σ’ ένα είδος ποιήματος ή να αναζητήσει άλλα παρόμοια, κάθε φορά ξεκινάει κανείς από την αρχή.

Αντιθέτως, όταν διαβάζουμε μια μπαλάντα της Σ.Κ. πρώτη φορά, μπορεί να μην γνωρίζουμε το περιεχόμενό της, όμως μας είναι οικεία, διότι έχουμε ξαναδιαβάσει μπαλάντες και γνωρίζουμε τη μορφή.  Και αντιστρόφως: ξεκινώντας από μια μπαλάντα της Κολοτούρου μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα και να χαρούμε περισσότερο μια μπαλάντα του Καρυωτάκη ή του Μπρεχτ ή του Φρανσουά Βιγιόν. Η παράδοση από μόνη της, η συνέχεια δηλαδή των μορφών και των ειδών, δημιουργεί το κοινό της.

Να γιατί λοιπόν, σε αντίθεση με την παραδοσιακή ποίηση, η σύγχρονη, η μοντέρνα ποίηση δυσκολεύεται τόσο πολύ να βρει ένα κοινό, και έχει εγκλωβιστεί δυστυχώς στις μέρες μας στα τείχη μιας φανατικής μεν αλλά και πολύ μικρής συντεχνίας. Οι πρώτοι εισαγωγείς του ελεύθερου στίχου, είναι αλήθεια, πίστευαν ειλικρινά ότι με τον τρόπο αυτόν ο λόγος θα γίνει πιο φυσικός, η ποίηση λιγότερο τεχνητή, πιο καθημερινή και πιο άμεση. Δεν κατανόησαν όμως ότι αυτό που φαντάζει τεχνητό, η αυστηρή μορφή, το μέτρο, η ομοιοκαταληξία, είναι όπως η μελωδία στο τραγούδι – συστατικό οργανικό και απαραίτητο, σχεδόν εκ των ων ουκ άνευ. Γιατί ποιος θα άκουγε τραγούδια χωρίς μελωδία; Το αποτέλεσμα ήταν ότι μαζί με τον έμμετρο στίχο και τις αυστηρές μορφές, η σύγχρονη ποίηση απεμπόλησε δυστυχώς και τους στενότερους δεσμούς τους με το μεγάλο ακροατήριο.

Αυτή την εσωτερική σχέση μεταξύ ελεύθερου στίχου και απώλειας του κοινού την αποτύπωσε εύστοχα σε μια της παρατήρηση μια σπουδαία Ουρουγουανή ποιήτρια του προηγούμενου αιώνα, η Ιδέα Βιλαρίνιο: «Λέω πως ο ελεύθερος στίχος υπήρξε μάστιγα καθώς, υπό το πρόσχημα ενός στίχου ‘ελεύθερου’, κόσμος και κοσμάκης που δεν ήταν ποιητές έγραψαν χιλιόμετρα ολόκληρα τεμαχισμένης πρόζας, η οποία, μαζί με άλλα είδη πτώχευσης που επέφερε, οδήγησε στην απώλεια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης. Δεν σημαίνει πως υποτιμώ την ποίηση της καθημερινότητας, κι εγώ έχω γράψει καθημερινή ποίηση. Ποτέ όμως ελεύθερο στίχο.»

Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο εδώ. Ο ρυθμός, το μέτρο, η ρίμα δεν είναι εξωτερικά στολίδια του λόγου. Υπάρχει ένας εσωτερικός μετρονόμος μέσα σε κάθε γλώσσα, μια προ του νοήματος, για να το πω έτσι, εμπειρία της γλώσσας. Η γλώσσα έχει ύλη, είναι ακρόαμα, ρυθμικό σύνολο, μας τέρπει προτού καν την καταλάβουμε. Μάλιστα αυτός ο ρυθμός είναι τόσο παρών, τόσο ισχυρός μέσα στη γλώσσα ώστε μας επιβάλλεται χωρίς καν να χρειαστεί να τον ακούσουμε, λειτουργεί μέσα μας όταν διαβάζουμε ή γράφουμε νοερά. Τα ποιήματα της Σ.Κ. είναι νομίζω μια λαμπρή απόδειξη γι’ αυτήν, τη ρυθμική, δύναμη της γλώσσας. Γραμμένα από άνθρωπο που δεν μπορεί να ακούσει, έχουν μελωδικότητα και ακουστικότητα πολύ πιο δουλεμένη και λεπταίσθητη από τα έργα των περισσότερων ομοτέχνων της σήμερα. Κι αυτό γιατί η γλωσσική καλλιέργεια της Σ.Κ. είναι βαθιά, η σχέση της με την ελληνική τόσο μύχια και πολύρριζη, ώστε στα ποιήματά της είναι σε θέση να ακούει καθαρά πράγματα που στ’ αυτιά ακόμη και σημαντικών ομοτέχνων της μένουν πολλές φορές ανήκουστα.

Κλείνω την παρένθεση. Είπα προηγουμένως ότι η Κολοτούρου είναι ποιήτρια αφηγηματική. Της αρέσει να διηγείται ιστορίες. Ιστορίες φανταστικές όπως αυτή του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη ή βιωμένες, από τα παιδικά και σχολικά της χρόνια. Επίσης, η Σ.Κ. δεν αποστέργει τους τρόπους της σάτιρας και όπως ήδη είπα την πολιτική θεματολογία.  Τα αναφέρω όλα αυτά δίπλα δίπλα, διότι το τραγούδι, η αφήγηση, η σάτιρα και ο δημόσιος λόγος είναι ακριβώς εκείνα τα πράγματα που μας έλειψαν τις τελευταίες δεκαετίες του όψιμου μοντερνισμού. Με τον θερμό, ιδεαλιστικό ουμανισμό που διαποτίζει τα ποίηματά της προσωπικά έχω τις δυσκολίες μου. Βρίσκω ότι η ποιήτρια Κολοτούρου αγαπά τους ανθρώπους περισσότερο απ’ όσο τους αξίζει. Και για τον λόγο αυτό αγανακτεί ίσως περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε με την αθλιότητά τους ή προσδοκά από εκείνους πράγματα που δεν μπορούν να της δώσουν.  Ωστόσο, δεν μπορώ να μην πω ότι το να ασχολείται κανείς ως ποιητής στην Αθήνα του 2015, την Ελλάδα της κρίσης και της παρακμής, με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την αναπηρία, την αδικία είναι σαν να ανοίγει στην ποίησή μας ένα παράθυρο στον δροσερό αέρα, σαν να γκρεμίζει τα τείχη του ναρκισσισμού και της εγωπάθειας στα οποία έχει αυτοεγκλειστεί, αλίμονο, η αγοραφοβική μας συντεχνία. Ακόμη δε περισσότερα όταν αυτή του η ενασχόληση δεν μένει μόνο στα λόγια, έστω κι αν είναι τόσο δραστικά και ποιητικά όσο στην περίπτωση της Σ.Κ., αλλά τα συνοδεύει και με πράξεις, και έργα. Για την ακτιβίστρια Κολοτούρου που έχει κάνει σκοπό της ζωής της την αρωγή των μη ακουόντων, και που με τη δράση της εξέθεσε στο φως για πρώτη φορά και με μεγάλο προσωπικό κόστος, ένα ολόκληρο παρακύκλωμα εκμεταλλευτών και εμπόρων του ανθρώπινου πόνου, μια συντεχνία αναπηροπατέρων εφάμιλλη με τις άλλες συντεχνίες που λυμαίνονται τον συλλογικό μας βίο, δεν είναι εδώ η ώρα και η στιγμή να μιλήσουμε. Όμως αυτή η Κολοτούρου και η ποιήτρια είναι το ίδιο πρόσωπο, κι αυτό λέει πολλά.

Ξαναγυρίζω στην ποίηση για να καταλήξω μ’ αυτήν. Εκφραστικά, η Σ.Κ. έχει τις ρίζες της στον Μεσοπόλεμο. Το κλίμα, και το ήθος των ποιητών εκείνης της εποχής, του Κοτζιούλα, του Καββαδία, του Σκαρίμπα, του Φιλύρα χαρακτηρίζει και τους δικούς της στίχους. Και στο ποίημά της «Μείζονες και ελάσσονες» που περιλαμβάνεται στην Τρίτη γενιά τούς απευθύνει ένα θαυμάσιο εγκώμιο.

Την ποίηση αγαπώ, των ελασσόνων
κι η ποιητική κοινότητα το ξέρει.
Γυμνάσματα επιλέγω, του Σεφέρη,
– αθάνατα σαν έπη των αιώνων.
Μεθάω με τις μπαλάντες του Βιγιόν.

Μες τον Φιλύρα ψάχνω, παραφρόνων
–της σύφιλης– τις σκέψεις. Μου προσφέρει
γαλήνη σ’ ουρανό το πεφταστέρι
στου Γκάτσου τα τραγούδια –οψίμων χρόνων–
κι εύρος ο Καββαδίας, των θαλασσών.

Τον Μάη στη Χαλκίδα ίχνη απογόνων
Σκαρίμπα αναζητώ το μεσημέρι.
Μες την Πεντέλη βρίσκω, καλοκαίρι,
σημάδια του Κοτζιούλα σ’ επιγόνων
σπαράγματα – του βίου κρυφών ωρών.

Κι απ’ άλλους; Κάτι λίγα, ήπιων τόνων –
που πνέει του μεσοπόλεμου τ’ αγέρι,
τo Λόγο καλλιεργώντας άξιο χέρι.
Στη δίνη τους βυθίστηκαν, των πόνων,
ματώσαν τις σελίδες των γραπτών.

Και ψάχνω μες τους στίχους τους και μόνον,
των φίλων που ’χουν τόσο υποφέρει,
τη μέθεξη που η ποίηση θα μου φέρει.
Οι ελάσσονές μου είναι, των συγχρόνων
–που μείζονες τους λέω– των ποιητών.

Όσοι θυμόσαστε τη Χαμηλή φωνή, την ανθολογία εκείνων των ποιητών που φρόντισε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, καταλαβαίνετε ίσως τι εννοώ με τη λέξη ήθος. Ήθος είναι  τρόπος με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο, εδώ αυτή η τρυφερή και συνάμα κριτική ματιά του ελληνικού αστικού Μεσοπολέμου. Η ματιά του ανθρώπου της πόλης που προσπαθεί να χαράξει τον δρόμο του μέσα από χίλιους δυο περισπασμούς και βιοτικές αβεβαιότητες και συνάμα να βρει το δικό του, εντελώς προσωπικό στοιχείο μέσα στην μαζική κλίμακα που τον περιβάλλει. Σε αντίθεση με τον ποιητή της φύσης, έναν Ελύτη λ.χ. ή έναν Σικελιανό, που βλέπει τον εαυτό του τμήμα αναπόσπαστο του κόσμου, και ταυτίζεται μ’ αυτόν κάθε φορά που τον υμνεί, ο ποιητής της πόλης έχει πάντοτε συναίσθηση της ατομικότητας, δηλαδή της μοναξιάς του. Λες και το άστυ είναι για όλους μας μαζί πατρίδα και ξενιτιά, και εκεί που αναγνωρίζουμε το σπίτι μας σ’ αυτό, να χρειάζεται να πάρουμε και κριτικές αποστάσεις. Η Σ.Κ. λοιπόν με τον ήθος του αστικού ποιητή, αυτή τη ματιά, που την πρωτοσυναντήσαμε στον Μεσοπόλεμο, την αναδέχεται και τη στρέφει παραπέρα, τη στρέφει στα καθέκαστα της σημερινής ζωής. Εμφανής είναι και η συγγένειά της, η εξοικείωσή της με τον αστικό λυρισμό που καλλιεργούν στα ποιήματά της σημερινοί σπουδαίοι ποιητές, κυρίως αυτοί του Τριωδίου, ο Δ. Καψάλης, ο Γ. Κοροπούλης και ο Η. Λάγιος που είναι και οι αμεσότεροί της πρόγονοι.

Με όλα αυτά που είπα ήδη θα καταλάβατε ότι, ευτυχώς για όλους μας, η Σ.Κ. Κολοτούρου δεν ανήκει στο ποιητικό mainstream. Στέκει παράμερα. Ευτυχώς γι’ αυτήν και για μας, επαναλαμβάνω! Γιατί έτσι, διατηρεί όχι μόνο την ανεξαρτησία, αλλά και την ειλικρίνειά της. Όπου συχνάζουν οι πολλοί, εκεί καραδοκεί και ο κομφορμισμός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προνομιακός χώρος για τη Σ.Κ. όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε όχι τόσο το τυπωμένο χαρτί με τα βιβλία και τα περιοδικά του, άλλωστε αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο ποιητικό που βγάζει, αλλά το ίντερνετ. Στο μεταξύ, υπάρχει μια ολόκληρη φουρνιά πλέον νέων ποιητών που, απαλλαγμένοι από τις τελετές και τις συνήθειες της ποιητικής συντεχνίας, έχουν γίνει γνωστοί κυρίως μέσα από τις διαδικτυακές τους δημοσιεύσεις. Ο Δ. Σολδάτος, ο Θ. Βολκώφ, ο Κ. Σφενδουράκης, ο Γ. Μπελεσιώτης είναι τέτοιοι ποιητές, της εποχής του διαδικτύου. Και προσέξτε: αυτός που γράφει για το ίντερνετ γράφει διαφορετικά από εκείνον που γράφει για το χαρτί. Ο λόγος σ’ αυτό το μέσο πρέπει να είναι άμεσος, δραστικός, ακαριαίος για να πιάσει. Η σκοτεινότητα και οι σχολαστικοί διακειμενισμοί για τον αναγνώστη του μέσου αυτού είναι αντικίνητρο, μόνο ό,τι έχει δραστικότητα και αμεσότητα προφορική μπορεί να του αιχμαλωτίσει την προσοχή.

Προσωπικά πιστεύω πως το μέλλον της ποίησης βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτή τη νέα προφορικότητα και στις ευκαιρίες που διανοίγει το διαδίκτυο. Και πως, αντί να θρηνούμε για αυτά που χάνονται μαζί με την κουλτούρα του εντύπου που βρίσκεται σε αποδρομή (και ασφαλώς χάνονται πολλά και σημαντικά…), οι ποιητές θα ήταν προτιμότερο να κοιτάξουμε να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες που οι νέες συνθήκες μάς προσφέρουν. Η ποίηση, ας μη το ξεχνάμε, βλάστησε, άνθησε και καρποφόρησε ήδη σε καιρούς που δεν ήξεραν τα βιβλία. Στην ανάγκη (κι αυτό δεν είναι ευχή, αλλά διαπίστωση), μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτά.

Ομιλία εκφωνημένη κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 30.10.2015