Ειρήνη Καραγιαννίδου, Επτά ποιήματα

*

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

κάνουν τον θάνατο παιχνιδι τους
Παίζουν συνηθως κλέφτες κι αστυνόμους, παριστάνουν
τον γιατρό,
φυτεύουνε στα χώματα σταυρούς, ανάβουν στρακαστρούκες

γιατί δεν ξέρουν πως αυτός ζητιάνος καθε μέρα
γίνεται
Παιρνει ό,τι του προσφέρεις
Μια μαύρη γατα φαίνεται στην στροφή
Τώρα η μακριά γαϊδούρα, περνά με δεκανίκια.

~.~

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ

Θα γεννηθεί και φέτος ο μικρός Χριστός
αλλ’ οχι όπως στους αιώνες των αιώνων γίνεται
στην φάτνη της Βηθλεέμ
Οι μάγοι και οι βοσκοί
με την σοφία των ονείρων που εξηγούνε τις βουλές
μονάχα ξέρουν πού
μα δεν το λένε μήτε στον εαυτό τους
Αυτό το βρέφος να σωθεί τουλάχιστον
δυο τρεις αποστολές για να τελειώσει
κρυφά, με δίχως συνοδεία, και διχως κανενός την συμπαρασταση
Η μάνα του θα πάει να ξεγεννήσει μακριά
Σε φυλλωσιές καλύβια
Να συναχτούν από την ζούγκλα
φίδια και σκορπιοί, ανήμερα θηρία,
πράσινες ιγκουάνες, τέρατα πολλά
Ούτε ένα άστρο να μην πέσει εδώ στο μαξιλάρι.

~.~

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ

Κυριακή δεύτερη του άπιστου
απλώνει η Μάρθα το καλό τραπεζομάντηλο
λευκό και κεντητό
Στην μέση του τοποθετεί λουλούδια
Ύστερα ανάβει λύχνους στην σειρά
Του δείπνου ο απόδειπνος αρχιζει

Όλοι το ξέρουμε τις Κυριακές
λωρίδες κόβουνε οι άνθρωποι τα μάτια
Στον πολυέλαιο τα κρεμούν
Αχνίζουν στο τραπέζι χυλοπίτες
Το τώρα τούς απασχολεί
Ύστερα αστειεύονται για το μετά χορτάτοι
όταν απόθεμα δεν θα ‘χουν τίποτα ζεστό
όλο και κάτι θα βρεθεί
κάτω απ’ το φως ανάποδα
ν’ αχνίζει

και συνεχίζουνε να μπήγουν τα πιρούνια.

~.~

ΜΑΚΑΡΙΖΕΤΕ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ

τους ευκολόπιστους
των οποίων η φωνή ουδέποτε ακούγεται
ήχος που ίσως σας θυμίζει
το φτερούγισμα του κρίνου,
τους ονειροπαρμούς εκείνης
σαν θάμπωναν τα υγρα της μάτια και γέμιζε
τα αυτιά με μελωδίες
κι όλο κοντά του έτρεχε
με ένα δάχτυλο βρεγμένο στο νερό
το άλλο δάχτυλο στη γλώσσα
τη δίψα να δροσίσει
Η καλή καρδιά πάντα ανοιχτοχέρα
Πρώτη Δέχεται το πρωτοβρόχι.

Πέρασε ο καιρός του κόσμου τούτου
κι είναι η Ιερουσαλήμ γη της ξηρασίας

Να μην σπέρνετε στον δρόμο
Τα πουλιά τρώνε τον σπόρο
 Αχ καημένη μου Μαρία
Όλοι καρτερούν το χαίρε

Ούτε σε πετρώδη εδάφη
Καίγεται η σπορά απ’ τον ήλιο.

~.~

ΤΙ ΛΕΝΕ ΑΥΤΟΙ

μονάχα ο έρωτας
Άφθαρτος του νου, της καρδιας ατσάλι
διαπερνά την καταχνιά, τ’ άγρια τα σκότη
ζει και βασιλεύει.

Το μαχαίρι, σκέφτομαι
καμιά φορά σκοτώνει
όχι μόνο το κορμί
μα και την ψυχή του ανθρώπου
κι ύστερα όπως είθισται
στρέφεται στον εαυτό του
στομώνει και πεθαίνει
σαν το προχθεσινό ρομάντζο
Τελειώνει σε μια χούφτα κλειστή
Κλάψαν οι αλιγάτορες, κλάψανε
(σε κείνο το ποτάμι)
Κοίταγαν κι εγέρθηκαν οι συνδαιτημόνες
Πέτρο, Ιάκωβε, Θωμά
δύσκολο το κήρυγμα
μα πιότερο η πίστη
γι’ αυτούς τα δίχτυα που παράτησαν
και αλιείς γινήκαν τρωκτικών
να ’χει να τους χρωστά η οικουμένη.

~.~

ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ

σε μια γωνιά κρυμμένο
έχει θαφτεί το οικογενειακό νοσοκομείο
που στην μικρή κορνίζα φιγουράρει
Τι μακρινός φαντάζεις, ξένος
Μονάδα εντατικής παρακολούθησης
Πέρασαν χρονια τρία
Πέρασαν κι οι γιατροί ή δεν περάσανε
Η κατάσταση του ασθενούς κρίσιμη είναι,
μήνες αναμένεται ο θάνατός του
κι αυτή η Άνοιξη
κι αυτό το καλοκαίρι
και πάει λεγοντας ή
καπως ετσι
και τελικά το βράδυ ήρθε
καρδιακό επεισόδιο το είπαν
κι αυτό ήταν όλο
Άδειο το σπίτι, τα παπουτσια σου, εκείνο το κουράγιο
ένας μικρός σταυρός
ανάμεσο φανέλα και πουκάμισο
Βάζεις το κεφάλι σου στο στέρνο πάνω, προχωράς κι η ιστορία
εξελίσσεται,
τρίχες δηλαδή.

~.~

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Όσο κι αν σ΄ το εύχεται ο καθένας
ν’ αργήσει να ’ρθει η στιγμή
ξέρεις που κάποτε θα ’ρθει το τσούρμο σου
όλοι οι νεκροί
θα βγούνε απ’ τα μνημούρια
αναστημένοι απ’ τα γραπτά σου
με σκουλαρίκια στα αυτιά, γαρύφαλλα στο πέτο, μαντήλια
χαρωπά γύρω από τον λαιμό τους
ώς ν’ ακουστούν βιολιά, κλαρίνα, ούτια
μες στο παράξενο το νεκρογιόρτι – σαν λες
βουβοί γυρνούν στα βάσανά τους·

γιατί στο βάθος της γραφής
δεν σε έχουνε καμια αναγκη, ξέρουνε
όμως να σ΄το δείχνουν
Μιλάνε πάντα σιγανά
για να νομίζουμε όλοι εμείς
πως η φωνή τους δεν θα ακουστεί και
δεν ανακατεύονται ποτέ στις προστριβές των άλλων
Σπάνια εκκλησιάζονται, μα ξέρουν να μας πείθουν
πως πάνε ολοχρονίς στην εκκλησια

Οι πεθαμένοι δεν κυκλοφορουν ποτέ
στους διαδρόμους του ειρηνοδικείου
αφού εν ειρήνη πάντα ζουν, τα δίκια τους δεν χάνουν
Καμιά φορά καμώνονται πως λένε κάποια προσευχή
και τρών κι εκτός της Κυριακής
αρνάκι με πατάτες.

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ