Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας.

«Ο μεγάλος 19ος αιώνας», όπως τον ονόμασε πρόσφατα από το σημείο αυτό ο Τόμας Μαν, ο υποβιβασμός και η λοιδορία του οποίου ανήκει στις πιο ανόητες συνήθειες του σύγχρονου λογοτεχνικού σιναφιού, όπως το έθεσε, του οποίου τα ρομαντικά χαρακτηριστικά προτιμά να σκιαγραφεί στην εικόνα του, εκείνα που συγκεντρώνονται σήμερα για να δημιουργήσουν ενώπιόν μας μια «ιδιοφυή μετατροπή της επιστήμης», δηλαδή με τη βοήθεια της διαίσθησης, της ενόρασης, της ενσυναίσθησης, μια διαδικασία που «φέρνει ανθρώπινη ευτυχία». Ο μεγάλος 19ος αιώνας, όπως αναφωνεί ο Χόχε, ο τακτικός καθηγητής της Ψυχιατρικής στο Φράιμπουργκ, με το ακριβώς αντίθετο νόημα, δηλαδή ακριβώς εναντίον της διαίσθησης, της ενόρασης, της ενσυναίσθησης και με εξορκισμό κατά αυτής της «ιδιοφυούς μετατροπής» των ορθολογικών κλάδων, την οποία θεωρεί ως την παρακμή της επιστήμης. Πάντως, πρέπει να το αναφέρομε αυτό, ο αιώνας του οποίου οι στάνταρτ έννοιες τελειώνουν μπροστά στα μάτια μας με οξύ τρόπο την ιστορική τους αποστολή: η έννοια της εξέλιξης, που έχει εκδιωχθεί από τη Ζωολογία και την Εμβρυολογία, έχει αντικατασταθεί από άλλες αρχές στην Ψυχολογία, στις επιστήμες της τέχνης, στην ιστορία των συμβόλων, στη Μυθολογία, έχει απομακρυνθεί ως Όλον από το αίσθημα του Είναι της εποχής, απλώς και μόνο για να διατηρείται, στην πολιτική νομενκλατούρα, σε μια περιορισμένη προπαγανδιστική ζωή υπό το όνομα της προόδου· η άλλη έννοια, που την έχει προσφέρει ως θυσία του Ισαάκ ο γηραιός πατριάρχης από την αγαπημένη του φυλή, τη Βιολογία, ως θυσία όμως που έγινε και δεν την εμπόδισε κάποιος άγγελος: η έννοια της ατομικότητας, κληρονομιά της αριστοτελικής εποχής, φορέας της μετα-αριστοτελικής σκέψης, κοινωνικό επίκεντρο της ιδέας του Διαφωτισμού, ως νικητής στις μάχες του Δαρβινισμού στολισμένος με τα κρανία όλων των ζώων για τρόπαια, το ελεύθερο Εγώ, το ορειβατικό ιδεώδες της προτεσταντικής κατεύθυνσης της πίστης, η αυτόχθονη βούληση, ο παγκόσμιος Λόγος που βαδίζει όρθιος: η έννοια αυτή ναρκοθετημένη από τον κολλεκτιβισμό, να έχει επιστραφεί από την Ψυχανάλυση και τις γειτονικές της επιστήμες στο Ασυνείδητο και να έχει συρρικνωθεί στη λίμπιντο.

Στη συνάφεια τούτη, μια ερώτηση πρέπει να θέσομε τώρα στον 19ο αιώνα, καθώς βέβαια ο προορισμός μας θα έπρεπε να είναι υπηρετούμε αυτόν και την εποχή μας: με ωρολογιακή ακρίβεια, ποια ήταν λοιπόν η εποχή του; Ήταν, βέβαια, ασφαλώς ο αιώνας των επιστημών, της Φυσικής, αφιερωμένος στους νόμους, στους φυσικούς νόμους, στις κατηγορίες. Ήταν τα σφιγμένα χείλη, το άτεγκτο, ιδού λοιπόν που βρίσκονται τέτοια σφιγμένα χείλη και λένε τα ακόλουθα πέρα από τα όριά τους: «Χώρος και χρόνος! Μόλις είχε γίνει η Γεωμετρία ένα αξιωματικό σύστημα, η φύση είχε υποταχθεί με ευκλείδειους τύπους, και ο Καντ περάτωσε αιωνόβιους συλλογισμούς για πάντα και αποφασιστικά. Τριάντα χρόνια διάρκεσε η αλήθεια αυτή. Το ανθρώπινο πνεύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, ιδιαίτατα ο προοδευτικός 19ος αιώνας, βρήκε ότι σε μια ευθεία είναι δυνατές περισσότερες παράλληλοι, μη ευκλείδειες εξισώσεις, σφαιρική Γεωμετρία. Τέσσερις δεκαετίες διάρκεσε η αλήθεια αυτή. Έκτοτε πια μιλούν μόνο για ‘ορισμούς ένταξης’ [Zuordnungsdefinitionen], ο χώρος και ο χρόνος είναι συστήματα αναφοράς μεταξύ στερεών σωμάτων, η περίφημη και αληθινά μεγάλη θεωρία. Αλλά ήδη φαίνεται ανεπίτρεπτο να εντάξομε τον χώρο στο φυσικά μικρό, στο άτομο, για την Κβαντομηχανική δεν ισχύει η αιτιακή θεωρία του χώρου. Υπάρχει, ωστόσο, η δικαιολογημένη ελπίδα ότι το ανθρώπινο πνεύμα που δεν ησυχάζει ποτέ θα ανακαλύψει και πάλι σε συντομότατο διάστημα και για το ζήτημα τούτο καθολικής ισχύος και διαρκείς, αν και κάπως πολύπλοκους τύπους, έτσι ώστε προσεχώς και στην κατεύθυνση τούτη ένα ικανοποιητικό και αρμονικό αποτέλεσμα της σκέψης να στεφανώσει την εργασία του ερευνητή, εάν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει κανείς μια κάπως αλληγορική και ιδεαλιστική έκφραση».

Και δίπλα σ’ αυτόν στέκεται ο άτεγκτος ερευνητής της καταγωγής, ο μεγάλος διαμορφωτής της εποχής, και παρουσιάζεται με τα ακόλουθα λόγια: ο άνθρωπος, η δαρβινιστική σκουριά της καταγωγής, το έμβρυο των πρωτευόντων θηλαστικών που έφθασε στην γενετήσια ωριμότητα, ο νηπιακός πίθηκος με ταραγμένη εσωτερική έκκριση, σήμερα βρίσκεται εδώ ως η υψηλή δύναμη της ανατολής της δημιουργίας. Στην αρχή ήταν ο ευρωπαιοειδής. Ο Aurignac, ο πρόγονός του, που εμφανίστηκε, κατά τα φαινόμενα χωρίς μεσολάβηση, στην τέταρτη περίοδο των παγετώνων εδώθε από τα Ουράλια, είχε τη φανερή πυραμίδα του πηγουνιού, το τόξο του μετώπου που έχει αρχίσει ήδη να ψηλώνει, κανένα ίχνος από φουσκωμένα φρύδια, τα καθαρά σχηματισμένα ογκώδη χαρακτηριστικά του μετώπου – ένα πρωταρχικά ανθρώπινο κρανίο, ενώ ο νεώτερος Νεάντερταλ, ο rameau bestialisé της γαλλικής Παλαιοντολογίας κινείται προς την κατεύθυνση του πίθηκου. Ο homo sapiens είναι ο πρωτόγονος. Βασική μορφή (υδρόβιο) – λευκός άνθρωπος – πίθηκος – λεμούριοι (ημιπίθηκοι Μακί), είναι η νέα κλίμακα, «όσο λιγότερα έχει χάσει ο πίθηκος από τον πρωταρχικό τύπο, τόσο περισσότερο όμοιος με άνθρωπο φαίνεται», λέει κατά λέξη, το ζώο με εγκέφαλο είναι η παλαιότερη και παντοδύναμη μορφή. Ακριβώς από το αντίθετο της εξέλιξης δημιουργούνται, λοιπόν, τα είδη, δηλαδή με απόσχιση, μείωση του πρωταρχικού χαρακτήρα του είδους, βήματα έξω από τον δρόμο. Αποχώρηση, όχι επιλογή· πτώση, όχι ανατροφή. Καθώς από την Αρχή [Prinzip] της εξέλιξης αφαιρέθηκε η κοσμική [kosmische] της θεωρία, μια από τις περιφημότερες έννοιες της νεότερης σκέψης, μια από τις πιο φορτισμένες συγκινησιακά θέσεις του σύγχρονου αισθήματος, μια από τις θεμελιωδέστερες παραστάσεις του μετά την αρχαιότητα ανθρώπου μπήκε στο περιθώριο από τον ίδιο κλάδο που υπήρξε ο πρωτοπόρος τους.

Σε ποια ώρα, λοιπόν, άρχισε στις περιπτώσεις αυτές η αποστολή η οποία κάλεσε τον καλλιτέχνη; Σε ποιον θα έπρεπε να δανείσει τις δυνάμεις του, στον Aurignac ή στον Νεάντερταλ, στις εξελικτικές ή στις στάσιμες τάσεις, να πάρει από την εξέλιξη ή να περιμένει μέχρι να αρχίσει η αποχώρηση; Να αναπτύξει την ευκλείδεια ή τη σφαιρική Γεωμετρία, τη σχέση ή το απριόρι; Όταν, όμως, πια κλονίζεται ολότελα, όπως σήμερα, η βάση του επιστημονικού και άρα του σύγχρονου κοσμοειδώλου εν γένει, όταν απειλείται ο νόμος της δύναμης και της ύλης από τις βιταμίνες και τους καταλύτες, όταν η εξελικτική Μηχανική εξαναγκάζεται σε πολύ αμέθοδες τελολογικές απόψεις, σε νόμους διπλής ασφάλισης και συνεργητικές αρχές, όταν δείχνει άλματα ο ίδιος ο νόμος της αιτιότητας, με μια λέξη, οι «απογοητευμένες» διαθέσεις, όπως ονομάστηκαν το χειμώνα του 1885-86 από τον Ένγκαντιν της Ελβετίας, όταν οι φυσικοί νόμοι αποκαλύπτουν με σχεδόν πανικόβλητο τρόπο μέχρι ποιο βάθος όλα ήταν θέμα διάθεσης, τότε πού πρέπει να βρεθεί ο ποιητής, πρέπει να μελετήσει πρώτα κάθε νέα βούλα του επιστημονικού τάγματος, να διαπιστώσει τι προμηθεύει αυτή τη σαιζόν η haute couture, ευκλείδεια σχέδια ή μη αιτιακά dessous, ή εκπληρώνει κιόλας το αξίωμά του, αν εναρμονιστεί με το γενικό πανδαιμόνιο για το μεγαλείο της εποχής και τις ανέσεις του πολιτισμού;

Ο ποιητής και η εποχή του, η προσφιλής διατύπωση – πόση αθωότητα, πόση επίπεδη ασφάλεια σε περιοχές, στις οποίες είναι όλα αμφίβολα! Διότι, τι είναι η εποχή, μιλά αυτή με μας, μιλούμε εμείς μ’ αυτήν, πώς λέγεται, δίδει η ίδια το όνομα στον εαυτό της, όπως κάνει ο κούκος, ή ονοματίζει αργότερα τους νεοσσούς που μεγάλωσαν σε ξένες φωλιές; Από πού προέρχεται η διαμόρφωσή της, ποιος συνοδεύει τη μεταμόρφωσή της, πρέπει να έχει πράγματι το ρόλο αυτόν ο ποιητής ως προπαγανδιστής για τη μεσαία τάξη της; Πίσω από τούτα, όμως, βρίσκεται το ακόμη δυσκολότερο ερώτημα; Το καλλιτεχνικό μεγαλείο είναι καθόλου ιστορικά αποτελεσματικό, παρεμβαίνει στη διαδικασία του γίγνεσθαι; Παρενέβη ο Νίτσε; Με τη μικρή ομάδα λογοτεχνών που αναζητά σ’ αυτόν παραθέματα; Ο Γκαίτε; Ο Μιχαήλ-Άγγελος; Ο κάθε κοντοτιέρος, ο κάθε αυλικός ραδιούργος θα ήταν ως προς τις δυνατότητες και τις επιτυχίες ανώτερός τους. Μήπως ο καλλιτέχνης είναι ίσως απριόρι ιστορικά αναποτελεσματικός, ψυχικά καθαρώς φαινομενικός, δεν πρέπει ίσως να τον αποσπάσει κανείς από όλες τις ιστορικές κατηγορίες, από την εξουσία και την εξέλιξή της, το κοινωνικό και το ιατροδικαστικό πεδίο, τις έννοιες της ανάπτυξης και της προόδου ως μια καθαρά φυσιοκρατική παραστατική μέθοδο, από μια σφαίρα καθαρά εμπειρική, προφανή, μη διαλεκτική, μιαν αιτιότητα περιπτωσιολογική;

Με μια λέξη: τι συμβαίνει με την ιστορική διαδικασία, μπορεί η ίδια, μπορεί κάποιος να απαιτήσει γι’ αυτήν να την υπηρετεί η τέχνη ή η γνώση; Περιέχει οποιεσδήποτε εξωεμπειρικές έννοιες, διαδικασίες με χαρακτήρα μη περιπτωσιολογικό, εκφράσεις με επενέργεια άλλη παρά αθροιστική, οποιονδήποτε μύθο, οποιαδήποτε υπέρβαση; Τι είναι τούτο μπροστά στα μάτια μας, ποιο πανάρχαιο παρόν, ποιες εντάσεις που από την χρήση μας φαίνονται κιόλας μηχανικές, ποιο πήγαινε-έλα, από τη μια, της φυσικοεπιστημονικής και, από την άλλη, της οικονομικής αλήθειας: η οικονομική θεωρία η οποία στήριζε τη νέα κοινωνία, κλονίζεται* μια θεωρία σαν πολλές άλλες, απόρροια της παλιάς θεωρίας του κεφαλαίου-μισθού, για την αγροτική οικονομία a limine μη έγκυρη, ο νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης επίσης μια αβάσιμη προοπτική. Διαμάχη. Οι μονομανείς του υλισμού γίνονται οι ηλίθιοι της πραγματικότητας. Οι φανατικοί μιας καθαρής υπόθεσης, οι μαστιγούμενοι μιας ακραία υπερβολικής ψιλής θεωρίας αποκτούν την επιθετικότητα των αρτιοδάκτυλων της αρένας εναντίον όλων όσα αντιλαμβάνονται από την εγελιανή ιδέα της διαλεκτικής προοδευτικής κίνησης της ιστορίας, την οποία αποδέχονται οι ίδιοι, εκείνα που θα μπορούσε να ξεπερνά τους ίδιους. Αγώνας για τις ιδεολογίες εκείνων που τους επιτίθενται και εκείνων που τις συντηρούν. Μεταφορική καυχησιά άλλοτε από τα δεξιά, άλλοτε από τα αριστερά. Ουτοπική οίηση μια ανατολικά, μια δυτικά. Αντίθετη στη γνώση διαμόρφωση εννοιών άλλοτε από τη δύναμη και άλλοτε από την αδυναμία. Το όλον της ιστορίας αποκτά, άλλωστε, σιγά-σιγά και από μακριά τον χαρακτήρα μιας κλασικής περίπτωσης μαζικών πτώσεων, παραδείγματος χάριν ο Αλέξανδρος, μια σύμπτωση οδήγησε τον χωλό στο Πεντζάμπ, τύχη στη μάχη, ευκαιρία ανάπαυσης· παραδείγματος χάριν ο Τζέγκις Χαν: ιππικοί λαοί, διατροφή, γάλα φοράδας και αίμα αλόγου από τα άλογα, από το Γκόμπι μέχρι το Λήγκνιτς, η σημαία με τις νέες ουρές των Γιακ από το Καράκορουμ μέχρι τον Έλβα: Κινέζοι, Ινδοί, Τουρκμένοι, Πολωνοί διαμελισμένοι πέντε εκατομμύρια, ύστερα από κυριαρχία εκατό ετών λύγισαν, διαλύθηκαν, τελείωσαν… Τυπική ιστορική διαδικασία: χωρίς κίνητρα, και παράλογη. Μια κλασική περίπτωση του αποσπασματικού: ένα κίνητρο Ανατολή, ένας μύθος Μεσόγειος, κατανικά τον Νιαγάρα, για να πνιγεί στη μπανιέρα, φωνάζει η αναγκαιότητα και απαντά η σύμπτωση· μεταβαίνει σ’ εκείνον που είναι η σειρά του: ο Κωνσταντίνος, όταν πηγαίνει στον πόλεμο, καρφώνει στα χαλινάρια του τα καρφιά από τον Σταυρό του αρχηγού της ειρήνης, και τον βοηθά να νικήσει.

Τούτα ως προς την ιστορία και την εποχή γενικώς. Αν κοιτάξομε τώρα το παρόν από το οποίο θα πρέπει, λένε, να αποχωρήσει ο ποιητής, καθώς δεν είναι πια, λένε, δεδομένες οι κοινωνικές του προϋποθέσεις, την ειδική μας ώρα, τη μέρα τούτη με την ιδεατή της απαίτηση για μιαν επικαιρότητα ρυθμισμένη για ημερήσια διακοπή, τον χρήσιμό της συγγραφέα με τις εύλογες απόψεις για όλους, δυνατότητα εμπειρίας με δημόσιους πόρους, προφητεία, ρηχότητα γύρω από χαμογελαστά οστά* αν κοιτάξομε για μια στιγμή την ευρύτατη ιστορική έννοια που βρίσκεται πίσω από το περιβάλλον όλων αυτών των μορφωμάτων: του πολιτισμού, της επιστήμης, της επαγωγής, της εποχής του Βάκωνα, του ατσάλινου αιώνα, της χρηστικότητας, της ελευθεριότητας, αν κοιτάξομε για μια στιγμή εκείνο που θεωρείται συνοπτικά ως Διαφωτισμός, εκείνο τον χωρισμό της σκέψης που ξεκινά στον δωδέκατο αιώνα, έναν αιώνα των φαντασμάτων, της ανησυχίας, του φόβου, της αμφιβολίας και της προσδοκίας του Αντίχριστου, τον χωρισμό, λοιπόν –που ολοκληρώνεται έπειτα δυσκίνητα και σε μεγάλη έκταση– της σκέψης από εκείνο που ο ορθολογισμός μεροληπτικά και a tergo στιγμάτισε ως σχολαστική ορθοδοξία, γνωστικισμό, ανθρωπομορφισμό, δεισιδαιμονία και φετιχισμό, αυτός ο Διαφωτισμός που πάνω από μισή χιλιετία τρεφόταν από το να κοιτάζει περιφρονητικά και αφ’ υψηλού, από τη σκοπιά του ασφαλούς και αδέσμευτου πνεύματος, μια δύναμη η οποία στο κάτω-κάτω με τη βοήθεια των δικών της Πατέρων της εκκλησίας και των μοναχών κατέκτησαν με την εργασία – με την οικονομική όπως και με την αγροτική σημασία – για πρώτη φορά στην ιστορία των φυλών έναν ανθρώπινο, πολιτιστικό, ηθικό χαρακτήρα· έχτισε πόλεις και κήπους, δημιούργησε χειροτεχνίες και συντεχνίες, έδωσε με τις παραγγελίες για τους οίκους του Θεού το πρώτο έναυσμα για το καλλιτεχνικό επάγγελμα, την καμπάνα της εκκλησίας, το εκκλησιαστικό όργανο και τον γοτθικό καθεδρικό ναό· απέναντι σε μια παράδοση, η οποία επέτρεπε τον φόνο των παιδιών και δεν καταδίκαζε την ανατροφή των ορφανών για την πορνεία, ίδρυε άσυλα για έκθετα παιδιά και νοσοκομεία, άρχισε να ιδρύει ξενώνες και νοσηλευτήρια· ζητούσε συμπόνια για την αναπηρία, επινόησε για πρώτη φορά γύρω από το μέτωπο της λύπης μια λάμψη του φωτοστέφανου της αγιότητας και μυστηριώδους θέλγητρου και με τον τρόπο αυτόν άγγιξε πεδία του συναισθήματος τα οποία ουδέποτε είχαν προσεγγίσει τα μεγαλειώδη συστήματα της αρχαιότητας – αυτός ο Διαφωτισμός, που ήλθε τώρα ως οριστική και πεπερασμένη δημιουργία, η οποία άρχισε με το να πείθει το καθαρό και απελευθερωμένο πνεύμα πως έφτασε στην ώριμη ηλικία της σκέψης του και με το να παροτρύνει με τη φιλοσοφία της θετικής εμπειρίας και με τη βοήθεια και πάλι ενός νόμου, του νόμου των τριών σταδίων προς την αντίληψη, ότι η τελευταία οριστική και παγκόσμια εποχή έχει αρχίσει τώρα με τις φυσικές επιστήμες, είναι «ένας αναγκαίος και αναπότρεπτος νόμος» (Κοντ), «πως είναι ένα εντελώς παράλογο και μάταιο εγχείρημα να ερευνά κανείς για πρώτα αίτια και έσχατους στόχους» (Κοντ), αντί γι’ αυτό όμως υμνούσε μιαν ύπαρξη «όσο το δυνατόν ελεύθερη από πόνο και όσο το δυνατόν πλούσια σε απολαύσεις κατά την ποιότητα και την ποσότητα συγχρόνως» (Μιλλ)· και που έληξε ο Διαφωτισμός με το να αποκαλούν οι σημερινοί του αξιοσέβαστοι κορυφαίοι, κορυφαίοι από την universitas litterarum, την ορμή για καθολικότητα και ολότητα – μια ορμή που είναι ωστόσο στοιχειωδώς τεκμηριωμένη από μια μακρά ιστορία όπως εκείνη των Πανεπιστημίων – «ένα λογικό παιχνίδι για την ικανοποίηση αυτιστικών ηδονών»· για τον καλλιτέχνη και τη δημιουργική ιδιοφυΐα δεν βρίσκουν σε ένα συλλογικό έργο για τον άνθρωπο παρά μόνο τις ακόλουθες τρεις προτάσεις: «Καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, που φυσικά ανακαλύπτεται ως επί το πλείστον εκτός σχολείου, υπάρχει συχνά. Πολλές φορές υφίστανται συγχρόνως περισσότερες καταβολές, καλή νοημοσύνη, ικανότητα για σχέδιο, ζωγραφική κτλ. Συχνά επαφίεται έπειτα στη σύμπτωση ποια καταβολή θα αναπτυχθεί για το επάγγελμα και για περαιτέρω καλλιέργεια»· σχετικά με τη γενεαλογία της εσωτερικής ζωής, με αφορμή το ζήτημα της ανδρικής ανικανότητας, αναφέρουν τους ακόλουθους ψυχοφυσικούς συσχετισμούς: «Στους νοήμονες ασθενείς πρέπει να υποδεικνύεται να κάνουν μια πιο πνευματική ζωή, δηλαδή ενασχόληση με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία, πιο απλοί άνθρωποι βρίσκουν συχνά παρηγοριά στη θρησκεία ή σε κάποιο χόμπι» – τότε, εν όψει του ότι αυτό είναι το φρέσκο ξύλο, το άλας των εγκεφάλων, μπορεί μάλλον να πει κανείς ότι ο επιστημονισμός, στον οποίο τελειώνει μπροστά στα μάτια μας ο Διαφωτισμός, δεν είναι επίσης παρά μόνο ένα νέο σύστημα δογματισμού, ορθοδοξίας, Σχολαστικής, φετιχισμού, απλώς και μόνο με άλλα σύμβολα, χωρίς παρηγοριά.

Ότι το να υπηρετεί το σύστημα αυτό ή να προετοιμάζει τον δρόμο γι’ αυτό, δεν μπορεί ποτέ να είναι η αποστολή και η κλήση του μεγάλου άντρα, του ποιητή, ότι αντιθέτως το μεγαλείο του έγκειται ακριβώς στο ότι δεν βρίσκει κοινωνικές προϋποθέσεις, ότι υφίσταται ένα χάσμα, ότι ο ίδιος σημαίνει το χάσμα απέναντι στο ‘τσαϊλι’ αυτό του πολιτισμού, τύπους που δεν είναι πια ικανοί για ουσιαστική έκφραση, αναλυτικά πλανεμένες ψυχές, ηδονιστικά γεννητικά όργανα, καταφυγή στη νεύρωση: happy end. Ότι ο ποιητής τα αφήνει όλα τούτα πίσω του, ότι σπρώχνει την προοπτική της καταγωγής και της ευθύνης του παραπέρα μέχρις εκεί, όπου χάνονται εντελώς τα λογικά συστήματα, όπου βυθίζεται βαθύτερα σε ένα είδος υπότροπου πυρετού και πρόωρου τοκετού προς τα μέσα, προς χαμηλότερες περιοχές, μέχρις ότου φθάσει σ’ εκείνες τις σφαίρες για τις οποίες ο διασημότερος και αρμοδιότερος ερευνητής των νοητικών και κοινωνιολογικών συσχετισμών, ο Λεβύ-Μπρύλ, λέει τα ακόλουθα: «Η λογική σκέψη, η οποία επιδιώκει να πραγματοποιείται με καθαρές έννοιες και μέσω της έλλογης οργανώσεως των εννοιών αυτών, δεν έχει την ίδια έκταση που έχει η νοοτροπία η οποία έβρισκε την έκφρασή της σε προηγούμενους παραστατικούς τρόπους» και: «δεν προσφέρει κάτι ισοδύναμο για τα στοιχεία που κατήργησε», και: «ο λογικός τρόπος της σκέψης ουδέποτε μπορεί να είναι ο γενικός κληρονόμος της προλογικής νοοτροπίας», και: «Συγκρινόμενη με την άγνοια, τουλάχιστον με τη συνειδητή άγνοια, η γνώση είναι αναμφίβολα κάτοχος του αντικειμένου της. Αλλά συγκρινόμενη με τη συμμετοχή, την οποία πραγματοποιεί η προλογική νοοτροπία, η κατοχή τούτη είναι πάντοτε μόνο ατελής, ανεπαρκής και κατά κάποιον τρόπο εξωτερική», διότι: «αυτή είναι βαθύτερη και προέρχεται από πιο μακριά», και: «η ψυχή ποθεί κάτι βαθύτερο από τη γνώση, κάτι βαθύτερο που της δίδει ολότητα και ολοκλήρωση» – άρα μέχρι εκείνες τις σφαίρες, όπου βρίσκονται μέσα στην ολότητα πανάρχαιες οι Σφίγγες, όπου η σκέψη δεν πέφτει πια από τον ουρανό αιώνια ως προσευχητάρι για τους πλατωνικούς και τους φυσικούς, τους υπερβατικούς και τους ρεαλιστές, ούτε ως υποθετική πρόταση για τους βιολόγους ή ως αόριστος για τους μυθιστοριογράφους, αλλά μπαίνει στον σκοτεινό κύκλο των οργανικών ενδιαφερόντων, των μονοφθαλμιών της καταγωγής, των πολυφημιών της Δημιουργίας. Όπου η σκέψη έχει ύπαρξη ως ρύθμιση των ορμών και ένταση του φυτικού συστήματος, αδιακρίτως στη δράση του με αιμομιξία και πολυανδρία και φθόγγους ανάμειξης· όπου έχει τον νατουραλιστικό χαρακτήρα της θάλασσας: ορισμένα ρεύματα, ορισμένες ποσότητες αλατιού, αλλά πάνω από τα νερά πάντοτε τον εταστικό Θεό· κατά κάποιον τρόπο οριστικοποιημένο, αλλά πάντοτε αμφίσημο, απριόρι, αλλά πάντοτε δίσημο, όπου είναι το κύμα, όπου είναι η θάλασσα, έχει την πραγματικότητα της θάλασσας, αλλά είναι η θάλασσα μια αλήθεια – όχι, είναι ένα όνειρο.

Ποιος ονειρεύεται το όνειρο; – Το Εγώ είναι μια όψιμη διάθεση της φύσης και μάλιστα μια φευγαλέα, το μέσα και το έξω χωρίστηκαν μόλις αργά και για ορισμένα σπανίως ελεγχόμενα στρώματα ούτε καν ακριβώς: ένας ασθενής χειρουργείται στο κρανίο, στη νάρκωση εξαφανίζεται μαζί με τον πόνο συγχρόνως και η συνείδηση του Εγώ, αλλά αισθάνεται τη ‘σμίλη’ στο κρανίο του και φωνάζει: εμπρός! Το Εγώ δεν ανήκει στα καταπληκτικά σαφή και πρωταρχικά γεγονότα με τα οποία ξεκίνησε η ανθρωπότητα, ανήκει στις εξαρτημένες πραγματικότητες που έχουν ιστορία, προστίθεται στις άλλες, εμφανίζεται εντός ενός προηγουμένου, η ανάλυση του οποίου πηγαίνει πέρα από κάθε παράσταση εξελίξεως, και το οποίο ωθεί σε μια παράσταση αυθόρμητων εναυσμάτων και μιας ορισμένης περιοδικότητας παρά την ταυτότητα του ψυχικού Είναι. Τελείως έκτακτες εμπειρίες της τελευταίας εποχής: το βασικό απόθεμα της Ψυχής φιλτράρει ταυτότητες μέσα από όλες τις φυλές και από όλες τις εποχές. Καμιά «μετανάστευση του συμβόλου», καμιά θεωρία της διάδοσης ή ανάλυση της μετάδοσης δεν το επεξηγεί αυτό. Καθαρόαιμοι νέγροι των Νότιων Πολιτειών των ΗΠΑ που ερευνήθηκαν με ανάλυση των ονείρων τους, παρήγαγαν μοτίβα από την ελληνική Μυθολογία. Ο Γιουνγκ περιγράφει έναν ψυχασθενή, ο οποίος εξέφερε ας πούμε κατά λέξιν μια μακρά συμβολική αφήγηση, η οποία βρέθηκε σε έναν πάπυρο που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά μερικά χρόνια αργότερα. Διαμόρφωση – αναδρομική διαμόρφωση. Όταν η ψυχή αναπτύσσεται, διαμορφώνεται – προς τα κάτω. Δαιμονική η γνώση τούτη, δεν υπάρχει θέση για μελαγχολία, ο Αχέρων πλημμύρισε τον Όλυμπο, ο Γάγγης κινείται κατά την Βιττεμβέργη. Το Εγώ, ελευθερωμένο από τον καταναγκασμό, σε αποδόμηση των λειτουργιών, καθαρό Εγώ, στην πυρκαγιά του πρωινού, αναίτιο, απριόρι της εμπειρίας, αγγίζει προς τα πίσω, «την πίσω χειρολαβή που βεβηλώνει τον Ναό», πίσω από το πέπλο της Μάγια: το εν και παν.

Το Εγώ είναι μια όψιμη διάθεση της φύσης. Εδώ όμως προσεγγίζουν συμπλέγματα χωρίς ωφέλεια και χωρίς ιστορία, βαθιά μηδενιστικά στην ένταση μιας σκοτεινής ηδονής. Τώρα από την εποχή με όλες τις χονδροειδείς ορμές των εξουσιών, την Ψυχολογία της ευκαιρίας σαν στέφανο εξ ακανθών στους κροτάφους, ανάμεσα σε κορωνίδες της Δημιουργίας οι οποίες προμηθεύουν τη βιομηχανία, ανθρωπιστικά ιδεώδη μέχρι την καταναγκαστική νεύρωση, σεξουαλικές επιχειρήσεις σαν να ήταν μόνο με μαντόνες – μέσα στα βάσανά του, το Εγώ κατεδαφίζει την εποχή, με τα δάκρυά του καλεί την παλιά πλημμύρα, γνέφει στο στόμα που ζει από τα χέρια, πιάνει το μαχαίρι και χορεύει στην κόψη του, εξορκίζει τα μικτά όντα που γεννήθηκαν από τον Τάρταρο-: πίσω, ω λέξη: κάποτε οργιαστική κραυγή στα πέρατα· κατέβα κάτω, ω Εγώ, για να συνουσιασθείς με το Σύμπαν, μέσα μου, ω ορδή των αφορισμένων: οράματα, μέθη, φυλή του πρωινού.

Έκσταση, γλυκιά, που φέρνει η απόσταση· φωνή, εντελώς σκοτεινή, που τραγουδά για τις Μητέρες. Τώρα φαίνεται ο κόσμος πιο παρήγορος απ’ όσο σκέφτηκε η μέρα, τώρα φαίνονται πάνω του τα πολλά και το ένα συμφυρμένα, χωρίς βάρος. Φαίνεται ένα κόκκινο φτερό, ένα φτερό αετού, που φτερουγίζει σαν σημαία πάνω από το φυτό μεσκάλ. Ένα φτερό αετού και τον πυροσβέστη με σκυμμένο κεφάλι στην αμερικάνικη στέπα. Στη σκηνή υπάρχει κόκκινο χώμα, στην είσοδο καύσιμο ξύλο, τώρα κουνά ο αρχηγός το πανί, στο οποίο βρίσκεται ο χυμός από μανιτάρια, τώρα μιμείται με μια κοκάλινη πίπα την κραυγή του αετού που έρχεται από μεγάλο ύψος. Τώρα πολλοί αετοί, απλωμένοι, κάθε φτερό μια δικιά του ζωγραφιά, το ωραιότερο θέαμα! Τώρα στο μπράτσο κάποιου που βροντά την κολοκύθα, έναν μικρόσωμο γαλαζοσκούφη που μόλις έχει καθίσει μπροστά στον Θεό που έφτιαξε τη Γη. Θαυμαστά πράγματα, όλη τη νύχτα, οράματα μέχρι το πρωί, όργια αφιέρωσης, συναισθήματα κοινότητας – λατρεία του πεγιότ από τους Αράπαχος.

Μια διδασκαλία περνά μέσα από τον κόσμο, πανάρχαια, η θεωρία του αναβρασμού. Στην Ινδία πολύ οικεία, Βράχμα σημαίνει την έκσταση, το φούσκωμα του πνεύματος. Οι πραγματικότητες της χώρας: οι φαρδείς ποταμοί, τα μεγάλα ζώα, οι λιμοί… Να αμυνθείς απέναντί τους αλλιώς, να τα κυριαρχήσεις με τη μαγεία και την άσκηση: όποιος έχει παραισθήσεις διαβλέπει το πραγματικό, όποιος προσεύχεται αποκτά εξουσία πάνω στους θεούς, όποιου τα όνειρα με άνθη δεν ωριμάζουν, αυτός θα δοκιμάσει τον καρπό. Το σύστημα Γιόγκα: πρακτική της εσωστρέφειας, προπαιδευτική της προαιρετικής ακινησίας… Τετρακόσια εκατομμύρια άνθρωποι εδώ και χιλιετίες… Μια ροπή της ψυχής.

Φαίνονται τα χαρακτηριστικά του Εγώ: ο σχιζοφρενής με το βαθύ στρώμα. Ανάμεσα στα τροχιακά τόξα, προλογικά, ο συγκινησιακός στοχασμός· πολλές χιλιετίες, επί πολλές, πολλές χιλιετίες, πολύ, πολύ περισσότερο από την πνευματική μας ιστορία που βασίζεται στην αρχή της αντιφάσεως, η ανθρώπινη φυλή έζησε με τη μαγική αιτιότητα και τη μυστική συμμετοχή.

Ναι, το Εγώ είναι πιο σκοτεινό από όσο σκέφτηκε ο 19ος αιώνας. Όχι, ο εγκέφαλος δεν είναι η μικρή πρακτική εξάσκηση του Διαφωτισμού, για να περιβάλει πολιτιστικά την ύπαρξή του. Ο εγκέφαλος που κρατά τόσες χιλιετίες τη Δημιουργία πάνω από το νερό, κρατιέται αυτός ο ίδιος βαθιά από τις Μητέρες. Η ζωή που κατάγεται από τις αβύσσους, οργανώνεται για ένα διάστημα, για να εξαφανισθεί στην κόλαση, η ζωή θα ανοίξει διάπλατα το ζωώδες στόμα της γι’ αυτές τις ορδές του πολιτισμού, οι οποίες βλέπουν τη θάλασσα σαν παρεντερική διατροφή και τις συστάδες των στρειδιών στον βυθό και τη φωτιά σαν θερμαντική συσκευή της μπύρας κάτω από τους ασβεστόλιθους πλάκες. Επειδή αφήνει τους μικρούς αυτούς καρπούς να πολλαπλασιάζονται, επειδή αφήνει αυτές τις νερομπογιές να ζωγραφίζονται με κηλίδες σπέρματος στους τοίχους από βασάλτη, δεν σημαίνει ότι έχει κιόλας υποκλιθεί στο προσευχητάριο. Θα έρθει η μέρα, όπου τα Monts Pelées θα πνίξουν με τα λάβα τους τις εύφορες αυτές εγκαταστάσεις και οι ωκεανοί θα πλημμυρίσουν χωρίς βρυχηθμό τη λάσπη αυτή της βελτιστοποίησης – ω, ωραία ημέρα της μετάνοιας της φύσης, όταν πάνω σε ένα κομμάτι πάγου δύο ορδές θα αντιπαλεύουν τις θαλάσσιες φώκιες, ω επιστροφή της Δημιουργίας, όταν οι ορδές θα αλείφουν τα χείλη τους και κάτω από μάσκες με αγκυλωτά ράμφη προσφέρουν θυσία υπό τις κραυγές του ζώου-τοτέμ.

Το αρχαϊκά διευρυμένο, υπεραιμικά αποφορτιζόμενο Εγώ, με αυτό φαίνεται να συνδέεται εντελώς η ποιητικότητα. Τι σημαίνει όμως αυτό, τι εκφράζεται με τούτο, τι αποκλείει, από πού προέρχεται; Ένα βήμα στα σκοτεινά, μια θεωρία καθαρού μηδενισμού για όλους, για τους οποίους ο θετικισμός σημαίνει ευτυχία, ευκαιρία και πρόοδο, ένα βήμα πέρα από κάθε ιδεολογία ως λυρική ορμονοποίηση ιστορικών συστημάτων πέρα από κάθε πραγματικότητα ως την κραυγή των συγκρουομένων κβάντων, ένα βήμα από την αθλιότητα του πρόσφυγα προς ένα θεό των ωρών. Τι απομένει ως υπέρβαση μη μεταφορικού γένους, ως πραγματικότητα με παρανοϊκά σύμβολα, Κανόνας της φυσικότητας και ιερογλυφικό από φαντάσματα, η ύλη χωρίς Ιδέα και ωστόσο το μέσον να πιούμε από αυτό τη μαγικότητα-: είναι το σώμα με το αποσπασμένο από την αυθαιρεσία τερραίν του, στο οποίο κατοικούμε με διπλή γλώσσα, με το μόνο κατά τα δύο τρίτα γεννημένο, κατά το εν τρίτο αγέννητο Είναι του, τις στο όνειρο όπως και στο ξύπνιο εξίσου ανεξερεύνητες περιοχές του, βασίλειο των σκιών, από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, χώρα της Στυγίας, στην οποία ορκίζονταν οι θεοί.

Από μακριά βρίσκεται σ’ αυτό ένα όνειρο, ένα ζώο, από μακριά είναι φορτωμένο με μυστήρια, από εκείνους τους πρώιμους λαούς, που έφεραν ακόμη μέσα τους τον πανάρχαιο χρόνο, την πρωταρχή, με το για μας τόσο τελείως ανοίκειο κοσμικό τους συναίσθημα, τις αινιγματικές τους εμπειρίες από προσυνειδητές σφαίρες, στα σώματα των οποίων η εσωτερική συνείδηση ήταν ακόμη ασταθής, οι κατασκευαστικές δυνάμεις του οργανισμού ήταν ακόμη ελεύθερες, δηλ. είχαν ακόμη πρόσβαση στη συνείδηση ως το κέντρο του οργανισμού, ήταν ακόμη κινητό ό,τι σήμερα έχει αποσπασθεί εδώ και πολύ καιρό από την αυθαιρεσία, βιολογικά διαφορετικός τύπος από μας, αρχαϊκή μάζα, πρώιμο στρώμα, που αντιλαμβανόταν στο τοτέμ ακόμη το ζώο με ζεστό τραύμα.

Το σώμα είναι ο έσχατος καταναγκασμός και το βάθος της αναγκαιότητας, φέρει το προαίσθημα, ονειρεύεται το όνειρο. Ο οιδηματικός χαρακτήρας της Δημιουργίας τελείως πρόδηλος: σ’ αυτόν δημιούργησε τα αντίστοιχά της και απαιτεί μέσα στη μέθη τη μορφή. Τα πάντα σχηματίζονται από τα ιερογλυφικά του: ύφος και γνώση, όλα τα δίδει: θάνατο και ηδονή. Συγκεντρώνει το άτομο του υποδεικνύει τα σημεία των χαλαρώσεών του, τη βλάστηση και την έκσταση, για το καθένα από τα δύο βασίλεια μια μέθη και μια διαφυγή. Υπάρχει – και με τούτο τελειώνει η υπεραιμική αυτή θεωρία της ποιητικότητας – μόνο μια Ανάγκη: το σώμα, μόνο μια απόπειρα διάσπασης: τις διογκώσεις, τις φαλλικές και τις κεντρικές, μόνο μια υπέρβαση: η υπέρβαση της σφιγγοειδούς ηδονής.

Υπάρχει μόνο ο μοναχικός και οι εικόνες του, από τότε που δεν λυτρώνει πια μέσα στην πατριά κάποιον Μανιτού. Πέρασε η μυστική συμμετοχή, με την οποία παίρναμε ρουφώντας και σαν ποτό την πραγματικότητα και την αποδίδαμε σε όνειρα και εκστάσεις, αλλά έμεινε αιώνια η ανάμνηση της ολοκλήρωσής της. Μόνο αυτός υπάρχει: σε καταναγκασμούς επανάληψης υπό τον ατομικά επιβεβλημένο νόμο του γίγνεσθαι μέσα στο παιχνίδι της αναγκαιότητας, υπηρετεί το εγκόσμιο αυτό όνειρο. Δεν τον αφορούν οι κοινωνικές του προϋποθέσεις: ανάμεσα σε ανθρώπους είναι αδύνατος ως άνθρωπος, αυτό λέει για τον Ηράκλειτο ο Νίτσε, άρα γέλια για τη ζωή του. Ας μιλούνε άλλοι, ανάμεσα στις γραμμές και χωρίς χάσμα, για πράγματα που έγιναν μόλις αργότερα, ας σκιαγραφούν σχέσεις που είναι περαστικές, ας ζουν από ερωτήματα που γρήγορα διαλύονται, πάντοτε και σε όλες τις εποχές θα επανέρχεται αυτός για τον οποίο όλη η ζωή δεν είναι παρά μια φωνή από το βάθος, ένα παλιό και πρώιμο βάθος, και όλα τα εφήμερα δεν είναι παρά μια παρομοίωση ενός άγνωστου πρωταρχικού βιώματος που αναζητά σ’ αυτόν αναμνήσεις.

Μια σκοτεινή, μια απαραβίαστη μορφή. Το μεγάλο του ζώο οι πετεινοί: «Φωνάζουν και πετούνε με γρήγορο πέταγμα στην πόλη, σε λίγο θα χιονίσει, αλίμονο σ’ αυτόν που θα έχει ακόμη τότε πατρίδα». Κι όταν χιονίζει, αυτός βυθίζεται, τα πάντα τον επιστρέφουν, τα μεσάνυχτα, η μητέρα νύχτα: «ότι δεν μπορεί να τελειώσει, αυτό τον κάνει μεγάλο, και ότι ποτέ δεν αρχίζει αυτό είναι ο κλήρος του· το τραγούδι του περιστρέφεται σαν το στερέωμα των άστρων, η αρχή και το τέλος ολοένα τα ίδια».

ΓΚΟΤΤΦΡΗΝΤ ΜΠΕΝ

«Zur Problematik des Dichterischen», Die neue Rundschau, τ. 41, Απρίλιος 1930, σ. 485-497.
© Για το ελληνικό κείμενο: Κώστας Ανδρουλιδάκης (2023)

 

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Advertisement