*
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σαράντα χρόνια πριν, το 1981, ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες της ηπείρου. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Έλληνα (5.422 δολλ.) ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο, λ.χ., εκείνου του Ισπανού (5.368 δολλ.) και πολύ μεγαλύτερο του Πορτογάλου (3.297 δολλ.). Σήμερα μας έχουν ξεπεράσει όχι μόνο οι Ίβηρες αλλά και όλες σχεδόν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που μας έβλεπαν τότε με τα κυάλια, οι Πολωνοί (1.494 δολλ.) ή οι Ούγγροι (2.206 δολλ.). Η «ευρωπαϊκή Ελλάδα» συμπίπτει με σαράντα χρόνια οικονομικής παρακμής και εκποίησης του εθνικού μας πλούτου.
~.~
Το μωρό που όλο σου χαμογελά, η νεαρή καλλονή που κοκκινίζει στο παραμικρό, το αξιαγάπητο γεροντάκι που σε δεξιώνεται, ο ιδεολόγος που με το πάθος του σε παρασύρει, το σκυλί που σου τρίβεται για χάδια. Η αθωότητα μάς συγκινεί γιατί δεν έχει επίγνωση της δύναμής της – όχι επειδή δεν έχει δύναμη. Για κάποιον λόγο, που έχει να κάνει με τις ψυχολογικές μας ανάγκες, την ιδιοτέλεια την θεωρούμε τέτοια μόνο όταν είναι συνειδητή, εμπρόθετη, σκηνοθετημένη από τη βούληση και τις μηχανές της. Όταν είναι «φυσική», όταν απλώς και μόνο μοιάζει πηγαία, παύουμε να τη θεωρούμε απειλητική και δόλια. Τότε, στον αυθορμητισμό ευχαρίστως παραβλέπουμε την ενδιάθετή του ορμή, παραδιδόμαστε οικειοθελώς και ηδονικά στη γοητεία του, μας αφοπλίζει. Σαγήνην βάλλω, το λέγαν οι παλιοί: ρίχνω δίχτυα.
~.~
Καμιά εκατοστή (100!) εκατομμύρια άνθρωποι, υπολογίζουν οι ιστορικοί, πέθαναν (κυριολεκτικά) της πείνας στην αγγλοκρατούμενη Ινδία την περίοδο 1880-1920, στο απόγειο της αποικιοκρατίας. Υπό το βρετανικό στέμμα, λογαριάζει ο μελετητής Robert C. Allen, μέσα σε ενάμιση αιώνα η ακραία φτώχεια εκτινάχθηκε από το 23% στο 50% και το μέσο προσδόκιμο έπεσε στις αρχές του 20ού αιώνα από τα 26,7 στα 21,9 χρόνια.
Οι λιμοί ήταν πάντοτε χρήσιμο όπλο στη φαρέτρα των Άγγλων. Κάπως έτσι, με πράξεις και παραλείψεις, ξεκλήρισαν την Ιρλανδία στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το νησί από 9 εκατομμύρια απόμεινε με 4. Τότε ήταν που εξαλείφθηκε στην ουσία και η ιρλανδική γλώσσα, με διοικητικές συν τοις άλλοις μεθόδους.
Τα νούμερα έχουν τη σημασία τους, ιδίως κάθε φορά που οι Δυτικοί ανεμίζουν τις Μαύρες Βίβλους με τα (αναμφίλεκτα) εγκλήματα του κομμουνισμού ή του φασισμού. Όλα μαζί τα θύματα του Στάλιν και του Χίτλερ και του Μάο και του Πολ Ποτ, τα άθλα των Εγγλέζων και μόνο στην Ινδία δεν τα συναγωνίζονται. Κάποτε είχε κυκλοφορήσει, και στα ελληνικά νομίζω, μια Μαύρη Βίβλος του Καπιταλισμού. Η σούμα, αν θυμάμαι καλά, ήταν μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι.
Δεν είμαι βέβαιος αν πρέπει να επιρριφθεί γενικώς και αορίστως στην κεφαλαιοκρατία ο υπέρογκος αυτός φόρος αίματος, ή στην ανελέητη μηχανή των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών (και των ΗΠΑ, που τις διαδέχθηκε.) Η ουσία δεν αλλάζει: η Ιστορία της Προόδου, όπως το είχε ψυχανεμιστεί καλά ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, είναι ένα αχανές μαυσωλείο.
~.~
ΜΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑ
Επαναστάτης άρχισα απ’ τον Ρήγα κι απ’ την ΚΝΕ,
τον ήλιο σήκωνα κι εγώ τον κόσμο να φωτίσει,
μετά έγινα εκσυγχρονιστής με φράγκα και κονέ,
τώρα το Σόι προσκυνώ και υμνολογώ τη Δύση.
~.~
Στη διανοητική φυσαλίδα του καιρού μας που αποκλήθηκε «linguistic turn», η ασκημένη ιστορική ματιά μπορεί να διακρίνει καθαρά τον συνήθη σχολαστικισμό της παρακμής. Πίσω απ’ τους γρίφους και τους ακκισμούς, πίσω από τα υπερεννοιολογημένα, κειμενοκεντρικά, δομοαποδομικά τερτίπια, πίσω από την αποθέωση της Αυτής Μεγαλειότητος της «Γλώσσας», μιλάει η πλήρης ακοινωνησία της σκέψης. Το ιδανικό μιας λεκτικής μεταφυσικής τόσο άσπιλης από την ανθρώπινη πράξη όσο η Παρθένος Μαρία από τις ρεύσεις του έρωτα.
~.~
Ώς το 1924 άκουγε στο όνομα Μπριάντσιφκα, οι Μπολσεβίκοι το μετονόμασαν σε Κάρλο-Λίμπνεχτοφσκ, προς τιμήν του Γερμανού επαναστάτη. Σολεντάρ, τουτέστιν Αλατόδωρο, χάρισμα του αλατιού, ονομάστηκε μόλις το 1991 από τα παρακείμενα αλατωρυχεία. Οι κάτοικοί του ήταν καμιά δεκαριά χιλιάδες όλοι κι όλοι, τo 60% ουκρανόφωνοι, το 40% ρωσσόφωνοι. Ποιος ξέρει τι απέγιναν. Στον τόπο τους τώρα φωνή έχουν μόνο οι βόμβες.
~.~
Οι προβλέψεις του ΟΗΕ (World Population Prospects 2022): Το 2100 η Ελλάδα θα κατοικείται από 6,4 εκατομμύρια ανθρώπους, γέροντες στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
~.~
Κάθε καινούργια έκδοση του Καζαντζάκη είναι σαν να φωνάζει απελπισμένα: Κάσδαγλης και πάλι Κάσδαγλης! Και τι δεν έχουμε δει τα τελευταία χρόνια… Εκδόσεις μονοτονικές πνιγμένες στα (καινουργοφτιαγμένα) λάθη, εκδόσεις διανεμόμενες από εφημερίδες όπου ο στοιχειοθέτης δεν ήξερε πού αρχίζει και πού τελειώνει ο δαντικός ενδεκασύλλαβος, εκδόσεις-κοσμικά γεγονότα με φάνσυ γραμματοσειρές, τιτλωνύμια βουστροφηδόν και ράχη άνευ ονόματος συγγραφέως…
Ο Καζαντζάκης είναι ο πιο εμπορικός (παγκοσμίως) Έλληνας συγγραφέας. Τα έσοδα από τα δικαιώματά του τόσες δεκαετίες πρέπει να υπήρξαν τεράστια, για τα δικά μας δεδομένα τουλάχιστον. Τώρα, λίγα χρόνια προτού λήξουν βλέπουμε να πωλούνται σε εκδότη που ουδείς τον συγκαταλέγει στους σημαντικούς της ελληνικής λογοτεχνίας, με λουκουμάκι ένα ανέκδοτο (!) μυθιστόρημα του συγγραφέα, το οποίο προφανώς έμενε ανέκδοτο γι’ αυτή την αγοραπωλησία.
Την ίδια στιγμή, για μια επιστημονική έκδοση απάντων των δημοσιευμένων του ούτε κουβέντα. Πόσο μάλλον των ανέκδοτων ή αθησαύριστων έργων του. Πόσες δεκαετίες πρέπει να περάσουν για να δούμε επιτέλους την καζαντζακική μετάφραση του Φάουστ, που παραμένει δυσπρόσιτη στις σελίδες της Νέας Εστίας και της Καθημερινής ογδόντα χρόνια τώρα; Τι θα γίνει με την αρθρογραφία του Καζαντζάκη, με τις μικρότερες μεταφράσεις, με τις επιστολές, με τις συνεντεύξεις, με τα τεκμήρια του αρχείου;
Ανώφελα ερωτήματα, το ξέρω. Όσο και τούτη η ανώφελη δουλειά του Έλληνα γραφιά.
~.~
Η τελευταία πράξη βρίσκει τον σκηνοθέτη άφαντο, το κοινό κατάκοπο και τους ηθοποιούς να σέρνονται στη σκηνή. Κανείς τους δεν θυμάται τα λόγια του. Σταματούν στη μέση της φράσης και την ξαναπιάνουν από την αρχή χωρίς παύση. Οι κριτικοί κουράστηκαν ν’ αγανακτούν. Απ’ τα πιο ψηλά θεωρεία ώς τα πιο βαθιά καμαρίνια, όλοι ποθούν ένα μόνο, να πέσει επιτέλους η αυλαία. Μόνο στη γαλαρία των ορθίων κάποιοι επιμένουν να χειρονομούν. Αραιά και πού ψελλίζουν ένα αδύναμο «τα λεφτά μας πίσω!», «να βγει ο συγγραφέας έξω» ή κάτι παρόμοιο. Από την πλατεία τούς ακούν και βάζουν τα γέλια.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
*