Louis MacNeice, «Δίδυμος» (Μια άγνωστη μετάφραση του Τάκη Παπατσώνη)

*

Εισαγωγή-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Ο Ιρλανδός (βρετανικής υπηκοότητας) ποιητής (Frederick) Louis MacNeice γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1907. Σπούδασε στην Οξφόρδη Κλασικά Γράμματα και εντάχθηκε στον ποιητικό ‘κύκλο του Ώντεν’ (Ώντεν, Σπέντερ, Ντέϊ-Λιούϊς, Ίσεργουντ). Δίδαξε για ένα διάστημα (1936-1940) κλασική λογοτεχνία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και κολλέγια του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Από το 1941 εργάστηκε για το BBC αρχικά στην συγγραφή και παραγωγή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον ποιητή Ντύλαν Τόμας (τους ένωνε κι αγάπη για το ποτό), και τον γνωστό πανεπιστημιακό αρχαιοελληνιστή Ε. R. Dodds. Ταξίδεψε εκτεταμένα, έδωσε διαλέξεις στις ΗΠΑ, μα και επισκέφθηκε την Βαρκελώνη στην Ισπανία το 1937, προκειμένου να συμπαρασταθεί στους δημοκρατικούς ενάντια στον Φράνκο. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ποιητικές του δημιουργίες είναι τα Autumn Journal, Ten Burnt Offerings, Autumn Sequel,  και Solstices. Εκτός από την ποίηση, που είναι και το σπουδαιότερο τμήμα του έργου του, καλλιέργησε το δοκίμιο, την ταξιδιωτική καθώς και την θεατρική γραφή, όπως επέβαλε και η εργασία του στο BBC. Μετέφρασε τον Φάουστ του Γκαίτε και, έμμετρα, τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Πέθανε το 1963. Διόλου τυχαία τον πρώτο τόμο της ανθολογημένης ποίησής του (Selected Poems of Louis MacNeice) εξέδωσε ο φίλος του Ώντεν έναν χρόνο μετά την εκδημία του, ενώ τον τόμο με το σύνολο ποιητικό του έργο (The Collected Poems Of Louis MacNeice) εξέδωσε το 1967 ο επίσης επιστήθιος φίλος του Ε. Ρ. Ντοντς.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1950 ο Λούϊ Μακνής έρχεται στην Αθήνα για να αναλάβει την διεύθυνση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα για ενάμιση χρόνο. Ταξιδεύει εκτενώς στην χώρα και γνωρίζεται με αρκετούς Έλληνες αλλά και με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Καρπός της ελληνικής του εμπειρίας ήταν και η συλλογή Ten Burnt Offerings, που γράφτηκε μεν στην Ελλάδα, μεταδόθηκε στο BBC το 1951 και εκδόθηκε το 1952. Στην συλλογή αυτή περιλαμβάνεται και το ποίημα «Didymus» που μετέφρασε ο Παπατσώνης και παρουσιάζουμε εδώ σήμερα.

Ο Σεφέρης τον γνωρίζει στην Άγκυρα τον Δεκέμβρη του 1950: «[…]είναι τόσο ντροπαλός άνθρωπος». Σχετίζεται μαζί του και τον συναντά αρκετές φορές στο Λονδίνο και σημειώνει πως σίγουρα δεν είναι ο τύπος που θα ταίριαζε με τον ορμητικό Κατσίμπαλη. Μέσω δε του Μακνής, με αφορμή μία εκπομπή στο BBC, γνωρίζει μια μέρα του Νοέμβρη του 1951 και τον Ντύλαν Τόμας και βρίσκονται να πίνουν μπύρες σε μια παμπ μαζί και με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Ο Σεφέρης μάλιστα διασώζει και την ακόλουθη παρατήρηση του Τόμας: «Ένας ποιητής πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις. Ο Louis μπορεί· εγώ δεν μπορώ». «Μουντό» κι «ασυγκίνητο» τον παρουσιάζει κι ο Κατσίμπαλης στην αλληλογραφία του με τον Σεφέρη: «Γυρίσανε όλο το καλοκαίρι και γνώρισαν σχεδόν όλη την Ελλάδα. Έχω την εντύπωση πως ο τόπος μας κατάφερε να συγκινήσει ακόμα και τον ασυγκίνητον αυτόν άνθρωπο». Εκτίμηση που συμμερίζεται και το ζεύγος Σεφέρη, όπως φαίνεται και από την επισυναπτόμενη απάντηση της Μαρώς στο γράμμα του Κατσίμπαλη: «Ο MacNeice εξαιρετικά θερμός, αυτός ο τόσο κρύος άνθρωπος που ξέρεις». Ο Μακνής πάντως δημοσίευσε και μια σύντομη κριτική παρουσίαση της ποίησης του Σεφέρη, με αφορμή τη μετάφραση του Rex Warner το 1960.

Οι πλέον αξιομνημόνευτες μεταφράσεις ποιημάτων του στα ελληνικά προέρχονται από τους Νίκο Σπάνια, Κλείτο Κύρου και Γιώργο Λυκοτραφίτη. [Διόλου παρέλκον δεν είναι να μνημονεύσει εδώ κανείς και την παράθεση δυο στίχων του Μακνής από τον Στρατή Τσίρκα, στον επίλογο στην Νυχτερίδα (από το ποίημα «The British Museum Reading Room», 1939)]

*

*

Κατά την θητεία του μα και τις περιοδείες και τα ταξίδια του στην Ελλάδα, ο Μακνής γνωρίστηκε και σχετίστηκε με πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Ανάμεσα στους λογοτέχνες που γνώρισε, εικάζω με μεγάλη βεβαιότητα πως ήταν και ο Τ. Παπατσώνης. Και αυτή η γνωριμία πιθανόν αποτέλεσε και το έναυσμα για την συγκεκριμένη μετάφραση. Προς αυτό φαίνεται να συμμαρτυρεί εξάλλου η άμεση και ταχύτατη μεταφραστική ανταπόκριση του Παπατσώνη, αν συλλογιστούμε πως το έργο εκδόθηκε στις αρχές του 1952 και η μετάφραση δημοσιεύεται την άνοιξη του ίδιου έτους. Μια μετάφραση που συνιστά ταυτόχρονα και μία από τις πρωταρχικές αποδόσεις της ποίησης του Μακνής στα ελληνικά.

Όσο ενδιαφέρουσα κι αν υπήρξε αυτή η μοναδική ποιητική συνάντηση των δυο μοντερνιστών –αλλά και παραγνωρισμένων– ποιητών σε αυτή τη μετάφραση, άλλο τόσο απαρατήρητη, σχεδόν ολωσδιόλου αθέατη, πέρασε. Σκοπίμως γράφω αθέατη, καθώς δημοσιεύτηκε σε ένα ολιγόζωο και περιορισμένης αναγνωσιμότητας, παρά τις εξαιρετικές συνεργασίες από σύγχονους ποιητές και κριτικούς που διατρέχουν τις σελίδες του, περιοδικό στην Πάτρα. Το περιοδικό Συμπόσιο εκδόθηκε στην Πάτρα από το εντόπιο παράρτημα του Βρεταννικού Συμβουλίου της Πάτρας, υπό τη διεύθυνση του H. B. Forster, για μόλις τέσσερα τεύχη (1950-1952), και σταμάτησε την έκδοσή του με την αναχώρηση του Βρετανού διευθυντή του.

Κι αν για τον Έλληνα μεταφραστή Τάκη Παπατσώνη, το ποίημα προσέφερε μια εκφραστική στιγμή διασύνδεσης/προσέγγισης του μοντερνισμού με το χριστιανικό συγκείμενο, φαίνεται πως το πρόσωπο του –Άπιστου– Αποστόλου Θωμά, του Δίδυμου, κατατρέχει τον Ιρλανδό από αρκετά νωρίτερα, όπως δείχνει κι ένα ολιγόστιχο ομότιτλο ποίημά του, το 1939. Σε αντίθεση με τον Παπατσώνη, όπου ο Θωμάς απουσιάζει από την ποίησή του, αλλά στις δύο εμφανίσεις του στον πεζό λόγο του παρουσιάζεται με την αίγλη της ψηλαφητής, απτής κι επιβεβαιωμένης χριστιανικής αλήθειας και όχι με την αχλύ της απιστίας/δυσπιστίας. Όλη η συλλογή Ten Burnt Offerings (Δέκα Ολοκαυτώματα, μη ξεχνιόμαστε), όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, έχει αρθρωθεί γύρω από το χριστιανικό πλέγμα της Αναστάσιμης θυσίας και «είναι πλούσια σε αναφορές που εμπνέονται και πηγάζουν από μια μείξη του Πάσχα, ελληνικής καθημερινής ρουτίνας και της βεβαρυμένης μεταπολεμικής ατμόσφαιρας».

Μια τελευταία σημείωση για τον πιθανό σπινθήρα της έμπνευσης αυτού του ποιήματος. Τον Αύγουστο και το φθινόπωρο του 1947, με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ινδίας και του Πακιστάν από την Βρεταννική Αυτοκρατορία, το BBC στέλνει μια ομάδα για να να παρουσιάσει και να περιγράψει την κατάσταση που επικρατούσε τότε εκεί. Μέλος της αποστολής αυτής και ο Λούϊ Μακνής, εκτός του συγκεκριμένου οδοιπορικού, επισκέφθηκε και τον ινδικό νότο, ξεκινώντας από το Μαδράς και το Μαχαμπαλιπουράμ. Το Μαδράς, κι ιδίως ο λόφος του Αγίου Θωμά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έλευση του χριστιανισμού και την υποτιθέμενη παρουσία και το μαρτύριο του Θωμά. Από την άλλη, στον ινδικό νότο γεννιέται και κυριαρχεί η αντίληψη του Σίβα ως κοσμοχαλαστή και αναδημιουργού του σύμπαντος, που ως Ναταράτζα –κύριος του χορού– σέρνει τον κοσμικό του χορό και λατρεύεται παντού σε μικρά και μεγάλα ιερά, παράλληλα με την πασίδηλη και πανταχού παρούσα εικαστική μνεία του λίνγκαμ, του φαλλικού συμβόλου του. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η αρχή ενός άλλου ποιήματός του, εμπνευσμένου από την επίσκεψη στο γειτονικό Μαχαμπαλιπουράμ: All alone from his dark sanctum the lingam fronts, affronts the sea.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

*

*

~.~

 

ΛΟΥΙ ΜΑΚΝΗΣ

 Δ ί δ υ μ ο ς *

Μετάφραση ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΖΩΝΗΣ

Ι

Ἕνα μιλιούνι κοχλάζουσες χύτρες στὸ ἄδυτο τοῦ Χαλαστῆ
ὁ κόσμος εἶναι στὴ βράση του, νυχτερίδες σὲ δύσοσμη σκοτείνια
κάτω ἀπ’ τὴν πυραμίδα ἑνὸς ἑλικόστροφου γλυφτοῦ
ποὺ μπαίνει σφήνα στὸν οὐρανὸ τοῦ χαλασμοῦ. Ἀλλὰ γύρω
στὸ ἄγλυφο σύμβολο, στὸν γαλήνιο, τὸν κάτοχο τοῦ σκοποῦ του,
τὸν ἀδιάφορο φαλλό, οἱ νυχτερίδες σὰ μικρόβια κεντᾶνε
τὰ χτικιάρικά τους ἑλικόγραμμα, μαῦρο σὲ μαῦρο, τυφλὸ σὲ τυφλό,
πάνω καὶ κάτω, βελονιὰ καὶ βελόνα καὶ τσιρίζουν σὰν φύκια
ἁπλωμένα στὴν παραλία τοῦ Ἀπείρου. Ἔξω, τὴν ἴδια ὥρα
ἡ Ἰνδία ὁλάκαιρη τινάζεται κι᾽ αὐτή, χοροπηδάει καὶ κακαρίζει
γύρω ἀπὸ τὸ γρανίτη τοῦ ἄξονά της· τόσο στριγγιὰ ἀλλὰ καὶ μαζὶ
τόσο καρτερικιά, μονόχρωμη κάτω ἀπ᾽ τὰ παρδαλά της τὰ χρώματα,
μονολιθικιὰ κάτω ἀπ᾽ τὰ γλυφτικά της ψευτοπαιχνίδια, βουβὴ κολόνα
ἀπὸ μαυρόλιθο, ὄγκος κρεμαστὸς μὲ τὰ μικροστολίδια του γύρω-γύρω
καπνὸς ἀπὸ φωτιὰν ἀθέατη· ἀλλὰ φωλιάζει φωτιὰ σὰν τὸ κουκουνάρι
στὸ χέρι τοῦ Σίβα γιομᾶτο νοστίμια τὸ ἔμβρυο ὅλων
τῶν ὅσα ὑπάρχουν κι᾽ ὅλων τὸ τέλος, ὁ πυρῆνας ποὺ χωρὶς
νὰ κινεῖται διόλου ἢ νὰ συγκινεῖται, ὅμως στηρίζει τὸ χορό,
μέλη ἀναρίθμητα ποὺ συσπειρωθῆκαν καὶ γίναν ἕνα μαῦρο
κοντύλι καθαρὴ φωτιά. Τριαντάφυλλα καὶ ξύλα σαντάλ,
κόκκινες φτυσιὲς στὸ πλακόστρωτο δάπεδο τοῦ ναοῦ,
πράσινο ξάστραμμα παπαγάλων, κύματα ποὺ σπιθίζουν φωσφορισμούς,
ἐλέφαντες σελλωμένοι μὲ τὶς σαγές τους, ἱεροὶ ταῦροι,
κρυσταλοσκόποι, ὀμφαλοσκόποι, γραμματικοὶ τοῦ δρόμου,
φανταχτεροὶ κουδουνᾶτοι χορευτές, φανταχτεροὶ λεπροί,
χέρια ζητιάνων μὲ κομμένα δάχτυλα καὶ φωνακλάδικα μάτια,
μορφὲς ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη, κι᾽ ἡ κάθε μιὰ κι᾽ ἀπὸ ἕνα τυφλὸ τέλος,
ζωὲς ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη ἰριδισμένες φοῦσκες φτυμένοι ἀφροὶ
ποὺ κάθε στιγμὴ γενηοῦνται καὶ ξαναγενηοῦνται ἀνενόητα,
― ποιὸς εἶναι τοῦτος ποὺ ἔφτασε ἐδῶ ἐναντίον σας; Στὴ λαλιὰ βραδύς,
μὲ ταραγμένα τὰ μάτια καὶ κατραμωμένα τὰ χέρια,
μὲ ἀπονήρευτη τὴ σκέψη, ἔξω ἀπὸ φυλή, ποιὸς εἶναι τοῦτος
ποὺ ἔφτασε ἐδῶ κι᾽ ἔχει γιὰ ὅπλα του ὅλα κι᾽ ὅλα δυὸ ξύλα σταυρωτὰ
γιὰ νὰ φέρει ὕβρη καὶ νὰ ἐξευτελίσει μὲ αὐτὰ μονάχα τὴν φουντωμένη
σὰν τὰ μπάνυαν κραιπάλη τῶν διαλεχτικῶν σας; Μὴν εἶναι μαγεμένο
βασιλόπουλο καὶ στὶς φλέβες του τρέχει γαλάζιο αἷμα; Μὴν εἶναι σοφὸς
ποὺ ἡ ὑδρομαντεία τοῦ μυαλοῦ του θὰ στραγγίξει ὣς μὲ τὴν πιὸ μικρὴ
σταλαγματιὰ στὸ ἀπώτατο ναδίρ; Μὴν εἶναι θεὸς
μὲ ὅπλα περσότερα ἀπὸ τὰ δικά σας, μὲ λόγια περσότερα,
περσότερα σχήματα, περσότερους κόσμους, ἐνσάρκωση ἀκατανίκητη;
Ὄχι· αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄπιστος Θωμᾶς.

 

ΙΙ

Ὅσο παίρνει ἁπλό. Μέσα στοὺς ξεθωριασμένους
καθρέφτες τοῦ ριζόκαμπου καὶ τῆς κοκκοφοινικιᾶς,
στ᾽ ἀσπρόμαυρα γαλιὰ πούχουν οὐρὲς ριπίδια βασιλικά,
κι᾽ ὅσο γι᾽ ἀνθρώπους, ψυχὴ ζῶσα, ἐξὸν κάτι παιδιά,

μικρὸ κι᾽ ἀσφαλισμένο στὴ σιγουριὰ τοῦ ἀσβέστη του
στέκεται ἐκεῖ ἕνα φτωχὸ ἐκκλησάκι, δὲν τούχουν πελεκήσει κροσσοὺς
οὔτε χρυσοποικίλματα, μέσα σὲ ὀνόματα γραμμένα Πορτογαλέζικα
πάνω σὲ σταυροὺς ξύλινους· εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Μικροῦ Βουνοῦ.

Τὸ ἴδιο ἀσβεστοχρισμένη κι᾽ ἐσωτερικὰ ― ὁ θόλος της
ρωμαλέος σὰ θόλος ἀλευροβάρελου. Ἀλλὰ ἀπὸ κάτω
ἀπ᾽ τὸ ἱερὸ κοιμᾶται μιὰ κρύπτη,
ὄχι τόσο κρύπτη, ὅσο σπηλιά,

κι᾽ ἐδῶ λέει ἡ πλάκα, ἐδῶ στὸ Μαδράς,
σὲ καιροὺς ποὺ Μαδρὰς καὶ Μαδέϊρα δὲν ἦταν ἀκόμη
οὔτε στὴ φαντασία ἀκουστά, ἐδῶ χωμένος κρυβόταν ὁ ἅγιος
ποὺ εἶχε κρεμάσει τὴν πίστη του ἀπ᾽ τὰ χέρια του.

Μόνο ἀπ᾽ τὰ δυό του χέρια, ποὺ ἦταν μονάχα δυὸ ―
τί ἐπιχειρήματα θὰ μποροῦσαν νὰ βγάλουν ἐνάντια σὲ Σίβα καὶ Κρίσνα;
ἢ ἐνάντια στὸ λιχούδι θεὸ ἐλέφαντα
μὲ τὴν προβοσκίδα του χωμένη μέσα σὲ μιὰ γαβάθα καντιοζάχαρη;

Ὁ Πέτρος θάβανε ἐμπρὸς ὅλη τὴ μεγαληγορία του κι᾽ ὁ Ἰωάννης
θὰ πρόσταζε ἕνα φίδι νὰ παρατήσει εὐθὺς τὸ σερμπέτι του κι᾽ ὁ Παῦλος
θὰ τοὺς ἀντίτασσε διαλεχτικὰ στὴν κάθε ἀφαίρεσή τους δικιά του ἀφαίρεση.
Ἀλλὰ τοῦτος ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ποῦ καλὰ καλὰ ν᾽ ἀρχίσει;

Μὲ τὰ δυὸ χέρια του καὶ μὲ τὸ σταμνί του γεμισμένο μὲ ἀπιστία
ποὺ δὲ λέει ποτέ του νὰ στεγνώξει, καὶ σὲ ποιούς; σ᾽ αὐτὰ τὰ μαῦρα
καὶ κρυψίβουλα καὶ σαμιαμιθένια μυαλὰ ποὺ ἡ ἀπιστία ἴσα ἴσα
ἦταν ἡ τεχνικὴ ποὺ τὴν ξέραν πολὺ καλά.

Κι᾽ ἔτσι σὰν πέρασε λίγες μέρες στὴ σπηλιά του, κάποτε διανυχτὸς
θὰ ξεπόρτισε, κρυφὰ καὶ φοβισμένα, γιὰ νὰ τραβήξει κατὰ τὸ γιαλὸ
καὶ νὰ σπουδάξει τ᾽ ἀδιάφορα κύματα τοῦ ὠκεανοῦ, ποὺ τὰ καβαλᾶνε
σκυλόψαρα, καὶ γιὰ νὰ ὀνειρευτῆ δίχτυα, ποὺ ἦταν συνήθειό του ἄλλοτε νά
μπαλώνει,

καὶ νὰ συλλογιστῆ κεῖνον τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε σταθῆ καὶ τὸν κρυφόβλεπε
πάνω στὸ μπάλωμα·δὲ θὰ θυμόταν τὴ μορφή του ὕστερ᾽ ἀπὸ τόσον καιρὸ
οὔτε πολλὰ ἀπ᾽ τὰ λόγια του· τὸ μόνο ποὺ θὰ θυμόταν θάταν πὼς
τὴν ὥρα πούπρεπε τὰ δίχτυα του βρεθῆκαν μπαλωμένα,

καὶ ποὺ ἀπὸ κεῖ ξεκίνησε, ἕνα  ξεκίνημα ὅλο ἀπιστία καὶ δισταγμό,
τὰ χέρια του τὰ ψαράδικα πολὺ λίγο ἦταν φτιαγμένα
γιὰ τὰ σχήματα τοῦ ἱεροκήρυκα, ἐνῶ πολὺ πιὸ γρήγορα κι᾽ ὠφέλιμα
θὰ βρίσκαν τὸν προορισμό τους, ἂν τάβαζε νὰ δένουν γεροὺς κόμπους.

Μὰ κεῖ ποὺ μὲ μιά του κίνηση ἔδιωχνε τὰ μυγάκια ποὺ τοῦ θαμπῶναν τὰ μάτια
μετὰ ἀπὸ τόση προσήλωση στοὺς φωσφορισμοὺς τῶν ἀφρῶν τῶν κυμάτων,
πῆγε ὁ νοῦς τοῦ Θωμᾶ στοὺς Ἰνδιάνους βασιλιᾶδες, ποὺ ποτὲ τοὺς δὲν θά
σηκῶναν
ἔτσι τὸ χέρι τους, μιὰ κι᾽ εἶχαν αὐτοὶ στὴν ἐξουσία τους τὰ χέρια

ἀγορασμένα γι᾽ αὐτοὺς μὲ τὴ χιλιάδα, σκλάβους ποὺ τοὺς ριπίζαν
μὲ μυγοδιῶχτες γιγάντια φτερά· καὶ πῆγε ὁ νοῦς τοῦ Θωμᾶ
στοὺς Ἰνδιάνους θεούς, ποὺ προστάζαν καὶ φυτρῶναν
ἀπάνω τους, φτάνει νὰ τόχαν κέφι, χέρια ὅσα χρειαζόνταν.

Καὶ τότες εἶπε μὲ τὸ νοῦ του ―Εἶμαι περήφανος, ἔχω δικά μου
μόνο δυὸ χέρια γιὰ ὅλες τίς δουλειές, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ σταυρό,
τόσα ἀκριβῶς ὅσα ἔχουν κι᾽ οἱ κούληδες· σκοπὸς λοιπὸν τῆς ζωῆς μου
θὰ εἶναι νὰ βοηθάω τούτη τὴν ἔλλειψή τους μὲ τὴ δικιά μου τὴν ἔλλειψη.

Κι᾽ ἐμπρὸς σ᾽ αὐτὴ τὴ θάλασσα πούμοιαζε νᾶναι φεγγαρίσια
ἄδραξε τὰ χέρια του γιὰ νὰ πεισθῆ πὼς ἦταν μόνο δυὸ
καὶ βρίσκοντάς τα στ᾽ ἀλήθεια δυό, ἀλλὰ χέρια γερά,
τ᾽ ἀνασήκωσε τότες ἁπαλά, κι᾽ ἔκανε τὴν προσευχή του.

 

ΙΙΙ

Ὢ ἐμένα ἡ ἀπιστία μου εἶναι θάλασσα πιὸ ταραγμένη ἀπ᾽ αὐτὴν ἐδῶ,
ὤ, ἐμένα τὰ χέρια μου σὰν ψηλαφῶ τὴ νύχτα τρέμουν,
ξέρω πὼς ὅ,τι κι᾽ ἂν ρωτήσω, πάντα ἡ ἀπόκριση θᾶναι Ὄχι,
κεῖνες ἡ γλῶσσες τοῦ πυρὸς σταθῆκαν γιὰ μένα μονάχα πῦρ καὶ διόλου φωτισμός.

Μακάριοι ὅσοι πιστεύουν καὶ δὲν ζητοῦν τὴν ἄδεια νὰ βροῦν καταφυγὴ
στὸ χέρι καὶ στὸ μάτι, γιὰ ὅσους ὅλα τὰ νερὰ εἶναι κρασί, μακάριοι ὅσων
ἡ καρδιά, ὅσο κι᾽ ἂν τοὺς βαραίνει, ἔχει τὸ θάρρος ὅμως νὰ περιμένει
κάποιαν ἀνάληψη στὰ σύννεφα, νά ἕνα δῶρο ποὺ δὲ δόθηκε ποτὲ σὲ μένα.

Ὅπου καὶ νὰ βρεθῶ, δουλειά μου εἶναι νὰ σκαρφαλώνω ριζοβούνια
ποὺ ποτέ τους δὲν εἶναι σωστὰ βουνά· τοῦτος ὁ Ἰνδιάνικος οὐρανὸς
κυρτώθηκε ἀπ᾽ τ᾽ ἀτέλειωτα μουσόνια, κι᾽ εἶμαι τόσο λιγόπιστος ποὺ φοβᾶμαι
πὼς ὅλοι μου οἱ πιστοί, κι᾽ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔργο ποὺ ἔχω ἀφήσει, θὰ ἔχει σὲ λίγο νὰ σβήσει.

Δὲν πιστεύω πὼς μοῦ δόθηκε ποτὲ ἐξουσία νὰ κηρύττω καὶ νὰ γράφω
στ᾽ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δὲν πιστεύω πὼς ἡ ἀπιστία μου μπορεῖ ν᾽ ἀνακαλύψει
ἴχνος ἐλπίδας πὼς ὁ βαρύς μου ὁ ἄθλος θὰ μποροῦσε νὰ φιλοδοξήσει
νὰ κυλήσει ποτὲ τὸ λίθο ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ τάφου τοῦ Ἰνδιάνικου νοῦ.

Ἄπιστος καὶ ξανὰ ἄπιστος· σ᾽ ἕνα φρούριο μακρινό, ποὺ ἀπὸ παντοῦ τὸ ρημᾶξαν
παραταγμένα τὰ παγανὰ τὰ βόλια, ἐγὼ στημένος περιμένω τὸ τέλος
φρουρώντας σὲ αἰώνια βροχή, γιὰ νὰ κηρύττω τὴ βασιλεία τοῦ Φίλου
τοῦ Ἀνθρώπου ― ἀλλὰ νάμεινε τάχα ἀκόμη φίλος καὶ τοῦ Θωμᾶ;

Νάμεινε φίλος, ποὺ ἦταν ἕναν καιρὸ τῆς ζωῆς μου ἡ ἀναγάλια;
Τὴ μνήμη μου τὴν παράλυσε ἡ λαύρα. Μπάλωνα ἕνα δίχτυ τότες ποὺ
ξαφνιάστηκα νοιώθοντας νᾶμαι κάτω ἀπ᾽ τὴ ματιά του
καὶ μ᾽ ἔκραξε μὲ τ᾽ ὄνομά μου· τ᾽ ἄλλα λόγια ποὺ μοῦπε δὲν τὰ θυμᾶμαι.

Νάμεινε φίλος μου; Ἴσως ὄχι πιά. Ἕνα μονάχα ξέρω, πὼς
ριζοπαραγωγός, δαμαστὴς φιδιῶν, ὁδοκαθαριστής, ἔμπορος, ἀγωγιάτης ἐλέφαντα,
ἡ κάθε ζωὴ σὲ τούτη τὴ λυπητερὴ τὴ γῆ, θρέθουν μιὰ ἐλπίδα νὰ πᾶν ψηλὰ
ν᾽ ἀνταμώσουν καὶ νὰ κρατήσουν τοῦτο τὸ φίλο. Κι᾽ ἐγὼ τέτια ἐλπίδα δὲν τὴν πιστεύω.

 

IV

Ἔσχατο φῶς τῆς μέρας πορφυραίνει τοὺς καθρέφτες τοῦ ριζόκαμπου, τὰ μονοπάτια
γίνονται μαῦροι ποταμοὶ ἀπὸ χωριάτες, μὲ σκουπόχορτο στὰ κεφάλια τους
ποταμοὶ ποὺ ὁλημερὶς κυλοῦσαν ἀθέατοι, ἀφήνοντας ἐλεύθερο
τὸν κόσμο στὰ παιδιά. Τώρα οἱ φοινικιὲς σκουραίνουν, φτερὰ
γιγάντια ποὺ ἀποδιώχνουν τὶς μῦγες, κι᾽ ἡ ἐκκλησιὰ γιὰ μιὰ στιγμὴ
ἄσπρο σημάδι, ποὺ θὰ μποροῦσε νᾶναι καὶ ναὸς Ἰνδῶν· μ᾽ ὅλο ποὺ ἐδῶ
τὸ γενετήσιο σύμβολό τους ἂν στ᾽ ἀλήθεια βρισκόταν, θάταν μονάχα ἕνας ἄξονας
σὲ ἀφαίρεση ἀπὸ τὸ διάστημα, ἢ μέσα στὸ διάστημα, γέννημα φαντασίας
ἐνῶ τὸ διάστημα ζαρώνει, σὲ γρανιτικὸ καταφύγιο, κι᾽ ὁ κόσμος συστρέφεται γύρω
ἀπὸ τὸν κούφιο τοῦτον πυρῆνα, ὅπου κατακάθεται ὁ κάθε θόρυβος
διπλωμένος σὰν τὰ σάβανα τοῦ τάφου. Ἕνας ψίθυρος μονάχα, πιὸ χαμηλὸς
κι᾽ ἀπὸ τὸ σκούξιμο χαμένης νυχτερίδας ὅλο γνέθει καὶ γνέθει
σὰν τὸ μονὸ καὶ τρίφιλο νῆμα ποὺ μιὰ χαμένη ἀράχνη σέρνει πίσω της,
γνέθει στὸ σκοτάδι τὸ φάντασμα τῆς ψηλαφίστρας ἀπιστίας ἑνὸς χαμένου ἀνθρώπου.

Θωμᾶ, Θωμᾶ, ἤτανε τάχα σωστὸ
τυφλὸς ἐσύ, νὰ κηρύττεις τὸ φῶς;
Ζαρωμένος ἀπὸ τρόμο, στὴ θεοσκότεινη σπηλιά σου
μὲ σῶμα καὶ ψυχὴ τόσο κακὰ προετοιμασμένα
καὶ μὲ τὸ Χριστό, ἕναν καιρὸ γνώριμό σου,
ἀποσχισμένον τώρα γιὰ πάντα ἀπ᾽ τὴ ματιά σου,
Θωμᾶ, Θωμᾶ, τὸ πιστεύεις στ᾽ ἀλήθεια
πὼς μάτια ποὺ δὲ βλέπονται θὰ πῆ πὼς λησμονηοῦνται;

Ποὺ δὲ βλέπονται… Τόσα μιλιούνια, πῶς γίνονται ἄφαντα ὅλη τὴν ἡμέρα;
Μυρμήγκια ποὺ ἁρπάζουν καὶ κουβαλοῦν τὰ ψίχουλα ἀπ᾽ τὸ τραπέζι τοῦ Σίβα,
τὴν ὥρα πού, καθὼς χορεύει, τὸ πόδι του θανατερὸ κρεμιέται ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω τους
κι᾽ ὅλη τους ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ κάθε του βῆμα κι᾽ ἀπὸ τὸ ἑπόμενο,
ἀπὸ τὴν κάθε κρούση τοῦ ταμπούρλου κι᾽ ἀπ᾽ τὴν ἑπόμενη. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θωμᾶ
ποὺ ἦρθε νὰ χαρίσει στὸ κάθε μυρμῆγκι τὴν ἀξία του, τί εἶναι παρὰ ἐντολὴ ξένη
μιὰ ποὺ κι᾽ ὁ ἴδιος ὁ Θωμᾶς τί εἶναι παρὰ διαλαλητὴς κι᾽ ἐντολοδόχος μιᾶς πίστης,
ποὺ ἐνῶ σ᾽ αὐτούς, τὸ ξέρει, θὰ τὴ μεταδώσει, ὁ ἴδιος ἀπὸ ἀτολμία δὲν τὴ δέχεται,
ἐχτὸς μονάχα ἂν τοῦ τὴ βεβαιώσουν καὶ θυμίσουν τὰ χέρια του, χαϊδεύοντας τοὺς τοίχους
στὸ βράχο τῆς κρύπτης του, διώχνοντας τὶς μῦγες, ἢ καὶ μόνο ἀδράχνοντας
τὸ ἕνα μὲ τ᾽ ἄλλο τοῦτα τὰ χέρια ποὺ μιὰ φορὰ κι᾽ ἕναν καιρὸ δοκιμασθῆκαν
καὶ βρεθῆκαν ἄξια, ἀλλὰ ποὺ χάσανε τὴ νίκη, μὲ τὸ νὰ γυρεύουν μαρτυρία.

Θωμᾶ, Θωμᾶ, οὔτε καὶ τώρα κὰν
δὲ μετανοιώνεις γιὰ τὴ μοῖρα σου;
Ψαρά, ποὺ ἄφησες σύξυλο τὸ καράβι σου
καὶ ρίχνεις παραγάδια γιὰ ἀνώνυμες
χαμένες ψυχές, ποὺ ἀφοῦ τὶς πιάσεις
καὶ τὶς ρίξεις ψηλά, ἀστράφτουν μιὰ στιγμὴ
σὰν τὶς ζαργάνες, κι᾽ ὕστερα πεθαίνουν.
Τὸ πῶς τὴν ἄρχισες τούτη τὴ δουλειά, τὸ ξέρεις
― ἀλλὰ γιατί νὰ τὴν ἀρχίσεις; Θωμᾶ, Θωμᾶ,
κύττα καλὰ μὴν πῆς ψέμματα!

Ψεύτης, ποτέ του ὁ Θωμᾶς· εἶχε παραπολλὴ ἀπιστίαν ἀπάνω του,
σκεπασμένα μὲ πολλὲς τρίχες τὰ χέρια του φαινόνταν τόσο ἀδέξια,
κι᾽ ἀχαΐρευτα, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ ξεχωρίζουν στὸ σκοτάδι τὸ καινούργιο
τὸ παλαμάρι ἀπ᾽ τὸ παληὸ καὶ νὰ ποῦνε «ἐσὺ εἶσαι ἐσύ», αὐτὰ τὰ χέρια
τούχαν μάθη κάποτε, πὼς ἕνα πνεῦμα γίνεται νᾶναι ἄνθρωπος, μιὰ ποὺ
στὸν ὕπνο του, πιὸ πολὺ παρὰ στὸν ξύπνο του, ψάχνουν καὶ ψηλαφοῦνε
σὰ στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, γιὰ ν᾽ ἀποδείξουν πὼς πνεύματα εἶναι
οἱ ἄνθρωποι ὅλοι. Πιστὲ Θωμᾶ! Ἀπόστολε τῶν Ἰνδιῶν!
Καὶ ποτέ σου ἂν δὲν πῆγες ὣς ἐκεῖ, ὅμως οἱ Ἰνδοὶ ἀκόμη καὶ τώρα
νά, ποὺ μποροῦν κι᾽ ἐπιδείχνουν, μέσα σὲ μιὰ φτωχικὴν ἐκκλησιά,
πάνω σὲ μιὰ φτωχικὴ πλάκα, τὸ φτωχικὸ μὰ πρεπούμενο φόρο
ποὺ χρωστηέται σ᾽ αὐτὸν πούχωσε τὰ δάχτυλά του μέσα στὶς πληγὲς τοῦ Θεοῦ.

ΛΟΥΙ ΜΑΚΝΗΣ

[*] Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, ἐστάλη μετὰ ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ στὶς Ἰνδίες πρὸς προσηλυτισμὸν τῶν ἐκεῖ εἰδωλολατρῶν (ΣτΜ Τάκη Παπατζώνη).
Πηγή: Συμπόσιο, Περιοδικὸ πνευματικῆς καλλιέργειας, British Academy Patras, Ἄνοιξη 1952, τχ. 4, σ. 15-21.

*

*

~•~

*

 

Advertisement